Thursday, March 23, 2017

Αντιεξουσιαστές και Ληστές στα βουνά της Ελλάδας (Α΄ 1821-1871)

«Κάλλια στο κλαρί πέρι στο κλουβί» (Μανιάτικη παροιμία)
«Η διαφορά του αντιεξουσιαστή των βουνών με τον ‘‘ευτακτούντα’’ πολίτη είναι όπως του λύκου με το σκύλο. Ο Άνθρωπος – Αφέντης κρίνει τον λύκο για “κακό”, επειδή δεν τον εξυπηρετεί αλλά τον ζημιώνει, ενώ αντίθετα, θεωρεί το σκύλο “καλό”, επειδή του είναι υποταγμένος».

Ο συγγραφέας (Κυριάκος Κάσσης) από τον πρόλογο αποσαφηνίζει το τίτλο μιας έκδοσης δουλεμένης με μεράκι, σε μια γλώσσα που κυλάει σα το γάργαρο νερό χωρίς περιττά φτιασίδια διανθισμένης με επιστολές ληστών, δημοτικά τραγούδια και βασισμένης σε μια πληθωρική πράγματι βιβλιογραφία.

«Το “Στα βουνά της Ελλάδας” του τίτλου δίνει τον τόπο, αλλά και την αντιδιαστολή από άλλους ληστές που ζούσαν και ζουν στις πόλεις. Η συνεχής αντιπαράθεση εξουσίας κρατικής, ελεύθερου φρονήματος και αναρχοατομιστικής αντίληψης της ζωής, από τους κατοίκους του νεαρού κράτους, γέννησε ένα πλήθος συγκρούσεων της πρώτης με το δεύτερο. Ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου αποτελούσαν οι “φευγόδικοι” ή “φυγόδικοι” ή “ντερματζήδες” (=ενταλματίαι): Και οι περισσότεροι απ’ αυτούς είχαν αναγκαστεί να καταφύγουν σε ήδη προϋπάρχουσα στα βουνά αντάρτικη ομάδα που αποτελούσαν έμπειροι «ληστοφυγόδικοι» που είχαν σαν κύριο τρόπο ζωής τη ληστεία».

Ο συγγραφέας αναφερόμενος στους «Κλέφτες» εξηγεί ότι ήταν λαϊκοί επαναστάτες που εναντιωνόντουσαν στους κρατικούς φορείς είτε αυτοί ήταν οι τουρκικές αρχές, είτε οι αρματολοί, οι καπετάνιοι και οι κοτζαμπάσηδες. «Αυτούς το νέο καθεστώς της Ελλάδας τους ονόμασε «ληστές». Ήταν οι άνθρωποι με αυξημένο αίσθημα ελευθερίας, έτσι που αυτό να ξεπερνά την «λογική» της υπομονετικής ένταξης στο κράτος».

Αυτούς τους εξεγερμένους απλούς ανθρώπους τους αντιμετώπιζε όχι απλά με κρυφό θαυμασμό αλλά και με αγάπη ο απλός κατατρεγμένος, από Βαυαρούς και έλληνες αφεντάδες, κόσμος.

«Τους νιώθανε τους ληστές, όπως τους τσιγγάνους, σαν ένα μικρό παραθυράκι προς το φως, μέσα από το ασφυκτικά κλεισμένο μπουντρούμι που τους είχε ρίξει ανασφαλείς, φοβισμένους απέναντι στη δύναμή του, και “εθελοντές” εξουσιαζόμενους η “ασφαλής και γλυκιά βία και αλλοτρίωση του κράτους”. Το κομμάτι εκείνο του ληστή που ήταν επαναστατικό τους γοήτευε. Το άλλο το “εγκληματικό” του κομμάτι, αν δεν ήταν οφθαλμοφανώς απάνθρωπο, τους το συγχωρούσαν. Αυτοί οι λόγοι ήταν που δυσκόλεψαν τα κράτος εκατό χρόνια να εξαλείψει την ληστοκρατία».

Εκατοντάδες τέτοιοι άνθρωποι παρουσιάζονται στις σελίδες του βιβλίου. Από τους εξεγερμένους Μανιάτες το 1834 μέχρι τον Νταβέλη, το Καλαμπαλίκη, το Γιαγκούλα, τους Λύγκους, την Πενταγιώτισσα και τους συντρόφους της, τις αιχμαλωσίες και απαγωγές γάλλων και άγγλων αξιωματικών, δημάρχων, εισαγγελέων, ευγενών και τσιφλικάδων, τις επικηρύξεις το ανελέητο κυνηγητό από τα στρατιωτικά αποσπάσματα…

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρεται στη προσωπική ζωή των ληστών, ποιοι και γιατί γίνονταν ληστές, στην οργάνωση της ζωής στο «κλαρί», στο ληστρικό κώδικα, στις σχέσεις τους με τις γυναίκες, αλλά και στα μέτρα καταστολής της ληστείας (την επικήρυξη, την Αμνηστεία και τη Χάρη, τις ποινές για τη ληστεία και τις επιβραβεύσεις διωκτών, καταδοτών κ.λπ.)

Στο δεύτερο μέρος καταπιάνεται με το Βίο και τη Πολιτεία Ληστών, με τρία κεφάλαια: από την αρχαιότητα ως το 1821 και από εκεί μέχρι τη περίοδο του Καποδίστρια και τη κατοπινή ίδρυση του Ελληνοβαυαρικού κράτους.

Στο τρίτο μέρος περνάει στην Οθωνική Περίοδο και τη πρώτη Ληστοκρατία πάλι με τρία κεφάλαια: Βαυαροκρατία και Μοναρχία (1831-1843), Το Πρώτο Σύνταγμα και η Δεύτερη Οθωνική Περίοδος (1844-1863) και τη Νέα Βασιλεία και τη Νέα Ληστοκρατία (1864-1870).

«Τα τάγματα πλακώσανε, να πιάσουνε το Γιάννη
Η παγανιά τους έζωσε, το φύλλο το χορτάρι.
Κανένας δεν τους ζύγωνε, κανείς δεν τους ζυγώνει:
– Ρίξε Ριγκόζαμ’ τάρματα, ρίξε και το τουφέκι!
– Καθήστε μην ταράζεστε και πάσο να μην πάτε,
Μουδ’ άρματα πετάω ΄γω, μουδέ και το τουφέκι!
Αν δε μας αγκυλώνανε, δεν καίγαμε τη Στρώμη,
Μήτε τη Στρώμη καίγαμε μήτε Μαυρολιθάρι…
Εγώ, Γιαννής την έκαψα, και θα τη ματακάψω.
Εγώ μια κόρη αγάπησα κι αυτοί δεν μου τη δίναν.
Κι όσο Ριγκόζας Ζωντανός, την πάλλα δεν πετάει
Και ’σεις καλά με ξέρετε, τα’ άρματα δεν τα δίνω!»


Πηγή: ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Εργοστάσιο χωρίς αφεντικά - Ενα ντοκιμαντέρ για την ΒΙΟΜΕ



Ένα εργοστάσιο που εγκαταλείφθηκε στα χρόνια της κρίσης, οι εργάτες πήραν την παραγωγή στα χέρια τους και αυτή τη στιγμή παράγουν φυσικά καθαριστικά φιλικά προς το περιβάλλον και φιλικά προς τον άνθρωπο.

Saturday, March 18, 2017

Ζαπατίστας: "Ο πρώτος από όσους θ' ακολουθήσουν"



Σε συνέχεια του διεθνούς καλέσματος για δράσεις στήριξης στους πρόσφυγες οι Ζαπατίστας υλοποιούν το πρώτο κομμάτι της δέσμευσής τους να στείλουν ζαπατιστικό καφέ και τα καλλιτεχνικά έργα του φεστιβάλ CompArte για τη στήριξη δράσεων αλληλεγγύης στους εκτοπισμένους.

Συντρόφισσες, σύντροφοι,

Ήδη σας είπαμε ότι θα προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπους να σας στηρίξουμε, ώστε με τη σειρά σας να στηρίξετε την αντίσταση και την εξέγερση όσων καταδιώκονται και χωρίζονται από τείχη. Έχουμε μια μικρή εξέλιξη προς αυτήν την κατεύθυνση.

Είναι ήδη έτοιμος ο πρώτος τόνος ζαπατιστικού καφέ για την εκστρατεία «Η αντίσταση, η εξέγερση, η αλληλεγγύη από τα κάτω και αριστερά απέναντι στα τείχη του Κεφαλαίου».

Ο καφές είναι 100 τοις εκατό ζαπατιστικός. Έχει καλλιεργηθεί σε ζαπατιστική γη από ζαπατιστικά χέρια· έχει συγκομιστεί από Ζαπατίστας· έχει στεγνώσει κάτω από το ζαπατιστικό ήλιο· έχει κοπεί σε ζαπατιστικό μύλο· ο μύλος ξεχαρβαλώθηκε από ζαπατιστικό φταίξιμο· επισκευάστηκε από Ζαπατίστας (ήταν ένα μη ζαπατιστικό μπαλέρο [παιχνίδι])· έπειτα συσκευάστηκε από Ζαπατίστας, Ζαπατίστας του έβαλαν τις ετικέτες και τον μετέφεραν.

Αυτός ο πρώτος τόνος συγκεντρώθηκε με συμμετοχή των πέντε καρακόλ, με τα ζαπατιστικά Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησής τους, τους Αυτόνομους Δήμους (MAREZ) και τις συλλογικότητες των κοινοτήτων και ήδη βρίσκεται στο CIDECI-Πανεπιστήμιο της Γης στο Σαν Κριστόμπαλ δε λας Κασας, στην πολιτεία της Τσιάπας στο εξεγερμένο Μεξικό.

Ο συγκεκριμένος ζαπατιστικός καφές έχει καλύτερη γεύση όταν πίνεται στον αγώνα. Εδώ σας στέλνουμε ένα μικρό βίντεο που ετοίμασαν οι Tercios Compas [ζαπατιστικό μέσο, ή μάλλον τρίτο, ενημέρωσης] όπου καταγράφεται η διαδικασία, από το χωράφι μέχρι την αποθήκη.

Επίσης ήδη κατηγοριοποιούμε και συσκευάζουμε τα ζαπατιστικά έργα που συμμετείχαν στο φεστιβάλ τέχνης CompArte, τα οποία θα σας στείλουμε για να στηρίξουμε τις δράσεις σας.

Στο συνέδριο του Απρίλη ελπίζουμε να μπορέσουμε να τα παραδώσουμε για να αρχίσει να προχωρά όλο αυτό προς τα μέρη του κόσμου όπου υπάρχει η Έκτη, δηλαδή όπου υπάρχει αντίσταση και εξέγερση.

Ελπίζουμε με αυτή την πρώτη στήριξη να μπορέσετε να αρχίσετε ή να συνεχίσετε το έργο της αλληλεγγύης σε όλ@ς τους καταδιωκόμεν@ς και στιγματισμέν@ς του κόσμου.

Πιθανότατα αναρωτιέστε το πώς θα φτάσουν όλα αυτά στα μέρη σας. Με τον ίδιο τρόπο που παράχθηκαν, δηλαδή με οργάνωση.

Με άλλα λόγια είναι αναγκαίο να οργανωθείτε όχι μόνο για αυτό, αλλά επίσης και κυρίως για να προχωρήσετε σε δράσεις αλληλεγγύης σε όλον αυτόν τον κόσμο που καταδιώκεται απλά και μόνο επειδή έχει κάποιο χρώμα δέρματος, κάποια κουλτούρα, κάποιο πιστεύω, κάποια καταγωγή, κάποια ιστορία, κάποια ζωή.

Και προς το παρόν δεν είναι μόνο αυτό: να θυμάστε πάντα ότι χρειάζεται αντίσταση, εξέγερση, αγώνας, οργάνωση.

Α, και ρωτάμε πώς λέγεται αυτό που θέλουμε να πούμε, αλλά με τρόπο που εκείνος να το καταλάβει:

Fuck Trump!

(και μαζί μ’ αυτόν τους υπόλοιπους, δηλαδή τους Πένια Νιέτο [Μεξικό], τους Μάκρι [Αργεντινή], τους Τέμερ [Βραζιλία], τις Μέι, τις Λε Πεν, τους Μπερλουσκόνι, τους Τζινπίνγκ [Κίνα], τους Νετανιάχου, τους Άσαντ, και συμπληρώστε κι άλλα ονόματα τρέχοντα και μελλοντικά των τειχών που πρέπει να γκρεμιστούν, με τρόπο ώστε όλα τα τείχη να πάρουν το μήνυμα)

(Με άλλα λόγια είναι ο πρώτος από όσους τόνους θα ακολουθήσουν και η πρώτη αναφορά -που δεν είναι απ’ την Ανάφη-*)

Από τα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού

Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μοϊσές Εξεγερμένος Υποδιοικητής Γκαλεάνο

Μεξικό, Μάρτης 2017

Το βίντεο των Tercios Compas που συνοδεύει την ανακοίνωση, με το τραγούδι «Είμαστε νότος (Somos sur)», σε στίχους και μουσική της Ana Tijoux, και συμμετοχή της Shadia Mansour.
https://youtu.be/6ZnYPHUoLb8

* Ε καλά, προφανώς δεν γράφει για την Ανάφη το κείμενο. Το πρωτότυπο κάνει λογοπαίγνιο μεταξύ της mentada (αναφοράς) και της menta (μέντας), οπότε κυριολεκτικά «η πρώτη αναφορά που δεν είναι από μέντα».

"Επάνω τα τείχη, κάτω (και αριστερά) οι ρωγμές"

Tuesday, March 7, 2017

Νεολιθική νυχτωδία στην Κροστάνδη

Του Νίκου Καρούζου

Τραυλίζοντας οικουμένη καθώς
η πραγματικότητα χωλαίνει κι όπως
ασπροφωλιάζει η λευτεριά στον άστοργο πάγο
περικαλιόμαστε τη σώτειρα τήξη.

(Να ιδούμε αν η Άνοιξη θα συνδράμει τα όνειρά μας.)

ΈΝΑΣ ΝΑΥΤΗΣ: Το μυαλό πώς μαλακώνει στα Ουράλια;
ΈΝΑΣ ΆΛΛΟΣ ΝΑΥΤΗΣ: Τι θέλεις να πεις; Δεν κατάλαβα.
μουχλιάζει το τηλέφωνο. ευδαιμονία
– Η εξουσία ολάκερη στα Σοβιέτ! Αυτό είν’ όλο.

ΠΡΑΒΔΑ
– Μπορείς όμως να κόψεις ένα τριαντάφυλλο απ’ τη λέξη τριανταφυλλιά;
– Σε κείνους η ερώτηση.

ΠΡΑΒΔΑ
– Ποια λογική αρχίζει σε κείνους; [Ένας τρίτος ναύτης.]
– Εγώ βλέπω άλλο. η λογική της εξουσίας συνεχίζεται.

ΠΡΑΓΜΑΤΙ
– Θα πεθάνουμε ή θα βάλουμε την επανάσταση στο νόημα της!
– Αυτό είν’ όλο.

Νοστάλγησα τα ορυχτά την άφωνη
θηλαστική μου ιερότητα
κι ανατρέχω στον ύπνο που με σώζει
είν’ ο πρόχειρος θάνατος
ένα κλούβιο ρολόι
χωρίς τα πριν και χωρίς τα μετά.
δεν ήρθα δε φεύγω θα σταματήσω.

– Η εξουσία είναι της Ιστορίας η ευκοιλιότητα.
– Στο χωριό μου τη λένε γλεντοκώλα.

ΠΡΑΒΔΑ
– Γεννάδη, κάνεις ομοιοκαταληξία με τον Άδη.
– Φθέγγομαι τρόμο. Και επιτέλους τι νομίζεις πως είναι τα ιδανικά; Είν’ όπως αλευρώνουμε τα ψάρια πριν απ’ το τηγάνισμα.
– Εμείς που αληθεύουμε;
– Στην επανάσταση.

ΑΥΤΟ ΕΙΝ’ ΑΛΗΘΕΙΑ

– Για άκου το χτεσινό μου όνειρο. Βρισκόμουνα τάχα στον Όλυμπο. Θέαινες λαλέουσες κοροϊδεύαν αιωνίως του κύκλου την απληστία, μ’ ένα χυδαιότατο φεγγάρι λίγο ψηλότερα. – Δρόμος αμφιλεκτισμού. μετέρχομαι άγνωστο -, είπα. Κι άξαφνα βγαίνουν εμπροστά μου από σκοτεινό χαλκό και νήπια σίδερα ο Ήφαιστος και η Αφροδίτη, τσιτσίδια αιματωμένα. «Τι φαντάστηκες», μου λέει ο Ήφαιστος. «Αυτή η κρυπτογαμική κι ατάσθαλη Κυρία τα κάνει όλα. η κατά βάθος νυμφομανής Ήρα. είναι η σύζυγος-εξουσία κι αναμέλπει λάμψη αμέμπτου ηθικής». – Αφυπνίστηκα ταραγμένος.

Δούλα του φωτός πεταλούδα. φτερά και χνούδι σε εξωφρένεια!
Ο έκλυτος Δίας κρατεί κεραυνούς αναφαίρετους
δίχως ακόμη πυροδότηση
χορταίνοντας όραση βλακείας
καθεζόμενος υπεράνω πάσης κοσμολογίας.
Κ’ η μούρη των αλόγων του Φαέθοντα έναντι του κενού με άφρη κοσμικής ύλης.

Ασθενοφόρο γρήγορα για το βασιλέα Ληρ!
Ευωδιάζουμε από τρέλα.
Δεν πιάνουν τα φρένα. χανόμαστε στη διαιρετότητα του Ζήνωνα.

Η ΑΝΝΑ (που πλησιάζει): Τι νέα έχουμε απ’ την πραγματικότητα;
ΝΙΚΟΛΑΪ (σηκώνει το ακουστικό): Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 17 και 21 και τρία δευτερόλεπτα.
ΓΕΝΝΑΔΗΣ: Αχ καημένε! Τα τσιγάρα μονάχαι δύνασαι ν’ αριθμήσεις, όχι το κάπνισμα.
ΝΙΚΟΛΑΪ: Φοβάμαι, σύντροφε. Και η επίθεση επίκειται. Ο Λένιν έχει εμπλακεί στη μοίρα.

– Πανάκριβα ραφτικά.
– Χοϊκή φρενίτιδα.
– Φαλλοκοπία.
– Ουτοπία.
– Μα όμως αναιρέσαμε το δάσος.
– Βροχές μανάδες… Άραχλε!

Να κι ο τρισάθλιος ήλιος! Μια χλεμπόνα
στ’ ουρανού το κατεστημένο.
Αμ’ τι γαρ;
Η αλληλεγγύη των αστεριώνε ξανασπιθίζει
με μηδέν αντίχτυπο.
θυμάμαι κάποτε στη Τζια ένανε γάιδαρο
να τρώει λαμπερές μαργαρίτες.
επιτυχία της μοναξιάς. αυτή ναι πάντα
η κατάσταση.

Να προσπερνάς αυτολεξεί τα νεύρα σου.

– Με σφίγγει μια αλήθεια. της παραδίνομαι. Με σφίγγει μια άλλη. κι αυτηνής της παραδίνομαι. Διατρέχοντας του μυαλού την ωμότητα. Λέω αίμα του ψύλλου κι αμέσως οσφραίνομαι ρούμι.
– Παραδέρνεις. Αλλ’ εμένα τα μάτια μου διεκδικούσαν ενότητα οπτικής. εκκένωση τραγωδίας. Ουδέποτε υπέφερα τις αντιφάσεις. Αμφί και ρέπω, όχι!
– Χρεμετίζεις φαντασία.

[Την ημέρα εκείνη γεννήθηκα μόνος μου. δεν είχα βιολογικό προηγούμενο. Σούρθηκα στην τρώγλη της απλής αριθμητικής. Εκεί διαλάμποντας ενωτίστηκα κόκαλα.]

Υπερφίαλο φως ισχνότητα του έρωτα!
Τι ναν τα λέμε… Αυτοψυχίατρος είν’ ο ποιητής
με καθαρό οινόπνευμα.
Κυρίως θα λεγα θεοσταγής και προϊούσα σφήκα.
Θα γαλαζωσει πάλι.

– Μα είναι κι ο άλλος έρωτας, ο γενετήσιος.
– Τι να σου κάνει αυτός… Αν θέλεις, βάζει λίγα παγάκια στη μελαγχολία μου.

[Θύμησες αφεύγατες από τότενες που ξέρω τον εαυτό μου. δεν είν’ εύκολο πράγμα η ομορφιά, κι ας είναι τόσο μεταδοτική με λόγια και με θεωρίες. Κι αυτό το χέλι, η αισιοδοξία. γλιστρά πάντοτε στην επόμενη φάση. Θέλει δύστυχο χώμα η ελιά… Το δράμα της ποιότητας.]

Είθε να μην υπήρχα.
μαβής ο χτύπος της καρδιάς. αλητεία.
Κι αν είπα τις προάλλες τη ζωή αντίρρηση του σκούληκα
δεν έπαψε να φουγαρίζει μέσα μου χαώδης
η απελπισία.
Θες το ζωο θες ο άγιος τίμημα η απουσία.
Κορφόνυχα μες στη φωτιά σε ταραχώδη θράκα
χρονάκια μου και χρόνια
έκανα γω το μπόι μου βλαστοβολώντας ύψος
χωρίς να συμβουλεύομαι
κακούς ονειροκρίτες και θολά μαντεία.
Δεν αναμέτρησα κινδύνους. αποτεφρώθηκα.
Πίστεψα στα χρυσάνθεμα ορκίστηκα στη χλόη
Κι όπως ρεκάζει επιστήθιος άνεμος από βροχερά
συμπεράσματα
στα ερυθρά χαλάσματα του ήλιου ξαναφαίνομαι
κι ανιστορώ τα ρόδινα νεφρά μου.

– Κλαίμε δίχως πεντάγραμμο. τα όρνια συνωστίζονται στον αγέρα στροβιλίζοντας ανεπίληπτα τη γεωμετρία. Κυριέψαμε την ελάσσονα λέξη ΣΟΒΙΕΤ –
– Ουαί συντρόφοι μου φαντασιολεξία!
– Ετερολεξία του κόμματος. αντιλέγει ένας ναύτης.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ. ΟΙ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΙ ΖΟΥΜΕ ΑΚΟΜΗ.

– Στο βάθος του Φιλλανδικού Κόλπου.
Του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία, και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι, αλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά…
Στο βάθος του Φιλλανδικού Κόλπου.

– Λέω να περπατήσω λιγάκι. Μέχρι τα μαγειρεία. Δυο-τρεις μέρες που δεν είδα ορνιθίτσα. δουλεύει καθαρίστρια η Άννα. Μια οποιαδήποτε δουλειά εδώ πάει στην έκσταση.

Καθώς ο ήλιος καμπουριάζει κι απογίνεται
μύξα φωτός
ανέρχομαι κόκκινος με ψυχικά ματογυάλια θλίψης
κάνοντας δεύτερη φωνή στην ύλη
και υπεραμύνομαι της αιτιότητας
ενάντια
στο χυδαίο Σύμπαν.

– Είτε στον ύπνο (παξ) είτε στην εγρήγορση (κοάξ) ονομάζομαι γοργά μελλοθάνατος.

– Αυτό είν’ έτσι. Σ’ ενδιαφέρει όμως το τελευταίο μου όνειρο; Πήγα τη γραφομηχανή μου στον οδοντίατρο. «Κανένα σάπιο δόντι;» με ρώτησε. Δεν ξέρω τι συνέβη ύστερα, μα ο γιατρός είπε ήρεμα. «ναν την ξαναφέρετε την άλλη εβδομάδα». Την πήρα στα χέρια μου και προχώρησα στον αναβατήρα. Τότενες ούρλιαξε η γραφομηχανή. «θα φύγω μόνη μου!». Και κατρακύλησε από κάτι ελισσόμενες σκάλες, που ωστόσο ήτανε γιγάντιες πορτοκαλόφλουδες.

– Παράλληλα εμείς τρώγαμε βαθιά τα νύχια μας. Κι ακούγαμε τη σιωπή να ηχεί με χαλαροκούδουνα. [Τυπωθήτω.]
– Αλλά θα ’πρεπε…

Θρομβώδη φυλλώματα. Συνεσθίομαι
μαζί με τ’ άνθη.
διασχίζω τους γάμους των θάμνων
αναφλέγοντας το γραφτό μου σε άναρθρους
όρθρους
αποτυχίζω την απόγνωση κατακείμενος
όρθιος.

[Πλησιάζουμε οξυγόνο. «Ρωτήθηκε μια μέρα ο Nasreddin Hodja:- Ο ήλιος είναι πιο χρήσιμος ή η σελήνη; – Η σελήνη, είπε ο Hodja, γιατί ο ήλιος προβάλλει όταν ξημερώνει. Ενώ η σελήνη φωτίζει τον κόσμο όταν νυχτώνει». (Εκ του γαλλικού.) Με οπτική λογική θ’ αστράφταμε απαρομοίαστα. Θα ’λεγες όχι;]

Λέω συχνά τα νεφρά μου θα υπερισχύσουν.
Εντούτοις μαθητεύω πια συνέχεια σε τρόμο
κάθε βράδυ ξαναστοχάζω πως όχι! δε θα ξυπνήσω.
κάθε πρωί ξεριζωνω φλέγματα υποφέροντας
μιαν άγρια ναυτία που δεν εξελίσσεται ολότελα
κι ανατριχιάζω
κάτι νύχτες με εθελούσιο μαύρο κάτι νύχτες
από τεράστια αιμοχαρή φεγγάρια
για να διαλευκάνω επιτέλους τα άσπρα μου
μαλλιά ως τη συντέλεια.

Δε θυμάμαι θυμάρι που να μην ανάδωσε πάντοτε
την ευωδιά του
με ήλιους ορεινούς αναφωνήματα στη μνημοσύνη.
Δεν ξέρω τι κάνει το συκώτι μου δεν ξέρω
τι κάνει η καρδιά μου
μαστίζομαι από ένοχη θέαση κι ανωφερή
αχτημοσύνη
χαράζω σύμφωνα και εκφέρω φωνήεντα φρίκης.
– Θρησκευτική υπόθεση. Κι ο χρόνος τώρα δεν είναι μαγνητοταινία της αιωνιότητας. Ανακρούεται επιστήμη.κουκιά μετρημένα. Μα είν’ αμπόρετο να τσιμπήσει κανείς τη θάλασσα. Η Ιστορία τελικά συναναστρέφεται αγάλματα. Δεν είναι;
Το πιάνο μου το λένε γραφομηχανή.
στην άλλην όχθη μελωδεί το θάνατό μας.
του Τρότσκυ καλλωπίζει την υπογραφή.
Κι ο Ζηνόβιεφ απ’ αντίκρυ στα ίδια πλήχτρα
με κόκκινο φελόνι
με γλαυκό στιχάριο
μηχανεύεται την απόλαυση να μας αφανίσει.
– Θυμάμαι λοιπόν έναν ουρανόβραχο στην πατρίδα. Ωσάν τούτονε συλλογιόμουνα κάνει ομορφιά κι ο Λένιν.ωσάν ετούτονε το μέγα βράχο στην αιθρία.
– Την ξαστεριά την έλεγες κάποτε μηχανορραφία.
– Δεν εγγυώμαι καμιά λέξη.
– Μας ρήμαξε η φαντασία.
– Μα η λάμψη, μας καθιερώνει.
– Τι εστί λάμψη;
————————————-
[Αυτός που βγαίνει κουστουμαρισμένος με γλαφυρή γραβάτα στη μέση της εκκλησίας μεταξύ των ψαλτάδων και λέει το «Πιστεύω» -, τι μπλαμπλά Θεέ μου. τι αφρώδης αφρένεια!]
– Ποιος αποφάσισε τα πτώματά μας;
————————————-
– Ξέχειλα τα οράματά μας. Εμπλουτισμένοι αθανασία.
– Νυμφίοι της ελπίδας αρουραίοι.
[Λάμπουμε όλοι στην Κροστάνδη. Στην πιο περήφανη γεωγραφία.]
Μικρόσωμος ο Χάροντας
ψηλόκορμη η αγάπη.
Κανένας ήλιος επισείοντας
μεσημεριάτικο κίτρινο
σε ζοφώδη ζωύφια. κανένας τρόμος!
Έτσι κι αλλιώς αποθανούμεθα.
Κι ο αμνός οληνώρα χαμηλώνει στην ακούραστη βρώση.
Θεός αμφίθεος. τ’ αγγελικά μου τάρταρα. φρικωδία
ναι και όχι.
καθώς ορχείται σεινάμενο λυγάμενο
το μέγιστο ερώτημα.
η βία είναι
η μαμή της Ιστορίας
ή είναι
το εκάστοτε
νεογνό της Ιστορίας;
(Χορός είν’ αυτός και ζαλίζει.
Μα όμως πρέπει μας τραγούδι.
Η τρικυμία βόγγει από πάντα
για να βγάλει
φτερά το πέλαγο να πετάξει
στα δρώμενα ύψη.)
– Άμα η αλήθεια δεν κάνει φαλάκρα, πώς να γουρμάσει…
ΈΝΑΣ ΝΑΥΤΗΣ (που φταρνίστηκε): Αυτό εγώ λέω αλήθεια.
(Γελώντας): Το φτάρνισμα. ολική απόρριψη.
Σε βοερά μνημόσυνα βοράς κι αθώας βαρβαρότητας
με πετεινών αθλήματα στους χαμηλόκορμους ουρανούς
ωσότου πιάσουν ένα γύρο οι βροχάδες τα πρωτόνερα
ώσπου ν’ ανοίξει της χυνοπωριάς το κατουροβάρελο.
Θα ’τανε πέρσι.
Ρεμβώδη νοήματα. τυράγνια του βήχα. σκελετός από μέσα.
Τα φουκαριάρικα πλεμόνια μου δεν έχουν ευκρασία
μα η ζωή τυρβάζει σαν ζωή και σε κανένα είδος αλήθειας.
Θα ’τανε πέρσι.
Και έπεται στο μέγα δάσος εκείνη η γαλήνη η φτυστή
με βραδυγλωσσία της υπάρξεως
η νυοστή εκείνη σίγηση με τα λαμπερά οιδήματα
σαν τα νερά στις φυλλωσιές τα γοργομίλητα
σαν των πουλιώνε την ανέγνωρη κι αγγελομάτα νιότη.
Στο λάκκο δεν προσμένουμε στον Άδη δεν ακαρτερούμε
κι ουδέ τα φίδια πλεχταριά κι ουδέ οι οχιές κουβάρι
μονάχα μια τρομώδης πλάστιγγα που ζυγίζει ενόρκως
την αφθαρσία της ύλης.
Τα κόκαλά μου βιάζονται τη λευτεριά τους απ’ τη σάρκα.
[Βραδυάζει στο κείμενο. Η κατακρήμνιση του απογεύματος: ωριμότητα.]
– Αν έλιωνε ο πάγος. αν τους προλάβαινε η Άνοιξη…
– Θα ’φερνε αποτέλεσμα;
– Για πιότερη στόχαση.
– Θ’ αποφασίζαν ένα διάλογο;

[ Εφτά μετρήθηκαν τα βήματα του νιογέννητου Βούδδα, πεθαίνοντας εφτά μέρες αργότερα η βασίλισσαMaya. Ρέει ο χρόνος και μια νύχτα Siddhartha monte a cheval et les Dieux font un tapis de leurs mains sousles sabots du cheval pour qu’il puisse abandoner la ville sans etre entendu ni vu de personne. Ανάβει το μυστικό ζωο με χαρμόσυνο σκοτάδι sous un arbre de pipal. Ούτε πλούτος πλέον ούτε γυναίκα ούτε το παιδί του. τ’ αφήκε όλα πίσω. τα παράτησε στο καλό και στο κακό (ηλιοφέγγαρο). Μια τεράστια γδύμνια. στην αρχή βάναυση. τρώγοντας un grain de riz par jour. Ερχόντας η φώτιση ξαναγεννήθηκε. ]

Στήθος μου δε σε γιόμισα κέρματα κι όταν
ο ήλιος αγνοεί στη δύση του το κάλλος
πράττει άριστα
κι όταν επίσης βάζει
σκοτείνιασμα στην τόση φλεγμονή και χαϊδεύει
της νύχτας την κλειτορίδα.
Σκιαγμένα καντηλάκια στους τάφους. ο βραδινός
αέρας τα τρομάζει.
Μ’ ένα κλαρί κληματαριάς απάνω φαρδύ γαλάζωμα
χαίρομαι την εικαστική λεπτότητα.
[ Προλετάριοι
Προσμονάριοι ]
Πλαγιάζουν τα λουλούδια την ευλύγιστη βροχή
κι ανάσσει
στο ανάσασμά μου η ερημόκαρπη παρουσία
μαθαίνω τις φτερούγες μου
δάσκαλος ο αγέρας
αρραβωνιάζεται τη λεύκα σ’ αρίφνητο του άσπρου
φυλλομάνι
δεν έχει όρια η ευφράδεια της Σταύρωσης
ούτε το πορτοκαλί που με τύφλωνε
φωσφορίζοντας
μα εγώ τη γλώσσα την αποκλήρωσα
δε μαζεύω ψυχοχάρτια χαζεύω την αγριότητα
οι καιόμενες πορφυρές δεκαετίες
από υδρόγεια νόηση
κι αναπηδά στη χύτρα του πεπρωμένου
ο χόχλακας.
Φεγγάρι μου βγαλμένο μάτι ρεμβάζω σου
τ’ ασπράδι.
[ Παλιοκούρελο η ποίηση. θα ’λεγα σολιασμένα βάσανα. Πάει καλά. Μήπως όμως βλέπουμε την επανάσταση σε διάθλαση; μήπως δεν έχει πραγματικά στραβώσει;
– Προέχει το μαύρο.
– Τι εννοείς;
– Κλείσε τα μάτια σου: πάνε όλες οι μορφές. άμα τ’ ανοίξεις επανέρχονται όλες. Αυτό είν’ έτσι.
– Δώσε μου σαν ενθύμιο τον ορισμό της εξουσίας.
– Ως προς εμένα η εξαχτίνωση του χτήνους.
– Τικ τακ. τικ τακ. τικ τακ –
– Αλλά πού με ειρωνεύεσαι τώρα, σύντροφε;
Ποτέ μου δεν αφέθηκα στους αριθμούς ή άλλα κύμβαλα
ούτε είπα την ανθρωπότητα ομορφόσογο.
μα είν’ αλήθεια. στα κράκουρα της ερημιάς η πτήση
μοιάζει με αθώωση κι ο νους μας πάντοτε
ξελεπιάζει στους ωκεανούς τον Ποσειδώνα αιχμηρή φενάκη
σε πικρά της αγωνία ωράρια.
φάσμα ο πανσέληνος ουρανός κι ο ηλίθιος ήλιος απάνω
υποκινητής του ίσκιου μου μέρα-νύχτα.
Σιγά τα αίματα! – ο ήλιος, μας οφείλεται κύριοι.
χωρίς υμνολογίες!
Χωρατεύει σωρηδόν η άνθηση κι αν υποκύπτω στην όσφρηση
στα μύρα στη μητέρα στους αμέριμνους ίασμους
εντούτοις μ’ ενοχλούσαν ανέκαθεν οι ώρες του Σωκράτη
πριν απ’ τον έυγεστο θάνατο
κι εγέρωχα ωρυόμενοι κεραυνοί νεμόμενοι το μεσονύχτι
τ’ ουρανού οι βογιάροι
μ’ ανελέητα σπαθιά κι απαστράφτοντας
τη νύχτα τήνε ξεκοιλιάζουν.
Εγώ λοιπόν έκπληχτος από χέρι διαστέλλω γαλαξίες
κι ανατείνομαι όνειρος
αποβάλλοντας το πραγματικό κι αναθυμούμενος μόλις
εκείνη την αρτηρία του αόρατου
την πλεξούδα του καπνού σε ανώδυνο
ύψος. Εδώ επιμένουμε όλοι.
– Άννα, τι συμβαίνει;
– Άρχισε η επίθεση.
– Άννα, έχε γεια! Θα πεθάνουμε.
– Νικολάι, σ’ αγαπούσα ολόκληρη.
– Μιαν άλλη φορά. θα ξαναγίνει, Άννα.
[ et les Dieux font un tapis την ώρα τούτη με τον πάγο κάτω απ’ τα πέλματα των συντρόφων απέναντι. για να περάσουν αιωρούμενοι. ]
διεδίδετο δε εκάστω καθότι αν τις χρείαν είχεν –
KRONSTADT

Νίκου Καρούζου «Νεολιθική Νυχτωδία στην Κροστάνδη»
εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα 1987

Friday, March 3, 2017

Πρώτη αφιέρωση στους παλαιους και νέους σταλινικούς…

Επειδή, όπως όλοι γνωρίζουν, δεν έχουμε πάψει να συγκινούμαστε από τις πάσης φύσεως άοκνες εκδηλώσεις παλαιών και νέων σταλινικών (βλ. εκδηλώσεις για τον ΔΣΕ, αφίσες, προβολή τους στην κινηματική αντιπληροφόρηση) σκεφτήκαμε να βοηθήσουμε και εμείς να διατηρηθεί αυτή η «ωραία» ατμόσφαιρα και είπαμε σιγά σιγά να αρχίσουμε να φρεσκάρουμε την μνήμη όλων.

Θυμηθήκαμε, λοιπόν, δύο εξέχουσες προσωπικότητες, Λετονούς, τον Γέκαμπς Πέτερς αξιωματούχο της πρώιμης Τσεκά και τον Μάρτινς Λάτσις αρχικά ανακριτή της Λαϊκής Επιτροπής Εσωτερικών Υποθέσεων. Αυτά τα δύο κτήνη άφησαν πραγματικά εποχή με τις θηριωδίες τους συνεργαζόμενοι στενά.

Ο πρώτος ο Γέκαμπς Πέτερς πήγε το 1917 στην Ρωσία, όπου εντάχθηκε στην Τσεκά. Γρήγορα ανέλαβε την διεύθυνσή της, ενώ στην συνέχεια ανέλαβε το πόστο τού επικεφαλής της Τσεκά στο Πέτρογκραντ. Ο Πέτερς, όπως και άλλοι λετονοί, ήταν της γνώμης ότι η Τσεκά θα έπρεπε να ήταν υπόλογη μόνο στον αρχηγό της κυβέρνησης, ώστε να έχει λυμένα τα χέρια της να κάνει έρευνες, συλλήψεις και φυσικά αθρόες εκτελέσεις. Στην Μόσχα, ο Πέτερς οργάνωνε επιδρομές στις οποίες δολοφονούνταν εκατοντάδες αναρχικοί, ενώ στο Πέτρογκραντ χρησιμοποιούσε τον προεπαναστατικό τηλεφωνικό κατάλογο για να συλλάβει τους μεσοαστικής τάξης, εμπόρους, δημόσιους υπαλλήλους, διανοούμενους ως ομήρους για αντίποινα. Συγκεκριμένα στις 12-13 Ιουνίου 1919 σε μια συνδυασμένη επιχείρηση της Τσεκά-κόμματος με τον Στάλιν, εκατοντάδες ύποπτοι, οι περισσότεροι απλοί συγγενείς λιποτακτών, συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν.

Ο Μάρτινς Λάτσις το 1918 παίρνει προαγωγή στην Τσεκά και το 1919 διακρίνεται ιδιαίτερα στο Κίεβο, όπου μαζί με τον Πέτερς ανοίγουν ένα «Προξενείο της Βραζιλίας» και αρχίζουν να πωλούν βίζες έναντι χρηματικών ποσών, ενώ στην συνέχεια συλλαμβάνουν όλους τους επισκέπτες στ’ όνομα πάντα της Τσεκά. Όταν οι Λευκοί ανακατέλαβαν το Κίεβο, βρήκαν τουλάχιστον 5.000 πτώματα, ενώ δεν υπήρχαν καθόλου στοιχεία για την τύχη άλλων 7.000 κρατουμένων της Τσεκά.

Ο Λάτσις ανέλαβε με κάθε τρόπο την υπεράσπιση της Τσεκά, όταν παρουσιάζονταν διάφορα μικροπροβλήματα εξ’ αιτίας ορισμένων επιπλήξεων της Λαϊκής Επιτροπής Δικαιοσύνης. Ίδρυσε μάλιστα μια εφημερίδα με τίτλο το Κόκκινο Σπαθί, όπου δημοσίευε στατιστικές εκτελέσεων σαφώς παραποιημένες.

Παραθέτουμε κλείνοντας μια δήλωσή του χωρίς κανένα επί πλέον σχόλιο.

«Η Τσεκά δεν είναι απλώς ένα ανακριτικό όργανο· είναι το όργανο μάχης του κόμματος του μέλλοντος […] Εξολοθρεύει δίχως δίκη ή απομονώνει από την κοινωνία φυλακίζοντας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο λόγος της είναι νόμος. Η δουλειά της Τσεκά πρέπει να καλύπτει όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής […] Όταν ανακρίνετε, μη ζητάτε υλικά στοιχεία ή απόδειξη για τα λόγια ή τις πράξεις του κατηγορουμένου εναντίον της σοβιετικής εξουσίας. Η πρώτη ερώτηση που πρέπει να κάνετε είναι: Σε ποια τάξη ανήκει, τι μόρφωση, ανατροφή, καταγωγή ή επάγγελμα έχει. Με βάση τις απαντήσεις θα αποφασίσετε τη μοίρα του κατηγορουμένου. Αυτή είναι η έννοια και η ουσία της κόκκινης τρομοκρατίας […] Δεν κρίνει τον εχθρό, τον χτυπάει. Δεν δείχνει οίκτο, αλλά αποτεφρώνει οποιονδήποτε σήκωσε όπλο από την άλλη πλευρά των οδοφραγμάτων και δεν μας είναι χρήσιμος […] Αλλά δεν είναι μια γκιλοτίνα που κόβει κεφάλια κατ’ εντολή κάποιου δικαστηρίου […] Εμείς, σαν τους Ισραηλίτες, πρέπει να χτίσουμε το Βασίλειο του Μέλλοντος κάτω από το μόνιμο φόβο μιας εχθρικής επίθεσης».

Λ.