Monday, April 28, 2014

«Νομίζουν ότι μπορούν να ρίχνουν λάσπη...»

Συνέντευξη στην ΝΤ. ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ

«Είναι δυνατόν μία Ρομά να είναι ακροδεξιά;». Με αυτή την ερώτηση η Σαμπιχά Σουλεϊμάν πιάνει το νήμα, σε συνέντευξή της στην «Ε», για να απαντήσει «στη λάσπη των ημερών»:

«Πράκτορας του ελληνικού κράτους, έμμισθη του επιχειρηματία Εμφιετζόγλου, μέλος του Δικτύου 21». Η αστραπιαία απόσυρσή της από το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε στο δημόσιο λόγο το θέμα της μειονότητας στη Θράκη και αποκάλυψε όχι μόνο την έλλειψη ομοψυχίας για τα εθνικά θέματα στην αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και την αδυναμία της να διατυπώσει ξεκάθαρες θέσεις επ' αυτών.

Στη συνέντευξή της εξηγεί γιατί η δράση της ενοχλεί το τουρκικό προξενείο, τα στελέχη της μειονότητας, αλλά και τα μέλη των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή. Μάλιστα, αποκαλύπτει ότι στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ διαδήλωναν μαζί με μειονοτικούς, ενάντια στην απόφαση μεταφοράς παιδιών του Δροσερού σε μειονοτικά σχολεία της Ξάνθης! Η κ. Σουλεϊμάν διαχωρίζει τη θέση της από το «τουρκικό πράγμα». Αυτοπροσδιορίζεται ως Ελληνίδα Ρομά. Η δράση της για τη δημιουργία ελληνικών σχολείων στο Δροσερό ήταν γνωστή. Από ποιους και γιατί η δράση αυτή μετατράπηκε σε δημόσια χλεύη και συκοφαντία, το εξηγεί η ίδια...

- Πώς αποφασίσατε να δεχτείτε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ; Εχετε μετανιώσει μετά την επίθεση που δεχθήκατε;

«Ηταν μια πρόταση που έγινε από την Κεντρική Επιτροπή ενός κόμματος που δείχνει ενδιαφέρον για τις μειονότητες. Εκτίμησα πως ήταν μια ευκαιρία να προβάλω τα σοβαρά προβλήματα που έχουμε ως Ρομά. Δεν σας κρύβω πως ένιωσα φοβισμένη. Πώς μια Ρομά θα μπορέσει να σηκώσει το βάρος των πολιτικών συζητήσεων; Τα προηγούμενα χρόνια βρέθηκα συχνά σε διεθνή συνέδρια, σε συναντήσεις και νομίζω πως τα κατάφερα να μεταφέρω τη φωνή των ανθρώπων μου έξω από την Ελλάδα. Απέκτησα γνωριμίες και φίλες, φίλους, σε μεγάλες οργανώσεις Ρομά στην Ευρώπη και έχουμε μια καλή συνεργασία για τα δικαιώματά μας. Οταν συζήτησα με τον γραμματέα τους, τον κ. Βίτσα, διαπίστωσα πως είναι ένας σοβαρός και υπεύθυνος πολιτικός και πίστεψα πως μέσα από το κόμμα τους θα δυναμώσει η φωνή μας, θα σκύψουν επιτέλους στα προβλήματά μας. Η απόφαση στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ με στήριξη της υποψηφιότητάς μου με 150 ψήφους για την υποψηφιότητά μου και 2 αρνητικές των μειονοτικών βουλευτών, μου έδωσε θάρρος να δεχτώ να μπω στον αγώνα για την Ευρωβουλή. Παρά το θόρυβο που δημιουργήθηκε και τις επιθέσεις που δέχτηκα, διαπίστωσα πως οι πολίτες που καταλαβαίνουν, που έχουν ευαισθησίες, είναι πολύ περισσότεροι. Ατομα από κάθε μεριά της Ελλάδας εκφράζουν τη συμπαράστασή τους στον αγώνα μας. Ας το σκεφτούν αυτοί οι λίγοι που νομίζουν πως μπορούν να ρίχνουν λάσπη σε μια γυναίκα Ρομά. Δεν μετάνιωσα για την απόφασή μου αυτή και πιστεύω πως αυτοί οι λίγοι που με πολέμησαν θα διαπιστώσουν σύντομα ότι έκαναν λάθος, αρκεί να πάψουν να βλέπουν τη μειονότητα της Θράκης με το μέρος των ισχυρών. Γιατί στον οικισμό μας δεν πάτησαν ποτέ για να δουν από κοντά πως είμαστε η μειονότητα της μειονότητας».

- Είχατε ποτέ σχέση με το Δίκτυο 21 και την ακροδεξιά, όπως σας κατηγόρησαν κάποιοι;

«Με το μόνο δίκτυο που έχω σχέσεις είναι το Δίκτυο Γυναικών DROM KOTAR MESTIPE και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ρομανί που παλεύει για τα δικαιώματα της φυλής μας. Εχω επαφές με πολλά άτομα από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους και δεν είπα ποτέ σε καμιά κουβέντα, καμιά συνέντευξη, τι κόμμα ψηφίζω. Αυτοί που με κατηγορούν για σχέσεις με την ακροδεξιά κρύβουν με τρόπο πολιτικά πρόστυχο πως αμέσως μετά την υποψηφιότητά μου με τον ΣΥΡΙΖΑ, μου δείξανε την ιστοσελίδα της Χρυσής Αυγής Εθνικισμός με ένα ρατσιστικό κείμενο για μένα, τη φυλή μου και κατηγορούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί προτίμησε μια Τσιγγάνα και όχι μια Ελληνίδα. Εχουμε φίλους από πολλά πολιτικά κόμματα, καθηγητές πανεπιστημίου, επιστήμονες που βοηθάνε το Σύλλογο Γυναικών Δροσερού ΕΛΠΙΔΑ. Αμέσως μετά το θόρυβο που δημιουργήθηκε, μας επισκέφτηκαν στο Σύλλογο φίλοι από την Ξάνθη, φαρμακοποιοί, γιατροί, καθηγητές, για να μας υποστηρίξουν. Πρώην υπουργός στην κυβέρνηση Παπανδρέου που για χρόνια έχουμε φιλία και μας βοήθησε πολλές φορές στα προβλήματά μας, μου τηλεφώνησε και μου είπε πως σε απάντηση σε όλα αυτά με ήθελε στο ψηφοδέλτιό του στην περιφέρεια Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη. Είναι δυνατόν μια Ρομά να είναι ακροδεξιά; Αυτά είναι γελοιότητες από άτομα που δεν ξέρω τι συμφέρον έχουν να λένε ψέματα και συκοφαντίες».

- Χρηματοδοτηθήκατε ποτέ από τον Εμφιετζόγλου;

«Αυτό είναι άλλη μια συκοφαντία και μάλιστα την έβγαλαν εδώ στον ΣΥΡΙΖΑ στην Ξάνθη. Ο κ. Εμφιετζόγλου δεν είχε ποτέ καμιά σχέση με το Σύλλογό μας και δεν έδωσε ποτέ χρήματα. Γι' αυτούς που χρηματοδότησαν το Σύλλογο, άτομα, ιδρύματα, ξένες χώρες όπως η Ολλανδία, το Συμβούλιο της Ευρώπης, βάλαμε επαίνους στα γραφεία του Συλλόγου και μπορεί όποιος μας επισκεφτεί να τα δει. Κάποιοι όμως που δεν θέλουν να περάσουν ούτε έξω από το Δροσερό για να μη λερωθούν από τους λασπωμένους δρόμους, νομίζουν πως μπορούν να πετάνε τη λάσπη τους πάνω μας. Σκέφτομαι τελικά τις επόμενες μέρες μήπως αντί να απαντώ σε όσους με συκοφαντούν, να καταθέσω μήνυση και να δω εκεί τι θα έχουν να πουν».

- Υπήρξατε κόκκινο πανί, ωστόσο, για το τουρκικό προξενείο στη Θράκη. Γιατί ακριβώς;

«Δηλώνω Ελληνίδα Ρομά και καταγγέλλω τις ενέργειες του τουρκικού προξενείου στη Θράκη να μας κάνουν να απαρνηθούμε τη Ρομανί ταυτότητά μας και να δηλώσουμε ότι είμαστε Τούρκοι. Σας θυμίζω τι είπα σε ομιλία μου στο 5ο Συνέδριο του ΟΗΕ για τις μειονότητες το 2012 στη Γενεύη: "Είμαστε η μειονότητα της μειονότητας... Οι μουσουλμάνοι τουρκικής καταγωγής προσπαθούν να μας επιβάλουν εκτός από τη γλώσσα τους και την ταυτότητά τους. Ξοδεύουν πολλά λεφτά για να χτίσουν τζαμιά μέσα στους οικισμούς μας. Μας λένε ότι οι Τσιγγάνοι πεθαίνουν νέοι επειδή δεν είναι καλοί Τούρκοι και πιστοί μουσουλμάνοι. Εμείς, όμως, ξέρουμε ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερα σχολεία και νοσοκομεία, όχι τζαμιά, που άλλωστε η Θράκη έχει πολλά". Νομίζω πως καταλαβαίνετε γιατί το τουρκικό προξενείο, που όπως λένε ξοδεύει εκατομμύρια στη Θράκη, με πολεμάει».

- Εκτός από τους μειονοτικούς που δηλώνουν Τούρκοι, δεν σας θέλουν και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ξάνθη. Σας κατηγορούν ως πράκτορα της... Ελλάδας; Γιατί;

«Μα αυτοί δεν μας θέλανε όταν αποφάσισαν εδώ στην Ξάνθη -επειδή τα παιδιά μας δεν χωρούσαν στο σχολείο του Δροσερού και ήθελαν να τα πάνε σε δύο μειονοτικά σχολεία της Ξάνθης-, να έχουν τα παιδιά τους μαζί με τα δικά μας, τα Τσιγγανόπουλα. Κάνανε μάλιστα και διαδήλωση στην Ξάνθη, ξεσηκώσανε τον κόσμο. Για σκεφτείτε ρατσισμός από τη μειονότητα, εναντίον των Ρομά του Δροσερού. Πάντως αυτοί που με κατηγορούν τώρα, δεν θυμάμαι να καταδίκασαν τότε το ρατσισμό της μειονότητας, αλλά μου φαίνεται πως τρέχανε μαζί τους. Ο κ. Ζεϊμπέκ Χουσέιν να σας πει αν ήταν τότε στις διαδηλώσεις αυτές. Λέω λοιπόν σ' αυτούς που με κατηγορούν ότι είμαι Ελληνίδα Ρομά που βιώνω με το χειρότερο τρόπο τα προβλήματα ανεργίας και φτώχειας, αυτά που δεν αγγίζουν απ' όσο ξέρω αυτούς που με κατηγορούν».

- Και τώρα τι θα κάνετε; Θα ασχοληθείτε με την πολιτική ή αυτό το κεφάλαιο έκλεισε για εσάς;

«Οπως έκανα και πριν, θα συνεχίσω να αγωνίζομαι για τα δικαιώματά μας στη μόρφωση, στη δουλειά, στην περίθαλψη, σε ανθρώπινες συνθήκες ζωής. Να σταματήσει επιτέλους ο ρατσισμός εναντίον των Ρομά. Να μπορέσουν και τα δικά μας παιδιά να σπουδάσουν και να γίνουν επιστήμονες, καλοί τεχνίτες».

Πηγή: Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Thursday, April 10, 2014

Άουσσεν κομμάντο, με μουσικό εμβατήριο…

Της Mπέρρυ Nαχμία

Απ’ αυτή τη στιγμή, η ζωή μου στο στρατόπεδο ανοίγει για μένα μιάν άβυσσο στην ανθρώπινη ψυχή, και θα μου αποκαλύψει τον άνθρωπο τελείως γυμνό, όπως φαίνεται να είναι από τη φύση του. Ένα μίγμα καλού και κακού…
Το κουδούνι στις 4.30 το πρωί και συγχρόνως τα λουριά των Πολωνίδων γυναικών που χτύπαγαν αλύπητα τα κορμιά μας, ήταν το καθημερινό πρωινό μας εγερτήριο. Ένα πρόγραμμα αλάνθαστο, χωρίς αλλαγή. Έτσι έπρεπε να μας ξυπνήσουν για το «Appel».
Αφού γινόταν το προσκλητήριο έξω, με τις γνωστές διαδικασίες, μας μοίραζαν για πρωινό ένα σκέτο καφέ, σ’ ένα κύπελλο παλιό, που ήταν σκουριασμένο στρατιωτικό σκεύος, από το οποίο πίναμε ανά πέντε, ένα αχνιστό νερόζουμο, μια-μια με τη σειρά μας.
Στον καφέ έβαζαν φάρμακο για να κοπεί η περίοδος των γυναικών, καθώς και στη μεσημεριάτικη σούπα μας για να μην αισθανόμαστε άνδρες και γυναίκες κατάδικοι, σεξουαλικές ορμές.
Κι ενώ οι θάλαμοι των αερίων δούλευαν συνέχεια και βγάζαν φωτιές και καπνούς, κατάδικοι βιρτουόζοι, προερχόμενοι απ’ τις μεγαλύτερες πόλεις της Ευρώπης και Ρωσίας, με τα βιολιά τους, «Στραντιβάριους» και «Αμάτι», που είχαν κουβαλήσει μαζί τους σ’ αυτό το παραπλανημένο τους ταξίδι, είχαν διαταγή σαν «κομμάντο ορχήστρας», να μας παίζουν Μότσαρτ ή στρατιωτικά εμβατήρια.
Τα πόδια ολωνών μας, έπρεπε να βαδίζουν στο ρυθμό της μουσικής, ενώ αντίθετα τα χέρια μας να παραμένουν ακίνητα καρφωμένα επάνω στο σώμα. Έτσι με μουσική συνόδευαν όλα ανεξαιρέτως τα κομμάντο στη δουλειά.
Το δικό μας γκρουπ το λέγαν άουσσεν κομμάντο. Πέντε-πέντε στη γραμμή συνοδευόμενοι από τους κάπο και από τους SS με τα λυκόσκυλα βγαίναμε μετά μουσικής, σ’ ένα δρόμο λασπωμένο απ’ τις βροχές με λακούβες από νερό, περπατάγαμε αρκετά για να φθάσουμε επιτέλους στο καθορισμένο μέρος.
Ήταν πράγματι μια πέτρινη περιοχή, όπως μας τα’ παν οι παλιές. Μόλις σταματήσαμε αντιληφθήκαμε πως τα πράγματα ήταν δύσκολα. Μας έβαλαν σε καταναγκαστική εργασία και μας διέταξαν να κουβαλάμε μεγάλες κι ασήκωτες πέτρες, για να τις μεταφέρουμε ένα μίλι μακρύτερα. Μετά οι ίδιες πέτρες να επιστραφούν στο ίδιο μέρος απ’ όπου αρχικά τις παίρναμε.
Οι SS γελούσαν και γλένταγαν με τις ταλαιπωρίες μας. Αλίμονο εάν δε δουλεύαμε σβέλτα και γρήγορα. Τα σκυλιά είχαν εκπαιδευτεί να ορμούν επάνω στους κατάδικους και με το πρώτο πρόσταγμα πήδαγαν και δάγκωναν χωρίς έλεος και άλλες φορές βίαζαν το θύμα και άλλοτε διέταζαν ν’ αποτελειώσουν τα θύματα προς παραδειγματισμό.
Το φορτίο της πέτρας που κουβαλούσα ήταν βαρύ. Τα λεπτά μου χέρια δεν άντεχαν άλλο. Έτρεμα από απελπισία και αγανάκτηση κι ήμουν έτοιμη να πέσω, όταν σαν σε όνειρο ακούω να με φωνάζουν από μακριά!… Μόλις και άκουσα το όνομά μου, διότι ήμουν απορροφημένη και βυθισμένη στις μαύρες μου σκέψεις. Ήταν η φίλη μου η Ντόρα που μ’ έβγαζε απ’ το λήθαργό μου και προσπαθούσε να με σώσει και πάλι.
«Μπέρρυ, Μπέρρυ, κράτα γερά. Ψηλά το ηθικό σου. Μη λυγίσεις. Πρέπει να βγούμε ζωντανοί μια μέρα απ’ εδώ».
Αν και της είχα μεγάλη εμπιστοσύνη… σήμερα… τώρα, δεν μπορούσα να την καταλάβω πια. Η Ντόρα ήταν παρανοϊκή!
«Πώς μπορείς να συμφιλιωθείς μ’ αυτή την τρομακτική κατάσταση, πώς μπορείς να ζεις χωρίς ελπίδα σ’ αυτό το πρωτόγονο επίπεδο; Πώς θα βγούμε έξω απ’ αυτή την κόλαση του θανάτου;»
«Με τη δύναμη της θέλησης, εάν έχουμε μεγάλη θέληση, τότε θα’ μαστε ικανοί να κόψουμε κι αυτά τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Να, έτσι, σαν να έχουμε μεγάλο ψαλίδι στο χέρι μας» (και μου ‘δειχνε με τα χέρια της). «Τέτοια δύναμη μπορεί ν’ αποκτήσει ο άνθρωπος όταν θέλει».
Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα και την κοίταζα σαν απολιθωμένη. Μα αυτή, δεν ήταν πεσμένη σαν κι εμένα. Κρατά γερά ακόμα. Πού βρίσκει τη δύναμη, έλεγα…
Μήπως κι εγώ έχω ακόμα λίγη δύναμη μέσα μου; Θα μπορούσα παρ’ όλα αυτά να κάνω κάποια προσπάθεια; Μπορώ να δώσω λίγη αναστολή στο θάνατο που μας τριγυρίζει; Κι άλλωστε, τι σημασία έχει τώρα, πόσο θα ζήσουμε ακόμα; είπα. Η ζωή, δηλαδή η σκέψη μας, είναι εδώ και τώρα. Αυτά δεν έχουν μέλλον. Πρέπει πρώτα να παραδεχτούμε την κατάστασή μας. Κι ίσως ο χρόνος θα γεννήσει το χρόνο. Ποιος ξέρει;
Η βουβή απελπισία μου, οι φωνές της Ντόρας, ερέθιζαν τη φαντασία μου. Δειλά-δειλά ψιθύριζα από μόνη μου: ναι, κι οι Λατίνοι κάποτε λέγανε: «Ουαί τοις ηττημένοις».
Και να λοιπόν εδώ, ένας καινούργιος στόχος γεννιέται: δε μ’ ενδιαφέρει πια ο θάνατος, αλλά όσο θα ζω δε θ’ αφήσω τον εαυτό μου να πέσει.
Ξαφνικά, θυμάμαι, αισθάνθηκα ένα τρομερό τράνταγμα που ξεπήδαγε από μέσα απ’ το βάθος του εαυτού μου. Ήταν αυτό το δυνατό ξύπνημα που λέγεται «ένστικτο επιβίωσης», αυτό που λένε πως το φέρνουμε μαζί όταν γεννιόμαστε και παρουσιάζεται μόνο την κατάλληλη στιγμή, για να μη σ’ αφήσει να πεθάνεις. (…)

Τα νεογέννητα τα έπνιγαν στη «βούτα»

Στην παράγκα που κοιμόμασταν είχαμε δυο αδελφές από τη Θεσσαλονίκη. Τη Ζερμαίν και την Κλαιρ. Κι οι δύο τους είχαν κάποια προστασία και υποστήριξη από τη Νταίζη, την μπλοκόβα. Αυτό το οφείλανε σε μια φίλη της Νταίζης που τη λέγανε Μαρίνα Χαλέγουα κι η οποία ήταν η πρώην μοδίστρα της Ζερμαίν στη Θεσσαλονίκη, κι ήταν κι αυτή κατάδικος στο μπλοκ μας. Μια μέρα ζήτησαν απ’ το δικό μας μπλοκ δυο γυναίκες που ξέρανε να πλέκουν για να μπουν στο Revir για 15-20 μέρες, και φυσικά θα είχαν καλύτερες συνθήκες από το άουσσεν κομμάντο. Η Μαρίνα Χαλέγουα έπεισε τη φίλη της Νταίζη να στείλει εκεί τις δυο αδελφές.
Για τη Ζερμαίν και την Κλαιρ υπήρχε αυτή η μυστική σύμβαση: εκεί, φυσικά, θα έτρωγαν καλύτερα, αλλά θα έπλεκαν διάφορα πράγματα για κάποιον αξιωματικό των SS, τον γιατρό Σούλτσε, που έμενε στην άλλη πλευρά του στρατοπέδου με την οικογένειά του. (Πολλοί αξιωματικοί SS ζούσαν ακριβώς απέναντί μας έξω απ’ το στρατόπεδο με τις οικογένειές τους, φυσικά σε συνθήκες πριγκηπικές). Η γυναίκα του αξιωματικού λοιπόν έστελνε στο Revir μαλλί με παραγγελίες να πλέξουν για την ίδια και για τα παιδιά της. Κι όσο διάστημα έπλεκαν είχαν την προστασία των μεγάλων, και δεν κινδύνευαν από τις «σελεκσιόν».
Το Revir ήταν η προέκταση του μπλοκ δέκα, το νοσοκομείο για ανάρρωση. Ήσαν κορίτσια που είχαν κάποια επιδημία ή αρρώστια για δήθεν νοσηλεία. Λέγανε ακόμα ότι το Revir ήταν ο προθάλαμος των κρεματορίων.
Όταν δεν τα χρειάζονταν πια τα κορίτσια που πλέκανε -φαίνεται πως φοβήθηκαν να τις κρατήσουν περισσότερο- τις ξανάστειλαν στο δικό μας μπλοκ που κοιμόμασταν.
Όταν η Ζερμαίν ξανάρθε κοντά μας, θυμάμαι πως ήταν τόσο τρομοκρατημένη που δεν μπορούσε να συνέλθει μ’ αυτά που είδαν τα μάτια της. Έζησαν κι οι δυο αδελφές, τα πιο φρικιαστικά γεγονότα. Έλεγε πως εκτός απ’ τις νοσοκόμες και τις «κάπο» και τους γιατρούς εκεί, οι περισσότερες κατάδικοι ήσαν τόσο άρρωστες που δεν είχαν δύναμη να κουνήσουν απ’ τις κουκέτες τους. Άλλες πάλι, τριγύριζαν στο διάδρομο κούτσα-κούτσα με ψηλό πυρετό ή μ’ ευκοίλια.
Μια μέρα, διηγείται η Ζερμαίν, έζησε μια φριχτή περίπτωση, που δεν θα την ξεχάσει όσο ζει. Μια γυναίκα άρρωστη, που καταγόταν από την οικογένεια Ρότσιλντ, ήταν τόσο άρρωστη η δύστυχη με ψηλό πυρετό που τα έκανε επάνω της κι απ’ τη μεγάλη διάρροια έπεφταν και στο πάτωμα. Μόλις έφτασε η κάπο κι είδε αυτή την κατάσταση, έξω φρενών μαζί της την προστάζει εξαγριωμένα να πέσει χάμω και να τα γλείψει από κάτω με την γλώσσα της. Το λουρί της κάπο πρόσταζε και υποχρέωνε. Δεν αστειευότανε! Κι η άμοιρη η Ρότσιλντ δεν είχε εκλογή εκεί, έπρεπε να υπακούσει.
Η Ζερμαίν συνάντησε κι άλλες χειρότερες καταστάσεις. Γυναίκες έγκυες, φθάνοντας στο Άουσβιτς στην πρώτη διαλογή δε δηλώνανε την εγκυμοσύνη (ήταν τότε λίγων ημερών ή μηνών και δεν το είχαν αντιληφθεί). Αυτές οι άμοιρες γυναίκες περίμεναν να γεννήσουν στο Revir ή τους κάνανε πειράματα, ή μόλις γεννούσαν, έλεγε η Ζερμαίν, έπαιρναν τα νεογέννητα μπροστά στη μάνα τους, τα βουτούσαν με το κεφάλι σε ζεματιστό νερό, ή στη «βούτα» των ακαθαρσιών και τα πνίγανε. Αυτή η κτηνώδης, η ανελέητη διαδικασία γινόταν σχεδόν κάθε μέρα.
Η Ζερμαίν είχε τις τρεις κόρες της κι η Κλαιρ τη μία, που κρύφτηκαν στη Γαλλική Σχολή απ’ τις άγιες καλόγριες, σ’ όλο το διάστημα της γερμανικής κατοχής.
Ο αριθμός του βραχίονα της Ζερμαίν είναι Α 8.313.
Τρεις χιλιάδες γυναίκες ξεγέννησε η Πολωνέζα Στανισλάβα και τρεις χιλιάδες φορές πειθάρχησε στην απάνθρωπη διαταγή των ναζιστικών δημίων που καθόριζε: όλα τα νεογέννητα να πνίγονται αμέσως στη βούτα με τις ακαθαρσίες.
Στο στρατόπεδο η μαμή απόχτησε το Νο 41.336 κι ή κόρη της το 41.337 (δεν ήσαν Εβραίες, αλλά πιάστηκαν από την Γκεστάπο στα χρόνια εκείνα της ναζιστικής κατοχής, διότι κι αυτή κι ο άνδρας της εφοδίαζαν τρόφιμα, ρούχα και ταυτότητες στους Εβραίους).
Όλον τον καιρό η μάνα και η κόρη βρίσκονταν μαζί. Η κόρη η Σύλβια είναι μια από τους λίγους αυτόπτες μάρτυρες της θηριωδίας τους Άουσβιτς.

Η Mπέρρυ Nαχμία, από την Kαστοριά επέζησε από το κολαστήριο του Άουσβιτς (το απόσπασμα από το βιβλίο Kραυγή για το αύριο, εκδόσεις Kάκτος, Aθήνα 1989 - εδώ από το βιβλίο της Φραγκίσκης Aμπατζοπούλου, Tο Oλοκαύτωμα στις μαρτυρίες των Eλλήνων Eβραίων, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993).

Πηγή: Εφημερίδα Νέα Προοπτική

Sunday, April 6, 2014

Εμείς οι πρόσφυγες

Της Χάνα Άρεντ (Μέρος Α)                                                                                                                                                                                                        
Κατά πρώτο λόγο, δεν μας αρέσει να μας αποκαλούνε «πρόσφυγες». Εμείς μεταξύ μας αποκαλούμαστε «νεοφερμένοι» ή «μετανάστες». Οι εφημερίδες μας είναι εφημερίδες για «γερμανόφωνους Αμερικανούς»· και απ’ όσο ξέρω, τα άτομα που διώχθηκαν από τον Χίτλερ δεν έχουν ιδρύσει και ουδέποτε ιδρύσανε κάποιον σύλλογο που ο τίτλος του να υποδηλώνει ότι τα μέλη του ήταν «πρόσφυγες».

Πρόσφυγας ήταν το άτομο που αναγκαζότανε να αναζητήσει άσυλο εξαιτίας κάποιας πράξης που διέπραξε ή εξαιτίας κάποιας πολιτικής άποψης που είχε. Λοιπόν, είναι αλήθεια ότι αναζητούμε άσυλο· αλλά δεν έχουμε διαπράξει καμία πράξη και οι περισσότεροι από εμάς ποτέ δεν ονειρεύτηκαν να έχουν κάποια ριζοσπαστική πολιτική άποψη. Με εμάς το νόημα του όρου πρόσφυγας έχει αλλάξει. Τώρα «πρόσφυγες» είναι εκείνοι από εμάς που ήταν τόσο άτυχοι ώστε να φτάσουν σε μια καινούργια χώρα δίχως καθόλου οικονομικούς πόρους και πρέπει να βοηθηθούν από τις επιτροπές προσφύγων.

Προτού ξεσπάσει αυτός ο πόλεμος, ήμασταν ακόμα πιο ευαίσθητοι όταν μας αποκαλούσαν πρόσφυγες. Κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να αποδείξουμε στους άλλους ανθρώπους ότι ήμασταν απλώς κανονικοί μετανάστες. Διακηρύσσαμε ότι είχαμε αναχωρήσει οικεία βουλήσει για χώρες της επιλογής μας, και αρνούμασταν ότι η κατάστασή μας είχε οποιαδήποτε σχέση με «τα αποκαλούμενα εβραϊκά προβλήματα». Ναί, ήμασταν «μετανάστες» ή «νεοφερμένοι» που αφήσαμε τη χώρα μας επειδή ένα ωραίο πρωί δεν μας έκανε άλλο πια, ή απλώς για λόγους οικονομικούς. Θέλαμε να ξαναφτιάξουμε τις ζωές μας, αυτό ήταν όλο. Για να ξαναφτιάξει κανείς τη ζωή του πρέπει να είναι δυνατός και αισιόδοξος. Έτσι κι εμείς είμαστε πολύ αισιόδοξοι.

Η αισιοδοξία μας, πράγματι, είναι αξιοθαύμαστη, ακόμα κι αυτό λέμε εμείς. Η ιστορία του αγώνα μας έγινε τελικά γνωστή. Χάσαμε το σπίτι μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την οικειότητα της καθημερινής ζωής. Χάσαμε το επάγγελμά μας, που σημαίνει ότι χάσαμε αυτοπεποίθηση ότι είχαμε κάποια χρησιμότητα σε αυτόν τον κόσμο. Χάσαμε τη γλώσσα μας, που σημαίνει πως χάσαμε τη φυσικότητα των αντιδράσεών μας, την απλότητα των χειρονομιών μας, την απρόσκοπτη έκφραση συναισθημάτων. Αφήσαμε τους συγγενείς μας στα πολωνικά γκέτο και οι καλύτεροί μας φίλοι σκοτώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που σημαίνει ότι διαρρήχθηκαν οι ιδιωτικές μας ζωές.

Μολαταύτα, απ’ τη στιγμή που σωθήκαμε – κι οι περισσότεροι από εμάς χρειάστηκε να σωθούν αρκετές φορές – αρχίσαμε τις καινούργιες μας ζωές και προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε όσο πιο πιστά μπορούσαμε όλες τις καλές συμβουλές που μας έδωσαν οι σωτήρες μας. Μας είπαν να ξεχάσουμε· και ξεχάσαμε γρηγορότερα από όσο θα μπορούσε οποιοσδήποτε να φανταστεί. Με φιλικό τρόπο μας υπενθύμιζαν ότι η καινούρια χώρα θα γίνει ένα καινούριο σπίτι για μας· κι έπειτα από τέσσερις εβδομάδες στη Γαλλία ή έξι εβδομάδες στην Αμερική, παριστάναμε τους Γάλλους ή τους Αμερικανούς. Οι πιο αισιόδοξοι εξ’ ημών θα πρόσθεταν ότι ολόκληρη η προηγούμενη ζωή τους είχε περάσει σε ένα είδος ασυνείδητης εξορίας και μόνο η καινούργια τους πατρίδα τους δίδαξε πως πραγματικά μοιάζει ένα σπίτι. Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές εγείρουμε ενστάσεις όταν μας λένε να ξεχάσουμε την προηγούμενη δουλειά μας· και τα προηγούμενα ιδανικά μας είναι συνήθως δύσκολο να τα πετάξουμε αν διακυβεύεται το κοινωνικό μας πρότυπο. Με τη γλώσσα, ωστόσο, δεν αντιμετωπίζουμε καμία δυσκολία: έπειτα από έναν μόνο χρόνο οι αισιόδοξοι είναι πεπεισμένοι ότι μιλάνε τα αγγλικά σαν να ήταν η μητρική τους γλώσσα· κι έπειτα από δύο χρόνια ορκίζονται σοβαρά ότι μιλάνε τα αγγλικά καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα – τα γερμανικά μόλις που τα θυμούνται.

Προκειμένου να ξεχάσουμε ακόμα πιο αποτελεσματικά μάλλον αποφεύγουμε οποιαδήποτε νύξη για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή τα στρατόπεδα εγκλεισμού τα οποία γνωρίσαμε σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες – κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως απαισιοδοξία ή έλλειψη αυτοπεποίθησης στη νέα μας πατρίδα. Εκτός αυτού, πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει ότι κανείς δεν θέλει να ακούει για όλα αυτά· η κόλαση δεν είναι πια μια θρησκευτική δοξασία ή μια φαντασίωση, αλλά κάτι εξίσου αληθινό με τα σπίτια, τις πέτρες και τα δέντρα. Προφανώς, κανείς δεν θέλει να ξέρει ότι η σύγχρονη ιστορία έχει δημιουργήσει ένα καινούργιο είδος ανθρώπινων όντων – αυτό το είδος που κλείνεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους εχθρούς του και στα στρατόπεδα εγκλεισμού από τους φίλους του.

Ακόμα και μεταξύ μας δεν μιλάμε για αυτό το παρελθόν. Αντ’ αυτού, έχουμε βρει τον τρόπο μας να διαχειριστούμε ένα αβέβαιο μέλλον. Απ’ τη στιγμή που όλοι κάνουν σχέδια, εύχονται και ελπίζουν, το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Ωστόσο, εκτός από αυτές τις γενικές ανθρώπινες συμπεριφορές, προσπαθούμε να τακτοποιήσουμε το μέλλον περισσότερο επιστημονικά. Μετά από τόση κακοτυχία θέλουμε αναμφίβολα μια διέξοδο. Συνεπώς, αφήνουμε πίσω μας τη γη με όλες της τις αβεβαιότητες και στρέφουμε το βλέμμα μας στον ουρανό. Τα άστρα – κι όχι οι εφημερίδες – θα μας πουν πότε θα ηττηθεί ο Χίτλερ και πότε θα γίνουμε Αμερικανοί πολίτες. Θεωρούμε τα άστρα πιο αξιόπιστους συμβούλους απ’ ότι όλους τους φίλους μας· από τα άστρα μαθαίνουμε πότε θα δειπνήσουμε με τους ευεργέτες μας καθώς και ποιά μέρα θα έχουμε την καλύτερη ευκαιρία για να συμπληρώσουμε ένα από αυτά τα αμέτρητα ερωτηματολόγια που συνοδεύουν τις τωρινές μας ζωές. Μερικές φορές δεν στηριζόμαστε ούτε στ’ άστρα, αλλά μάλλον στις γραμμές των χεριών ή στα σημάδια του γραφικού μας χαρακτήρα. Έτσι μαθαίνουμε λιγότερα για τα πολιτικά γεγονότα για τους αγαπητούς εαυτούς μας, έστω και αν η ψυχανάλυση είναι κάπως ντεμοντέ. Οι ευτυχισμένες εποχές κατά τις οποίες βαριεστημένες κυρίες και κύριοι της καλής κοινωνίας συζητούσαν για τις χαριτωμένες αταξίες των παιδικών τους χρόνω, έχουν παρέλθει. Δεν θέλουν πια ιστορίες με φαντάσματα· οι πραγματικές εμπειρίες τους κάνουν να ανατριχιάσουν. Δεν υπάρχει πλέον καμιά ανάγκη να μας μαγεύει το παρελθόν· υπάρχει αρκετή μαγεία στην πραγματικότητα. Έτσι, παρά την ειλικρινή αισιοδοξία μας, χρησιμοποιούμε κάθε είδους μαγικά κόλπα γα να κάνουμε τα πνεύματα του μέλλοντος να εμφανιστούν.

Δεν ξέρω ποιες αναμνήσεις και ποιες σκέψεις κατοικούν κάθε βράδυ στα όνειρά μας. Δεν τολμώ να συζητήσω πληροφορίες, δεδομένου ότι κι εγώ υπήρξα μάλλον αισιόδοξη. Μερικές φορές όμως φαντάζομαι ότι τουλάχιστον τα βράδια σκεφτόμαστε το θάνατο μας ή ότι θυμόμαστε τα ποιήματα που κάποτε αγαπήσαμε. Θα μπορούσα ακόμα και να καταλάβω πως οι φίλοι μας της Δυτικής Ακτής, κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης κυκλοφορίας, έχουν τέτοιες περίεργες απόψεις όπως το να πιστεύουν ότι όχι μόνο είμαστε «αυριανοί πολίτες» αλλά τωρινοί «εχθρικοί αλλοδαποί». Υπό το φως της ημέρας, φυσικά, «από τεχνικής απόψεως» γινόμαστε μόνο εχθρικοί αλλοδαποί – όλοι οι πρόσφυγες το ξέρουν αυτό. Αλλά όταν τεχνικοί λόγοι σε εμποδίζουν να βγεις από το σπίτι τις βραδυνές ώρες, σίγουρα δεν ήταν εύκολο να αποφύγεις σκοτεινές σκέψεις για τη σχέση τεχνικότητας και πραγματικότητας.

Όχι, κάτι δεν πάει καλά με την αισιοδοξία μας. Υπάρχουν ανάμεσά μας εκείνοι οι ιδιόρρυθμοι αισιόδοξοι άνθρωποι που, έχοντας κάνει πολλές αισιόδοξες ομιλίες, επιστρέφουν στο σπίτι και ανάβουν το γκάζι ή χρησιμοποιούν τον ουρανοξύστη με έναν αρκετά αναπάντεχο τρόπο. Φαίνεται ότι αυτοί αποδεικνύουν ότι η δεδηλωμένη μας ευθυμία βασίζεται σε μια επικίνδυνη ετοιμότητα για θάνατο. Αναθρεμμένοι με την πεποίθηση ότι η ζωή είναι το υψηλότερο αγαθό και ο θάνατος ο μεγαλύτερος τρόμος, γινόμαστε μάρτυρες και θύματα χειρότερων φρικαλεοτήτων απ’ ό,τι ο θάνατος – δίχως να είμαστε ικανοί να ανακαλύψουμε ένα υψηλότερο ιδανικό απ’ τη ζωή. Έτσι, μολονότι ο θάνατος χάνει για εμάς τη φρίκη του, δεν γινόμαστε ούτε πρόθυμοι ούτε ικανοί να ρισκάρουμε τη ζωή μας για κάποιον σκοπό. Οι πρόσφυγες, αντί να παλέψουν – ή να σκεφτούνε πώς θα μπορέσουνε να παλέψουν – συνηθίζουν να εύχονται το θάνατο των συγγενών και φίλων· αν κάποιος πεθάνει, φανταζόμαστε με χαρά όλα τα βάσανα από τα οποία γλύτωσε. Τελικά, πολλοί από εμάς καταλήγουν να εύχονται ότι κι εμείς, επίσης, θα μπορούσαμε να γλυτώσουμε από ορισμένα βάσανα, και πράττουν αναλόγως.

Από το 1938 – από την εισβολή του Χίτλερ στην Αυστρία – έχουμε δει πόσο γρήγορα η εύγλωττη αισιοδοξία μπορεί να μετατραπεί σε απαισιοδοξία. Καθώς περνά ο καιρός, τα πράγματα γίνονται χειρότερα – γινόμαστε ακόμα πιο αισιόδοξοι και ρέπουμε ακόμα περισσότερο προς την αυτοκτονία. Οι Εβραίοι της Αυστρίας υπό τον Schuschnigg ήταν εύθυμος λαός που τους θαύμαζαν όλοι οι αμερόληπτοι παρατηρητές. Ήταν αρκετά υπέροχο το πόσο βαθιά πεπεισμένοι ήταν ότι τίποτα κακό δεν μπορούσε να τους συμβεί. Όταν όμως τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα και οι μη Εβραίοι γείτονες άρχισαν να πραγματοποιούν ταραχές στα Εβραϊκά σπίτια, οι Αυστριακοί Εβραίοι άρχισαν να αυτοκτονούν.

Σε αντίθεση με το τί γίνεται στις άλλες αυτοκτονίες, οι φίλοι μας δεν άφηναν καμία εξήγηση για την πράξη τους, καμία κατηγορία, καμία καταγγελία εναντίον ενός κόσμου που εξαναγκάζει έναν απελπισμένο άνθρωπο να μιλά και να ενεργεί εύθυμα ακόμα και στην τελευταία του μέρα. Τα σημειώματα που άφησαν αυτοί οι άνθρωποι είναι συμβατικά, ανούσια ντοκουμέντα. Έτσι, οι επικήδειοι που κάνουμε πάνω απ’ τους ανοιχτούς τους τάφους είναι σύντομοι, αμήχανοι και πολύ αισιόδοξοι. Κανείς δεν νοιάζεται για τα κίνητρα· φαίνεται ότι είναι ξεκάθαρα σε όλους μας.

Κυκλοφόρησε το 1943 σε ένα μικρό εβραϊκό περιοδικό, το The Menorah Journal
Μετάφραση: Κώστας Δεσποινιάδης, από το 13ο τεύχος του Τετραδίου Ολικής Αντιπαράθεσης, ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ

Πηγή: eagainst.com

Saturday, April 5, 2014

Ο Μπαλτάκος σε ρόλο «αυτοφωράκια»

«Αυτοφωράκιας», στη γλώσσα της «νύχτας», είναι ο τύπος που εμφανίζεται στις Αρχές ως υπεύθυνος λειτουργίας όταν γίνεται έλεγχος στο νυχτερινό κέντρο «διασκέδασης» που... εργάζεται. Πρόκειται για αχυράνθρωπο του αφεντικού που βγαίνει μπροστά και αναλαμβάνει την ποινική ευθύνη για τυχόν παραβάσεις, βγάζει τη νύχτα στο κρατητήριο του «οικείου» αστυνομικού τμήματος και την επόμενη μέρα περνάει από Αυτόφωρο. Εννοείται πως το αφεντικό σε όλη αυτή τη διαδικασία παραμένει άφαντο και ούτε τον είδε, ούτε τον ξέρει…τον «αυτοφωράκια».

Ο Μπαλτάκος, ο μέχρι χτες «εξ απορρήτων» του πρωθυπουργού, μόλις έγινε η «στραβή» ανέλαβε την ευθύνη για λογαριασμό του αφεντικού του, που προσποιείται πως δεν θέλει πια ούτε να τον ξέρει, μήπως και τη σκαπουλάρει με τον πραγματικό «έλεγχο» στις επικείμενες εκλογές του Μάη. Ποτέ δεν έλειψαν από τα «αφεντικά»-Σαμαράδες οι Μπαλτάκοι-«αυτοφωράκηδες» για να φέρουν σε πέρας τη βρώμικη δουλειά. Γνωρίζουν πως είναι αναλώσιμοι, και τα παίρνουν όλα πάνω τους στη «δύσκολη» στιγμή για να βγάλουν λάδι το αφεντικό τους… και ούτε γάτα ούτε ζημιά στο «μαγαζί». Η σούπα χαλάει όταν τα τέκνα έχουν διαφορετική εικόνα-ιδέα για τον πατέρα τους…

Πηγή: Blog Οικοδόμος