Sunday, June 29, 2014

Η επιστροφή της πολιτικής της σύγκρουσης

Του Τάσου Γιαννίτση

Τ​​ο σκηνικό που στήνεται με τις συνεχείς ακυρώσεις αποφάσεων που αφορούν μισθούς και συντάξεις διαφόρων επαγγελματικών ομάδων στο όνομα κάποιας υποθετικής αποκατάστασης κοινωνικών αδικιών ή κάποιας υποθετικής ανατροπής αντιλαϊκών μέτρων αποτελεί μια στυγνή επίδειξη δύναμης της πολιτικής και άλλων τμημάτων της ελίτ της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στις έννοιες της αλληλεγγύης και της ισονομίας και απέναντι σε εκατομμύρια ανέργους, φτωχούς ή τσακισμένους της ίδιας της πολιτικής.

Όπως σε πολλά άλλα ζητήματα, χρησιμοποιείται ως προκάλυμμα η επίκληση μιας αδύναμης κοινωνικής ομάδας για να δικαιολογηθεί και να στοιχηθεί πίσω της μια προκλητικά προνομιακή μεταχείριση κοινωνικών ομάδων με μηδενική ή δυσανάλογα μικρή συμμετοχή στην αδυσώπητη ανατροπή που υπέστησαν εκατομμύρια πολίτες των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

Σε όλο αυτό το σκηνικό τίθενται επτά ζητήματα:
1. Οταν για την αντιμετώπιση της εθνικής οικονομικής, αλλά και γενικότερης, κατάρρευσης μειώνονται οι αμοιβές σε οποιαδήποτε έκταση, μια γενικότερη κατανομή της μείωσης αυτής σε όλους, έστω με κάποιες –όχι ισχυρές– διαφοροποιήσεις, διατηρεί όλους στην ίδια σχετική θέση. Ο καθένας ζημιώνεται π.χ. κατά 25%. Σκληρό για τον απλό εργαζόμενο των 700 (προ κρίσης) ευρώ, σκληρό και για τον εργαζόμενο των 4.000 ευρώ. Το ερώτημα αν η νέα αμοιβή είναι επαρκής ή όχι τίθεται για όλους και είναι θεμιτό. Ομως, σε σχετικούς όρους όλοι βρίσκονται στην ίδια θέση. Αν ο ένστολος, ο δικαστικός, ο πανεπιστημιακός, ο εργαζόμενος σε ΔΕΚΟ «δεν βγαίνει» με το νέο επίπεδο αμοιβής (από τα 4.000 στα 3.000 ευρώ ως υποθετικό παράδειγμα), πόσο «βγαίνει» όποιος πάει από τα 700 ευρώ στην ανεργία ή στα 550 ευρώ, όποιος από το πανεπιστήμιο περνάει στην ανεργία ή όποια από καθαρίστρια γίνεται άνεργη καθαρίστρια; Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι πραγματική κοινωνική αλληλεγγύη δεν είναι η γραμμική μείωση ή μια πλήρης απαλλαγή από τη μείωση, αλλά μια κλιμακωτά μεγαλύτερη μείωση των υψηλότερων εισοδημάτων σε σχέση με τα χαμηλότερα.

2. Οταν οι περικοπές αρχικά γίνονται με πολιτικές αποφάσεις που φαίνεται ότι ισχύουν για όλους, προκειμένου να δίνουν την αίσθηση μιας σύμμετρης συμμετοχής όλων χωρίς εξαιρέσεις στις θυσίες, όμως το θεσμικό οπλοστάσιο της πολιτείας οδηγεί στη συνέχεια στη χοντροκομμένη ανατροπή της συμμετρίας και σε αδικαιολόγητα ασύμμετρες εξαιρέσεις, τότε η δύναμη ακυρώνει κάθε πολιτική που θα μπορούσε να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Τότε, πρόκειται για συμπαιγνία, με ισχυρούς χαμένους και ισχυρούς κερδισμένους.

3. Οταν ο αριστερός λαϊκισμός επικροτεί και αυτός τέτοιες εξελίξεις και την πρωτοφανή σε ταχύτητα νομοθετική προσαρμογή, με την επίκληση ότι οι «όλες δικαστικές αποφάσεις πρέπει να εφαρμόζονται», σημειώνεται μια πρόσθετη συμπαιγνία. Δικαστικές αποφάσεις πρέπει να εφαρμόζονται αναμφίβολα. Ομως, η οποιαδήποτε αριστερή αντίληψη δεν μπορεί αντί να είναι πολιτική, να μετατρέπεται σε δικονομική. Γιατί τότε εγκαταλείπει την ουσία, γίνεται κίβδηλη ή αδιαφορεί για τις έννοιες της πραγματικής αλληλεγγύης και της ισονομίας στις επώδυνες θυσίες. Είναι επίσης γνωστό ότι, συχνά, πολιτικές αποφάσεις, πολύ συνειδητά, ενσωματώνουν νομικές αδυναμίες, ώστε αργότερα να μπορούν να καταπίπτουν στα δικαστήρια. Ποια θέση παίρνει κανείς στο ζήτημα;

4. «Λεφτά δεν υπάρχουν», παρά σε επιλεκτικούς θυλάκους και οι αμοιβές μιας τεράστιας πλειοψηφίας πολιτών στην καλύτερη περίπτωση θα αυξηθούν 1% στη διάρκεια της επόμενης διετίας. Αυτό σημαίνει ότι χωρίς μια σύμμετρη κατανομή των βαρών, αύριο –στην κυριολεξία– θα υπάρξουν περαιτέρω περικοπές εισοδήματος όσων δεν έχουν πρόσβαση στο προνομιακό καθεστώς των «επάνω».

5. Με ποια επιχειρήματα θα επικρίνει κανείς τον «λαϊκισμό της Αριστεράς», που υπόσχεται ανέξοδα τη μελλοντική αποκατάσταση των απλών εργαζομένων και συνταξιούχων, όταν ο «λαϊκισμός των ελίτ» στη θέση της επαγγελίας, με μέτρα κάνει πραγματικότητα στο ορατό παρόν την ασύμμετρη αδικία.

6. Το θέμα της δικαστικής παρέμβασης σε μισθολογικά θέματα, που με το χρόνο αθροίστηκαν σε έναν κρίσιμο παράγοντα οικονομικού και πολιτικού εκτροχιασμού, είχε αναδειχθεί ήδη από τα δύσκολα χρόνια του 1990. Αναδείχθηκε η ανάγκη εξορθολογισμού των συνταγματικών παραθύρων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και όχι προσχηματικά μια διπλοπρόσωπη πολιτική. Αν η πρακτική αυτή σε ομαλές συνθήκες είναι απλώς κοινωνικά άδικη, σε συνθήκες κρίσης δημιουργεί αντιδράσεις έντονης κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Οι ρυθμίσεις που δήθεν χειρίστηκαν το θέμα, αποδείχθηκε ότι ήσαν μια γκροτέσκα φάρσα, με ισχυρό έλλειμμα στοιχείων στοιχειώδους κοινωνικής και πολιτικής ηθικής, υπονομεύοντας τα θεμέλια της διακυβέρνησης.

7. Προ ετών όταν αποκαλύφθηκε ότι ένας αριθμός βουλευτών είχαν «τολμήσει», πολλοί μάλιστα αρκετά πριν εμφανιστεί η κρίση, να διεκδικήσουν κάποιες νόμιμες αυξήσεις των συντάξεών τους, ξεσηκώθηκαν όλοι οι «ευαίσθητοι», αριστεροί και μη, πολιτικοί και ΜΜΕ, με κάθε είδους απαξιωτικές και καταγγελτικές ρητορικές. Γιατί; Τι πείραξε τότε, που δεν υπάρχει σήμερα; Φαίνεται, ότι στην πορεία η πολιτική υποκρισία αντικαταστάθηκε από τον πολιτικό κυνισμό.

Διαπίστωση: Οταν οι ελίτ μιας χώρας σε τραγικές συνθήκες, δεξιές, αριστερές, κεντροαριστερές, δεν αντιλαμβάνονται ότι πρέπει όλοι να παραμερίσουν καταστροφικές πρακτικές και να αναλάβουν το βάρος που τους αναλογεί στην αντιμετώπιση μιας πραγματικότητας, που οι ίδιες δημιούργησαν, υπάρχει δομικό αδιέξοδο. Τότε, κανείς δεν έχει το ανάστημα να ζητήσει ή να επιβάλει οτιδήποτε στον άλλο μέσα από κοινωνικές συνεννοήσεις. Το εργαλείο είναι η δύναμη. Τότε, η προοπτική που ανοίγεται δεν έχει τίποτα το ευρωπαϊκό, τίποτα το δημοκρατικό, τίποτα το αναπτυξιακό, τίποτα το κοινωνικό, τίποτα το εθνικό.

«Οταν οι μεσαίες τάξεις καταρρέουν, τα θεμέλια της δημοκρατίας υπονομεύονται». Πράγματι. Ομως, «όταν σε συνθήκες κρίσης αντιμάχονται μεταξύ τους οι μεσαίες και οι πιο αδύναμες τάξεις, καταρρέουν όλα».

* Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι πρώην υπουργός.

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Thursday, June 26, 2014

Οι τεταρτοεξουσιαστές και τα συνώνυμα του κακού

Του Παντελή Μπουκάλα

Δεν έχουν όλα τα ποιήματα θυμική αφορμή και ρίζα σε αυθεντική συγκίνηση. Πολλά είναι φιλολογικές κατασκευές και επιδείξεις τεχνικής επάρκειας· διεκπεραιώνονται με τη μνήμη των δαχτύλων μόνο και δίχως βαθύτερη ταραχή. Τέτοια έχει αρκετά η Παλατινή Ανθολογία. Λογικό, αφού καλύπτει μια χιλιετία στιχουργικής παραγωγής. Οι μιμητές και οιεπιπολαιογράφοι δεν έλειψαν ποτέ στην ιστορία των γραμμάτων. Ανάμεσα στα συμποτικά επιγράμματα της Παλατινής ας πούμε, ορισμένα υιοθετούν και αναπαράγουν --άνευρα-- παλιά μοτίβα, ο γραφιάς τους όμως φαίνεται σαν να μη δοκίμασε ποτέ τις χαρές του Διόνυσου. Σαν να τις είχε απλώς ακουστά. Αλλά έτσι δεν γίνεται δουλειά. Ούτε ποίηση.

Ένα πάντως από τα συμποτικά είναι ξεκάθαρο πως έχει πραγματική αφορμή και επίσης πραγματικό θυμό μέσα του. Το έγραψε ο Αντίπατρος από τη Θεσσαλονίκη, επιγραμματοποιός της εποχής του Αυγούστου. Τέσσερις στίχοι είναι όλοι κι όλοι:

Ού μοι Πληϊάδων φοβερή δύσις, ουδέ θαλάσσης
ωρύον στυφελώ κύμα περί σκοπέλω,
ουδ' όταν αστράπτη μέγας ουρανός, ως κακόν άνδρα
ταρβέω, και μύθων μνήμονας υδροπότας.


Μεταφράζω, προσημειώνοντας πως με τη δύση της Πούλιας, τον δικό μας Νοέμβριο, οι αρχαίοι κρατούσαν τα πλοία τους αραγμένα στα λιμάνια, από το φόβο της φουρτούνας:

Δεν με τρομάζει η Πούλια στο βασίλεμά της ουδέ το κύμα
που ωρύεται σπώντας σε βράχους κοφτερούς ούτε του απέραντου
ουρανού οι αστραπές, όσο ένας άνθρωπος κακόψυχος
κι οι νεροπότες, που τα μεθυσμένα λόγια μας θυμούνται.


Τι θέλει να πει ο ποιητής; Απλό: Με τη φύση, όσο άγριες κι αν είναι οι εκδηλώσεις της, θα βρεις έναν τρόπο να τα βγάλεις πέρα. Αλλά με τον «κακόν άνδρα» (συνώνυμα του «κακός» κατά Liddell-Scott: ανάξιος, μηδαμινός, ελεεινός, άθλιος, πονηρός, φαύλος) θα δυσκολευτείς πολύ περισσότερο, γιατί η κακότητά του, βαθιά ριζωμένη, ένα σύστημα ζωής πια, ένα επάγγελμα, είναι σκέτος φόβος. Και είναι φόβος και τρόμος, χειρότερος δηλαδή και από τις τρικυμίες και από τους κακόψυχους, ο αγύρτης που, ενόσω η παρέα πίνει και ελευθερώνεται, αυτός πίνει νερό, ώστε, νηφάλιος, να κρατάει λεπτομερείς σημειώσεις για το τι λέει ο καθένας. Και να έχει έτσι υλικό για να τους εκβιάζει την επομένη· να τους απειλεί ότι θα τους εκθέσει ανεπανόρθωτα στα μάτια των οικείων τους ή των αντιπάλων τους, αν, εξαναγκασμένοι, δεν του κάνουν κάποιο χατίρι. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, οι νεροπότες ήταν εντεταλμένοι χαφιέδες των αρχόντων.

Δεν μπορεί, κάποιον κακό μπελά θα είχε βρει ο Αντίπατρός μας ύστερα από μεθύσι του. Γι' αυτό και ξεσπάει, σαν «ωρύον κύμα» κι αυτός, πάνω στον αγύρτη «υδροπότη»· που ίσως να άκουσε σε κάποιο συμπόσιο τον εκ Θεσσαλονίκης ποιητή, τον καιρό που δούλευε δάσκαλος στη Ρώμη, να λέει, λέμε τώρα, κάτι πειραχτικό για τον Αύγουστο ή κάτι απαξιωτικό γενικά για τους Ρωμαίους. Και σκέφτηκε να τον επαναφέρει στον ίσιο δρόμο μ' έναν ωραίο εκβιασμό. Να γιατί οι αρχαίοι μισούσαν τους μνησίκακους υδροσυμπότες όχι σαν πονηρούς αλλά σαν δυνάμει εκβιαστές· σαν ανήθικους δολιοφθορείς των απλών, απλούστατων κανόνων που ορίζουν τα του ιδιωτικού βίου, διαχωρίζοντάς τον από τον δημόσιο. Τη σχετική παροιμία, που προφανώς συμπυκνώνει μακρόχρονη κοινωνική πείρα, την καταγράφει και ο Πλούταρχος και ο Λουκιανός -- κι έχουν βέβαια τους λόγους τους: «μισέω τον μνάμονα συμπόταν».

Ένας άνθρωπος, το ξέρουμε, μπορεί να μεθύσει από αλκοόλη αλλά και δίχως να πιει γουλιά. Να μεθύσει δηλαδή από μοναξιά, από θλίψη, από έρωτα, ακόμα και από νάρκισσο έρωτα, από στιγμιαία παρόρμηση προς την υπερβολή. Και να παραφερθεί εν λόγω ή έργω· να πει ή να κάνει πράγματα που την επομένη θα του προκαλούν θλίψη και ντροπή. Τις στιγμές αυτές είναι τρωτός, ευάλωτος, απολύτως έκθετος. Σε κοινωνίες ανθρώπινες, σ' αυτές δηλαδή που βασίζονται προπαντός στους άγραφους νόμους, το εν παραφορά μέθης πρόσωπο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σχεδόν σαν ιερό. Πολύ περισσότερο αν, ώς το τέλος της «μέθης» του, δεν αδικεί, δεν εκθέτει και δεν φθείρει κανέναν άλλον πλην του εαυτού του· και, δεύτερον, αν η υπερβολή του περιορίζεται στην ιδιωτική του ήπειρο, τμήμα της οποίας, απολύτως προστατευτέο, είναι πλέον και οι διαδικτυακοί μικροχώροι, που οφείλουν την ύπαρξη και τη λειτουργία τους ακριβώς στον προϋποτιθέμενο απόρρητο χαρακτήρα τους· μετέχεις εκεί βάσει ενός άγραφου συμβολαίου που δεσμεύει κι εσένα και τους άλλους στο σεβασμό των ατομικών δεδομένων.

Εύκολα φαντάζεται κανείς πόσο έχει προοδεύσει η πανάρχαιη τέχνη του εκβιασμού από την εποχή που οι ύπουλοι νεροπότες έπαψαν να έχουν στη διάθεσή τους παπύρους και περγαμηνές για να κρατάει σημειώσεις η αυτών δολιότης και απέκτησαν μαγνητοφωνάκια. Και κάμερες βέβαια, λίγο αργότερα. Με τα ποικίλα παντοδύναμα τεχνήματα καταλήξαμε να περνάμε τη ζωή μας μέσα σε ένα ασφυκτικό Πανοπτικόν και Πανακουστικόν, διαρκώς έκθετοι. Όση ελευθερία υπόσχονται ότι θα μας δώσουν («απεριόριστος χρόνος», «απεριόριστες διεθνείς κλήσεις», «άμεση επαφή με οποιονδήποτε οποιουδήποτε»), άλλη τόση --τουλάχιστον-- μας κλέβουν, μ' εμάς τούς ίδιους συνεργούς τους. Και τα πράγματα βάρυναν ακόμα περισσότερο με την εγκαθίδρυση τα τελευταία χρόνια --με την εισαγωγή όλο και πιο εξελιγμένων τεχνημάτων επικοινωνίας-- μιας νέου τύπου ιδιωτικότητας αλλά και δημοσιότητας. Το υποψιαζόμασταν, κι ήρθε ο Σνόουντεν να επαληθεύσει τους χειρότερους φόβους μας.

Θα ονόμαζα, χάριν συνεννοήσεως και μόνο, ιδιωτική δημοσιότητα, δίνοντας το βάρος στην πρώτη λέξη του ζεύγους, εκείνη στην οποία ο ίδιος ο ιδιώτης δεν ενδιαφέρεται αν το προσωπικό του, και το πιο κρυφό, γίνεται κοινό κτήμα. Δεν τον πειράζει για παράδειγμα να μιλάει στο κινητό του ενόσω ταξιδεύει με τρένο, καράβι ή λεωφορείο και να τον ακούνε όλοι οι διπλανοί του, την ώρα που μπορεί να τσακώνεται με τη μάνα του, να ερωτοτροπεί με την καλή του, να εξιστορεί λεπτομερώς στον κολλητό του την έκτακτη σεξική περιπετειούλα του, «με μια Αγγλίδα, ξέρεις τώρα». Δεν τον πειράζει επίσης να μοιράζεται προσωπικά του μυστικά με τους υπόλοιπους φεϊσμπουκίστες· και αυτοί, άλλωστε, οφείλουν να ανακοινώνουν δικά τους μυστικά, αφού ακριβώς αυτή η δημοσιοποίηση είναι το διαβατήριο, το ειδικό εισιτήριο που τους επιτρέπει να μπουν σε ξένες μονοατομικές επικράτειες. Καινούριος κόσμος, πράγματι.

Από την άλλη, ως δημόσια ιδιωτικότητα, με το βάρος και πάλι στην πρώτη λέξη του ζευγαριού, εννοώ την παραβιασμένη ιδιωτικότητα. Στην περίπτωση αυτή το ιδιωτικό καταντάει δημόσιο όχι με τη συναίνεση ή έστω την αδιαφορία του ιδιώτη αλλά ερήμην του και εις βάρος του· επειδή κάποιοι καταχρώνται την εξουσία τους και, αδιάφοροι λόγω ισχύος και ονόματος για τα γραπτά και τα άγραφα νόμιμα, κοινοποιούν αυτό που πρέπει να μείνει απόρρητο, διότι τέτοια είναι η φύση του αλλά και τέτοια η επιθυμία του πρωταγωνιστή του.

Υποτίθεται πως η τέταρτη εξουσία υπάρχει για να ελέγχει τις καταχρήσεις των τριών θεσμοθετημένων εξουσιών. Μύθος. Η τέταρτη εξουσία, έτσι όπως την «υπηρετούν» επί δεκαετίες κεφαλαιόδελτοι Δημοσιογράφοι που η σεμνότητά τους τούς υποχρεώνει να μιλούν σε τρίτο πρόσωπο για τον εαυτό τους, και οι οποίοι μετρούν τις επιτυχίες τους με το πόσους κατεστραμμένους ανθρώπους αφήνουν στο αγέρωχο διάβα τους, υπάρχει για να καταχράται τη δοτή ισχύ της. Και για να ασκείται επ' ωφελεία (οικονομική και άλλη) του κατόχου της, όχι του κοινού, όχι του δήμου. Δεν είναι μύθος πάντως το ότι η ηθικολογούσα ανηθικότητα παραμένει η απεχθέστερη εκδοχή του αμοραλισμού.

Θυμάμαι εδώ και θυμίζω τα συνώνυμα του «κακού» που αντέγραψα παραπάνω: ανάξιος, μηδαμινός, ελεεινός, άθλιος, πονηρός, φαύλος. Το λεχρίτης; Όχι, αυτό δεν το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι· είναι μεταγενέστερο δημιούργημα, γνωστού περιεχομένου πλην αγνώστου ετύμου.

Πηγή: Η Αυγή

Tuesday, June 24, 2014

Το ημερολόγιο ενός ανέργου

Του Κώστα Εφήμερου

Τους ανθρώπους που θαυμάζω θέλω να τους γνωρίζω, έχω την ψυχολογία του γκρούπι. Δεν μου φτάνουν αυτά που μου προσφέρουν από απόσταση. Για να τους δω χρησιμοποιώ κάθε γνωριμία, κάθε επαφή, κάθε υποψία υποχρέωσης. Παίρνω τηλέφωνα, στέλνω email, μπαίνω σε αεροπλάνα, δεν με σταματάει τίποτα.

Πριν

Για τον Χριστόφορο Κάσδαγλη χρησιμοποίησα τον αγαπημένο μου (εξ αποστάσεως) θείο που λέγεται και αυτός Χριστόφορος και τότε δεν ήξερα ότι τον ήξερε. Θυμάμαι ότι προσπαθούσα να πείσω τον Χριστόφορο Β ότι ένα νέο διαδικτυακό ΜΜΕ θα μπορούσε να γίνει ισχυρότερο από τα καθιερωμένα. Μου είπε ότι καλύτερα να μιλήσω με τον Χριστόφορο Α και μου κανόνισε ένα ραντεβού. Πήρα το «Σπλίτ», το βιβλίο του που μόλις είχα τελειώσει, και τον επισκέφτηκα στα γραφεία της Forthnet, πάνε τρία χρόνια νομίζω.

Ξαναβρεθήκαμε πέρυσι. Αυτός θυμόταν ότι μου κρέμεται ένα πληκτρολόγιο από το χέρι και εγώ θυμόμουν ότι παρά το κιτρινισμένο -από τη νικοτίνη- μουστάκι του είχε την όρεξη του μπόμπιρα και την ευφυία της απλότητας.

Το «ημερολόγιο ενός ανέργου» ήταν φτιαγμένο ήδη μέσα στο κεφάλι του. Στο μοτίβο του «φαντάρε που πας» (της πετυχημένης στήλης της Ελευθεροτυπίας) μου είπε, «αλλά με όλα τα καλά της τεχνολογίας».

Μετά

Κρατάω σήμερα στα χέρια μου το βιβλίο. Το «ημερολόγιο ενός ανέργου» έγινε βιβλίο! 155+1 ιστορίες από τις 2000 μαζί με συνδετικά κείμενα του Χριστόφορου Α. Πολλές από αυτές τις έχω διαβάσει, άλλες μου έχουν ξεφύγει.

Διαβάζω τις πρώτες 30 σελίδες. Ο μπαγάσας τα κατάφερε: το αποτέλεσμα είναι εθιστικό. Τόσος πόνος, τόση απελπισία, τόσα αδιέξοδα το ένα μετά το άλλο σε βομβαρδίζουν γραμμή τη γραμμή και δεν μπορείς να σταματήσεις. Μια ιστορία ακόμα, μια ακόμα και σταματάω. -Είναι αδύνατο. Διαβάζω για να συμπάσχω, για να συμπαρασταθώ, για να μην ξεχαστώ. Για να οργιστώ και να χάσω την ψυχραιμία μου.

Παρακολούθησα τον Χριστόφορο να φθείρεται από αυτή την έκδοση. Να αφιερώνει ώρες ατέλειωτες, να αντιγράφει, να σταχυολογεί, να οργανώνει, να μην κοιμάται. Τον είδα να γκρινιάζει, να αρρωσταίνει, να απελπίζεται αλλά να συνεχίζει με απίστευτη υπομονή.

Ξέρω γιατί ο Κάσδαγλης επέμεινε από την αρχή, μου έχει εξηγήσει την μεγάλη εικόνα. Με έχει συνεπάρει με τις προοπτικές. Εγώ -όπως είπα ήδη- τους ανθρώπους που θαυμάζω τους ψάχνω για να τους μιλήσω. Μπορείτε όμως και εσείς να καταλάβετε γιατί γράφτηκε αυτό το βιβλίο απλά ξεφυλλίζοντάς το στο βιβλιοπωλείο.

Σου λένε στις ταινίες να μην τρομάζεις, το αίμα είναι κέτσαπ. Εδώ όμως, σήμερα, το 2014, επιβάλλεται να τρομάξεις.

Πηγή: The Press Project

Sunday, June 22, 2014

Το μετέωρο βήμα της λαϊκής Δεξιάς

Του Νίκου Μαραντζίδη

Μ​​ε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η αποκαλούμενη λαϊκή Δεξιά, το τμήμα δηλαδή εκείνο του πολιτικού κόσμου που συνδέεται περισσότερο με τις αξίες και την πολιτική κουλτούρα των λαϊκών στρωμάτων του συντηρητισμού, βρέθηκε στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων. Δεμένη με την έννοια της πατρίδας και του έθνους, εχθρική απέναντι στη δυτική πολυπολιτισμική κουλτούρα, επιφυλακτική έναντι της ελεύθερης αγοράς και κάποιες φορές με ροπή στον αυταρχισμό, η λαϊκή Δεξιά έκανε δυναμική εμφάνιση στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό.

Υποστηριζόμενοι από την Ορθόδοξη Εκκλησία (ιδιαίτερα τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο) και από μια ευρεία κοινωνική βάση (αγροτικοί πληθυσμοί, ηλικιωμένοι και θρησκευόμενοι), συνεπικουρούμενοι από τις επικοινωνιακές τους αρετές, οι εκφραστές της λαϊκής Δεξιάς διαμόρφωσαν αρκετά γρήγορα ένα διακριτό ύφος εύκολα αναγνωρίσιμο.

Παρά τις όποιες διαφορές τους, οι πολιτικοί αυτού του χώρου έχουν κοινό παρονομαστή ένα λόγο που απευθύνεται πρωτίστως στο συγκινησιακό υπόβαθρο, στην «ψυχή» των συντηρητικών πολιτών της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Τόσο σε θέματα θρησκευτικής όσο και εθνικής ταυτότητας η λαϊκή Δεξιά εξέφρασε τον αμυντικό εθνικισμό του ελληνικού εθνολαϊκισμού. Στα μάτια της το ελληνικό έθνος είναι διαρκώς απειλούμενο και βάλλεται πανταχόθεν. Η βασική απειλή, βέβαια, θεωρείται πως εκπορεύεται από τις δυτικές αξίες του κοσμοπολιτισμού και της πολυπολιτισμικότητας. Προκειμένου να αναχαιτισθούν οι απειλές εναντίον της πατρίδας και να αναδειχθεί ξανά η εθνική μας κληρονομιά, η λαϊκή Δεξιά πρόκρινε έναν αγώνα εθνικής εγρήγορσης, μια πολιτισμική σταυροφορία προς το εσωτερικό και μια «ασυμβίβαστη» εξωτερική πολιτική. Κάπως έτσι τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας, η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες και τα εξωτερικά θέματα ήρθαν στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης στη δεκαετία του ’90 και του 2000.

Στα ζητήματα της οικονομίας η λαϊκή Δεξιά χαρακτηρίστηκε από τη λογική, ούτε σοσιαλισμός ούτε νεοφιλελευθερισμός. Με αναφορά σε ιδεολογικά εργαλεία του ’70, στον καραμανλικό ριζοσπαστικό φιλελευθερισμό, οι εκπρόσωποι αυτού του χώρου αναγόρευσαν την εμπλοκή του κράτους στην οικονομία σε γεγονός θεμελιώδους σημασίας. Το πατερναλιστικό και πελατειακό κράτος αποκλήθηκε «φιλολαϊκή πολιτική» και κάθε συντεχνιακή ρύθμιση συνδέθηκε με την έννοια της κοινωνικής προστασίας. Είναι αλήθεια, πως οι εκπρόσωποι της λαϊκής Δεξιάς στο Κοινοβούλιο αναδείχθηκαν σε πρωταθλητές στην εξυπηρέτηση των «δικών τους παιδιών».

Παρά τη δυναμική παρουσία της λαϊκής Δεξιάς στον πολιτικό στίβο και την επιρροή της τόσο εντός όσο και εκτός της Νέας Δημοκρατίας, τα τελευταία χρόνια, η κρίση ανέδειξε τις αντιφάσεις και τα όριά της. Οι πιο γνήσιοι εκφραστές της κουβαλούν το στίγμα του λαϊκιστή, ενώ οι «αποστάτες» κατηγορούνται ως πολιτικάντηδες γιατί έταξαν πολιτικές που εγκατέλειψαν στη συνέχεια. Είναι αλήθεια, πως για κάποιους από τους εκπροσώπους της λαϊκής Δεξιάς, τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό και τις «ταυτότητες», όπως και οι αδιάλλακτοι αγώνες εναντίον του Μνημονίου, αποτελούν παρελθόν που θα προτιμούσαν να μη θυμάται κανείς.

Στις μέρες μας, η λαϊκή Δεξιά δείχνει ξεπερασμένη, υποκριτική και ενίοτε γραφική. Επιπλέον, υφίσταται την εκλογική πίεση της εξτρεμιστικής Χρυσής Αυγής, που κερδίζει νεανικές ψήφους με το οπλοστάσιο της αντισυστημικότητας. Η αποτυχία τής εκτός Νέας Δημοκρατίας λαϊκής Δεξιάς στις ευρωεκλογές (Καμμένος, Νικολόπουλος, Ψωμιάδης, Ζώης κ.ά.) υπήρξε αξιοσημείωτη.

Η λαϊκή Δεξιά βρίσκεται, λοιπόν, σε αδιέξοδο και υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι’ αυτό. Ο σοβαρότερος σχετίζεται με την αδυναμία της να παρουσιάσει ένα πειστικό λόγο στα ζητήματα της οικονομίας στο σύγχρονο διεθνοποιημένο περιβάλλον. Γενικότερα, οι οπαδοί του έθνους-κράτους βρίσκονται σε αμηχανία λόγω της δομικής αδυναμίας των κυβερνήσεων να ασκήσουν κατά το δοκούν οικονομική και φορολογική πολιτική εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και της εκχώρησης εξουσιών σε διακρατικούς οργανισμούς. Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα για το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος, όπου οι δημόσιες πολιτικές του βρίσκονται (και θα βρίσκονται για αρκετά χρόνια ακόμη) υπό τον έλεγχο των δανειστών του. Η λαϊκή Δεξιά στην Ελλάδα, που στηρίχθηκε εκτεταμένα στο κράτος προκειμένου να ικανοποιήσει τους εκλογικούς της πελάτες, δείχνει ολοκληρωτικά ανήμπορη να αρθρώσει μια πρόταση της προκοπής χωρίς αυτό το εργαλείο στα χέρια της.

Ποιο είναι, λοιπόν, το μέλλον της; Αν δεν θέλουν να καταντήσουν τσαρλατάνοι λιανοπωλητές μαγικών λύσεων, οι εκπρόσωποί της πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο δρόμους: είτε αυτόν του νεοσυντηρητισμού είτε της άκρας Δεξιάς. Η πρώτη επιλογή, ας την ονομάσουμε «θατσερική», υποδηλώνει πως θα εγκαταλείψουν, έστω σταδιακά, τον κρατισμό διατηρώντας κατά τα άλλα το βασικό αξιακό τους σύστημα αναλλοίωτο. Ο θατσερικός δρόμος είναι ουσιαστικά ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για την ελληνική Δεξιά καθώς θα της επιτρέψει να περισώσει την απήχησή της σ’ ένα σημαντικό μέρος του ακροατηρίου της χωρίς να το εξαπατά με κρατικιστικές ψευδαισθήσεις και έτσι να γίνεται αφερέγγυα. Ο άλλος δρόμος, ο ακροδεξιός, σημαίνει ουσιαστική αποχώρηση από την καθιερωμένη και αποδεκτή πολιτική σκηνή και υιοθέτηση μιας αντιευρωπαϊκής και εθνικιστικής ατζέντας.

Ο,τι κι αν συμβεί στο μέλλον, η εποχή που οι εκπρόσωποι της λαϊκής Δεξιάς μπορούσαν να λανσάρουν τον εαυτό τους ως φιλολαϊκούς διαχειριστές με δανεικά έχει πλέον παρέλθει.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Thursday, June 19, 2014

Η δύναμη του πεπρωμένου

Του Περικλή Βαλλιάνου

Ο κόσμος που συγκεντρώθηκε στην Τεχνόπολη στις 4/6 είναι ό,τι το καλύτερο έχει να προσφέρει η Αριστερά στην εξυγίανση της πολιτικής μας ζωής. Πρόκειται κυρίως για τις αποδεκατισμένες ταξιαρχίες του ΚΚΕ εσ. που άντεξαν δεκαετίες θυμηδίας και συκοφαντίας από τους κλειδοκράτορες της κομματικής ορθοδοξίας.

Αυτή όμως η ευγενική καταγωγή τους είναι και το μεγαλύτερο σημερινό πρόβλημά τους. Πόσοι άραγε από αυτούς κατανοούν ακόμη και σήμερα ότι το όραμά τους ενός «δημοκρατικού κομμουνισμού» ήταν ένα contradictio in adjecto, ένας κύκλος τετράγωνος, μια λογική, ηθική και πολιτική αντίφαση; Στα χρόνια του ιδεολογικού διωγμού από το εγχώριο σοβιετικό franchise και τον πασοκικό τριτοκοσμικό πρωτογονισμό ο μεγαλύτερος καημός των ανανεωτών ήταν να αποδείξουν ότι ήταν «αληθινοί κομμουνιστές». Το απολογητικό αυτό σύνδρομο τους φυλάκιζε στις μήτρες του ολοκληρωτικού ιδεολογήματος που κατά βάθος απεχθάνονταν, αλλά και έδινε εκ των προτέρων την πολιτική νίκη στους διώκτες τους.

Η ίδια ψυχολογική εμπλοκή φοβάμαι ότι εξακολουθεί να τους ταλανίζει. Υπό το κράτος της ανέχθηκαν την απεχθή ηγεσία Αλαβάνου και τον παραγκωνισμό και ταπείνωση Παπαγιαννάκη. Από αυτήν πηγάζει ο φόβος τους σήμερα μήπως αποχαρακτηριστούν ως «αριστεροί». Αλλά και οι εκδηλώσεις αγάπης προς τους «συντρόφους» τους (αλήθεια, πότε θα τελειώνουμε μ' αυτή την κουρελιασμένη ρητορική;) που επιλέγουν ΣΥΡΙΖΑ για την πραγμάτωση του σταλινικού παραδείσου από τον οποίο μας έσωσε, όπως τόσο θαρραλέα διακήρυξε ο Λεωνίδας Κύρκος, αλλά και ο Τάκης Λαζαρίδης και ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, η ήττα του Ζαχαριάδη στον εμφύλιο που εκείνος προκάλεσε.
Με έντονη συναισθηματική φόρτιση προβάλλεται το αίτημα «η Κεντροαριστερά να είναι Αριστερά» - αν και προς τιμήν του ο Σπ. Λυκούδης τόνισε ότι πρόκειται για προσωπική του στάση που δεν θέλει να επιβάλει σε κανέναν. Η έννοια «Αριστερά», όμως, φορτωμένη με τόσες ιστορικές δυσλειτουργίες, αποπροσανατολίζει από τα πολιτικά καθήκοντα της στιγμής. Στη χώρα μας έχει ταυτισθεί με το αδηφάγο κράτος των κομματικών εγκαθέτων που απομυζούν τον δημόσιο πλούτο και έχουν στραγγαλίσει τις δημιουργικές δυνάμεις της. Εχει επίσης συμβάλει στην καταστροφή της Παιδείας όλων των βαθμίδων.

Ο άρρωστος αυτός κρατισμός είναι ο κύριος εχθρός σήμερα και η κατεδάφισή του αναγκαία συνθήκη για να ξαναζωντανέψει η κοινωνία. Το εγχείρημα αυτό σφραγίζεται από ουσιωδώς φιλελεύθερα αιτήματα. Φιλελεύθερο ομοίως είναι το αίτημα για την αποκατάσταση των συνταγματικών θεσμών, για την απελευθέρωσή τους από τον ολέθριο κομματικό ζυγό που έχει καταστήσει το κράτος δικαίου απλώς ένα αστείο (όπως και το «κοινωνικό κράτος» ή τη «δωρεάν Παιδεία»).

Κανένα εγχείρημα για την ενότητα του Κέντρου, δηλαδή των δυνάμεων του ελληνικού ευρωπαϊσμού και ορθολογισμού, δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει αν οι πρωτεργάτες του δεν ενστερνιστούν αυτές τις αλήθειες. Η ενοχοποίηση του φιλελευθερισμού, η ταύτισή του με τον νεοφιλελευθερισμό και το ψεύδος ότι ο φιλελεύθερος άνθρωπος δεν δέχεται την ύπαρξη της κοινωνίας (!) ήταν το κύριο ιδεολογικό εργαλείο εκείνων που έχτισαν το αποκρουστικό οικοδόμημα του μεταπολιτευτικού μας κράτους, που σήμερα μας πλακώνει όλους με τα συντρίμμια του.

Είναι η «ανανεωτική Αριστερά» έτοιμη διανοητικά και πολιτικά να γίνει φιλελεύθερη; Εχει την ικμάδα να συμβάλει στη συντριβή του σημερινού συντεχνιακού ημι-ολοκληρωτισμού ούτως ώστε να αποκτήσει ξανά νόημα η διάκριση ανάμεσα σε Αριστερά και Δεξιά (η συζήτηση, δηλαδή, για τη δίκαιη διανομή του παραγόμενου πλούτου και όχι των δανεικών στην τάδε ή στη δείνα κομματική κάστα); Ενα τέτοιο εγχείρημα θα ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με την ιδεολογία και την πρακτική και των κυβερνητικών κομμάτων και της αντιπολίτευσης. Και συνεπώς θα εξασφάλιζε την απόλυτη ανεξαρτησία και από τους δύο κομματικούς στρατούς που σκοτώνονται σήμερα για το ποιος θα βάλει χέρι στο κράτος-λάφυρο.

Οι παραπάνω είναι οι ιδεολογικές προϋποθέσεις για την ανασύσταση του Κέντρου, μιας φιλελεύθερης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Υπάρχουν όμως και πολιτικές: η απαγκίστρωση από όλους τους παλαιοκομματικούς μηχανισμούς και αρχηγίσκους. Καλόπιστη ερώτηση: Με ποια ιδιότητα απηύθυνε ο Σπ. Λυκούδης την πρόσκληση για «κοινή επιτροπή» με στόχο τη συγκρότηση της Κεντροαριστεράς; Ως ανεξάρτητος πολιτικός και πολίτης; ή ως μέλος της ΔΗΜΑΡ που αναμένει τις αποφάσεις των οργάνων του κόμματός του; Η ιδέα του εμπλέκει τον Κουβέλη, τους συριζοδημαρίτες συντρόφους του, τους Βενιζέλο, Λοβέρδο κτλ.; Αν ναι, το σχέδιο θα εκφυλισθεί σε ατέρμονη διαπραγμάτευση με πρόσωπα που έχουν αποδείξει ότι δεν επαγγέλλονται τίποτε άλλο από τον πελατειακό εκμαυλισμό, την τεχνολογία της χρεοκοπίας. Και τότε το παντοδύναμο στην Ελλάδα πεπρωμένο των ιδεολογικών εμμονών που κρύβουν άλλους σχεδιασμούς θα πνίξει και αυτή τη φιλότιμη πρωτοβουλία.

Απέναντι σε μια τέτοια προοπτική θα ήταν αυτοκτονία, π.χ., για Το Ποτάμι να συμβάλει. Αυτό που το καινούργιο αυτό κόμμα έφερε, με τους ερασιτεχνισμούς του έστω, ήταν νέους ανθρώπους που δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με τη νοσηρή κομματικότητα του παρελθόντος, τη ρητορεία της, την ιεροτελεστία της, τη συμβολική της. Απέναντι στους αμετανόητους πρωταιτίους της καταστροφής που ακόμη καμώνονται τους σωτήρες οι «παιδιάστικες» αντιλήψεις του για την πολιτική (ακόμη κι αν πιστέψουμε τους περισπούδαστους επικριτές του) ήταν μια πνοή καθαρού αέρα. Αν ήταν να προδώσει τις χιλιάδες ανθρώπους που το πίστεψαν, η δύναμή του θα εξανεμιζόταν παραχρήμα.

Ο κ. Περικλής Σ. Βαλλιάνος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Πηγή: Το ΒΗΜΑ

Monday, June 16, 2014

Μουντιάλ και ελληνική κρίση

Του Δημήτρη Κουρέτα
Με ρώτησε το πρωί του Σαββάτου, στα σκαλιά στη σχολή ενας φοιτητής για το γκόλ του Ρόμπεν χθες το βράδυ στο ματς Ισπανία-Ολλανδία 1-5. Αυτή η ερώτηση είναι και η αφορμή αυτού του μικρού άρθρου.
Στο ένα από τα δυο γκολ που έβαλε ο Ρόμπεν έκανε ένα 45άρι μέτρα με μέση ταχύτητα που αντιστοιχεί σε χρόνο στα 100 μέτρα 9.72. Είναι αλήθεια. Πως γίνεται αυτό ενας παίχτης ποδοσφαίρου να μπορεί να τρέξει στον τελικό μιας μεγάλης κούρσας 100μ σήμερα; Αντίστοιχα πράγματα ρωτούσαν οι Ελληνες φίλαθλοι το 1974 για τους παίχτες της Εθνικής Γερμανίας. Είναι πράγματι ανεξήγητα αυτά για τον μέσο Έλληνα φίλαθλο. Λέει αμέσως: «Ε μωρέ, αυτοί παίρνουν φάρμακα». Δεν μπορεί να αντιληφθεί ο μέσος Ελληνας το τι δουλειά χρειάζεται για να φτάσει ένας αθλητής σε αυτό το επίπεδο. Και αν καμιά φορά φτάσει το αποδίδει στα φάρμακα. Υποθέτω ότι ούτε οι προπονητές του ποδοσφαίρου στη χώρα μας (οι πιο πολλοί τουλάχιστον), γνωρίζουν ότι η πλειοψηφία των παικτών της Εθνικής Γερμανίας το 1974, έκαναν χρόνο κάτω από 9 λεπτά και 15 δεύτερα στα 3 χιλιόμετρα (με εξαίρεση τον Μύλλερ), ή ότι την περίοδο της βασικής προετοιμασίας έκαναν 25 χιλιόμετρα τρέξιμο τη μέρα. Τότε. Τότε βέβαια το ποδόσφαιρο στηριζόταν σε άλλα στοιχεία. Σήμερα στηρίζεται σε άλλα. Πιθανότατα σήμερα στη χώρα μας , οι προπονητές ποδοσφαίρου δεν γνωρίζουν πως τροποποιούν τις μυικές ίνες οι εργοφυσιολόγοι, ανάμεσα στα παιχνίδια σε ένα Μουντιάλ σε ομάδες όπως η Ολλανδία, με απόλυτα νόμιμο (ακόμη) τρόπο, μιας και η επιστήμη προηγείται πάντα του ελέγχου. Δεν μπορεί ίσως γιατί δεν θέλει ούτε ο Έλληνας φίλαθλος, ούτε ο Έλληνας παράγοντας, αλλα ούτε και ο Έλληνας προπονητής, να μπεί σε τέτοια νερά. Και όποιος το κάνει είναι εξαίρεση. Στη ζωή όμως μετράει ο κανόνας.

Έτσι λοιπόν ότι φτιάχνεται με σκληρό πρόγραμμα και προσπάθεια,η Ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να το συζητήσει ακόμη. Δεν ξέρω αν ποτέ το κάνει. Οι όποιες επιτυχίες του Ελληνικού αθλητισμού έχουν συμβεί μόνον από το μεράκι και την νεύρωση των προπονητών κάποιων ταλαντούχων σίγουρα αθλητών. Κανένας προγραμματισμός, καμμία οργανωμένη προσπάθεια που να μοιάζει αυτές του εξωτερικού. Γιατί όμως; Δεν υπάρχουν εδώ γνώστες ή επιστήμονες που να μπορούν να στηρίξουν; Όχι τουναντίον. Όμως είναι τέτοια η κουλτούρα που προτιμούν όλοι να γίνονται τα πράγματα κρυφά, παρά να κάνουν σωστό προγραμματισμό που περιλαμβάνει και τη συμμετοχή ειδικών επιστημόνων. Οι οποίοι θα φροντίζουν με νόμιμο τρόπο, να ετοιμάζουν τους αθλητές μας για τα μεγάλα events.

Έτσι είμαστε και στην πολιτική, και το ζούμε τώρα με την κρίση. Βλέπουμε ποιους ανθρώπους οι πολίτες εμπιστεύονται να την διοικήσουν. Μέχρι να αλλάξουμε θα βλέπουμε τους άθλους των άλλων, πίνοντας μπύρες και νομίζοντας ότι ο Ρόμπεν πήρε τη ντόπα που δεν μπόρεσε να πάρει ο Καραγκούνης.

Άντε στην υγειά μας.

Πηγή: ATHENS VOICE

Ευτυχώς η μεγάλη κεντροαριστερά μας τέλειωσε

Του Λεωνίδα Καστανά

Ουδέν νεώτερο από το μέτωπο της Κεντροαριστεράς. Οδεύοντας προς τις βουλευτικές εκλογές δεν αναμένονται εξελίξεις στο μεσαίο και πολύπαθο αυτό χώρο. Το ΠαΣοΚ θα επιβιώσει ως μια μικρή σοσιαλδημοκρατική δύναμη κυβερνητικής σταθερότητας προσφέροντας τις καλές του υπηρεσίες σε όποιον πάρει την εντολή. Στόχος του η επιβίωση των μηχανισμών, των στελεχών και όσων τέλος πάντων δικών του έχουν μάθει να εξαρτώνται από το κράτος. Τα ηγετικά στελέχη της ΔΗΜΑΡ θα καταφύγουν είτε στο ΣΥΡΙΖΑ είτε στην ΕΛΙΑ είτε στο ΠΟΤΑΜΙ, χωρίς να προκαλέσουν πολιτικό γεγονός. Το ΠΟΤΑΜΙ θα προσπαθήσει να εκφράσει ένα μέρος των δυνάμεων του αριστερού φιλελευθερισμού και έχει όλα τα φόντα να το πετύχει, αρκεί να βρει βηματισμό μετά το 1ο του συνέδριο. Το πνεύμα συνεργασίας που φέρνει το κάνει ιδιαίτερα χρήσιμο για τη χώρα. Το μέλλον έχει μόνο κυβερνήσεις συνεργασίας. Τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία. Ο μεσαίος χώρος καλύπτει ένα 15% του εκλογικού σώματος. Ωστόσο υπάρχουν εντός του πολλές και αποκλίνουσες πολιτικές απόψεις και συμπεριφορές που καθιστούν ανώφελη και ευτυχώς αδύνατη οποιαδήποτε διαδικασία μορφοποίησης ενός κοινού σχήματος. Φιλελεύθεροι αριστεροί και μη, λαϊκιστές σοσιαλδημοκράτες, διαρκώς ανανεούμενοι σοσιαλιστές της ανανέωσης, και άνθρωποι της κοινής λογικής είναι μάλλον αδύνατον να τα βρουν. Θα ζήσουμε και χωρίς τη μεγάλη Κεντροαριστερά.

Μια τέτοια εξέλιξη φαντάζει γενικά επώδυνη για τα πολιτικά μας πράγματα αλλά αν το δούμε ρεαλιστικά δεν είναι. Η Κεντροαριστερά για την οποία πασχίσαμε όλο το προηγούμενο διάστημα ακόμα και αν πραγματοποιείτο με κάποιο θαύμα δεν θα ήταν με τίποτα μια μεταρρυθμιστική προοδευτική δύναμη. Θα λειτουργούσε απλά ως συμπλήρωμα και άλλοθι της Δεξιάς και της Αριστεράς, παρατάξεων εξόχως αντιμεταρρυθμιστικών και πελατειακών. Κόμματα όπως η ΔΗΜΑΡ και το ΠαΣοΚ απέδειξαν με τον πιο διάφανο τρόπο ότι περί άλλων τυρβάζουν. Η ΔΗΜΑΡ αναζητεί δήθεν το αριστερό πρόσημο στις μεταρρυθμίσεις πράγμα που πολιτικά ερμηνεύτηκε ως η προσπάθεια διάσωσης των πιο άθλιων δομών του ελληνικού κράτους. Καμιά απόλυση, καμιά διαθεσιμότητα, καμιά αναδιάρθρωση (βλέπε ΕΡΤ) καμιά ιδιωτικοποίηση ( βλέπε νερά, ΔΕΗ) που να σημαίνει αλλαγή παραδείγματος. Το ΠαΣοΚ ακόμα και σήμερα αγωνίζεται να στηρίξει το χάλι της διοίκησης των πανεπιστημίων, τα κλειστά επαγγέλματα, την προσοδοθηρία, την καταστροφή των αιγιαλών. Παρενοχλεί τη ΝΔ όταν πρόκειται να θιγούν τα συμφέροντα των πελατών του, αλλά δε λέει τίποτα για την φοροδιαφυγή που οργιάζει. Σιωπά μπροστά στις 2500 περιπτώσεις μεγάλων φοροφυγάδων εκ των οποίων ελέγχθηκαν μόνο οι 54 και στα 100.000 εμβάσματα εξωτερικού και φυγής κεφαλαίων αρκετών δις. Είπαμε να πληρώσουν όλοι αλλά τελικά πληρώνουν μόνο οι αδύναμοι.

Η ελληνική κοινωνία δεν έχει ανάγκη από ντεμέκ μεταρρυθμιστές. Δεν έχει ανάγκη πλέον και από ανάλογες συζητήσεις που απλά συσκοτίζουν την εικόνα και δίνουν την ευκαιρία στους υποκριτές, στους πλαστούς, στους επαγγελματίες κρατικοδίαιτους να διαφεύγουν και να ανανεώνουν τη δημόσια εικόνα τους. Εξάλλου οι ίδιοι οι πολίτες αποδεικνύουν καθημερινά ότι αγαπούν αυτό το πολιτικό σύστημα έστω και αν το βρίζουν στα καφενεία. 16% του εκλογικού σώματος επέλεξε στις ευρωεκλογές κόμματα που σίγουρα θα είχαν κάτω από 3% τα περισσότερα των οποίων είναι αντικοινοβουλευτικά, εθνικιστικά και λαϊκίστικα που διακινούν θεωρίες συνομωσίας. Η επερχόμενη σύγκρουση θα γίνει αναγκαστικά σε συνθήκες ακραίας πόλωσης με τους δύο μονομάχους να διεκδικούν την μερίδα του λέοντος. Δικαίως. ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ είναι οργανωμένα κόμματα με σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό, εθνολαϊκιστική ρητορική, πελατειακή λογική και ευρωπαϊκή προσήλωση με τις ανάλογες υποσημειώσεις που την ακυρώνουν στην πράξη. Δεν είναι ομάδες ατάκτων. Ο λαός αυτούς αγαπά και εμπνέετε από τα οράματά τους. Και όσοι τους μισούν θανάσιμα επιλέγουν το φασισμό.

Μπροστά σε όλους αυτούς η δήθεν «απολιτίκ» εικόνα του ΠΟΤΑΜΙΟΥ, το αίτημα της πολιτικής χωρίς πολιτικούς, η διαφυγή από τη διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς αποπνέουν πραγματική υγεία και δίνει ελπίδες σε ένα μικρό μέρος του εκλογικού σώματος που τη βλέπει αλλιώς μα τόσο αλλιώς. Υπάρχουν ακόμα κάποιοι ζωντανοί στην πολιτική σκηνή που εννοούν αυτά που λένε και κάποιοι που τους ακούν.

Πηγή: Μη Μαδάς τη Μαργαρίτα

Thursday, June 12, 2014

Είκοσι χρόνια χωρίς τον Μάνο...


«Το Νησί των Συναισθημάτων» 

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα Συναισθήματα.

Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα.

Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.

Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή.

Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.

Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.

Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,

«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα»

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.

«Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη.

«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία.

Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.

«Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου».

«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.

Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.

Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή: «Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!».

Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.

Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.

Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση:

«Γνώση, ποιος με βοήθησε»;

«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.

«Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε o Χρόνος;»

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με τη βαθιά σοφία της είπε:

«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο

μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη».

Μάνος Χατζηδάκις Ξάνθη 23 Οκτωβρίου 1925 – Αθήνα 15 Ιουνίου 1994

Wednesday, June 11, 2014

Βάλτερ Βελτρόνι: «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη δημοκρατία είναι το σύστημα διαφθοράς»

Συνέντευξη στον Θεόδωρο Ανδρεάδη Συγγελλάκη

• Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ποια είναι η σημαντικότερη παρακαταθήκη του ιστορικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας; Την παρακαταθήκη αυτή η Ιταλία κατάφερε να τη σεβαστεί;

Θεωρώ ότι η σημαντικότερη παρακαταθήκη είναι, τελικά, το πώς εννοούσε την ίδια την πολιτική. Η πολιτική, για τον Μπερλινγκουέρ, σήμαινε προσωπική και συλλογική στράτευση για το καλό του κοινωνικού συνόλου, με όλες μας τις δυνάμεις. Εδώ γεννιέται και η απόρριψη της πολιτικής ως ενός άκαμπτου συστήματος, μιας ασθένειας που φανερωνόταν ήδη τότε, με τη διαφθορά και την αδιάκριτη παρουσία των κομμάτων σε κάθε επίπεδο, σε όλα τα νευραλγικά σημεία της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Και σε αυτό ακριβώς, στο θέμα ηθικής διαχείρισης της πολιτικής, αναφέρθηκε ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ σε μια ιδιαίτερα γνωστή συνέντευξή του. Δεν επρόκειτο μόνον για καταδίκη των σκανδάλων αλλά για τον εντοπισμό ενός πραγματικού, μεγάλου κινδύνου για τη δημοκρατία, που δεν ήταν άλλος από ένα σύστημα διαφθοράς το οποίο διάβρωνε τα κόμματα. Δεν στάθηκαν όμως όλοι ικανοί να το καταλάβουν: πριν συμπληρωθούν δέκα χρόνια από τον θάνατό του -με τις εκτεταμένες δικαστικές έρευνες σε βάρος του πολιτικού συστήματος- η Ιταλία διαπίστωσε ότι είχε δίκιο.

• Η προσπάθεια του «ιστορικού συμβιβασμού» συζητήθηκε και αναλύθηκε σε όλο τον κόσμο. Πιστεύετε ότι η εφαρμογή του θα μπορούσε να είχε λειτουργήσει ευνοϊκά για την Ιταλία, με πολιτική ανανέωση, λιγότερη διαφθορά και πολιτικά κόμματα που να μην είναι κλεισμένα στον εαυτό τους;

Πιστεύω ότι ήταν μια προσπάθεια -η πιο έξυπνη πολιτικά και η πιο πολυσύνθετη- με στόχο να μπορέσει η χώρα να ξεπεράσει τη φάση «αποτελματωμένης δημοκρατίας» στην οποία βρισκόταν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ηταν σαφώς μια δημοκρατία. Με άλλη τόση σαφήνεια, όμως, μπορούμε να πούμε ότι υπέφερε από ακαμψία, λόγω του πλαισίου αντιπαράθεσης των δύο μπλοκ, της μακράς διαμάχης Ανατολής-Δύσης. Μετά τα τραγικά γεγονότα της Χιλής, ο Μπερλινγκουέρ κατάλαβε ότι, για να ξεπεραστεί το τέλμα αυτό, οι δύο μεγάλες πολιτικές λαϊκές δυνάμεις της Ιταλίας έπρεπε να προχωρήσουν σε μια «αμοιβαία νομιμοποίηση». Θέλω να σας υπενθυμίσω ότι η διετία 1974-75 χαρακτηρίστηκε τόσο από θετικές εξελίξεις (το τέλος του καθεστώτος του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα και την καθοριστική αποδυνάμωση του Φράνκο στην Ισπανία) όσο και από αρνητικές, με το πραξικόπημα στη Χιλή και μια πραγματικότητα σε όλη τη Λατινική Αμερική, στην οποία οι δικτατορίες ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ηταν αυτά τα προβλήματα με τα οποία αποφάσισε να αναμετρηθεί ο Μπερλινγκουέρ με τον ιστορικό συμβιβασμό του.

• Σκηνοθετήσατε μόλις το έργο «Οταν υπήρχε ο Μπερλινγκουέρ» (Quando c’ era Berlinguer) με σειρά συνεντεύξεων και ιστορικές εικόνες. Πολλοί νέοι δεν ξέρουν καν ποιος ήταν ο μεγάλος αυτός πολιτικός, ενώ, συγχρόνως, για εκατομμύρια οπαδούς της Αριστεράς σε όλο τον κόσμο είναι μια ισχυρότατη μορφή, ένα σημείο αναφοράς. Ενας κριτικός κινηματογράφου, βλέποντας το έργο σας, έγραψε ότι «με τον θάνατο αυτό, η πολιτική εκδιώχθηκε οριστικά από τον παράδεισο». Τι νιώθετε, τι θελήσατε να μας μεταδώσετε;

Ξεκίνησα από την πραγματικότητα, προσπάθησα να αποφύγω τις εύκολες κρίσεις. Οι νέοι αυτοί που δεν ξέρουν ποιος είναι ο Μπερλινγκουέρ είναι μαθητές των σχολείων μας, άνθρωποι με ερεθίσματα, που έχουν, πιθανώς, και μια παιδεία. Η μνήμη είναι κάτι πολύ εύθραυστο το οποίο κινδυνεύει πάντα να αρχίσει να σπάει, να διαλυθεί. Ξεκίνησα, λοιπόν, από την πραγματικότητα για να προσπαθήσω να παρουσιάσω, να αφηγηθώ σε όλους -σε όποιον έζησε τα χρόνια εκείνα αλλά και σε όσους δεν ξέρουν απολύτως τίποτα- την προσωπικότητα του Μπερλινγκουέρ. Ηταν, κυρίως, προσπάθεια να αποτίσω, φυσικά, φόρο τιμής στον ίδιο, αλλά και μια ευκαιρία εμβάθυνσης και προβληματισμού σχετικά με την προσωπικότητά του, την Ιταλία και τις αλλαγές της, τη δική μου γενιά πολιτικών και, τέλος, τον ίδιο μου τον εαυτό.

• Είστε ο επινοητής και ο ιδρυτής του Δημοκρατικού Κόμματος, το οποίο στις πρόσφατες ευρωεκλογές έλαβε το 40,8% των ψήφων. Με την ένωση των προοδευτικών κεντρώων δυνάμεων και του μεγαλύτερου πολιτικού κληρονόμου τού πρώην Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, θεωρείτε ότι αξιοποιήσατε μέρος, τουλάχιστον, του σχεδίου του Μπερλινγκουέρ;

Σε μια Ιταλία που τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει αλλάξει εντυπωσιακά, θεωρώ ότι το Δημοκρατικό Κόμμα είναι το σπίτι όλων των μεταρρυθμιστών, ένα σπίτι που δεν είχε οικοδομηθεί ποτέ άλλοτε στη χώρα μου. Δεν είναι μόνον ένας σταθμός της πορείας των παραδοσιακών δυνάμεων της Αριστεράς, είναι κάτι περισσότερο: πρόκειται για μια νέα πολιτική δύναμη (που διαθέτει, όμως, ιστορική μνήμη) η οποία ενώνει όσους επιθυμούν μια πραγματική αλλαγή. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών με ικανοποιεί ιδιαίτερα διότι, κατά την άποψή μου, επιβεβαιώνει ότι το Δημοκρατικό Κόμμα πρέπει να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι καταφέραμε να δημιουργήσουμε το κόμμα αυτό μετά από υπερβολικές καθυστερήσεις και ταλαντεύσεις.

• H Aριστερά αναζητά νέα σημεία αναφοράς, ισχυρούς και ξεκάθαρους στόχους. Η μάχη υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των ανέργων, η καταπολέμηση των υπερεξουσιών της οικονομίας έναντι της πολιτικής και ο αγώνας για τα δικαιώματα των μεταναστών και των ομοφυλόφιλων είναι στόχοι που σας βρίσκουν σύμφωνο;

Θεωρώ ότι η αναγνώριση των πολιτικών, κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων είναι απαραίτητη για μια πολιτική δύναμη που θέλει να χαρακτηρίζεται αριστερή. Αλλά το θέμα δεν εξαντλείται εδώ. Η άποψή μου είναι ότι η Αριστερά πρέπει να επαναδιαμορφώσει την πολυεπίπεδη σχέση ελευθερίας και ισότητας, βγαίνοντας από σχήματα τα οποία έχουν εκ των πραγμάτων ξεπεραστεί. Η εργασία, παραδείγματος χάριν, σε μια χώρα σαν την Ιταλία, με παραγωγικό ιστό τον οποίο αποτελούν κυρίως μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, μπορεί ακόμη να αναλύεται βάσει της αντιπαράθεσης του εργαζόμενου και του μικρού επιχειρηματία;

Υπάρχουν υπερβολικές αντιστάσεις, πάρα πολλά ιδιαίτερα συμφέροντα. Η Αριστερά λογίζεται πράγματι ως Αριστερά επειδή προχωρά στην καινοτομία, όχι επειδή κλείνεται στην υπεράσπιση του ήδη υπάρχοντος, δεδομένου ότι, μετά από μια κρίση σαν αυτή που ζήσαμε, έμειναν πολύ λίγα πράγματα προς υπεράσπιση. Αυτή είναι η δημιουργική πρόκληση που μας περιμένει στον κόσμο της παγκοσμιοποίησης στον οποίο ζούμε.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Tuesday, June 10, 2014

Το πνεύμα των ηρώων του Μουντιάλ

Του Περικλή Δημητρολόπουλου

Στο χθεσινό τους φύλλο οι Νιου Γιορκ Τάιμς φιλοξένησαν ένα μακροσκελές άρθρο για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου που αρχίζει σε δύο ημέρες στη Βραζιλία. Το υπογράφει η αμερικανίδα συγγραφέας Πάμελα Ντράκερμαν. Αφορμή στάθηκε ο 5χρονος γιος της, ο οποίος της ανακοίνωσε ότι σκόπευε να μάθει κροατικά. Η ξαφνική αγάπη για την κροατική γλώσσα οφείλεται στο άλμπουμ με τις ομάδες και τους παίκτες του Μουντιάλ που του χάρισε ο πατέρας του. Το άλμπουμ με τα αυτοκόλλητα δεν ήταν μόνο μια εισαγωγή στον κόσμο του ποδοσφαίρου αλλά και της γεωγραφίας. Για κάποιον λόγο που γνωρίζει μόνο ο ίδιος, η Κροατία έγινε μία από τις αγαπημένες του ομάδες. Η Πορτογαλία πάλι όχι. Δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει ποτέ μια «ομάδα» που κάποτε είχε κατακτήσει τη Μοζαμβίκη. 

Εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο την Ντράκερμαν είναι αυτή η πολυεπίπεδη σχέση μας με το ποδόσφαιρο που ξεκινά από τη γεωγραφία και φτάνει ώς την αυτογνωσία. Για έναν Αμερικανό, δηλαδή για κάποιον που πιστεύει ότι η χώρα του υπερτερεί σε όλα έναντι των υπολοίπων, το ποδόσφαιρο είναι ένα καλό μάθημα σεμνότητας. Επειτα, προσφέρει συγκίνηση και χαρά, σε εξασκεί στην ήττα, ενώ έχει μια επική διάσταση και τους μοναδικούς ήρωες στο πάνθεον των παιδικών ηρώων που δεν φορούν πανοπλίες αλλά σορτσάκια. 

Για το καλό όλων των 5χρονων του κόσμου και αντίθετα από την πεποίθηση εκείνων που δεν συμπαθούν το ποδόσφαιρο, πολλοί ποδοσφαιριστές ξέρουν να κάνουν και άλλα πράγματα. Δηλώνοντας κάποτε ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα στο οποίο παίζουν έντεκα εναντίον έντεκα και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί, ο Γκάρι Λίνεκερ μας προσέφερε έναν εξαιρετικά πνευματώδη ορισμό. Απαντώντας σε έναν δημοσιογράφο ότι «εάν ήθελα να καταλάβεις, θα σ' το εξηγούσα καλύτερα», ο Γιόχαν Κρόιφ απέδειξε ότι οι περίτεχνες ντρίμπλες του ήταν κυρίως προϊόν ευφυΐας. 

Ευτυχώς για όλους μας, οι ποδοσφαιριστές έχουν να πουν πολύ περισσότερα από κλισέ του τύπου «παίξαμε καλά κι αυτό φάνηκε στο γήπεδο». Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στη Ρεπούμπλικα, ο Τζανλουίτζι Μπουφόν εξηγούσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι η προωθητική δύναμη στην καριέρα του ήταν ο αθεράπευτος ναρκισσισμός του. «Ηθελα να γίνω αυτό που είμαι σήμερα, όχι ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου, αλλά ο καλύτερος 36χρονος τερματοφύλακας στον κόσμο». Μίλησε για τη μοναξιά του τερματοφύλακα (αλλά όχι, «ο τερματοφύλακας δεν είναι μοναχικό ζώο, είναι ενδοσκοπικό»), για την κατάθλιψή του («δεν έβρισκα νόημα στο να είμαι ο Μπουφόν»), την όψιμη αγάπη του για τη γνώση («ήμουν εντελώς αδαής»), την τόλμη του Σμάιχελ, την εκρηκτικότητα του Περούτσι, την κομψότητα του Μαρκετζάνι. Σ' αυτό το Μουντιάλ είναι ο δικός μου ήρωας.

Πηγή: Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

Monday, June 9, 2014

Η αλαζονεία του μικρομεγαλισμού

Του Γιώργου Καρελιά

Η αλαζονεία είναι ίδιον των ισχυρών. 'Η των πρώην ισχυρών, που νομίζουν ότι είναι ακόμη ισχυροί. Φαίνεται, όμως, ότι το μικρόβιο προσβάλλει και μικρούς. Στην περίπτωσή τους έχουμε το φαινόμενο του μικρομεγαλισμού.

Η Δημοκρατική Αριστερά είναι ένα μικρό κόμμα, το οποίο ευτύχησε στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 να αποσπάσει το αξιοσημείωτο 6,25% του εκλογικού σώματος. Φαίνεται, όμως, ότι το ποσοστό αυτό ήταν μοιραίο για την τύχη αυτού του κόμματος. Ο αλλοπρόσαλλος τρόπος, με τον οποίο πολιτεύθηκε στη συνέχεια, το οδήγησε στον εκλογικό καταποντισμό του 1,44% στις πρόσφατες ευρωεκλογές.

Η συνέχεια γράφεται τις δύο εβδομάδες που μεσολάβησαν. Αφήνουμε κατά μέρος το «παραιτούμαι-ξεπαραιτούμαι» του Φώτη Κουβέλη. Ας δεχθούμε ότι η παραμονή του, έστω μέχρι το συνέδριο, είναι απαραίτητη για να μην διαλυθεί πρόωρα το κόμμα. Κι ας δούμε τα υπόλοιπα.

Ο ίδιος είπε χτες (εδώ ολόκληρη η ομιλία του) τα εξής καταπληκτικά:

1. Σε σχέση με την πολιτική του κόμματος στο πρόσφατο παρελθόν: «Δεν μετανιώνουμε που μπήκαμε στην κυβέρνηση. Είμαστε περήφανοι. Όπως υπερήφανοι είμαστε και που βγήκαμε»!

Τι να καταλάβουν οι έρμοι ψηφοφόροι; Ότι όλα έγιναν καλά. Και η συμμετοχή στην κυβέρνηση και η αποχώρηση. Λάθος δεν υπάρχει; Όχι. Προφανώς, λάθος έκαναν οι ψηφοφόροι, που λάκισαν δεξιά κι αριστερά.

2. Για το μέλλον: «Χρειαζόμαστε ένα νέο μπλοκ εξουσίας της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς. Σ’ αυτό συμπεριλαμβάνονται όλες οι δυνάμεις που κινούνται σε προοδευτική κατεύθυνση από τον χώρο της Κεντροαριστεράς, από τον ΣΥΡΙΖΑ και από το χώρο της Οικολογίας».

Τι να καταλάβουν οι ψηφοφόροι; Ό,τι θέλουν οι ίδιοι. Διότι νόημα δεν βγαίνει. Ερώτημα πρώτον: Τι σημαίνει «κινούνται σε προοδευτική κατεύθυνση»; Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ είναι μέσα σ’ αυτούς; Προεκλογικά ο Κουβέλης μας έλεγε ότι δεν συνεργάζεται «με το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου». Τώρα; Ερώτημα δεύτερον: Το Ποτάμι προς ποια κατεύθυνση κινείται; Προεκλογικά ο Κουβέλης το αντιμετώπιζε απαξιωτικά. Τώρα; Ερώτημα τρίτον: η Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ (Λαφαζάνης κ.ά.) κινείται σε προοδευτική κατεύθυνση; Προεκλογικά οι της ΔΗΜΑΡ έλεγαν ότι είναι αντιευρωπαϊκή δύναμη. Τώρα;

Τι θα κάνουν τώρα; Θα απαιτήσουν από τους άλλους να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις τους; Έτσι όπως μιλάνε ορισμένα στελέχη της ηγεσίας της ΔΗΜΑΡ δεν αποκλείεται κι αυτό!

Ο μικρομεγαλισμός είναι αθεράπευτη νόσος. Ειδικά αν έχεις μάθει να είσαι κάθε μέρα στα πάνελ των καναλιών και δεν έχεις τη δύναμη να καταλάβεις ότι η πολιτική είναι κάτι περισσότερο απ' αυτό.

Πηγή: Protagon.gr

Tuesday, June 3, 2014

Οι εκλογές και τα ζητούμενα

Του Αντώνη Λιάκου

Στις εκλογές της περασμένης βδομάδας, η Αριστερά μπορεί να γιορτάζει, και δικαίως, για πρώτη φορά την ανάδειξή της στο μεγαλύτερο ελληνικό κόμμα, αλλά αυτό δεν συνέβη επειδή αύξησε τη δύναμή της από το 2012, αλλά επειδή έχασαν δύναμη οι αντίπαλοί της. Η κρίση ροκάνισε όλα τα κόμματα που δοκίμασαν να τη διαχειριστούν.

Αλλά γιατί παρά τη φοβερή αυτή κρίση δεν αυξήθηκε η επιρροή της Αριστεράς; Είναι πράγματι αυτή η οροφή της; Και ακόμη, μήπως με τη δημιουργία και του Ποταμιού, το μπλοκ εξουσίας φαίνεται να θωρακίζεται κλείνοντας τον δρόμο στην Αριστερά; Από ποια δεξαμενή θα αντλήσει ψήφους;

Μήπως το ελληνικό κατεστημένο μπόρεσε να ξεπεράσει την κρίση με ασφάλεια; Μήπως χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία της Αριστεράς να επανατοποθετήσει τη χώρα σε μια νέα τροχιά μετά την κρίση; Οι μεγάλες κοινωνικές κρίσεις δεν έχουν πάντοτε ομότροπο αποτέλεσμα. Και η κρίση της σημερινής Ευρώπης δείχνει μεγαλύτερη ενίσχυση της ακραίας Δεξιάς παρά της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η υπαρκτή ενίσχυση της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ισπανία, αλλά και σε άλλες χώρες, είναι ασύμμετρη ως προς το βάθος και τις επιπτώσεις της κρίσης.

Η αντίληψη που θεωρεί πως η κρίση είναι μια στιγμή στην οποία όλα παίζονται, δημιουργεί και μια αντίληψη επέλασης προς την εξουσία. Να καταλαβαίνουμε την κρίση ως μια στιγμή που όλα παίζονται είναι σωστό, αλλά με την έννοια αυτή, η στιγμή της κρίσης πέρασε. Η κρίση κρίθηκε και παγιώθηκε σε ένα καθεστώς κρίσης.

Αυτό είναι το καθεστώς της βίαιης συμπίεσης του βιοτικού επιπέδου, της απογύμνωσης της εργασίας από κάθε θεσμική πλαισίωση, της ανεργίας και της ανασφάλειας, της ιδιωτικοποίησης των κοινών, της κατεδάφισης των κοινωνικών υπηρεσιών, της μεγάλης κοινωνικής διαφοροποίησης, της απίσχνανσης της δημοκρατίας. Αυτό είναι το καθεστώς που παγίωσε την κρίση.

Η κρίση δεν εκκαθάρισε το έδαφος ώστε να δημιουργήσει ένα πεδίο στο οποίο παρατάσσεται ένας στρατός φτωχών, απέναντι σε ένα φρούριο πλουσίων. Δεν δημιούργησε ένα γυμνό πεδίο όπου είναι δυνατή μια κοινωνική επέλαση. Πάνω στον καθημαγμένο ιστό της κοινωνίας φύτρωσε μια καινούργια βλάστηση – Βλάστηση της κρίσης.

Η κρίση αποτέλεσε ένα περιβάλλον στο οποίο αναπτύχθηκαν μια νέα χλωρίδα και μια νέα πανίδα. Οταν παγιώνεται μια κατάσταση, αναπαράγεται. Η κρίση ήταν ένα εργαλείο για να αλλάξει η κοινωνία. Είναι μάταιο και αναποτελεσματικό να θεωρούμε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα, η έξοδος στις αγορές και η εμπιστοσύνη των οίκων αξιολόγησης δεν σηματοδοτούν την έξοδο από την κρίση.

Αυτή είναι η έξοδος, αυτή την έξοδο επιδίωκαν όσοι διαχειρίστηκαν την κρίση, αυτή είναι η επιτυχία των περίφημων δομικών μεταρρυθμίσεων. Σύντομα θα το καταλάβουμε ότι η κρίση θα έχει ξεπεραστεί για τις νέες ομάδες που θα αναδειχθούν μέσα από μια γιγαντιαία μεταβίβαση πόρων, περιουσιών και κύρους, ενώ θα αποτελεί την επισφαλή πραγματικότητα όλων των άλλων.

Οι μεγάλες σαρωτικές αλλαγές συμβαίνουν όταν τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν σύνθετες κοινωνίες με πολυσχιδή συμφέροντα μπορούν να απλοποιηθούν σε ένα μοναδικό. Αυτό μπορούσε να συμβεί, και πράγματι επιχειρήθηκε να συμβεί στην Ελλάδα με το δίλημμα Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο. Το momentum όμως αυτού του διλήμματος χάθηκε.

Οχι μόνο γιατί το Μνημόνιο ως πολιτική αλλαγών πέρασε, ακόμη κι αν επιφυλάσσει ακόμα πιο οδυνηρά μέτρα και εκποιήσεις. Χάθηκε γιατί τα στρατόπεδα δεν ήταν συμπαγή. Και αν το ένα αποδείχτηκε περισσότερο συμπαγές καθώς οι φιλελεύθεροι θυσίασαν τις αρχές τους στη συμμαχία με τους ακραίους δεξιούς του Σαμαρά, το στρατόπεδο του αντιμνημονίου χωριζόταν από τη βαθιά και αγεφύρωτη τομή φασισμού-αντιφασισμού.

Το momentum χάθηκε αλλά η πολιτική αντιπαράθεση συνεχίζει με τις ρόδες να γυρίζουν στο κενό. Και αυτό διαπιστώθηκε και στις δημοτικές εκλογές, όπου, εκτός από την Αθήνα και την Αττική, όπου προβλήθηκαν χαρισματικές προσωπικότητες, στην υπόλοιπη Ελλάδα υπήρξαν ασύμμετρες αποτυχίες.

Δείγματα της νέας εποχής είναι ο Πειραιάς και ο Βόλος. Αυτά τα δύο λιμάνια κατέχουν μια νέα στρατηγική θέση στη γεωγραφία της παγκοσμιοποίησης γιατί είναι οι πύλες των μεταφορών από την Ασία στην Ευρώπη. Καταλαβαίνει κανείς ότι η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού, η Cosco, η τύχη των φιλέτων γης, η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη δεν είναι πια τοπικής, ούτε εθνικής, αλλά παγκόσμιας σημασίας διακυβεύματα.

Εκεί λοιπόν η παράγκα με τους μπράβους, τον εκφοβισμό και την εξαγορά αντί να στήνει παιχνίδια και στοιχήματα εισέβαλε στα δημαρχιακά μέγαρα για να διαχειριστεί τις προσόδους, τα ΕΣΠΑ, τη γη, τις εγκαταστάσεις, την απασχόληση. Εδώ βλέπουμε το νέο οικοσύστημα που δημιούργησε η κρίση. Δεν μας είναι ένα άγνωστο.

Η λέξη ολιγάρχες που χρησιμοποιούμε για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, σε μόνιμη κρίση εδώ και δεκαετίες, δείχνει πώς μπορεί να διαμορφωθεί και το δικό μας μετά-την-κρίση πολιτικό μέλλον. Εδώ διαμορφώνονται τα νέα κέντρα σύνθετης ισχύος που υπερβαίνουν τις παλιές διαχωριστικές γραμμές και ενσωματώνουν πλέμπα με αφεντικά της μέρας ή της νύχτας, νόμιμη και παράνομη παραγωγή χρήματος, εφοπλιστές, διυλιστήρια και φοροδιαφυγή καυσίμων, Εκκλησία, ΠΑΣΟΚους, νεοδημοκράτες και χρυσαυγίτες.

Αν λοιπόν πρέπει να παραδεχτούμε ότι η κρίση ως στιγμή διακύβευσης πέρασε, αφήνοντάς μας σε μια νέα κατάσταση μόνιμης κρίσης που αναπαράγεται, τότε είναι καιρός αναθεώρησης των στρατηγικών και των μορφών αντιπαράθεσης της εποχής της κρίσης. Ως επίκεντρο πλέον πρέπει να τεθεί ο τρόπος με τον οποίο θα δομηθεί η καινούργια μετά την κρίση εποχή.

Αυτό δεν δημιουργεί ένα τετελεσμένο, μια αναγνώριση, έναν συμβιβασμό με τα αποτελέσματα της κρίσης. Κάθε άλλο. Οι εποχές στις οποίες διακυβεύονται τα πάντα, όπου ο κύκλος είναι καθοδικός, η κατάθλιψη, ο φόβος, ο κίνδυνος λειτουργούσαν παραλυτικά. Στην ανοδική πορεία του κύκλου, ακόμη και αν η κοινωνική κατάσταση είναι πολύ κακή, η ελπίδα ισχυροποιεί το αίσθημα ανάληψης ρίσκου.

Χρειάζονται όμως άλλες μορφές αντίληψης της πολιτικής αντιπαράθεσης και αναμέτρησης. Σύνθετες στρατηγικές. Η στρατηγική θα πρέπει να μοιάζει ως η κοίτη ενός ποταμού η οποία μπορεί να συγκρατεί πολλά ρεύματα. Από τη σχέση ανάμεσα στο σύνθετο και στο συνεκτικό θα εξαρτηθεί η δύναμή της. Από την ικανότητα να δημιουργηθούν εναλλακτικά κέντρα σύνθετης ισχύος. Τώρα χρειαζόμαστε προβολή προοπτικής, λύσεις σύνθετων προβλημάτων.

Η ανατροπή δεν μπορεί να είναι στιγμιαία. Πρέπει να δείχνει το τι και πώς της επόμενης μέρας. Η Αριστερά του 2014 μπορεί να αναλάβει μια σύνθετη στρατηγική; Ασφαλώς, γιατί δεν είναι η νεοπαγής Αριστερά του 2012. Τώρα το μέγα ζήτημα είναι με ποιες συμμαχίες θα προχωρήσει. Πού θα τις βρει; Με ποιους θα γίνει μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ; Από ποιες δεξαμενές θα αντλήσει ψήφους; Οι εκλογές του 2014 έκλεισαν έναν κύκλο. Πώς θα ανοίξει ο επόμενος; Αυτό είναι το ζητούμενο.

Ο Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών

Sunday, June 1, 2014

Πειραιάς-Βόλος: λιμάνια ψευδαισθήσεων

Του Γιάννη Ζαϊμάκη

Η διαπλοκή της πολιτικής με τις ποδοσφαιρικές ελίτ έχει μια μακρόχρονη διαδρομή, που πάντα ήταν υπόγεια και αφανής. Δίκτυα πολιτικής πατρονείας εναγκαλισμένα με ποδοσφαιρικά συμφέροντα διασφάλιζαν τη λειτουργία κρατικοδίαιτων εταιρειών και σωματείων, διευθετώντας τις οικονομικές τους ατασθαλίες. Στις πρόσφατες εκλογές, ωστόσο, είδαμε για πρώτη φορά μια ωμή διείσδυση επιχειρηματικών κύκλων, που βρίσκονται πίσω από δημοφιλή σωματεία, στην πολιτική αρένα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η εκλογική επιτυχία τους δείχνει πως υβριδικά πολιτικά μορφώματα που αντλούν τη ρητορεία τους από τον κόσμο του λαϊφστάιλ και του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, με λαϊκό προσωπείο και επιχειρηματικό μεγαλοϊδεατισμό, διεισδύουν στο κοινωνικό σώμα διαμορφώνοντας νέα πολιτικά ήθη.

Παράγοντες όπως ο Βαγγέλης Μαρινάκης και ο Αχιλλέας Μπέος αποτελούν παραδείγματα προβεβλημένων αθλητικών προσώπων με ταχεία κοινωνική ανέλιξη που μετέφεραν στον χώρο του ποδοσφαίρου τη λογική του ευέλικτου καπιταλισμού της ύστερης νεωτερικότητας. Ευρισκόμενοι στο επίκεντρο μιας αθλητικής δημοσιότητας που κατασκευάζει είδωλα και σωτήρες, έχουν καταλάβει ιδιαίτερη θέση στην καθημερινότητα των νοικοκυριών. Αποτελούν τις ενσαρκώσεις του καπιταλιστικού ονείρου για γρήγορο πλουτισμό, δόξα και μια ταχεία οικονομική αναρρίχηση χωρίς ηθικούς φραγμούς. Διακεκριμένοι ποδοσφαιρικοί παράγοντες και αθλητές που λανσάρονται με επιμέλεια στους αλλοτριωμένους κόσμους του επαγγελματικού ποδοσφαίρου γίνονται οι επιτυχημένοι, ξεχωριστοί άνδρες της διπλανής πολυκατοικίας που εισέρχονται στο σπίτι μας, ενεργοποιούν τις φαντασιώσεις μας και εκπληρώνουν εφήμερες προσδοκίες.

Ο βιοπολιτικός καπιταλισμός έχει τον δικό του τρόπο να αποικιοποιεί τις κουλτούρες των οπαδών, υποτάσσοντάς τις στις οικονομικές στρατηγικές των ποδοσφαιρικών ολιγαρχιών. Ο Ολυμπιακός, ομάδα με παραδοσιακούς δεσμούς με τα λαϊκά στρώματα της πόλης που έχτισε τον μύθο του πάνω στην παραδοσιακή του αντιπαλότητα με τον μητροπολιτικό ηγεμονισμό της Αθήνας, καλείται τώρα να προσαρμοστεί στις στρατηγικές του εφοπλιστικού κεφαλαίου και στο οικονομικό περιβάλλον του παγκοσμιοποιημένου επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Αξιοποιώντας τις οικονομικές εισροές κεφαλαίου από τον χώρο της τηλεπικοινωνίας και εφοπλιστικών ομίλων, προσαρμόστηκε εγκαίρως στη διεθνή αγορά διακίνησης ανθρώπινου ποδοσφαιρικού κεφαλαίου και στους αθλητικούς ανταγωνισμούς σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο, ανέπτυξε ισχυρά πελατειακά δίκτυα στην κοινωνία του ποδοσφαίρου, διαμορφώνοντας ένα σύνθετο πλέγμα εξουσίας, με ηγεμονική παρουσία στην ποδοσφαιρική κοινωνία της χώρας, στην κοινωνική και οικονομική ζωή του Πειραιά.

Το μοντέλο του «παντοδύναμου» Ολυμπιακού μεταφέρθηκε στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης με τον συνδυασμό «Πειραιάς Νικητής» με επικεφαλής τον Γιάννη Μώραλη: έναν αυτοδημιούργητο παράγοντα με λαϊκό προφίλ, παραγοντική ευελιξία, προσαρμοστικότητα, επικοινωνιακή ικανότητα και γόητρο χτισμένο στα χρόνια της κυριαρχίας του Ολυμπιακού επί διοικήσεων Κόκκαλη και Μαρινάκη. Το πολιτικό τους εγχείρημα υπόσχεται οικονομική αναδιοργάνωση του λιμανιού, επιχειρηματικές καινοτομίες, εισροή ακριβού τουρισμού και ξένα κεφάλαια που ως διά μαγείας θα αλλάξουν την πόλη, δίνοντας διεξόδους σε μια κοινωνία που πλήττεται από μαζική ανεργία και φτωχοποίηση. Ο Πειραιάς, όπως και ο σύγχρονος Ολυμπιακός, αποκόπτεται από τις ταξικές του αναφορές (και διεκδικήσεις) γίνεται ενιαίος και πολυσυλλεκτικός, ευέλικτος και δυναμικός. Ένας φιλελεύθερος παράδεισος μιας ειδικής οικονομικής ζώνης, που μετατρέπει το πάθος των οπαδών σε εργαλείο για μια πρωτοφανή οικονομική εισβολή στο ιστορικό και πολιτισμικό υπόστρωμα της ιστορικής εργατούπολης.

Στην περίπτωση του Βόλου οι επιχειρηματικές στρατηγικές ενός υπερ-προβλημένου ποδοσφαιρικού παράγοντα, ακόμη και με τη μορφή της δραματοποιημένης αρνητικής δημοσιότητας, και οι απατηλές του υποσχέσεις για την υλοποίηση ενός μοντέλου ταχύρυθμης οικονομικής ανάπτυξη, βρήκαν απήχηση σε μια κοινωνία που αναζητούσε έναν σωτήρα που θα υπερέβαινε τις παραδοσιακές πολιτικές εκφράσεις, αλλάζοντας με μαγικό τρόπο την εικόνα της πόλης. Τοπικές κοινωνίες, εξαντλημένες από το έρεβος της κρίσης, εξοικειωμένες με τη λογική της εφήμερης δόξας, και του απρόσμενου που καλλιεργείται στους κόσμους της σαπουνόπερας, του ριάλιτι και του ποδοσφαιρικού θεάματος, δείχνουν ευάλωτες στην πολιτική δημαγωγία, ιδίως όταν αυτή συνοδεύεται από την υπόσχεση της ποδοσφαιρικής δόξας, την επιστροφή στον χαμένο ποδοσφαρικό παράδεισο του ιστορικού Ολυμπιακού Βόλου.

Η ποδοσφαιροποίηση της τοπικής πολιτικής σκηνής και οι εκλογικές επιτυχίες Μώραλη και Μπέου δείχνουν τη θανάσιμη γοητεία που ασκούν τηλεοπτικές περσόνες του ποδοσφαιρικού στερεώματος και τα υβριδικά πολιτικά τους μορφώματα στην κοινωνία, ιδιαίτερα στα λαϊκά στρώματα. Μαρτυρούν την επικινδυνότητα της πολιτικής δημαγωγίας όταν χτίζεται πάνω στο διψασμένο πάθος του οπαδού για την ομάδα και αναδεικνύουν αξιοσημείωτες μετακινήσεις ακροδεξιών ψηφοφόρων και τις υπόγειες διασυνδέσεις μερίδας των οπαδικών στρατών με τη Χρυσή Αυγή. Τέλος, φέρνουν στο προσκήνιο τον επεκτατισμό και τον καιροσκοπισμό μιας ευέλικτης αστικής τάξης η οποία διασχίζει τα παραδοσιακά σύνορα του οικονομικού πεδίου και διαμορφώνει συνθήκες κοινωνικής συναίνεσης στις επιχειρηματικές της επιδιώξεις, δημιουργώντας ένα σώμα χειραγωγημένων πολιτών. Πρόκειται για κρίσιμη καμπή στην πολιτική κουλτούρα, που εγκυμονεί κινδύνους όχι μόνο για την τοπική αυτοδιοίκηση αλλά και την ίδια τη δημοκρατία.

Γιάννης Ζαϊμάκης διδάσκει κοινωνιολογία στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης

Πηγή: ΕΝΘΕΜΑΤΑ Κυριακάτικης Αυγής