Monday, January 25, 2016

Κάνε τσιγάρο, έχει δουλειά

Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή

Με την τελευταία φτυαριά κάτσαμε για τσιγάρο.
« Βλάπτει σοβαρά την υγεία», διάβασε ο Άκης στο περιτύλιγμα.
- Ποιος διαφωνεί;
Μαζέψαμε τα εργαλεία και περιμέναμε. Είχε ένα καυτό ήλιο. Η θάλασσα λάδι και πάνω μας στάλες ιδρώτα, να κάνουν σεργιάνι στο σώμα μας.
- Σκληρό χώμα.
- Έχει να βρέξει καιρό.
- Την είδες;
- Ήμουν εκεί που την στόλιζαν. Νυφούλα.
- Εσύ δεν θα παντρευτείς;
- Δεν βαριέσαι, τυχερά είναι αυτά.
Πήγαμε μέχρι τη μάντρα. Σκουπίδια. Μπουκαλάκια, στρώματα, παπούτσια, μια ρόδα, ένα πεταμένο καρότσι. Μια γάτα πήρε κατόπι ένα ποντίκι. Ο σκύλος του γείτονα κόπηκε.
- Θεριό.
- Και φύλακας. Όποιος περάσει τη μάντρα τον έκοψε.
Γυρίσαμε πίσω. Έπιασα το χώμα και το έτριψα στην παλάμη μου. Πλούσιο.
- Εδώ φυτρώνουν τα πάντα.
Ο Άκης χαμογέλασε και πέταξε πέτρα μακριά.
- Την είδες;
- Δεν πρόλαβα. Έφυγε γρήγορα.
Το φως του ουρανού χόρευε με το μπλε της αρμύρας. Καθρέπτης. Έβαλα μαύρο γυαλί. Ένα ψαροκάικο άφηνε ήχο και μείς ταξιδεύαμε προς το λιμάνι. Ένα κοράκι πέταξε πάνω από τον κάμπο. Ακολουθούσε την σπορά. Κάθε τόσο καθόταν και σκάλιζε. Ένα σκουλήκι τρυπούσε το λόφο. Πάτησα δίπλα του. Το αποτύπωμα έμεινε ακέραιο. 42. Ο Άκης έφτυσε κάτω. Μια λίμνη σε οροπέδιο. Ένα φύλλο ελιάς σαν βάρκα ταρακουνήθηκε. Ακούστηκαν βήματα.
- Έρχονται.
- Τους είδες;
- Σκιές, στο βάθος του δρόμου.
Τραβηχτήκαμε πίσω από το σκάμμα. Κανείς δεν μιλούσε. Ο κύκλος έκλεισε. Ακούστηκε το ξύλο να ακουμπάει τη γη, μετά έφυγαν όλοι. Μείναμε πάλι μονάχοι. Η πρώτη φτυαριά, βροχή στο σανίδι. Ύστερα πάλι σιωπή. Μια πεταλούδα φτερούγισε.
- Την είδες;
- Όμορφη.
Πατήσαμε λίγο το χώμα στην άκρη. Βάλαμε τα πανωφόρια μας.
- Βγήκε και σήμερα το μεροκάματο.
- Κάνε τσιγάρο, έχει δουλειά.

Sunday, January 24, 2016

Αλλοτριομορφοδίαιτοι μαθητευόμενοι μάγοι

Του Δημήτρη Νανούρη

Πονηρός ο βλάχος· βγάζει φλας Αριστερά και κάνει αναστροφή Δεξιά. Αιφνιδιάζει τους πάντες, τους αποκοιμίζει στην αντίθετη λωρίδα, θρονιάζεται στους θώκους και δεν ξεκαρφώνεται ούτε με επαναφορτιζόμενο, ηλεκτρικό κατσαβίδι. Για να παραμείνει στην εξουσία πουλά ώς και το γάλα της μάνας του, πολλώ δε μάλλον τα συμφέροντα του ταλαίπωρου πόπολου.

Ρεζουμέ των πρώτων γενεθλίων της συγκυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ οι παραπάνω φράσεις. Λόγια απλά, καθημερνά κι ας μου προσάπτουν κάμποσοι πως χρησιμοποιώ άγνωστες, δυσκατάληπτες λέξεις. Οφείλουν πάντως οι εφημερίδες να υποψιάζουν το αναγνωστικό κοινό, να το (εκ)παιδεύουν τρόπον τινά. Καθότι όμως πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι, μου ’ρχεται στον νου ο σιδηρόδρομος, ο οποίος κάνει το φιλαράκι μας τον Μπίλυ, δίπλα στο Σερβάντε, να λύνεται σε σπαραχτικά γέλια, όποτε τον ακούει: Αλ-λο-τρι-ο-μορ-φο-δί-αι-τος. Σύμφωνα με τους Λίντελ και Σκοτ, το λήμμα περιγράφει εκείνον που αλλάζει όψεις και σχήματα, διαιτάται -ζει πά’ να πει- μέσα απ’ τη μορφή άλλων.

Ωχριά ένας τέτοιος ορισμός μπροστά στις οβιδιακές μεταμορφώσεις του ΘΑλέξη και των συν αυτώ. Αφότου κατέλαβαν φουριόζοι τα χειμερινά ανάκτορα του Μαξίμου, έχει περάσει ήδη ένας χρόνος, βαρύς σαν Ιστορία, συμπυκνωμένος σαν ντοματάκι πελτέ· όπου και να σου στάξει λερώνεσαι. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τις άναρθρες κραυγές πως θα καταργηθεί το Μνημόνιο μ’ ένα άρθρο;

Την Κάνγκελα Μέρκελ να γονατίζει απαρηγόρητη και υποταγμένη στο κιγκλίδωμα της Ηρώδου Αττικού μέρα μεσημέρι; Την ανερμάτιστη, χωρίς σχέδιο, τάχατες διαπραγμάτευση; Το ηχηρό και οχληρό «όχι» του δημοψηφίσματος που μετεβλήθη σε «ναι» εν μιά νυκτί; Τους εδαφιαίους τεμενάδες σε Σόιμπλε, Ντάισελμπλουμ και Ντόναλντ Ντακ Τουσκ; Το «παράλληλο πρόγραμμα» που κατάντησε το πιο κακόγουστο, σύντομο ανέκδοτο;

Αλλοτριομορφοδίαιτοι λοιπόν οι ένοικοι του πρωθυπουργικού μεγάρου. Οπως ακριβώς και οι προκάτοχοί τους. Ο βίος και η πολιτεία τους ανασταίνει μελανές σελίδες της μεταπολίτευσης. Λησμονημένες φιγούρες στα σκονισμένα ερμάρια του παρελθόντος αποκτούν ξανά σάρκα και οστά. Αναλογίζομαι πως από το 1974 και εντεύθεν η Ψωροκώσταινα βιώνει έναν φαύλο κύκλο παρακμής που δεν λέει να κλείσει, χαίνουσα, ανεπούλωτη πληγή.

Ραπίζει τον κοινωνικό ιστό η αλληλοδιαδοχή τόσων εθνοσωτήρων, οίτινες κολάκευαν τα ταπεινότερα ορμέμφυτα του λαού, εγκαθιδρύοντας ένα πελατειακό σύστημα που διαιώνιζε την εξουσία του μέσω της διάχυσης της διαφθοράς και στον τελευταίο πολίτη. Ολοι ανεξαιρέτως οι υποψήφιοι πρωθυπουργοί έταζαν πως, αν εκλεγούν, θα σκοτώσουν εξάπαντος το θηρίο. Τους κατάπινε όμως η κινούμενη άμμος της ευτέλειας και σε δυο τρία τέρμινα αποκτούσαν την όψη του, η οποία γοήτευε τα πλήθη την περίοδο της επίπλαστης ευμάρειας.

Ακολούθησαν όμως τα Μνημόνια. Το πολιτικό προσωπικό της χώρας υποτάχτηκε στις βουλιμικές ορέξεις των δανειστών, σκορπίζοντας παντού τον όλεθρο. Οι επιτελείς της Κουμουνδούρου επένδυσαν στην ελπίδα. Σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης αποτελούσε το πιο σίγουρο όχημα για την αναρρίχησή τους στην εξουσία. Επρόκειτο να τη διαψεύσουν αμέσως μετά την απομάκρυνση από το ταμείο. Βρίσκονταν στο χείλος του γκρεμού και τόλμησαν να κάνουν ένα βήμα μπροστά, σαν πρωτάρηδες.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών 

Wednesday, January 20, 2016

Ο βίος του Αγίου Ευθυμίου

Επί της επισκοπείας του Ιεροσολύμων Ιουβεναλίου 9422-428) ακμάζουν στην εκκλησία Ιεροσολύμων μεγάλες μοναχικές μορφές, πρώτη των οποίων ήταν η του αγίου Ευθυμίου, πού γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς στη Μελιτινή της Αρμενίας το 376, Τριετής έμεινε ορφανός και διδάχτηκε τα ιερά γράμματα από τον θείο του και άλλους ευσεβείς διδασκάλους. Μελετούσε πολύ την Αγία Γραφή και τους βίους των παλαιών αγίων ανδρών. Ενωρίς αισθάνθηκε κλίση προς τη μοναχική ζωή και εικοσαετής χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Επειδή όμως δεν ήθελε να κατευθύνει τη ζωή των άλλων, πριν να τελειοποιηθεί ο ίδιος, εγκατέλειψε την πατρίδα του και ήρθε στην Ιερουσαλήμ το 406.

Μετά την προσκύνηση του Παναγίου Τάφου και των πλησίον των Ιεροσολύμων ιερών Μονών, κατοίκησε για πέντε έτη στη Λαύρα του Αγίου Χαρίτωνα στη Φαράν, όπου επιδόθηκε σε αυστηρότατη άσκηση. Ζούσε πλέκοντας καλάθια. Με τον συνασκητή και φίλο του όσιο Θεόκτιστο απομακρυνόταν από τα φώτα των Βαΐων σε έρημο τόπο κοντά στη Νεκρά θάλασσα, αποξενώνοντας τον εαυτό τους από κάθε ανθρώπινη επικοινωνία, συζώντας και συνομιλώντας μόνο με το Θεό. Μια από αυτές τις φορές (411), πέρασαν από την έρημο του Κουτιλά, πού την διέσχιζε αδιαπέραστος χείμαρρος, στις απόκρημνες όχθες του οποίου βρήκανε ένα φυσικό σπήλαιο μέσα σε βράχο και κατοίκησαν. Βοσκοί από τη Βηθανία τους έκανε γνωστούς στη γύρω περιοχή και η αγιότητα τους είλκυε γύρο τους πρώτους μοναχούς, για χάρη των οποίων ίδρυσαν μονή, πού πήρε την ονομασία «κάτω Μονή» του οσίου Θεοκτίστου. Ο Άγιος Θεόκτιστος ανέλαβε την επιστασία της Μονής, ενώ ο Άγιος Ευθύμιος την χειραγωγία των μοναχών, βασιζόμενος στις μοναχικές διατάξεις του Μεγάλου Βασιλείου και την προσωπική του πείρα, ύστερα από την πολυετή άσκηση.

Η άσκηση των μοναχών του συνίστατο στην υπακοή και την αποκοπή του ιδίου θελήματος. Όταν ο μοναχός προσπαθεί να στήσει το ατομικό του θέλημα, απομακρύνεται από το σκοπό του, πού είναι η εν Χριστό ελευθερία. Γίνεται δούλος του θελήματος του. Ασκούνται επί πλέον οι μοναχοί στην μελέτη του θανάτου και το εργόχειρο, κατά το υπόδειγμα του Απ. Παύλου.

Γύρω στα 420 έφθασε στη μονή πλήθος Σαρακηνών με επί κεφαλής τον Ασπέβετο, αρχηγό της φυλής, πού είχε εγκαταλείψει την Περσία μαζί με χριστιανούς, ύστερα από διωγμό πού είχε εξεγερθεί εναντίον τους. Ο Άγιος Ευθύμιος θεράπευσε πάθος του φυλάρχου κι’ αργότερα βάφτισε την φυλή των Σαρακηνών και τον αρχηγό της μετονομάζοντάς τον σε Πέτρο. Σταδιακά ο Πέτρος προσείλκυσε και άλλους σκηνίτες στο χριστιανισμό κι όλοι μαζί κατοίκησαν γύρω απ’ τη μονή του Αγίου Θεοκτίστου σε παρεμβολές, δηλαδή σε σκηνές, παραπήγματα, στρατιωτικά καταλύματα. Ο Άγιος Ευθύμιος παρεκάλεσε τον Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο και χειροτόνησε τον Πέτρο σε επίσκοπο Παρεμβολών, το 425.

Επειδή όμως ο άγιος ποθούσε της ησυχία, αναχώρησε νοτιότερα προς την Νεκρά θάλασσα, στο όρος Μαρία (Μίρδ), όπου έθεσε τις βάσεις μεγάλης μονής, πού αποπερατώθηκε αργότερα. Έπειτα ήρθε και κατοίκησε στα σπήλαια της περιοχής Άϊν Γκέντι, όπου ο Σαούλ κατεδίωκε τον Δαυίδ. Κι’ εδώ νέα μονή, πού την ονόμασε Αριστοβουλειάδα, από το όνομα της πλησίον κώμης Αριστοβουλειάδας. Έπειτα όμως κι εδώ δεν βρήκε ησυχία, ήρθε και κατοίκησε στο εξής σ’ αναχωρητήριο κοντά στην μονή του οσίου Θεοκτίστου.

Προς χάρη των πολλών μοναχών, πού προσέρχονταν να τους καθοδηγήσει, ίδρυσε μεγάλη λαύρα, πού πήρε το όνομα του (Λαύρα Αγίου Ευθυμίου) κι εγκαινιάστηκε από τον Ιουβενάλιο Ιεροσολύμων το 429. Τα οικοδομήματα της Λαύρας επεκτάθηκα, γιατί πλήθαιναν οι μοναχοί. Την πνευματική τους καθοδήγηση είχε ο Άγιος Ευθύμιος, γνώμονας και κανόνας του μοναχικού βίου. Υπολείμματα της Λαύρας του Αγίου Ευθυμίου, δάπεδο του ναού, τράπεζα της μονής, τάφος του Αγίου κ.α., βρέθηκαν σ’ ανασκαφές του 1929, αλλά και σε πρόσφατες.

Στην ορθόδοξη παράδοση έχουμε δύο τρόπους μοναχικής ζωής, αυτόν του κοινοβίου, στο οποίο η ζωή είναι κοινή κι αποτελεί ένα προκαταρκτικό στάδιο δοκιμασίας, για να συνειδητοποιήσει ο μοναχός με την βοήθεια του πνευματικού του καθοδηγητού, εάν μπορεί να μεταβεί στη Λαύρα, η οποία είναι συνοικία μοναχών με κελιά, πού απέχουν μεταξύ τους αρκετά. Οι μοναχοί ζούνε σ’ αυτά ως «ερημίτες ή αναχωρητές», ως «ηγούμενοι στο κελί τους», κατά τον άγιο Σάββα, κι όχι ως κοινοβιάτες. Εκκλησιάζονται όμως σε ένα κοινό ναό και κατευθύνονται από κοινό πνευματικό αρχηγό. Αργότερα η λέξη Λαύρα απλών την μεγάλη μονή, το «μεγάλο κι ονομαστό κοινόβιο». Οι αρχαιότερες ονομαστές λαύρες ήταν του αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου (473) και του μαθητού του αγίου Σάββα (532).

Friday, January 8, 2016

Ο Γιώργος Κατρούγκαλος και ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ

Του Παναγιώτη Σωτήρη

Εδώ και μερικά χρόνια, με συμβολική στιγμή την εμφάνισή του στους «Αγανακτισμένους» στην Πλατεία Συντάγματος το 2011 και αποκορύφωμα την εκλογή του σε θέση ευρωβουλευτή και εν συνεχεία βουλευτή και φυσικά την ανάδειξη του σε υπουργό, ο Γιώργος Κατρούγκαλος διαμόρφωσε την εικόνα ότι είναι ένας σοβαρός και μαχητικός νομικός επιστήμονας και ένας αγωνιστής των δικαιωμάτων του ελληνικού λαού, κοντολογίς ένας άνθρωπος της Αριστεράς. Χιλιάδες άνθρωποι αναφέρονταν στις τοποθετήσεις του για το χρέος και την απαλλαγή από τα μνημόνια, ενώ προσκλήθηκε να μιλήσει σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, ενώ η παρέμβαση του στην εκπομπή του Γ. Πρετεντέρη τον Οκτώβρη του 2013 εκτίναξε ακόμη περισσότερο την απήχησή του

Αυτό που επιμελώς απέκρυψε αυτή η πορεία του, ήταν ότι ο Γ. Κατρούγκαλος, εδώ και αρκετές δεκαετίες, ακολουθεί την κλασική διαδρομή ενός πανεπιστημιακού και δικηγόρου με στενές σχέσεις, όχι μόνο πολιτικές αλλά και επαγγελματικές, με την πολιτική εξουσία και ιδιαίτερα με το σύστημα ΠΑΣΟΚ.

Κι όλες οι ψηφίδες του παζλ ήταν κυριολεκτικά μπροστά μας! Αρκεί να σκεφτούμε ότι ο Γιώργος Κατρούγκαλος, που ξεκίνησε την πολιτική διαδρομή του ως δεινός συνδικαλιστής της ΚΝΕ στη δεκαετία του 1980 αλλά διαπίστωσε ότι ο χώρος του ΚΚΕ δεν κάλυπτε την φιλοδοξία του, διετέλεσε κατά τη διακυβέρνηση από το ΠΑΣΟΚ στην περίοδο 1994-2004, συμφωνα με το βιογραφικό του: ειδικός Σύμβουλος του Υπουργείου Παιδείας το 1994. Νομικός Σύμβουλος του Υπουργείου Παιδείας από το 1997 έως το 2002. Επιστημονικός υπεύθυνος προγράμματος του Υπουργείου Εξωτερικών το 2000. Εκπρόσωπος της χώρας (advisor) στην επιτροπή δικαιωμάτων της ΓΣ του ΟΗΕ 2000-2003. Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Δημόσιας εταιρείας «Επαγγελματική κατάρτιση Α.Ε.». Μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για την επιστημονική στήριξη του Υπουργείου Εξωτερικών κατά τη διαπραγμάτευση για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα το 2003-2004.

Κάνοντας ένα διάλειμμα στην περίοδο της διακυβέρνησης από τη ΝΔ, επανεμφανίζεται στην κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου να αναλαμβάνει έναν κρίσιμο ρόλο στο Υπουργείο Παιδείας στην εποχή μάλιστα που η Άννα Διαμαντοπούλου σχεδιάζει την εκπαιδευτική της αντιμεταρρύθμιση. Αναλαμβάνει μάλιστα το Μάιο του 2010 αντιπρόεδρος του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας (ΚΕΕ), μέχρις ότου αυτό συγχωνεύθηκε στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής το 2011. Παράλληλα, εμφανίζεται να εισπράττει ποσά για την παροχή νομικών συμβουλών στο νομοπαρασκευαστικό έργο του Υπουργείου Παιδείας την περίοδο 2010-11. Έχει ενδιαφέρον ότι την ατομική του σύμβαση έργου με το Υπουργείο Παιδείας για σύμβαση παροχής συμβουλευτικής υποστήριξης στο νομοπαρασκευαστικό έργο και την επίλυση νομικών διαφορών, ακολούθησε το 2011-12 ανάλογη σύμβαση της Εταιρείας Δικηγόρων Απ. Παπακωνσταντίνου-Ελ. Κουτσιμπού-Γ. Κατρούγκαλος & Συνεργάτες. Επίσης ενδιαφέρον έχει ότι η κ. Ελ. Κουτσιμπού, υπήρξε συνεργάτης του Γ. Παπανδρέου, γενική διευθύντρια του ΙΣΤΑΜΕ και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ.

Άλλωστε, ο ίδιος ο κ. Κατρούγκαλος δεν είχε κανένα πρόβλημα στα διαλείμματα της διαπρύσιας αντιμνημονιακής ρητορικής του να σπεύσει να κάνει πράξη μία από τις πιο πολυσυζητημένες θεσμικές τομές της μνημονιακής περιόδου, όταν έλαβε μέρος στις σχετικές εκλογές και εξελέγη μέλος του Συμβουλίου Ιδρύματος του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου, παρότι πρόκειται για έναν θεσμό τον οποίο σύσσωμη η πανεπιστημιακή κοινότητα είχε καταδικάσει ως αντιδημοκρατικό και ολιγαρχικό και τον οποίο προσπάθησε να καταργήσει ο Α. Μπαλτάς κατά την πρώτη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Με αυτή την έννοια, η σπουδή με την οποία παρουσιάζει ο Γιώργος Κατρούγκαλος την καταβαράθρωση των συντάξεων ως «διάσωση του ασφαλιστικού συστήματος» δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου αναγκαστικού συμβιβασμού του με μνημονιακές πολιτικές, αλλά μάλλον φυσιολογική εξέλιξη μιας πορείας που είχε ξεκινήσει αρκετά πιο πριν. Ούτε είναι τυχαίο ότι το μέλος της «επιτροπής σοφών» για το ασφαλιστικό Δ. Γραβάρης, που διαφώνησε με το προτεινόμενο σύστημα, αποκάλυψε σε συνέντευξή του στο Unfollow ότι ήταν ο Γιώργος Κατρούγκαλος που εξαρχής πρότεινε τη λογική ενός κεφαλαιοποιητικού συστήματος.

Ο Γιώργος Κατρούγκαλος με τον τρόπο του παραμένει συνεπής σε μια πορεία ένταξης στους διαδρόμους της εξουσίας που ξεκίνησε αρκετά χρόνια πριν. Όμως, ότι τόσοι άνθρωποι δεν έβλεπαν κάτι που ήταν μπροστά τους, είναι κάτι αντικειμενικά ανησυχητικό.

Πηγή: Unfollow

Wednesday, January 6, 2016

«Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος»

Του Φώτη Κόντογλου

Τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, η Πρωτοχρονιά, κι άλλες γιορτές, για πολλούς ανθρώπους δεν είναι καθόλου γιορτές και χαρούμενες μέρες, αλλά μέρες που φέρνουνε θλίψη και δοκιμασία. Δοκιμάζονται οι ψυχές εκείνων που δεν είναι σε θέση να χαρούνε, σε καιρό που οι άλλοι χαίρουνται. Παρεκτός από τους ανθρώπους που είναι πικραμένοι από τις συμφορές της ζωής, τους χαροκαμένους, τους αρρώστους, οι περισσότερο, πικραμένοι, είναι εκείνοι που τους στενεύει η ανάγκη να γίνουνε τούτες τις χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοί απ’ αυτούς μπορεί να μη δίνουνε σημασία στη δική τους ευτυχία, μα γίνουνται ζητιάνοι για να δώσουνε τη χαρά στα παιδιά τους και στ’ άλλα πρόσωπα που κρέμουνται απ’ αυτούς. Οι τέτοιοι κρυφοκλαίνε από το παράπονό τους κι’ αυτοί είναι οι πιο μεγάλοι μάρτυρες, που καταπίνουνε την πίκρα τους μέρα νύχτα, σαν το πικροβότανο.

Ίσα-ίσα αυτές τις αγιασμένες μέρες που θα’πρεπε να σμίξουνε πιο κοντά οι άνθρωποι συναμεταξύ τους, «να περιπτυχθώσιν αλλήλους», ίσια ίσια αυτές τις μέρες αποξενώνουνται περισσότερο ο ένας από τον άλλον, χωρίζουνται σε δύο στρατόπεδα ολότελα ξένα τόνα στ’ άλλο, σχεδόν εχθρικά. Από τη μια μεριά είναι οι ευτυχισμένοι οι καλοπερασμένοι, οι καλότυχοι, κι από την άλλη μεριά είναι οι δυστυχισμένοι κι οι παραπεταμένοι. Αναμεσά τους «χάσμα μέγα εστήρικται» κατά τις γιορτές. Κανένα γεφύρι δεν ενώνει τις δυο ακροποταμιές, ενώ τις άλλες μέρες έρχουνται σε περισσότερη συνάφεια. Οι πλούσιοι κι όσοι έχουνε τον τρόπο τους κάνουνε, αλλοίμονο! το παν για να επιδείξουνε τα πλούτη και τα αγαθά τους στους λιμασμένους. Κι’ αυτό γίνεται στ’ όνομα του Χριστού, που γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στο παχνί! Για την γέννηση του φτωχού Χριστού δεν γιορτάζουνε οι φτωχοί σαν και Κείνον, μα γιορτάζουνε οι πλούσιοι, που παίρνουνε για αφορμή την πτώχεια του για να δείξουνε τα πλούτη τους. Μα άραγε, ανάμεσα σε δυστυχισμένους μπορεί να νοιώση κανένας ευτυχισμένον τον εαυτό του;

Μονάχα ένας αναίσθητος μπορεί να νοιώσει τέτοια ευτυχία. Όσο για κείνον που θέλει να επιδείξη στον πεινασμένον και στον στερημένον την ελεεινή του αυτή ευτυχία, αυτός είναι αληθινό κτήνος. Και μ’ όλα ταύτα, υπάρχουνε πολλοί τέτοιοι ανάμεσά μας, στα χρόνια μας, ένω ήτανε σπάνιοι στα παλαιότερα. Είναι κι’ αυτό ένα από τα ωραία που μας έφερε ο μέγας πολιτισμός από τα μεγάλα κέντρα!

Οι γιορτές οι δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, και γι’ αυτό είχανε κάποιον άλλο χαρακτήρα από τις γιορτές που γιορτάζουνε άλλα έθνη, προπάντων σήμερα, που χωρίς κάποιες αυτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρίς καμμιά σημασία για το πνεύμα του ανθρώπου. Σ’ αυτές τις ψευτογιορτές ξαμολούνται όλα τα βάρβαρα και εγωιστικά πάθη του ανθρώπου, που κυττάζει μονάχα την ευχαρίστηση της σάρκας. Ενώ οι δικές μας γιορτές, επειδή, όπως είπα, έχουνε τη ρίζα τους στη θρησκεία, ήτανε σεμνές, πνευματικές, ώστε να μη σκανδαλίζουνε τους φτωχούς, όσο είναι μπορετό σε σαρκικούς ανθρώπους. Οι πλούσιοι κι οι νοικοκυραίοι αποφεύγανε να πληγώσουνε τους φτωχότερους, και νοιώθανε την ανάγκη να τους ζεστάνουνε και κείνους, στέλνοντας κρυφά στα σπίτια τους διάφορα δώρα, με τρόπο, ώστε να μη τους ταπεινώσουνε, κι έτσι η διαφορά να φαίνεται όσο μπορούσε λιγότερη.

Έτσι μορφωθήκανε τα έμορφα και αγνά έθιμά μας, με ψαλμωδίες που τις λένε ακόμα τα παιδιά στους δρόμους και στα σπίτια, με καμπάνες, με έμορφα αισθήματα, με σεμνές διασκεδάσεις, με εύχροστη συναναστροφή, που δένουνε μεταξύ τους τους ανθρώπους περισσότερο, παρά που τους χωρίζουνε. Μα ο υλισμός κι ο λύκος της αναισθησίας μολεύει σιγά σιγά αυτές τις καλές γιορτές μας, που πολύ έμορφα τις παρομοιάζανε οι αρχαίοι πρόγονοί μας με σταθμούς για να ξεκουραζόμαστε στον μονότονο δρόμο της ζωής μας, λέγοντας: «Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», που θα πη, «Ζωή δίχως γιορτή, είναι σαν τον μακρύ τον δρόμο τον δρόμο που δεν έχει πανδοχείο να ξεκουραστής».

Κάποιοι μοντερνοποιημένοι κάνουνε τον βαρύ και τον θετικό, τον κύριο που δεν έχει αισθηματολογίες, και λένε πως αυτά είναι αναχρονισμοί κι αδιαφόρετα πράγματα. Αυτοί για μένα είναι ξερίχια ψυχικά, παγωμένες ερημιές, δίχως αγάπη, δίχως χαρά, μα δίχως πόνο. Γιατί χαρά και πόνος είναι δεμένα. Οι τέτοιες ψυχές είναι πάντα νεκρά βουνά του φεγγαριού. Ωστόσο, κάτι τέτοιοι «ορθολογιστές» και «θετικισταί», ξετρελλαίνονται για κάποιες ανόητες ξενόφερτες φέστες και για κάτι μοντέρνα γλέντια που ρεζιλεύουνε τον άνθρωπο, φτάνει που γίνονται κατά το κοσμοπολίτικο μοντέλο που βρίσκεται στα «μεγάλα κέντρα του εξωτερικού». Αυτοί δεν θέλουνε τίποτα από τα δικά μας, που τα λένε όλα «βλάχικα, φτωχικά, ανάξια για ανθρώπους που ξέρουνε τον κόσμο». Τίποτα ελληνικό δεν βρίσκει έλεος στα μάτια αυτών των κουφιοκέφαλων, ακατάδεχτων κι όπως πρέπει κυρίων, που χοτροπηδάνε, ωστόσο, σαν τρελλοί, με τα τσέρκια στο λαιμό, φτάνει που ήρθανε απ’ έξω, από κεί «που ξέρει ο κόσμος να απολαμβάνη τη ζωή»! Τι να πούμε κι εμείς οι άλλοι, τα βλαχάκια, τα φτωχαδάκια, που μας νανούριζε η μάνα μας με τα παραπονετικά τραγούδια της στην κούνια μας, και τώρα δακρύζουμε σαν ακούμε τα τροπάρια και τα κάλαντα, που μας ενώνουνε με τους αγαπημένους μας που περάσανε από τον τόπο μας πριν από μας;

Αδέρφια μου. Φυλάξτε τα ελληνικά συνήθεια μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγιελιώσατε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις.«Ευφρανθήτε εορτάζοντες». Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε, ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρόν σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε. Δόστε και κανενός φτωχού «όστις να υστερήται». Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση.

Ναι, αδερφοί μου Έλληνες, χαίρετε μαζί με κείνους που χαίρουνται και κλαίτε μαζί με κείνους που κλαίνε, και σ’ αυτή μονάχα θα βρήτε ανακούφιση. Δίνετε στους άλλους απ’ ό,τι έχετε. Το παραπάνω απ’ ότι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον άλλον. «Μακάριον το διδόναι μάλλον, ή λαμβάνειν».

Πολλοί από σας θα’χουνε ίσως περισσότερο από μένα το δικαίωμα να μου πούνε αυτά που λέγω εγώ σε σας. Δεν είμαι «ο ποιήσας και διδάξας», αλλοίμονό μου! Μα για να μη σκανδαλισθή κανένας πως τα λόγια μου είναι ολότελα κούφια, στενεύομαι να πω πως προσπαθώ να μην είμαι ολότελα «ο δάσκαλος που δίδασκε και νόμο δεν εκράτει».

Δεκέμβριος 1958