Saturday, February 21, 2015

Συμβιβασμός και μεταρρυθμίσεις

Του Αντώνη Λιάκου

Την Παρασκευή επιτεύχθηκε στο Eurogroup ένας συμβιβασμός. Η ελληνική κυβέρνηση πήρε και έδωσε. Ο συμβιβασμός ήταν μια ουσιαστική επιτυχία. Ας μη χάνουμε καμιά στιγμή από τα μάτια μας ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι μια αριστερή κυβέρνηση την οποία και οι δύο μεγάλες οικογένειες της Ευρώπης, η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερή, θα πολεμήσουν έως εσχάτων και με διάρκεια. Το γεγονός ότι στάθηκε, ότι ακύρωσε τις προεκλογικές δεσμεύσεις τής τότε συγκυβέρνησης (το ιμέιλ Χαρδούβελη), ότι πήρε μια τετράμηνη παράταση, είναι τα ουσιώδη, παρά το γεγονός ότι κάθε στιγμή και σε κάθε βήμα η σύγκρουση θα είναι εκεί. Η κυβέρνηση δεν πρέπει να χάσει τον προσανατολισμό της.

Βέβαια κάθε γεγονός περιγράφεται με πολλές εκδοχές. Ήδη το βράδυ της Παρασκευής, το γεγονός το περιέγραφαν διαφορετικά ο Ντάισελμπλουμ ο Σώυμπλε και ο Βαρουφάκης, και βέβαια ακολούθησαν διαφορετικές περιγραφές στον διεθνή τύπο και από τα ελληνικά κόμματα. Υπάρχει μια εκδοχή σωστή ή everything goes, «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε»; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Τα λόγια με τα γεγονότα δεν σχετίζονται όπως η ζάχαρη άχνη με τον κουραμπιέ. Οι λόγοι που περιγράφουν ένα γεγονός έχουν στόχο να ιδιοποιηθούν το γεγονός, να του αλλάξουν σημασία, και αλλάζοντάς τη να αλλάξουν το ίδιο το γεγονός, εκμηδενίζοντάς το ή διογκώνοντάς το ή εντάσσοντάς το ο καθένας στη φαρέτρα του ως όπλο. Για τον λόγο αυτό άλλωστε και η έρις για την ορολογία στην Ευρωομάδα.

Στις περιπτώσεις αυτές, εκείνο που χρειαζόμαστε είναι η σαφήνεια που έχει να κάνει με το να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε το περίγραμμα των γεγονότων πέραν και διαμέσου των σκιών και των εκλάμψεων, να το δούμε δηλαδή στην ιστορική του διάσταση. Δύσκολο βέβαια όταν έχεις να κάνεις με γεγονότα που δεν τα παρακολουθείς από απόσταση αλλά τρέχεις μαζί τους. Ενδεχομένως δεν θα καταλήξεις σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα. Ωστόσο ας προσπαθήσουμε:

Ο άξονας της σημερινής πολιτικής είναι η αναδιαπραγμάτευση των σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ε.Ε. Αυτές οι σχέσεις περνούν μέσα από μια δανειακή σύμβαση, η οποία συνοδεύεται από ένα μνημόνιο. Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να διαχωρίσει τα δύο, η Γερμανία και οι εταίροι αντιδρούν. Το μνημόνιο ως πολιτική μεταρρυθμίσεων, για τους μεν, λιτότητας για τους δε, έχει περιγραφεί συχνά ως «αλλαγή υποδείγματος για την Ελλάδα» (λ.χ. από τον Γιάννη Στουρνάρα επανειλημμένα). Ο όρος (paradigm shift) προέρχεται από την επιστημολογία (T.S. Kuhn) και περιγράφει τις επαναστατικές μεταβολές στην ιστορία των επιστημών οι οποίες δεν είναι σωρευτικές και βαθμιαίες αλλά απότομες οδηγώντας από τη μία φάση σε μία άλλη εντελώς διαφορετική. Η εργαλειοθήκη των μεταρρυθμίσεων επομένως οδηγεί σε μια αλλαγή κοινωνικοοικονομικού υποδείγματος, άρα είναι αποτέλεσμα πυκνής επεξεργασίας μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, η Ελλάδα μπήκε στην κρίση επειδή δεν προσαρμόστηκε σε αυτή την αλλαγή υποδείγματος. Η θεωρία ότι η Ελλάδα είναι το τελευταίο «σοβιετικό καθεστώς» στην Ευρώπη ήθελε να τονίσει αυτή τη τη διαφορά. Η κρίση επομένως ήταν ένα παράθυρο ευκαιρίας για μεταρρυθμίσεις που θα μεταμόρφωναν την Ελλάδα, όπου η χώρα θα άλλαζε κοινωνικό υπόδειγμα.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, οι περισσότερες από τις οποίες προβάλλονταν και πριν από την κρίση, δημιουργήθηκαν για να αντιμετωπίσουν την οικονομική ύφεση που εμφανίστηκε στη δεκαετία του ’70. Τότε η μέση ανάπτυξη στην Ευρώπη, από 4,8% ετησίως στη δεκαετία του ’60, επιβραδύνθηκε στο 3,4%, και στα 1974-76 σχεδόν εκμηδενίστηκε. Το πρόβλημα περιγράφηκε ως συνδυασμός πληθωρισμού, που δεν μπορούσε να παίξει πλέον αναπτυξιακό ρόλο, και στασιμότητας, η οποία δημιουργούσε ανεργία (στασιμοπληθωρισμός), και οδήγησε στην αναθεώρηση των παλιών οικονομικών εργαλείων κεϊνσιανής έμπνευσης. Η αναθεώρηση αυτή σήμαινε μεγάλες μετατοπίσεις ιδεολογικές και πολιτικές γιατί αφορούσε την ανάγκη συνολικής αναδόμησης της οικονομίας και κατ’ επέκταση της ίδιας της κοινωνίας και του ρόλου του κράτους. Στην αρχή οι ιδέες αυτές εμφανίστηκαν ως ρηξικέλευθες (νεοφιλελευθερισμός, νεοκλασικό παράδειγμα), και με τη σταδιακή υιοθέτησή τους από την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά, έγιναν ορθοδοξία με αξιώσεις αυτονόητου τρόπου σκέψης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκαν οι «δομικές μεταρρυθμίσεις», άλλαξε η ορολογία της πολιτικής και της οικονομικής επιστήμης, δημιουργήθηκε ένα νέο εννοιολογικό σύμπαν. Π.χ. αντί «ανάπτυξη» (development) επικράτησε ο όρος «αύξηση» (growth), αντί «παραγωγικότητας», η «ανταγωνιστικότητα», τα «δημόσια αγαθά» όπως παιδεία και υγεία έγιναν «υπηρεσίες», οι σχέσεις κράτους-πολιτών, σχέσεις προσφοράς-ζήτησης κ.ο.κ. Το μνημόνιο που συνόδευσε τη δανειακή σύμβαση με την Ελλάδα, αυτές τις «δομικές μεταρρυθμίσεις» και αυτή τη φιλοσοφία ήλθε να επιβάλει. Τα αποτελέσματα, γνωστά. Αρνητική ανάπτυξη επί σειρά ετών, το χρέος τώρα μεγαλύτερο από το αρχικό, η χώρα έχασε το ένα τέταρτο του εθνικού της εισοδήματος και το ένα τρίτο της απασχόλησης. Σαν να εξέρχεται από έναν καταστροφικό πόλεμο. Το αμείλικτο ερώτημα είναι γιατί αυτά τα εργαλεία δεν λειτούργησαν; Φταίει η ξεροκεφαλιά των Ελλήνων και ο εθνολαϊκισμός τους;

Αν παρατηρήσουμε την ευρωπαϊκή οικονομική συγκυρία βλέπουμε ότι επί μία δεκαετία, ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ανάπτυξης κυμάνθηκε πάνω από τη μονάδα έως το 2008, βουτιά υπό το μηδέν το 2008-09, και γύρω από τη μονάδα τα επόμενα χρόνια έως σήμερα. Δηλαδή ρυθμοί πολύ χαμηλότεροι από αυτούς της δεκαετίας του ’70. Η διαφορά είναι ότι τότε υπήρχε συνδυασμός πληθωρισμού και στασιμότητας, τώρα αποπληθωρισμού και στασιμότητας, με αποτέλεσμα μια ενδημική αλλά διογκωμένη μετά το 2008 ανεργία. Βρισκόμαστε δηλαδή σε μια διαμετρικώς αντίθετη κατάσταση κρίσης από εκείνη της δεκαετίας του ’70. Τότε στασιμοπληθωρισμός, τώρα στασιμοαποπληθωρισμός. Το ερώτημα είναι γιατί τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν τότε εναντίον του στασιμοπληθωρισμού, συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στην εποχή του στασιμοαποπληθωρισμού;

Το πρόβλημα αυτό είναι το παράθυρο ευκαιρίας της νέας κυβέρνησης: οι μεταρρυθμίσεις σε σχέση με τη φάση της ευρωπαϊκής οικονομίας σήμερα. Το ερώτημα επομένως, πέρα από την άμεση αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, είναι τι είδους μεταρρυθμίσεις χρειάζονται σήμερα. Ποιες μεταρρυθμίσεις που δεν ενισχύουν την ύφεση, αλλά προωθούν την ανάπτυξη; Ο σχεδιασμός των μεταρρυθμίσεων δεν είναι κάτι απλό ή τεχνοκρατικό. Όπως συνέβη και στην προηγούμενη ιστορική φάση, η επινόηση των μεταρρυθμίσεων σημαίνει την επινόηση της κοινωνίας, δηλαδή το τι είδους οικονομία, τι είδους κοινωνία, τι είδους κράτος, ποιες δημόσιες πολιτικές επιδιώκουν τα υποκείμενα των μεταρρυθμίσεων. Οι σημερινές δυτικές κοινωνίες, άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο, διαμορφώθηκαν μέσα από αυτές τις πολιτικές. Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης των αγορών, η ψηφιακή επανάσταση, η αλλαγή των παραγωγικών προτύπων, οι δομικές αλλαγές της λειτουργίας των πολιτικών συστημάτων, τροφοδοτήθηκαν και τροφοδότησαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Οι κοινωνίες δεν εξελίχτηκαν αυθόρμητα, και οι μεταρρυθμίσεις ήρθαν απλώς να εκφράσουν τις αλλαγές. Αντιθέτως, έδωσαν σχήμα στις αλλαγές.

Επομένως, το καθαρό και σαφές ερώτημα είναι τι είδους μεταρρυθμίσεις χρειαζόμαστε για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ο σκοπός των καινούριων μεταρρυθμίσεων δεν πρέπει να περιορίζεται στην αναίρεση των συνεπειών των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων, αλλά να αφορά τον πυρήνα των διευθετήσεων, ούτε λίγο ούτε πολύ, την αλλαγή του οικονομικού και κοινωνικού υποδείγματος που επικράτησε στην προηγούμενη κρίση. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις που αφορούν την παραγωγική θέση της Ευρώπης στον κόσμο, την ψηφιακή επανάσταση και τις δυνατότητες αναδιάταξης που περικλείει σε πλήθος πεδίων, τη μεταβαλλόμενη σύνθεση των πληθυσμών και της ηλικιακής πυραμίδας σε σχέση με τις κοινωνικές ασφαλίσεις, τα μεταναστευτικά ρεύματα και τα περιβαλλοντικά προβλήματα, τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης ως μιας διαρκούς και διά βίου διαδικασίας. Σε όλα αυτά τα πεδία η επικρατούσα ορθοδοξία αποδείχτηκε εντελώς ανεπαρκής και κρισιογόνα, επιμένοντας σε μεταρρυθμίσεις που ανταποκρίνονται στο υπόδειγμα μιας προηγούμενης εποχής.

Βέβαια η αλλαγή υποδείγματος σημαίνει αναπόφευκτα μια σφοδρή πολιτική σύγκρουση. Όχι των Ελλήνων εναντίον των Γερμανών ούτε των Αριστερών εναντίον των Δεξιών. Άλλωστε οι πολιτικές ταυτότητες είναι ιστορικές ταυτότητες, και νέες ιστορικές φάσεις υπερβαίνουν και αναχωνεύουν τις ιστορικές ταυτότητες μιας προηγούμενης φάσης. Αυτό άλλωστε συντελείται κάτω από τα μάτια μας στην Ελλάδα, πριν και μετά τις εκλογές, συντελείται και στην Ισπανία με τους Ποδέμος. Σύγκρουση ως προς τις προοπτικές της κοινωνίας, μέσα στην Ελλάδα αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δια-εθνική.

Προς τις μεταρρυθμίσεις αυτές πρέπει να στραφεί η νέα κυβέρνηση. Άλλαξε η εποχή, οι παλιές ιδέες δεν δουλεύουν. Ακόμη κι αν δεν το έχουν καταλάβει όλοι οι σύμμαχοι και υποστηρικτές της κυβέρνησης οι οποίοι προσέρχονται βέβαια ο καθένας με τα προβλήματά και τις ιδέες του. Προφανώς τώρα, και προς την Ευρώπη, θα πρέπει να προβληθούν οι μεταρρυθμίσεις του middle ground, του ενδιάμεσου πεδίου ανάμεσα σε εκείνες που θέλουν οι δανειστές και σε εκείνες εναντίον της θέλησης των δανειστών, του ενδιάμεσου πεδίου ανάμεσα στο εν ενεργεία υπόδειγμα και το αναδυόμενο. Και δεν είναι λίγες. Αλλά η κυβέρνηση δεν πρέπει να χάσει τον στόχο της, εκείνο που πρέπει να αποφύγει είναι να υποκύψει στις καθημερινές δυσκολίες της διοίκησης, υπαρκτές μετά τη λαίλαπα των πολιτικών διάλυσης του κράτους, και να υποχωρήσει στις πιέσεις. Το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα απέκτησε σάρκα και οστά τη δεκαετία του ’70 χάρη στη λυσσαλέα επιμονή της Θάτσερ και στην ικανότητά της να συνδέει τις μικρές αλλαγές με το όραμά της. Από την άλλη, το αρνητικό παράδειγμα είναι ο Ολλάντ. Εγκατέλειψε το πρόγραμμα για το οποίο εκλέχτηκε, και με συνεχείς υπαναχωρήσεις και ενδοτικότητα η Γαλλία ετοιμάζεται να υποδεχτεί τη Λεπέν στο Ελιζέ. Αν αποτύχει αυτή η κυβέρνηση, η Χρυσή Αυγή θα προβάρει υπουργικά κουστούμια.

Πηγή: Online περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ

Friday, February 20, 2015

"Ας επανιδρύσουµε την Ευρώπη"


Κείμενο των γερμανικών συνδικάτων DGB που υπογράφουν μεταξύ άλλων και ο επικεφαλής της γερμανικής αντιπροσωπίας στην ευρωομάδα των Σοσιαλιστών -Δημοκρατών S&D Udo Bullmann

O πολιτικός σεισµός που συνέβη στην Ελλάδα, δεν είναι µόνο µια ευκαιρία για την ίδια τη χώρα που βρίσκεται ακόµα σε κρίση, αλλά και µία ευκαιρία για να επανεξεταστούν και να διορθωθούν οι οικονοµικές και κοινωνικές πολιτικές της ΕΕ.

Προσυπογράφουµε για µία ακόµα φορά, την κριτική που πολλάκις εκφράστηκε όλα τα προηγούµενα χρόνια από πλευράς των συνδικάτων: Στους κατηγορηµατικούς όρους, υπό των οποίων δόθηκε η οικονοµική βοήθεια στην Ελλάδα, δεν άξιζε από την αρχή το προσωνύµιο “µεταρρυθµίσεις”. Τα δισεκατοµµύρια που διοχετεύτηκαν στην Ελλάδα, χρησιµοποιήθηκαν κατά πλειοψηφία για την διάσωση του χρηµατοπιστωτικού τοµέα. Ταυτόχρονα η χώρα οδηγήθηκε µέσω βάρβαρων πολιτικών λιτότητας στην µεγαλύτερη ύφεση και στο µεγαλύτερο δηµοσιονοµικό έλλειµµα στην ΕΕ. Το αποτέλεσµα ήταν µία κοινωνική και ανθρωπιστική κρίση χωρίς προηγούµενο για την Ευρώπη: Ένα τρίτο του πληθυσµού ζει σε συνθήκες φτώχειας, το δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας αποδυναµώθηκε, ο βασικός µισθός µειώθηκε κατά 22%, οι συλλογικές συµβάσεις και το προστατευτικό νοµικό πλαίσιο για όσους έχουν ακόµα εργασία, αποσαθρώθηκαν και ιδιαίτερα τα κοινωνικά στρώµατα µε τις χαµηλότερες αποδοχές υπερφορολογήθηκαν.

Η ανεργία ανέρχεται τώρα στο 27% και στους νέους φτάνει το 58%. Πολλοί άνθρωποι στερούνται ακόµα και τα απαραίτητα, όπως τροφή, ρεύµα, θέρµανση και στέγη. Ένα µεγάλο κοµµάτι του πληθυσµού δεν έχει ασφάλιση υγείας και έχει πρόσβαση στην περίθαλψη µόνο σε περίπτωση επείγοντος. Το εκλογικό αποτέλεσµα είναι η έκφραση της πλήρης άρνησης του λαού, προς τις λανθασµένες πολιτικές.

Όλα όσα έγιναν στην Ελλάδα, δεν είχαν καµία σχέση µε µεταρρυθµίσεις που θα στόχευαν στα πραγµατικά προβλήµατά της. Κανένα από τα δοµικά προβλήµατα της χώρας δεν λύθηκε. Αντιθέτως προστέθηκαν και άλλα. Ήταν µια πολιτική της αποδόµησης και όχι της ανοικοδόµησης. Οι πραγµατικές δοµικές µεταρρυθµίσεις που θα άξιζαν τον χαρακτηρισµό αυτό, ανοίγουν δρόµο για τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, αντί να διώχνουν την νέα και άριστα καταρτισµένη γενιά στο εξωτερικό. Οι πραγµατικές δοµικές µεταρρυθµίσεις καταπολεµούν τη φοροδιαφυγή. Οι πραγµατικές δοµικές µεταρρυθµίσεις, καταπολεµούν την πελατειακή πολιτική και τη διαφθορά στις δηµόσιες συµβάσεις.

Η νέα ελληνική κυβέρνηση καλείται να παρουσιάσει τα δικά της αναπτυξιακά πλάνα και σχέδια αναδόµησης, τα οποία πρέπει να αποτελέσουν κοµµάτι ενός “ευρωπαϊκού σχεδίου επενδύσεων”, καθώς και να δηµιουργήσει το πλαίσιο ώστε τέτοιες προσπάθειες να ευοδωθούν. Τα συνδικάτα ζητούν το ίδιο εδώ και καιρό. Προκειµένου η χώρα να χαράξει νέους εναλλακτικούς δρόµους στον αντίποδα της λιτότητας και να αποκτήσει νέες κοινωνικές και οικονοµικές προοπτικές, πρέπει να γίνει µία ειλικρινής διαπραγµάτευση µε την ελληνική κυβέρνηση χωρίς εκβιασµούς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους καταστροφικούς όρους µε τους όποιους εξασφάλιζε η απερχόµενη κυβέρνηση τη διεθνής δανειακή χρηµατοδότηση. Η Ευρώπη δεν πρέπει να επιµείνει στην συνέχιση µίας πολιτικής εις βάρος του πληθυσµού, την οποία οι ψηφοφόροι απέρριψαν αδιαµφισβήτητα. Στο “Συνεχίστε έτσι!” πρέπει να δοθεί ένα τέλος!

Η αποδοκιµασία των υπεύθυνων για την µέχρι πρότινος εφαρµοζόµενη πολιτική στην Ελλάδα είναι µία δηµοκρατική απόφαση που χρίζει σεβασµού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η νέα κυβέρνηση χρειάζεται µία δίκαιη ευκαιρία. Όποιος επιµένει στην συνέχιση της επονοµαζόµενης “µεταρρυθµιστικής πορείας”, επί της ουσίας, στερεί στον ελληνικό λαό το δικαίωµα του για έναν δηµοκρατικά νοµιµοποιηµένο, καινούργιο πολιτικό προσανατολισµό. Όποιος δε προσθέτει ότι ένας τέτοιος, νέος προσανατολισµός είναι δυνατός µόνο αν συνοδευτεί µε µια έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, επί της ουσίας λέει ότι οι ευρωπαϊκοί θεσµοί δεν είναι συµβατοί µε τις δηµοκρατικές αποφάσεις των κρατών µελών. Έτσι ενισχύει κανείς τα ήδη ενδυναµωµένα εθνικιστικά ρεύµατα στην Ευρώπη.

Τα ήδη πολλάκις καταγγελθέντα και ακόµα αξεπέραστα ελλείµµατα δηµοκρατικής νοµιµοποίησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν πρέπει να εδραιωθούν λόγω του περιορισµού της δηµοκρατίας στα κράτη µέλη. Όπως πολλοί από εµάς ήδη υποστήριζαν από το 2012, µε το σύνθηµα “Ας επανιδρύσουµε την Ευρώπη”, προκειµένου να ανακτήσει την αξιοπιστία της η Ένωση, θα πρέπει να ενισχυθεί η δηµοκρατία σε αυτήν. Το ευρωπαϊκό εγχείρηµα δε θα ενισχυθεί µε δόγµατα λιτότητας, αλλά µέσω δηµοκρατικών πρωτοβουλιών από τη βάση για οικονοµική ανασυγκρότηση και κοινωνική δικαιοσύνη.

Για το καλό των ανθρώπων στην Ελλάδα, αυτή η πρωτοβουλία πρέπει να στηριχθεί. Ταυτόχρονα στοχεύει στο να δώσει νέα προτάγµατα για αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπη. Η ριζική πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα, πρέπει να αναχθεί σε ευκαιρία για µια δηµοκρατική και κοινωνικά δίκαιη Ευρώπη! 

Υπογράφουν:
eugr

Sunday, February 15, 2015

Η γλώσσα των «σημείων»

Του Χρήστου Γιανναρά

Πριν από τρεις εβδομάδες, η ελλαδική κοινωνία έδωσε την εντολή διακυβέρνησης της χώρας σε έναν πολιτικό σχηματισμό που, εύλογα, κινούσε τη δυσπιστία των ορθολογικά σκεπτόμενων πολιτών:

Δεν είχε εμφανίσει συγκροτημένο κοινωνικό πρόγραμμα, κοινωνικές σκοποθεσίες, ο πολιτικός αυτός σχηματισμός. Μιλούσε μόνο για διαχειριστικές προτάσεις, μυωπικά οικονομίστικες, ωσάν η χώρα να περνούσε μιαν εφήμερη κρίση και όχι βυθισμό σε παραλυτική παρακμή, διολίσθηση σε πρωτογονισμό μανιασμένης ιδιοτέλειας. Δεν παρουσίασε ποτέ ο πολιτικός αυτός σχηματισμός θέσεις του για την παιδεία (και όχι απλώς για τα τεχνικά προβλήματα της εκπαίδευσης), για εξωτερική πολιτική γόνιμης και ρεαλιστικής ελληνικής ιδιοπροσωπίας, για την εντόπια γαγγραινώδη παραποίηση του συνδικαλισμού, τη λειτουργική αχρήστευση της Δικαιοσύνης.

Είχε έναν νέο σε ηλικία αρχηγό ο συγκεκριμένος πολιτικός σχηματισμός, με ηγετικά χαρίσματα καταφανώς υπέρτερα των φθαρμένων θλιβερών μετριοτήτων που επιβίωναν σε όλα τα άλλα παρακμιακά απομεινάρια του κομματικού συστήματος. Αλλά είχε και παρελθόν πολύ βεβαρημένο ο ίδιος σχηματισμός: Σαράντα ολόκληρα χρόνια στα σχολειά και στα πανεπιστήμια, στη δημοσιογραφία και στα ηλεκτρονικά μέσα, συνολικά στο πεδίο της «διανόησης», λειτουργούσε σαν Ζντανοφικός φασιστικός εφιάλτης, με μεθόδους και νοοτροπία τρομοκρατών. Επιπλέον, στο όνομα του ιστορικο-υλιστικού διεθνισμού, πρακτόρευε απροκάλυπτα τη φανατισμένη τυφλότητα του σκοπιανού εθνικισμού, τις ραδιουργίες του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής, τη μεθοδική αγλωσσία και τη στρέβλωση της ιστορικής συνείδησης των Ελλήνων.

Με αυτές τις προδιαγραφές ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ την εντολή να κυβερνήσει τη χώρα. Και με την ανάληψη της εντολής αρχίζει το αναπάντεχο, η έκπληξη: Για πρώτη φορά στα ελλαδικά πολιτικά χρονικά, κόμμα που θριάμβευσε στις εκλογές σχηματίζει κυβέρνηση με δεκατέσσερα από τα μέλη της (ναι, 14) να είναι εξωκοινοβουλευτικές προσωπικότητες – ποτέ κόμμα δεν είχε τολμήσει τέτοια κοινωνική επιστράτευση. (Το καθεστώς ώς τώρα ήταν: ο πρωθυπουργός να μοιράζει τα υπουργεία για να εξοφλήσει ιδιοτελέστατα προσωπικά χρωστούμενα ή για να κολακέψει εκλογικές περιφέρειες).

Δεύτερη έκπληξη: οι ικανότητες και το ύφος - ήθος των υπουργών, τουλάχιστον όσων ενεργοποιήθηκαν αμέσως και με φρενήρεις ρυθμούς για τα επείγοντα προβλήματα της χώρας. Ολόκληρη η Ευρώπη ξαφνιάζεται, μαζί κι ένα ευρύτερο διεθνές περιβάλλον – το μαρτυρεί η πρωτοφανής, απίστευτη έκταση και ένταση ενδιαφέροντος Τύπου και ηλεκτρονικών μέσων για την Ελλάδα και τα προβλήματά της. Αντί για την εικόνα άτολμων, συμπλεγματικών μετριοτήτων διορισμένων (ως εικός) από τους δανειστές για να εκπροσωπούν τα συμφέροντα της Ελλάδας έναντι των δανειστών, περάσαμε στην εικόνα προσωπικοτήτων με εκπληκτικές ικανότητες, σπάνια κατάρτιση, αστραφτερή ευτολμία, φανερή, εργώδη προετοιμασία και πίστη μαχητική στο δίκιο της χώρας τους.

Πότε και πώς προγραμματίστηκαν και οργανώθηκαν αστραπιαία οι περιοδείες του πρωθυπουργού και του υπουργού Οικονομικών στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στην έδρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πότε και πώς εξασφαλίστηκαν οι συναντήσεις τους με τους κορυφαίους των ισχυρών της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το πλήθος των συνεντεύξεων στον διεθνή Τύπο και στις τηλεοράσεις. Κυρίως, από πού και πώς ξεπήδησε αυτό το απαρόμοιαστο ανθρώπινο υλικό, να εκπροσωπεί μιαν Ελλάδα που είχε ταυτιστεί διεθνώς στις συνειδήσεις με τη φαυλότητα, τη λαμογιά, την ανικανότητα και βουλιμική χωριατιά – πολιτικοί δίχως το κάτσιασμα της μειονεξίας και χαμόγελα λακέδων μπροστά στα αφεντικά τους, αλλά με ραχοκοκαλιά και αξιοπρέπεια, ηρεμία και αποφασιστικότητα.

Η έκπληξη δεν εξουδετερώνει την κριτική σκέψη και στάση, δεν ξεχνάμε την καταγωγή του ΣΥΡΙΖΑ και το παρελθόν του. Αλλά είναι ψυχοπαθολογική εμπάθεια και μικρόνοια να κλείνουμε τα μάτια μπροστά σε αυτό που βλέπουμε, επειδή δεν δικαιολογείται από το παρελθόν του. Επιτέλους, η πειστικότερη γλώσσα για τον ψυχικά υγιή πολίτη είναι η σημειωτική (γλώσσα των σημείων): Ο υπουργός Οικονομικών να ταξιδεύει σε «οικονομική» θέση και να κοιμάται κατάκοπος δίπλα σε τυχαίους συνεπιβάτες, πετώντας από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα για να συναντηθεί με τους «τα πρώτα φέροντας» στην Ευρώπη. Και την ίδια στιγμή να καταργούνται στην Ελλάδα οι προκλητικοί στόλοι υπουργικών και βουλευτικών αυτοκινήτων, να βγαίνουν σε πλειστηριασμό πρωθυπουργικά αεροσκάφη.

Η γλώσσα των «σημείων», η σημειωτική γλώσσα, καθρεφτίζει το ήθος και το φρόνημα του ανθρώπου, τα κίνητρα και τις προθέσεις του, ασυγκρίτως εναργέστερα από τη γλωσσική εκφραστική. Τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού τις κατέστησε επίσης μιαν έκπληξη η γλώσσα του σώματός του, το γνήσιο πάθος εκφοράς του λόγου – «έβαλε την ψυχή του» σε αυτά που έλεγε. Οταν στο τέλος εγκατέλειψε το χειρόγραφο για να εκφραστεί αυθόρμητα, η συγκίνηση έσπασε τη φωνή του, ήταν ολοφάνερο. Εκείνη η στιγμή, η ανεπιτήδευτη εκρηκτική συγκίνηση, ήταν αυτό που περίμεναν δεκαετίες ολόκληρες οι Ελληνες: Να δουν επιτέλους έναν πολιτικό να μιλάει με πόνο ψυχής για την κοινωνία και την πατρίδα του, όχι σαν δασκαλεμένος διαφημιστής απορρυπαντικών ή αλλαντικών.

Αυτή η κυβέρνηση δεν αποκλείεται να αποτύχει στις επιδιώξεις της. Να εξαναγκαστεί, από το οιηματικό πείσμα του αμοραλισμού των «αγορών» να εγκαταλείψει τον αγώνα. Δεν αποκλείεται και να τα θαλασσώσει η ίδια μέσα στη σύγχυση θρησκοληψίας των «συνιστωσών» του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως, ακόμα κι αν αποτύχει, αν συντριβεί από έξωθεν εκβιασμούς ή έσωθεν αγκυλώσεις, τα όσα κατόρθωσε στις πρώτες μέρες του βίου της έχουν γυρίσει σελίδα για τον τόπο: Τώρα οι Ελληνες ξέρουν, τουλάχιστον, τι θα πει «διαπραγμάτευση» και τι θα πει «συλλογική αξιοπρέπεια». Ο,τι ζήσαμε στο τελευταίο εικοσαήμερο θα λειτουργεί από εδώ και πέρα σαν μέτρο και δείχτης της ποιότητας στην πολιτική.

Η Ιστορία δεν γυρίζει πίσω. Επιστροφή στην αθλιότητα και στην ντροπή του πράσινου, του γαλάζιου ή του κόκκινου (συνασπισματικού) ΠΑΣΟΚ δεν αντέχεται πια. Η δουλεία στην καταναλωτική αποχαύνωση μοιάζει να τελειώνει.

Πηγή: Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Φιλοξενούμενη στη Γη



Της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια

Η Ρωσία του Ντοστογιέφσκι. Το φεγγάρι
μισοκρυμμένο στο καμπαναριό. 
Γεμίζουν οι ταβέρνες, πετούν οι άμαξες,
πενταώροφα θηρία ξεφυτρώνουν
στην Γκαρόχοβαγια, κοντά στη Ζνάμενιγια, στο Σμόλνι. 
Παντού σχολές χορού, οι επιγραφές των αργυραμοιβών
και δίπλα: Ενριέτ, Μπαζίλ, Αντρέ
κι εξαίσια φέρετρα: Σουμίλοβ ο πρεσβύτερος.
Εξάλλου η πόλη λίγο έχει αλλάξει.
Όχι μονάχα εγώ, μα και άλλοι 
το πρόσεξαν πως γίνεται κάποιες φορές
να μοιάζει παλιά λιθογραφία,
όχι πρώτης τάξεως, μα ολότελα ευπρεπή,
θα 'λεγα, της δεκαετίας του εβδομήντα.
Τον χειμώνα ιδιαίτερα, πριν την αυγή
ή με το σούρουπο - τότε πίσω από τις πύλες
μαυρίζει, αυστηρή κι ολόισια, η Λιτέινι,
ακόμη ακηλίδωτη από τον μοντερνισμό.
Κι απέναντί μου ζούνε ο Νεκράσοφ
κι ο Σαλτικόφ... Στου καθενός τη μνήμη
από μια πλάκα. Τι παράξενο θα 'ταν αλήθεια 
να βλέπανε τούτες τις πλάκες!
[...]

(Από την έκδοση)

Το εγχείρημα της μετάφρασης και της έκδοσης του κύκλου της Άννας Αχμάτοβα Ελεγείες του Βορρά δεν ήταν καθόλου εύκολο.

Φαινομενικά απλοί στίχοι της ποιήτριας, η γλώσσα της οποίας ξεχωρίζει για την διαύγεια και την προσιτότητά της, αποτελούν μια ολόκληρη κωδικοποιημένη αφήγηση για τη ζωή και το περιβάλλον της ποιήτριας, για την εποχή τη δική της, κι εκείνων που έφτιαξαν αυτό το θαυματουργό μελάνι, στο οποίο η ίδια μούσκευε την πέννα της. Οι Ελεγείες του Βορρά είναι μια ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια, και κάθε λέξη της αποτελεί ένα λήμμα με πολυσέλιδη επεξήγηση, αποτελεί νότα μιας ολόκληρης συμφωνίας, που μπορεί να ακουστεί μόνο χάρη σε έναν άριστο μαέστρο.

Το κομψό βιβλίο της Ασπασίας Λαμπρινίδου είναι μια πολύτιμη συνεισφορά στη γνωριμία και τη μελέτη του έργου της Άννας Αχμάτοβα στην ελληνική γλώσσα, όχι μόνο χάρη στην πολύ καλή και ακριβή μετάφραση, τόσο εννοιολογικά όσο και μουσικά, αλλά και χάρη στο επίμετρο -συγκροτημένο και εμπεριστατωμένο-, το μικρό χρονολόγιο και κυρίως, στις πολύτιμες σημειώσεις, που παραθέτει η μεταφράστρια στο τέλος του βιβλίου. Και όλα αυτά μέσα σε μόλις 45 σελίδες ενός «μικρού μήκους» βιβλίου.

Το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό, αν η μεταφράστρια μπορούσε να κρατήσει τον ιαμβικό πεντασύλλαβο χωρίς ομοιοκαταληξία του πρωτότυπου (φόρος τιμής στους μεγάλους προκατόχους της, Φιόντιρ Τιούτσεφ κα Αλεξάντρ Πούσκιν, τους στίχους των οποίων η Αχμάτοβα επέλεξε ως επίγραφα).

Η αλήθεια είναι, ότι οι σημειώσεις - σχόλια δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν ούτε σε 450 σελίδες, αλλά τότε δεν επρόκειτο για λογοτεχνικό βιβλίο αλλά για μελέτη, και πίσω από το πυκνό δάσος από ημερομηνίες, ονόματα και ιστορικές αναφορές δεν θα βλέπαμε εκείνο το μοναδικό «δέντρο» - τα ίδια τα ποιήματα. Οι συντελεστές του βιβλίου κράτησαν απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στην ποιότητα και την ποσότητα.

Οι Ελεγείες του Βορρά, κύκλος από τα πιο μυστικιστικά, πιο δύσκολα ποιήματα της Αχμάτοβα, γραφόταν μια ζωή. Από το ξεκίνημα της δεκαετίας του '20, τις απαρχές της προσωπικής τραγωδίας της ποιήτριας και της τραγωδίας της πατρίδας της (όποιο στρατόπεδο κι αν επιλέξουμε), έως σχεδόν το θάνατό της, το 1966. Προφανώς, αν η Αχμάτοβα είχε περισσότερα χρόνια ζωής, αυτή η βιωματική εγκυκλοπαίδεια θα συμπληρωνόταν και με άλλες αποκαλύψεις. Η μνήμη της ήταν ένα άρτια συντηρημένο απύθμενο πηγάδι, απ' όπου η ποιήτρια διαρκώς ανέσυρε γεγονότα, ονόματα, πράξεις.

Οι Ελεγείες του Βορρά, όσο κανένα άλλο έργο της, μας φέρνουν κοντά στην ποιήτρια, είναι η διαθήκη και η ομολογία της, είναι ο καθρέφτης μπροστά στον οποίον στέκεται γυμνή. «Η Αχμάτοβα δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε το ρωσικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, αν δεν υπήρχε Τολστόι με την Άννα Καρένινα», ισχυρίζεται ένας από τους μελετητές του έργου της. Και πράγματι, η ποίηση της Αχμάτοβα είναι πολύ πιο κοντά στη ρώσικη πρόζα του 19ου αιώνα, παρά στην ποίηση, ακόμα και στην πρόζα του Πούσκιν, ίσως γι' αυτό οι στίχοι της, ακόμα και γεμάτοι συνειρμούς, έφταναν και φτάνουν ως τους πιο απαίδευτους αναγνώστες, όπως φτάνει η Αγία Γραφή.

Η Αχμάτοβα πολύ νωρίς συνειδητοποίησε τη διαφορετικότητά της. Το 1913, 24 χρονών, θα ξεκινήσει Τα επικά μοτίβα με την εξής φράση: Εκείνη την εποχή ήμουν φιλοξενούμενη στη Γη...Μόνο που λόγω του νεαρού της ηλικίας, δεν μπορούσε να εξηγήσει το μυστήριο της γέννησής της, γι' αυτό και μια ολόκληρη ζωή προσπαθούσε να βρει την απάντηση. Η πορεία αυτής της προσπάθειας αντικατοπτρίζεται στις Ελεγείες του Βορρά.

Υπήρχε πάντα η απόσταση ανάμεσα στην Αχμάτοβα και τον υπόλοιπο κόσμο. Απόσταση φυσική, όχι τεχνητή, επιβεβλημένη. Ο Ανατόλι Νάιμαν, που πέρασε πολύ χρόνο δίπλα στην Αχμάτοβα, συνεργαζόμενος μαζί της στο μεταφραστικό έργο, τα τελευταία χρόνια της ζωής της, ένοιωσε αυτή την απόκοσμη ψυχράδα από την πρώτη του επίσκεψη στην Αχμάτοβα. «Ήταν μεγαλοπρεπής, απροσπέλαστη, στεκόταν μακριά από ό, τι συνέβαινε δίπλα της, από τους ανθρώπους, από τον κόσμο, σιωπηλή και ακίνητη». Και αυτό παρόλο που η Αχμάτοβα ήταν φιλόξενη, ζεστή, συμπαντικά υπεύθυνη για κάθε κακό που συνέβαινε στην οικογένειά της, στους φίλους της, στην χώρα της.

Στις Ελεγείες του Βορρά υπάρχει μια φράση, που κόβει τον κόσμο της Αχμάτοβα και την ίδια τη Ρωσία στα δύο. Η φράση αυτή δεν λέει απολύτως τίποτα σε έναν ξένο αναγνώστη, αλλά λέει και τα πάντα σε ένα Ρώσο. Υπάρχει μια προσπάθεια εξήγησής της στα σχόλια στο τέλος του βιβλίου, αλλά ως είναι φυσικό περιορίζεται στα στοιχειώδη. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς όμως, για τους λόγους, που ήδη αναφέραμε.

Στην πρώτη Ελεγεία, στην «Προϊστορία», η Αχμάτοβα πετάει μεταξύ άλλον, σε παρενθέσεις: «...και ούτε στην Όπτινα πηγαίνω πια». Το σωστότερο θα ήταν «Και στην Όπτινα δεν θα ξαναπάω», γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο... Πρόκειται για τη Σκήτη Όπτινα, Σταυροπηγιακή Μονή, στα 250 χιλιόμετρα από τη Μόσχα, που ιδρύθηκε σύμφωνα με το θρύλο τον 15ο αιώνα από έναν μετανοημένο ληστή, τον Όπτα, και λειτούργησε επί σχεδόν πέντε αιώνες, ώσπου έκλεισε οριστικά το 1923 με ένα από τα επαναστατικά διατάγματα.

Η Όπτινα υπήρχε τόπος προσκυνήματος σχεδόν όλης της διανόησης της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας. Ο Ντοστογιέφσκι την επισκέφτηκε μια φορά το 1878, ο Τολστόι πέντε ολόκληρες φορές, ακόμα και αμετανόητος, ακόμα και αφορισμένος, ακόμα και στην τελευταία του φυγή από την Γιάσναγια Πολιάνα το 1910, λίγες μέρες πριν πεθάνει.

Οι γέροντες της Όπτινα ήταν πνευματικοί πολλών Ρώσων καλλιτεχνών, ζωγράφων, συγγραφέων, ποιητών, ήταν συνομιλητές και καθοδηγητές τους: η περίφημη βιβλιοθήκη και οι εκδόσεις της Σκήτης δεν αφήνουν περιθώρια να αμφισβητήσουμε το εύρος των γνώσεων των πεφωτισμένων γερόντων της.

Στην Όπτινα την Αχμάτοβα προσκάλεσε ο γέροντας Νεκτάριος, ο τελευταίος εκλεγμένος γέροντας της Σκήτης. Την προσκάλεσε, αφού διάβασε τα ποιήματά της: «Είναι άξια και ευσεβής...ας έρθει στην Όπτινα... Εδώ υπάρχουν γι' αυτήν δυο ελεύθερα δωμάτια».

Ο γέροντας Νεκτάριος της προφήτεψε το μαρτυρικό αγκάθινο στεφάνι: καμιά τέτοια προφητεία δεν έλαβε ούτε ο Ντοστογιέφσκι, ούτε ο Τολστόι, που επισκέφτηκε την Όπτινα ένα χρόνο μετά τον Ντοστογιέφσκι. Και οι δύο τιτάνες της ρωσικής λογοτεχνίας έγιναν δεκτοί από τον γέροντα Αμβρόσιο: για τον Ντοστογιέφσκι ο γέροντας είπε «Είναι μετανοημένος», για τον Τολστόι «Αλαζόνας»...

Η Αχμάτοβα επισκέφτηκε την Όπτινα τις παραμονές της καταστροφής της Σκήτης, μετά το θάνατο του Νικολάι Γκουμιλιόφ, και ο γέροντας Νεκτάριος είδε στο πρόσωπό της κάτι που δεν διέκρινε ο προκάτοχός του ούτε στον Ντοστογιέφσκι, ούτε στον Τολστόι. Αγία Άννα την αποκαλούσε η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, «Άββα Άννα» ο κριτικός λογοτεχνίας Β. Νεντόμπροβο. Ίσως γι' αυτό στην Άννα Αχμάτοβα αποκαλύφθηκαν οι αλήθειες όχι μετά το θάνατο, «εκεί, που τα ξέρουν όλα» (Τρίτη ελεγεία, σελ 16), αλλά εν ζωή.

Η Αχμάτοβα συνειδητά επέλεξε την φτώχεια, την αφάνεια, τον πόνο, την απώλεια, διά Χριστόν μωρία, ειλικρινά και αμετάκλητα. Την μοίρα του Μάντελσταμ την θεωρούσε «ιδανική», την εξορία του Μπρόντσκι στη Σιβηρία τεράστια τύχη, «σαν να πλήρωσε κάποιον για να του ‘φτιάξει' το βιογραφικό του», όπως είπε χαρακτηριστικά. Εντελώς χριστιανικά (αλλά και σωκρατικά) η Αχμάτοβα έλεγε: «Δεν μπορούμε να δεχόμαστε μόνο τα καλά από τον Θεό και να μην δεχόμαστε τα κακά». Ήταν έτοιμη να θυσιάσει και να θυσιαστεί.

Μετά το κλείσιμο της Σκήτης Όπτινα το 1918 και την οριστική της καταστροφή το 1923, διεκόπη η κοινή πορεία της Αχμάτοβα με τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, με όλο τον 19ο αιώνα, η κοινή τους προϊστορία.

Ξεκίνησε η μοναχική της πορεία, όπου είχε την προσωπική πλέον ευθύνη για ό,τι συμβαίνει και ό,τι συμβεί.

* Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασική φιλόλογος

ΠΗΓΗ: Αναγνώσεις (Αυγή της Κυριακής)

Friday, February 6, 2015

Το τρελλό νερό: Η αλήθεια, η ψευτιά, η ζωή και ο θάνατος











Του Φώτη Κόντογλου

Η ψευτιά και ο πνευματικός εκφυλισμός απλώνει μέρα με την ημέρα απάνω στους Έλληνες και τους παραμορφώνει. Έναν λαό που ξεχωρίζει ανάμε­σα σ' όλα τα έθνη και που είναι γεμάτος πνευματική υγεία, πάμε να τον κάνουμε εμείς, οι λογής-λογής κα­λαμαράδες, κ'   οι άλλοι γραμματιζούμενοι, σαχλόν, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς πνευματικό νεύρο, χωρίς πνευματική ανδροπρέπεια, χωρίς χαρακτήρα. Οι διά­φοροι φωστήρες βαστάνε από μια πατέντα στα χέρια, και μέρα-νύχτα δουλεύουνε για να «συγχρονίσουν» την Ελλάδα, ενώ στ' αληθινά σκάβουνε τον λάκκο της. Αμυαλα νευρόσπαστα! Ποιόν θα συγχρονίσετε; Αυτό που λέτε εσείς «συγχρονισμό» και «εξέλιξη» είναι μια άθλια παραμόρφωση, σύμφωνα μ' ένα βλακώδες μοντέλλο, οπού κάνανε οι σαρακοστιανοί και κάλπικοι άνθρωποι, που τους λέγει η Γραφή «χλιαρούς», δηλαδή σαχλούς, και για τους οποίους λέγει ο Θεός ότι «μέλ­λει εμέσαι εκ του στόματος αυτού, ει χλιαροί εισι, και ούτε ζεστοί ούτε ψυχροί» (Αποκαλ. γ' 16).

Μέσα σ' αυτό το καλούπι θέλετε να βάλετε τον λαό, κ' έτσι να χαθεί από πάνω του κάθε πρωτοτυπία, κάθε σημάδι αληθινής ζωής, κάθε χαρακτήρας. Θέλετε, μ' άλλα λόγια, να επιβάλετε στον κόσμο ένα πνευματικό «εσπεράντο», που να καταργήσει κάθε ζωντανή ουσία κ' έκφραση μέσα στους ανθρώπους, δηλαδή έναν πνευ­ματικό θάνατο, ή μια πνευματική παραλυσία. Αυτό το λέτε «συγχρονισμό» και «εξέλιξη»! Ανόητοι κι αναί­σθητοι! «Συγχρονισμένο» και «εξελιγμένο» είναι ό,τι είναι ζωντανό, και μοναχά ό,τι είναι πνευματικά πεθα­μένο, όπως είσαστε εσείς, αυτό δε μπορεί νά 'ναι ούτε συγχρονισμένο ούτε εξελιγμένο, αφού δεν είναι ζωντα­νό. Ο συγχρονισμός ο αληθινός είναι κάποια ενέργεια, που γίνεται μόνη της μέσα σε κάθε ζωντανό πλάσμα. Λοιπόν, ποιά Ελλάδα και ποιόν λαό θα «συγχρονίσε­τε», αφού η Ελλάδα είναι ολοζώντανη κι ο λαός της είναι αείζωος; Θα ζωντανέψετε εσείς τη ζωή, εσείς οι πεθαμένοι και θαμμένοι; Θαρρείτε, πως με τις υστερι­κές φωνές και με τις θεατρικές σκηνοθεσίες φανερώνε­ται η ζωή; Μα, ίσια-ίσια, εκεί που παίρνει τη θέση τής ζωής η νεκρή και ψεύτικη απομίμησή της, δηλαδή το είδωλό της, με άλλα λόγια κάποια φτιαχτή σκηνοθεσία τής ζωής, εκεί βέβαια δεν υπάρχει αληθινά η Ζωή. Να, αυτή η άψυχη σκηνοθεσία, αυτή είναι η «εξέλιξη» κι ο «συγχρονισμός» σας. Αυτός είναι ο θάνατος της ψυχής, γιατί η ψευτιά είναι θάνατος κ' η ζωή αλήθεια. Γι' αυτό κ' εσείς, με όλες τις φωνές που βάζετε, και μ' όλες τις δραστηριότητες, και με όλα τα υστερικά ξετινάγματα, έχετε απάνω σας τη μπόχα του θανάτου. Κι αντί να πάτε κοντά στον λαό, που είναι πηγή ζωής, για να πάρετε λίγη ζωή κι αλήθεια, εσείς θέλετε να τον κάνετε ζωντανόν, εκείνον΄ εσείς οι πεθαμένοι να ζωντανέψετε τη ζωή, οι ψεύτες να φανερώσετε την αλή­θεια, οι βρουκολάκοι να δώσετε δύναμη και νεύρα στον αντρειωμένον!
Όποιος δεν ζει σύμφωνα με το φυσικό του φτιάξιμο και με τα φυσικά κτίσματα που υπάρχουνε γύρω του, αυτός δεν έχει αληθινή ζωή μέσα του, ούτε φυσική ούτε πνευματική.  Όπως ζούνε οι Έλληνες σήμερα, δεν είναι η αληθινή ζωή τους. Το νοιώθουνε κ' οι ίδιοι, κι ας μην το λένε. Λαχταράνε να βρούνε τον εαυτό τους που τον έχουν χαμένον (εκτός από κάποιους, που θαρ­ρούνε πως ζωή είναι μοναχά το φαγοπότι και το «κομ­φόρ», δίχως κανέναν βαθύν πόθο, χωρίς κανέναν καϋμό). Και κείνος, ακόμα, που δεν έχει συναίσθηση τι είναι αληθινό, έρχεται στιγμή που καταλαβαίνει, πως η ζωή του είναι ψεύτικη, πως δεν έχει κανέναν αληθινό δεσμό ούτε με τον τόπο του, ούτε με τους προγόνους του, ούτε με τις ντόπιες συνήθειες που βγήκανε από την αγάπη κι από τον πόνο, και πως είναι ορφανός και ξένος μέσα στον ίδιο τον τόπο του, σαν τον άσωτο γυιο, και πως, με όλο που θαρρεί πως τρώγει καλά και νόστιμα φαγητά, στ' αληθινά μασά ξυλοκέρατα, φερ­μένα από ξένους τόπους, οπού είναι αλλοιώτικοι από τον δικό μας.

Πολλοί λένε πως είμαι ένας φανατικός, ένας ζηλω­τής που βρίσκεται «εκτός της πραγματικότητος», ένας μονομανής, που θέλει κάποια πράγματα που δεν γίνουνται και που τα παρακάνει και τα παραλέγει. Έχουνε δίκηο να λένε, πως είμαι φανατικός και ζηλωτής. Μα όποιος είναι ζηλωτής από αγάπη για την αλήθεια, εί­ναι συγχωρημένος. Φωνάζω και στεναχωριέμαι, γιατί η φυλή μας χάνει τα αληθινά πράγματα και παίρνει τα ψεύτικα, κ' έτσι δεν χαίρεται τα τόσα πνευματικά πλούτη που κληρονόμησε, και δεν θρέφεται από το αντρειωμένο και ζωογόνο ελληνικό γάλα, που έθρεψε κι αγρίμια ακόμα και τά 'κανε ανθρώπους. Αυτό το γάλα δεν είναι της δικής μου μάνας, μα της μάνας ολονών μας, που τ' αρνηθήκανε όσοι σας δίνουνε να πιήτε αντί για γάλα το φαρμάκι της ψευτιάς που τη λένε «πρόοδο», «εξέλιξη», «κοσμοπολιτισμό», «μο­ντερνισμό» κτλ. Εγώ στενοχωριέμαι για σας, όχι για μένα, γιατί εγώ έχω αυτό που δεν έχετε, μα αυτό δεν είναι δικό μου μοναχά, αλλά δικό μας. Και γιατί, τάχα, θα υπόφερνα, αν δεν αγαπούσα τ' αδέλφια μου, και δεν φοβόμουνα μην χάσουνε τον θησαυρό; Οι γενεές που έρχουνται από πίσω μας, σαν θάλασσες από το πέλα­γο, γιατί να ζήσουνε με την ψευτιά και να μην ζήσουνε αληθινά, γιατί να είναι πεθαμένοι-ζωντανοί, αφού η ζωή με την ψευτιά δεν συνταιριάζουνται;
Λένε πως τα παραλέγω. Μακάρι να τα παράλεγα κι ας έβγαινα γελασμένος. Μα βλέπω καθαρά, πως μέρα με τη μέρα το πνευματικό αίμα φεύγει από την όψη της φυλής μας, το βλέπω και πικραίνουμαι, όπως βλέ­πει η μάνα το παιδί της που μαραζώνει. Τί παρακάνω και τί παραλέγω; Δεν βλέπετε πως παραπατάμε, σαν ζαλισμένοι, και δεν ξέρουμε που πάμε; Η ξενομανία μάς έδερνε πάντα, αφού κι ο Παυσανίας γράφει: «Έλ­ληνες αεί εν θαύματι τιθέασι τ' αλλότρια ή τα οικεία». Μα τώρα σαν να χάσαμε ολότελα τα φρένα μας, λες κ' ήπιαμε το Τρελλό Νερό, που λέγει ένας μύθος ανατολίτικος, και λέμε το ψεύτικο αληθινό, το νόστιμο άνο­στο, το μαύρο άσπρο. Και με όλο που πάθαμε αυτή την ξενομανιακή τρέλλα, ωστόσο, επειδή αγαπάμε τον τόπο μας, το αίμα μας και τα δικά μας, θέλουμε να συμβιβάσουμε αυτή την αγάπη μας με την τρέλλα μας (δηλαδή με τη ματαιοδοξία μας), και πάμε σαν το καράβι που δεν έχει τιμόνι, μα που θέλει σώνει και καλά να ισάρει όλα τα πανιά του, για να τσακισθεί πιο γλήγορα απάνω στις ξέρες! Είμαστε σαν τους παλιούς Εβραίους, που αρνηθήκανε τον Θεό τους και προσκυ­νούσαν τον Βάαλ, μα που φοβόντανε κιόλας μην τους παιδέψει ο Ιεχωβά, κι ο προφήτης Ηλίας τους μάλω­νε και τους έλεγε: «Έως πότε υμείς χωλανείτε επ' αμφοτέραις ταις ιγνύαις;» — «ως πότε θα κουτσαίνετε πότε από τό 'να το ποδάρι και πότε από τ' άλλο; Αν είναι θεός ο Βάαλ, πηγαίνετε ξοπίσω του, αν είναι ο θεός ο Ιεχωβά πηγαίνετε ξοπίσω απ' αυτόν». Έτσι κ' εμείς θέλουμε να τα συμβιβάσουμε τα αταίριαστα και το χάλι μας είναι ελεεινό. Αγαπάμε την Ελλάδα, πονάμε τον τόπο μας, δίνουμε γι' αυτόν τη ζωή μας, κι από την άλλη μεριά σιχαινόμαστε τα δικά μας πράγματα, τα πράγματα της Ελλάδας, είτε φυσικά είναι είτε τεχνητά, είτε συνήθειες, είτε τραγούδια, εί­τε ψαλμωδίες, είτε εικονίσματα, και θέλουμε τα ξενοφερμένα. Είμαστε, λοιπόν, στα συγκαλά μας; Ρωτώ να μάθω.

Έχουμε τέτοιο φως, τέτοιον γαλανόν ουρανό, που τον καυχιόμαστε, και μολαταύτα βάζουμε μαύρα γυα­λιά σαν νά 'χουμε πονόματο, και καταδικάζουμε τον εαυτό μας να βλέπουμε ολοένα συννεφιασμένον, σταχτύν ουρανό, τα δέντρα αντί πράσινα να τα βλέπουμε καφετιά, τη γαλανή θάλασσα να τη βλέπουμε θολή και λερωμένη, μόνο και μόνο γιατί τα μαύρα τα γυαλιά είναι μοντέρνα. Οι γυναίκες μας κάνουνε χίλια-δυο για να γίνουνε πιο έμορφα τα μάτια τους, κ' ύστερα βά­ζουνε μπροστά τους ολόκληρες τζαμαρίες, που φρά­ζουνε όχι μονάχα τα μάτια τους μα και τα μάγουλά τους, σαν νά 'ναι βουτηχτάδες, κι αντίς έμορφα πρό­σωπα με αγνά και καθαρά μάτια, βλέπεις νεκροκεφα­λές με μαύρες ματότρυπες, μόνο και μόνο γιατί οι νεκροκεφαλές είναι πιο μοντέρνες από τα ζωντανά πρόσωπα με τα έμορφα μάτια. Στο ζαχαροπλαστείο τραβά η όρεξή τους ένα κανταΐφι ή έναν μπακλαβά ή κανένα ριζόγαλο, και μολαταύτα παραγγέλνουνε κά­ποιο γλυκό με ξενικό όνομα, κι όσο πιο ασυνήθιστο είναι τ' όνομα, τόσο πιο καλά, κι ας μην κατεβαίνει, φτάνει που κοιτάζουνε οι διπλανοί, «οπισθοδρομημένοι» με απορία για το παράξενο γλυκό που τρώνε! Στη μουσική, όχι μοναχά είναι της μόδας τα ξένα τραγού­δια, αλλά και τα τελειοποιούμε. Εδώ τα ιταλιάνικα γίνονται πιο ιταλιάνικα, τα γαλλικά πιο γαλλικά, τα μεξικάνικα, οι χαβάγιες, τα τυρολέζικα ουά-ουά, τα σπανιόλικα. Κι αυτοί που τα τελειοποιούνε είναι κά­ποιοι παπαγάλοι, που «μιμούνται θαυμάσια» το κάθε τι, και ονομάζονται «καλλιτέχναι και καλλιτέχνιδες του άσματος». Μάλιστα, έχουμε και κάποιους βαρυσή­μαντους, που κάνουνε και εισαγωγή σ' αυτά τα βαθιά και μεγάλα έργα «ενδελεχώς και εμπεριστατωμένως». Κακόμοιρη Ελλάδα! Λέμε κάπου-κάπου και κανένα ελληνικό, ως επί το πλείστον όμως «ενορχηστρωμένον», δηλ. «λεβαντινισμένο» από κάποιον αισθηματίαν ανόητον, που δεν έχει ιδέα ούτε από Ελλάδα, ούτε από λαό, ούτε από χωριό, ούτε από τίποτα! Αυτός ο υστερισμός έχει πιάσει τον κόσμο, κι αν δεν είσαι τέ­τοιος «μοντέρνος», σε βλέπουνε με λύπη και με κατα­φρόνηση. Η δεσποινίδα που λέγει «κάθομαι εις την οδός τάδε» και πως στο σπίτι της έχει «κομφλόρ» και «τελέφωνο» κλπ., χορεύει «σάμπα», μαδά τα φρύ­δια της για να μοιάσει με τη σπανή «σταρ», που βλέ­πει στο «σινεμά», μίλα σαν να μην ξέρει να μιλήσει ελληνικά, κι ο νεαρός Έλλην τρελλαίνεται γι' αυτά τα μοντέρνα χαρίσματα και περιφρονά την αδερφή του πού 'ναι το πρόσωπό της σαν της Παναγιάς, και που είναι νοικοκυρούλα, σεμνή, φρόνιμη  Ελληνοπούλα.
Πάντα οι Έλληνες προτιμούσανε τα ξένα από τα δικά τους, τώρα όμως τα μισούνε κιόλας τα δικά τους, μισούνε κι όποιον τα αγαπά και τα κρατά. Τυχαίνει να βρεθεί στο τραμ μια μοντέρνα, και κοντά της να κάθε­ται καμμιά χωριατοπούλα με το τσεμπέρι, κ' η κακο­μοίρα κάθεται φοβισμένη, σταυροχεριασμένη, αυτή που γέννησε τον Θανάση Διάκο και τον Νικηταρά, και κοιτάζει την άλλη που χλιμιντρά και ξετινάζει τα κί­τρινα μαλλιά της, κ' είναι ένα κανάτι μπογιατισμένο, χωρίς ψυχή, χωρίς πόνο, χωρίς αγνή χαρά, χωρίς τίπο­τα. Ναι, μπροστά σ' αυτά τα ξόανα κάθεται η Ελλά­δα, η αληθινή κ' η βασανισμένη, σταυροχεριασμένη, βουβή, σαν νά 'ναι φταίχτρα!
Αλλά πάμε και παραπέρα: Στις εκκλησιές, και κει μοντερνισμός, και μάλιστα πιο σιχαμερός. Παπάδες, ψάλτες, νεωκόροι, καντηλανάφτες, όλοι κοιτάζουνε ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον στον μοντερνισμό. Θέλουνε ξανθιούς Χριστούς, μαντόνες κοκκινομάγουλες και σπανές, αγίους χαμογελαστούς, με κείνο το φαρισαϊκό μειδίαμα που έχουνε οι μοντέρνοι θεατρίνοι, α­διάφοροι για την Ορθοδοξία, νεωτεριστές που δεν θέ­λουνε το ράσο που φορούσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, μήτε το καμηλαύχι, μήτε το τυπικό της εκκλη­σίας, μήτε την κατανυκτική ψαλμωδία της, γιατί τους κάνει να νοιώσουνε το χάλι που βρίσκεται η ψυχή τους. Άξεστοι κι αμόρφωτοι από αληθινή θρησκευτική γνώση, μιλάνε ολοένα για νεωτερισμούς, για μεγάφωνα, για «αιθούσας διαλέξεων», για «ορατόρια», για «αλτάρια»  κλπ. Κοντά τους στέκονται και κάποιοι μουσικοσυνθέτες που «ενορχηστρώνουν» τους εκκλη­σιαστικούς ύμνους μας, χωρίς να έχουνε ιδέα τι είναι εκκλησία, τι είναι ο πνευματικός της χαρακτήρας, τι είναι η ελληνική ψυχή, και με επιπολαιότητα λεβαντίνικη φτιάνουνε κάποιες μουσικές χωρίς σύσταση, πολύφωνες χορωδίες με υστερικά ξεφωνητά από κάποια γυναικάρια και με χοντροφωνάρες, ξένες για τ' αυτιά μας, ξένες για την καρδιά μας, ξένες για την ψυχή μας, και οι ίδιες ανούσιες και βλακώδεις για κάθε άνθρωπο που δεν τον έχει παραλύσει η ψευτιά.

Όλοι αυτοί έχουνε την ιδέα πως είναι οι κλειδοκράτορες «της προόδου και της ζωής του έθνους», ενώ εμείς είμαστε «καθυστερημένοι», στρείδια κολλημένα στο βράχο της παράδοσης, «εχθροί της προόδου», «στοιχεία άχρηστα και πεθαμένα για την μεγάλην αποστολήν του έθνους μας».
Αυτό με κάνει να θυμηθώ τον ανατολίτικο μύθο που είπα στην αρχή: «Μια φορά, λέγει ο μύθος, ήτανε ένας σουλτάνος, καλός και δίκιος, κ' είχε έναν βεζύρη, που ήτανε κι αυτός καλός και δίκιος, κ' ήτανε κι αστρολό­γος. Μια μέρα ο βεζύρης λέγει του σουλτάνου, πως είδε κάποια σημάδια στον ουρανό πως θα βρέξει στον κόσμο ένα νερό τρελλό, και πως όποιος το πιει αυτό το νερό, θα τρελλαίνεται. Και πως όλοι οι άνθρωποι που ζούνε στην επικράτειά τους θα το πιούνε και θα χάσουνε τα λογικά τους, και δεν θα νοιώθουνε πια τίποτα, μήτε τι είναι σωστό και τι είναι ψεύτικο, μήτε τι είναι καλό και τι είναι κακό, μήτε τι είναι νόστιμο και τι είναι άνοστο, μήτε τι είναι δίκιο και τι είναι άδικο. Σαν τ' άκουσε αυτά τα λόγια ο Σουλτάνος, γυρίζει και λέγει στον βεζύρη: "Αφού θα τρελλαθεί όλος ο κό­σμος, πρέπει να κοιτάξουμε να μην τρελλαθούμε κ' εμείς, γιατί αλλοιώς πώς θα τους κρίνουμε με δικαιο­σύνη;". Του λέγει ο βεζύρης πως ο λόγος του είναι σωστός και πως θά 'πρεπε να προστάξει να μαζέψουνε από το καλό νερό που πίνανε, και να το φυλάξουνε μέσα στις στέρνες, για να μην πίνουνε από το χαλα­σμένο και κρίνουνε παλαβά κι άδικα, μα δίκια, όπως έχουνε χρέος. Έτσι κ' έγινε. Σε λίγον καιρό έβρεξε στ' αλήθεια, και το νερό ήτανε νερό τρελλό, και τρελλαθήκανε όλοι οι άνθρωποι, και δεν γνωρίζανε οι καϋμένοι τι τους γίνεται, κ' είχανε το ψεύτικο για αληθι­νό, το κακό για καλό, το άδικο για δίκιο. Μα ο σουλτά­νος κι ο βεζύρης πίνανε από το καλό νερό που είχανε φυλαγμένο, και δεν τρελλαθήκανε, αλλά κρίνανε τον κόσμο με δικαιοσύνη. Μα ο κόσμος τά ‘βλέπε ανάπο­δα, και δεν ήτανε ευχαριστημένος από την κρίση του σουλτάνου και του βεζύρη, και φωνάζανε πως τους αδικούνε, και κοντεύανε να σηκώσουνε επανάσταση. Μετά καιρό, σαν είδανε κι αποείδανε, ο σουλτάνος κι ο βεζύρης, χάσανε το κουράγιο τους, και λέγει ο σουλτά­νος στο βεζύρη: "Τούτοι οι φουκαράδες αληθινά χάσα­νε τα φρένα τους, και τα βλέπουνε όλα ανάποδα κι όπως πάμε, μπορεί και να μας σκοτώσουνε επειδή θέ­λουμε να τους κρίνουμε με δικαιοσύνη για να ευτυχήσουνε. Το λοιπόν, βεζύρ εφέντη, άιντε να χύσουμε το καλό νερό από τις στέρνες, και να πιάσουμε να πίνουμε κ' εμείς από το τρελλό νερό, να γίνουμε σαν κι αυτούς, και τότε θα μας καταλαβαίνουνε και θα μας αγαπάνε". Έτσι κ' έγινε. Ήπιανε κι αυτοί από το παλαβό νερό και τρελλαθήκανε, και κρίνανε τρελλά κι άδικα, κι ο κόσμος απόμενε ευχαριστημένος και πολυχρονίζανε τον σουλτάνο».

Θαρρώ πως κάτι παρόμοιο γίνεται και σήμερα στον τόπο μας. Εμείς, όμως, δε θα χύσουμε το λίγο νερό που είναι ακόμα φυλαγμένο μέσα στη στέρνα της πα­ράδοσης. Μα θα πίνουμε απ' αυτό το καλό νερό, και θα καλούμε να πιούνε κ' οι άλλοι Έλληνες, που τους ξεραίνει ο λίβας της ξενομανίας. Να πιούνε και να δροσισθούνε από το νερό που βγαίνει από την πέτρα, από το καλό και τ' αθάνατο νερό μας, από «το ύδωρ το ζων».

Από το βιβλίο: «Ευλογημένο καταφύγιο», Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ

Tuesday, February 3, 2015

«Να σε σσιέπει τζιαι να σε γλέπει, γιε μου»

Του Αλέκου Μιχαηλίδη

Ίσως να μην πρέπει, αυτές τις μέρες, να γράφουμε σε αυτό το συναισθηματικό τέμπο, ελέω και της εγρήγορσης, στην οποία τα γεγονότα μας αναγκάζουν να είμαστε, όμως η επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στην Κύπρο μας έβγαλε, λίγο ή πολύ, από το πρόγραμμα.

Ο πρωθυπουργός, ξεπερνώντας, εν πολλοίς, τα συμπλέγματα που κυριαρχούν στον ΣΥΡΙΖΑ επισκέφθηκε την Κύπρο ως ελληνικό έδαφος. Χωρίς πανηγύρια και αυταπάτες οφείλουμε να αναφέρουμε ότι η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στα Φυλακισμένα Μνήματα, η τιμή στους αγωνιστές της ΕΟΚΑ δεν ήταν μόνο συμβολική. Ο ίδιος μάλιστα δήλωσε δις ότι η κίνηση αυτή, συμπλήρωσε την κατάθεση στεφάνου στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, πράγμα που έκανε μόλις ορκίστηκε πρωθυπουργός. Μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση.

Ασφαλώς, δεν περιμέναμε κάτι άλλο πέρα από τη στήριξη στηνΔιζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Ούτως ή άλλως, «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται». Θα ήταν όμως ευεργετικό, ο Τσίπρας να ξεπεράσει τους φόβους και τα ενοχικά σύνδρομα των προκατόχων του, να παρασύρει και την κυπριακή κυβέρνηση προς μιαν άλλη κατεύθυνση. Προς το παρόν, δεν φαίνεται ότι θα γίνει κάτι τέτοιο. Κρατάμε τη συμφωνία ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις περνούν μέσα από το Κυπριακό και τη δήλωση ενώπιον του προέδρου της βουλής ότι «Η Κύπρος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ελληνισμού».

Αυτό που ίσως κάνει ξεχωριστή την επίσκεψη Τσίπρα στην Κύπρο, ενός αριστερού ηγέτη, δεν είναι βέβαια τα σάλια των στελεχών του ΑΚΕΛ και των άλλων κομμάτων που ύψωσαν ξαφνικά αντιμνημονιακές σημαίες, ούτε και η αναφορά Αναστασιάδη σε υδατάνθρακες. Είναι περισσότερο το ίδιο το πρόγραμμα του πρωθυπουργού. Η ίδια η σύνδεση του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής, όπου δολοφονήθηκαν 200 Έλληνες από τους Γερμανούς κατακτητές, με τα Φυλακισμένα Μνήματα, όπου κρατήθηκαν και εκτελέστηκαν αγωνιστές της ΕΟΚΑ, σηματοδοτεί κάτι εντελώς διαφορετικό από τις προηγούμενες ελλαδικές κυβερνήσεις. Ίσως ο ίδιος ο πρωθυπουργός να μην το εκλαμβάνει ως τέτοιο, αλλά στην Κύπρο είναι εντελώς διαφορετικό.

Το πρωί της Τρίτης ήταν, θεωρούμε, το αποκορύφωμα της επίσκεψης Τσίπρα. Η συνάντηση με συγγενείς αγνοουμένων στον άγιο Τύμβο της Μακεδονίτισσας είναι κάτι που θα λύγιζε ακόμα και τον πιο σκληρό πρωθυπουργό. Η γιαγιά, που ξεσπά σε λυγμούς ενώπιον του πρωθυπουργού, και βάζει τον σταυρό της λέγοντας: «Ο Θεός τζι η ευτζιή μου να σε βοηθούν, να σου διούν δύναμην, να σε σσιέπει τζιαι να σε γλέπει, γιε μου», αποτελεί την πεμπτουσία του κυπριακού δράματος.

Η πίστη στην ελλαδική ηγεσία, που συνήθως στάθηκε κατώτερη των περιστάσεων, δεν έλειψε σχεδόν ποτέ από τον κυπριακό λαό. Αυτό ας πάρει μαζί του ο Αλέξης Τσίπρας, μαζί με την ανάμνηση της αγχόνης και των φωτογραφιών των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, με τις φωτογραφίες των αγνοουμένων, κι όχι τόσο τα μηνύματα και τις διζωνικές υστερικές φωνές των μελών των ΜΚΟ, Ε/Κ και Τ/Κ, του Προέδρου Αναστασιάδη και του Δημήτρη Χριστόφια.

Monday, February 2, 2015

"Il Manifesto", το τίμημα της πολιτικής στράτευσης

Εξώφυλλο αφιερωμένο στον Lucio Magri
Του Dominique Vidal*

Περιοδικό στην αρχή, καθημερινή εφημερίδα - σύμβολο της ιταλικής Αριστεράς στη συνέχεια, η "Il Manifesto" πέρασε πολλές κρίσεις στη διάρκεια των τελευταίων σαράντα πέντε χρόνων, αλλά ποτέ δεν έχασε την ανεξαρτησία της απέναντι στα πολιτικά κόμματα και στους ισχυρούς του χρήματος. Η εφημερίδα διέρχεται και πάλι μια ταραχώδη περίοδο: υπό την απειλή της δικαστικής εκκαθάρισης, πρέπει να συγκεντρώσει ένα εκατομμύριο ευρώ, αν θέλει να αποφύγει τη χρεοκοπία.

Στα 45 της χρόνια, η "Il Manifesto" δεν ξεχνάει την προέλευσή της: τον Μάη του '68 και την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Γεννήθηκε ως περιοδικό, στις 23 Ιουνίου 1969, με πρώτο πρωτοσέλιδο "Η Πράγα είναι μόνη της". Οι δημιουργοί του, η Ροσάννα Ροσάντα, ο Λούτσιο Μάγκρι, ο Λουίτζι Πιντόρ και ο Άλντο Νατόλι, θεωρούνται εκείνη την εποχή "ινγκραϊκοί", λόγω της φιλίας τους με τον Πιέτρο Ινγκράο, στέλεχος με εξαιρετική επιρροή στην κομμουνιστική Αριστερά. Και οι τέσσερις εξεγείρονται κατά του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI), στην ηγεσία του οποίου συμμετέχουν.

Το παρελθόν επιβάλλει τον νόμο του, καθόσον διαγράφονται στο 22ο συνέδριο, στην Μπολόνια: ο Ενρίκο Μπερλιγκουέρ, που δεν είναι ακόμα "ευρωκομμουνιστής" (μολονότι το κόμμα του καταδίκασε την εισβολή των σοβιετικών δυνάμεων στην Τσεχοσλοβακία), τους θεωρεί υπερβολικά φίλα προσκείμενους στη φοιτητική αμφισβήτηση και, κυρίως, υπερβολικά επικριτικούς έναντι της Σοβιετικής Ένωσης και του "υπαρκτού σοσιαλισμού". Οι διαγραμμένοι επιβαρύνουν τη θέση τους, μετατρέποντας το περιοδικό σε εφημερίδα, η οποία δηλώνει κομμουνιστική και της οποίας το πρώτο φύλλο εκδίδεται στις 28 Απριλίου 1971.

Η ιδρυτική διακήρυξη επισημαίνει: "Επειδή ήρθε η ώρα για μια γενική και ενωτική πρωτοβουλία, ικανή για την επανεκκίνηση του έργου της προώθησης ενός πολιτικού κινήματος, ικανή να ξαναδώσει μια ενότητα και μια συνέχεια προσανατολισμού στην καθοδήγηση και στα μέλη που μας ακολουθούν και, κυρίως, ικανή να έρθει σε επαφή με το ευρύ και αποδιοργανωμένο φάσμα των κοινωνικών δυνάμεων που αμφισβητούν το καθεστώς, υπάρχει η ανάγκη ενός ημερήσιου φύλλου. Αυτή την αποτελεσματική πρακτική, αυτή την πολιτική ανάσα, μόνο ένα ημερήσιο φύλλο μπορεί να την προσφέρει". Η άκρα Αριστερά, από την Potere Οperaio (Εργατική Εξουσία), την οργάνωση του Τόνι Νέγκρι, μέχρι τη Lotta Continua (Διαρκής Αγώνας), αγνοεί την έκκληση.

Τρία χρόνια αργότερα, η ομάδα Il Manifesto ενώνεται με το Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας για να δημιουργήσουν το Κόμμα Προλεταριακής Ενότητας για τον Κομμουνισμό (PdUP). Το εγχείρημα απογοητεύει τους οραματιστές του: η συμμαχία που συγκρότησε ο νέος πολιτικός σχηματισμός με ένα πλήθος ομάδων της άκρας Αριστεράς συγκεντρώνει μονάχα 1,5% στις βουλευτικές εκλογές του 1976 και 1,4% στις βουλευτικές εκλογές του 1979. Το PdUP θα καταλήξει να ενταχθεί το 1984 στο PCI μαζί με όλα του τα υπάρχοντα -κάτι χωρίς προηγούμενο στο κομμουνιστικό κίνημα!

Στο μεταξύ, με πενήντα χιλιάδες φύλλα ημερήσια κυκλοφορία, η "Il Manifesto" έχει κατακτήσει μια αυτόνομη θέση στο τοπίο της ιταλικής Αριστεράς και του Τύπου. Ενσαρκώνει ταυτόχρονα τον ριζοσπαστισμό, το άνοιγμα στα κοινωνικά κινήματα, την επιθυμία για νέους προβληματισμούς, το ενδιαφέρον για τη διεθνή πραγματικότητα -δημιουργεί μια από τις πρώτες διεθνείς εκδόσεις της "Monde diplomatique", την οποία μεταφράζει κάθε μήνα από το 1994.

Πέρα από το ενημερωτικό της έργο, η εφημερίδα παίζει έτσι τον ρόλο ενός εργαστηρίου ιδεών και ιδεολογικής πυξίδας, ιδίως για το Κομμουνιστικό Κόμμα, που είναι σε διαδικασία αναζήτησης ταυτότητας. Σε καταστροφικό βαθμό... Την επαύριο της κατάρρευσης του τείχους του Βερολίνου, επί μήνες, τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος διερωτώνται για τη φύση του νέου κόμματος που τους ενθαρρύνει ο γενικός γραμματέας, Ακίλε Οκέτο, να ιδρύσουν και, προσωρινά αποκαλούν "la cosa" (το πράγμα). Μια ταινία με το ίδιο όνομα του σκηνοθέτη Νάνι Μορέττι αφηγείται με πολύ χιούμορ αυτή την περιπέτεια όπως τη βλέπουν οι από κάτω -"ένα μάθημα δημοσιογραφίας", το χαρακτήρισε η Ροσάντα...

Δεν υπάρχει μεγάλη απόσταση από το Καπιτώλιο μέχρι τον Ταρπιανό βράχο, λέει μια λατινική παροιμία: στο πρώτο παρήλαυναν οι νικητές στρατηγοί, από τον δεύτερο γκρέμιζαν τους θανατοποινίτες στο κενό. Αφού κατόρθωσε να συσπειρώσει περισσότερο από το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος, το PCI υποχωρεί έως ότου εξαφανίζεται, το 1991. Ο κύριος κληρονόμος του, το Δημοκρατικό Κόμμα (PD), είναι ο κυρίαρχος κεντρώος σχηματισμός. Ο άλλος κλάδος, το Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (PRC), εξαφανίστηκε το 2008 από το Κοινοβούλιο, στο οποίο πρόεδρος τότε ήταν ο Φάουστο Μπερτινότι.1

Εν μέσω νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, αυτή η διπλή εξέλιξη μεταφράζεται σε δύο θανάτους: αυτόν της "Liberazione", της ημερήσιας εφημερίδας του PRC, της οποίας ο διαδικτυακός τόπος έκλεισε το 2014, και αυτόν της ημερήσιας εφημερίδας του PCI, της "L' Unità", το τελευταίο κακέκτυπο της οποίας διέκοψε την έκδοσή του τον ίδιο χρόνο. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιβίωση της "Il Manifesto" θα ήταν ένα θαύμα, αν δεν βρισκόταν κι αυτή στην κόψη του ξυραφιού.

Πράγματι, δεν είναι η πρώτη φορά που η εφημερίδα κάνει έκκληση στη γενναιοδωρία των φίλων της για να ξεπεράσει μια δύσκολη κατάσταση. Το 1997, η "Il Manifesto" είχε μάλιστα εκδώσει ένα φύλλο που είχε πουληθεί προς 50.000 λιρέτες (26 ευρώ)! Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, όλες οι ενδείξεις είναι ακόμα στο κόκκινο: οι πωλήσεις μειώνονται, οι επιδοτήσεις στον Τύπο ελαττώνονται, η διαφήμιση σπανίζει και οι 120 εργαζόμενοι της εφημερίδας κοστίζουν ακριβά, παρά τους σπαρτιάτικους μισθούς τους. Πράγμα που οδηγεί στη δημιουργία ελλειμμάτων, τα οποία απαγορεύονται στις συνεταιριστικές επιχειρήσεις. Αποτέλεσμα: τον Φεβρουάριο του 2012, η εφημερίδα κηρύσσεται σε πτώχευση και τρεις μήνες αργότερα ο σύνδικος ανακοινώνει στη σύνταξη τη διακοπή όλων των δραστηριοτήτων.

Ευτυχώς η Δικαιοσύνη δεν εφάρμοσε την απειλή. Και η "Il Manifesto" κατόρθωσε να βελτιώσει τη θέση της: παρά τη δραστική μείωση του αριθμού των δημοσιογράφων, οι συνδρομές και οι πωλήσεις αυξάνονται. Παραμένει όμως μια δαμόκλειος σπάθη: οι εκκαθαριστές θα βγάλουν σε πλειστηριασμό τον τίτλο της εφημερίδας, με κίνδυνο να μην πέσει σε καλά χέρια. Η ομάδα κινητοποιείται για να τον εξαγοράσει χωρίς καθυστερήσεις.

Η "'Il Manifesto' είναι πρώτα απ' όλα εσύ. Εξαγόρασέ την": αυτό είναι το θέμα της εκστρατείας συμμετοχών που ξεκίνησε τον Νοέμβριο.2 Στόχος, η συλλογή ενός εκατομμυρίου ευρώ ώστε ο συνεταιρισμός να εξαγοράσει τον τίτλο και να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της εφημερίδας. Για τις ανάγκες του εγχειρήματος εκδόθηκε στις 13 Νοεμβρίου ένα φύλλο στην τιμή των 20 ευρώ. Όπως γράφει η Νόρμα Ραντζέρι, συνδιευθύντρια της εφημερίδας μαζί με τον Τομάζο ντι Φραντσέσκο, "η φυσιογνωμία της εφημερίδας μας, ο καθαρά εκδοτικός της χαρακτήρας, χωρίς αφεντικό, ο συνεταιρισμός των δημοσιογράφων και των εργατών, ήταν πάντα μια ευτυχής ανωμαλία, μια αίρεση, μια απόδειξη με σάρκα και οστά ότι η αγορά δεν είναι απόλυτος μονάρχης και οι νόμοι της δεν είναι και δικοί μας".

* Ο Dominique Vidal είναι ιστορικός και δημοσιογράφος. Διευθύνει μαζί με τον Bernard Badie την ετήσια έκδοση "L' Etat du Monde", La Découverte, Παρίσι.