Saturday, December 28, 2019

Η επερχόμενη μετανάστευση από την υποσαχάρια Αφρική

Του Κρίστοφερ Κάλντγουελ 

Το 2018, ο Στέφεν Σμιθ, αμερικανικής καταγωγής ανταποκριτής ειδήσεων από την Αφρική για τις παριζιάνικες εφημερίδες Λε Μοντ και Λιμπεριασιόν, και καθηγητής Αφρικανικών και Αφροαμερικανικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Ντιούκ, δημοσίευσε στα γαλλικά ένα βιβλίο υπό τον τίτλο Η έφοδος προς την Ευρώπη, ένα μικρό, ψύχραιμο και ανοιχτόμυαλο έργο για την αναμενόμενη μαζική μετανάστευση από την Αφρική προς την Ευρώπη. Πρόκειται για το πιο σημαντικό βιβλίο που έχει γραφεί για το ζήτημα, και γι’ αυτό και πολύ σύντομα πυροδότησε συζητήσεις στο Παρίσι.
Ο Σμιθ ξεκινάει αναφερόμενος σε μερικά δεδομένα: Στην Αφρική κάθε χρόνο προστίθενται πληθυσμοί με ρυθμούς που η ήπειρος δεν έχει ξαναγνωρίσει. Μόνο και μόνο ο πληθυσμός της Υποσαχάριας Αφρικής θα διπλασιαστεί στα 2.2 δισ. μέχρι τα μέσα του αιώνα, ενώ αυτός της Ευρώπης θα μειωθεί σ’ ένα ισχνό 0,5 δισ.
Όσο πιο κοντά κοιτάει κανείς, τόσο πιο εντυπωσιακά εμφανίζονται οι αλλαγές. Το 1950, η χώρα του Νίγηρα στη Σαχάρα είχε μόλις 2,6 εκατομμύρια ανθρώπους και ήταν μικρότερη από το Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Το 2050 θα έχει 68,5 εκατομμύρια ανθρώπους, φτάνοντας έτσι στα μεγέθη της Γαλλίας. Την ίδια εποχή, η γειτονική Νιγηρία θα έχει 411 εκατομμύρια ανθρώπους, και θα είναι σίγουρα μεγαλύτερη από τις ΗΠΑ. Το 1960, η πρωτεύουσα της Νιγηρίας, το Λάγος, είχε μόλις 350.000 κατοίκους, ήταν μικρότερο δηλαδή από το Νιούαρκ. Αλλά πλέον ο πληθυσμός του έχει 60πλασιαστεί φτάνοντας τα 21 εκατομμύρια, και προβλέπεται να διπλασιαστεί ξανά μέσα στην επόμενη γενιά, καθιστώντας το Λάγος την μεγαλύτερη πόλη του κόσμου, με πληθυσμό σχεδόν ανάλογο με εκείνον της Ισπανίας.
Η υποσαχάρια μετανάστευση προς την Ευρώπη είναι ακόμα πρόσφατη και αρκετά περιορισμένη σε μεγέθη –περίπου 200.000 άνθρωποι τον χρόνο. Ωστόσο, ο περιορισμός της απαίτησε τεράστιες προσπάθειες από την πλευρά των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, μεταξύ των οποίων και ορισμένες μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ιταλίας και των δυνάμεων που ελέγχουν τα απομεινάρια της λιβυκής ακτοφυλακής. […]
Θα ισχύει όμως πάντοτε κάτι τέτοιο; Το δύσκολο είναι να υπολογίσει κανείς πόσοι θα εκδηλώσουν τη βούληση να έρθουν, και αντιστοίχως πόσους η Ευρώπη είναι σε θέση να αφομοιώσει. Ο Σμιθ χρησιμοποιεί διάφορους τρόπους για να υπολογίσει το μέγεθος που θα λάβουν στο μέλλον οι πληθυσμιακές εισροές από αυτήν την περιοχή. Συγκριτικά αναφέρει επίσης ότι, μεταξύ του 1850 (όταν η Ευρώπη είχε πληθυσμό 200 εκατομμύρια κατοίκους) και την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (όταν ο πληθυσμός της είχε φτάσει τα 300 εκ.), μετανάστευσαν από την ήπειρο περίπου 60 εκ. άνθρωποι, οι περισσότεροι στις ΗΠΑ. Το Μεξικό, αντίστοιχα, είχε 30 εκατομμύρια ανθρώπους το 1955 και είδε τον πληθυσμό του να διπλασιάζεται έως το 1975, στέλνοντας παράλληλα 10 εκ. ανθρώπους στις ΗΠΑ. Σήμερα, 37 εκ. Αμερικανοί μεξικάνικης καταγωγής αντιστοιχούν στο 11,2% του συνολικού πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με αυτά τα παραδείγματα, τι θα συμβεί με την Αφρική, όταν ο πληθυσμός της διπλασιαστεί στα 2 δισ. μέχρι τα μέσα του αιώνα; Ο Σμιθ σημειώνει ότι αν η δυναμική εξελιχθεί όπως η αντίστοιχη του Μεξικού, ο αφρικανικός πληθυσμός που θα βρίσκεται στην Ευρώπη θα αγγίξει τα 150 εκ. μέχρι τα μέσα του αιώνα.
Το μοντέλο ανάλυσης του Σμιθ αρνείται τα πολιτικά μας στερεότυπα. Υποστηρίζει ότι η μετανάστευση δεν έχει ως ελατήριό της την απόλυτη φτώχεια. Το ταξίδι από την Αφρική στην Ευρώπη μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν αυτός που θέλει να το πραγματοποιήσει συγκεντρώσει 2.000$. Μόλις το κάνει, δεν υπάρχει καλύτερη επένδυση γι’ αυτόν ή για το χωριό του από το να ξεκινήσει για την Ευρώπη.
Μια δεύτερη προϋπόθεση για να εκδηλωθεί μια μεγάλης κλίμακας μετανάστευση είναι η ύπαρξη ομάδων υποδοχής σε μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Το παράδειγμα της Μινεσότας μπορεί να αποβεί χρήσιμο για το πώς δουλεύει αυτή η σχέση. Ο λόγος για τον οποίο το 1/3 του πληθυσμού της Μινεσότας είναι σομαλικής καταγωγής –που ήδη έχει εκλέξει την Ιλάν Ομάρ με τους Δημοκρατικούς, ως πρώτη εκπρόσωπό του στο Κογκρέσο– είναι ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1980 εγκαταστάθηκε εκεί μια μικρή κοινότητα επιχειρηματιών από το Μογκαντίσου. Άρα αυτό που απαιτείται για να μεταναστεύσει κάποιος στις μέρες μας είναι λεφτά για την έναρξη του ταξιδιού, και μια κοινότητα στον τόπο προορισμού. Αν υπάρχουν αυτά, δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να αποτρέψει τον επίδοξο μετανάστη. Ναι, χιλιάδες έχουν πνιγεί προσπαθώντας να διασχίσουν τη Μεσόγειο με υποτυπώδη πλωτά μέσα. Οι πιθανότητες να πεθάνει κανείς ενόσω κάνει αυτό το ταξίδι είναι μία στις τριακόσιες. Αλλά ενώ αναμφίβολα πρόκειται για τραγωδία, δεν λειτουργεί απαραίτητα αποτρεπτικά: Για μια γυναίκα από το Νότιο Σουδάν, οι πιθανότητες που έχει να πεθάνει κατά τη γέννα της, είναι μία στις εξήντα. […]
Οι ιδέες του Σμιθ δίχασαν την κοινή γνώμη της Γαλλίας κατά έναν παράδοξο τρόπο. Ο πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν έπλεξε το εγκώμιο του βιβλίου. Διάφοροι έγκριτοι οργανισμοί, ακόμα κι αυτή η υψιπετής γαλλική Ακαδημία, του απένειμαν βραβεία. […] Σίγουρα, υπάρχουν πολλά για να διαφωνήσει κανείς στην ανάλυση του Σμιθ. Αλλά οι επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν εναντίον του βιβλίου δεν στέκονται σε τέτοια ζητήματα. Αποβλέπουν στο να καταγγείλουν τον Σμιθ και να απονομιμοποιήσουν τη γενικότερη θέση του. […]
Ο Ζυλιέν Μπρανσέ, ερευνητής διεθνούς ανάπτυξης στη Σορβόννη, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην γαλλική ιστοσελίδα Mediapart, κατηγορεί τον Σμιθ ως ρατσιστή, ξενοφοβικό, ακροδεξιό, συνωμοσιολόγο. […] Οποιοσδήποτε συγγραφέας αποπειράται να παρεκκλίνει της επίσημης άποψης για την μετανάστευση, θα πρέπει γρήγορα να συνηθίσει στην ιδέα ότι θα αντιμετωπίζεται με αυτόν τον τρόπο. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι εάν ο Σμιθ είναι ακροδεξιός ή αντιαφρικάνος, εκφράζει τις ιδέες του με έναν πολύ παράδοξο τρόπο. Έχτισε την καριέρα του δουλεύοντας στη στρατευμένη Λιμπερασιόν, Είναι καθηγητής σε αμερικανικό πανεπιστήμιο και μιλάει σαν καθηγητής, ενώ περιγράφει τα σύνορα ως «χώρους διαπραγμάτευσης», κάτι με το οποίο ο Ματέο Σαλβίνι σίγουρα δεν θα συμφωνούσε.
Η απόπειρα των Γάλλων διανοουμένων να αποκλείσουν από τη συζήτηση τον Σμιθ, προπαγανδίζοντας το επιχείρημα ότι δεν διαθέτει τα προσόντα για να συμμετάσχει στον δημόσιο διάλογο, είναι παιδιάστικη. Ο Σμίθ έχει πάρει το διδακτορικό του από ένα διάσημο ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο (το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου) και διδάσκει σ’ ένα επίσης διάσημο αμερικάνικο ίδρυμα, το Ντιούκ. […]
Στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να φανταστούμε κάποιον άλλον ικανότερο για να πραγματοποιήσει μια μελέτη σε αυτό το πολύπλοκο και ευαίσθητο ζήτημα. Ο Σμιθ γνωρίζει πολύ καλά τις χώρες τις Αφρικής και μπορεί να συμπεριλάβει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στη μετανάστευση: Η λίμνη Τσαντ, για παράδειγμα, από την οποία εξαρτώνται περίπου 30 εκατομμύρια άνθρωποι στον Νίγηρα, τη Νιγηρία, το Καμερούν και το Τσαντ, έχει περιοριστεί στο 1/10 του μεγέθους που είχε το 1960, και απειλείται με εξαφάνιση. Γνωρίζει επίσης τη βιβλιογραφία για τις αφρικανικές οικονομίες. Είναι από τους ελάχιστους δυτικούς ανταποκριτές που ενδιαφέρθηκαν για την αφρικανική λογοτεχνία, και ιδίως τους Ν. βα Τιόνγκ’ο και τον Ι. Ντίνεσεν. Το έργο του είναι γεμάτο από παραπομπές στα Γιορούμπα και αραβικές παροιμίες. Η δουλειά του αντανακλά αυτό που κάποτε ο Μπένεντικτ Άντερσον αποκάλεσε «ο αυθεντικός, σκληρός διεθνισμός ενός πολύγλωσσου».
Στην εποχή μας διανοητικές αρετές όπως η αντικειμενικότητα, η πολυμάθεια, η λογική και η κατανοητή γραφή θεωρούνται από ορισμένους στρατευμένους διανοούμενους άχρηστα στοιχεία, ακόμα και απειλητικά. Τα ευρωπαϊκά πολιτικά ζητήματα, όπως και τα αμερικάνικα, προσεγγίζονται πλέον ολοένα και περισσότερο σαν να είναι ζητήματα «αξιών» και «δικαιωμάτων» – και ιδωμένα από αυτήν την σκοπιά, είναι αδιαπραγμάτευτα. Η μετανάστευση είναι ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα τέτοιου τύπου […] μιας και παρατηρούμε ότι όσοι επιθυμούν ανοιχτά σύνορα, απολαμβάνουν ένα ιδεολογικό πλεονέκτημα, τη δυνατότητα που έχουν να διακόψουν εντελώς οποιαδήποτε συζήτηση με τους αντιπάλους τους. Γιατί, η μετανάστευση μπορεί και θεωρείται ένα αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα, οπότε δεν υπάρχει κανένας χώρος για να μιλήσει κανείς για οφέλη, κόστη, ή έστω να επικαλεστεί οποιοδήποτε πραγματικό δεδομένο σχετικά με αυτήν…

Πηγή: National Review Μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς για την εφημερίδα Η Ρήξη

Monday, December 23, 2019

Αναζητώντας τις ρίζες της παθογένειας της σύγχρονης κοινωνίας

Προδημοσίευση από το 2ο τεύχος ResPublica / Σημειώσεις εκτός γραμμής για την ριζική κοινωνική αλλαγή. (Το νέο τεύχος Κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο 2019)

Του Θοδωρή Ντρίνια

“Ο Reinhart Koselleck (1923-2006) υπήρξε εκ των βασικών εισηγητών και θεμελιωτών του επιστημονικού κλάδου της Ιστορίας των Εννοιών (Begriffsgeschichte) και θεωρείται από πολλούς ο σημαντικότερος ιστορικός της μεταπολεμικής Γερμανίας. Το παρόν σημείωμα αποτελεί ουσιαστικά την επισκόπηση του πρώτου μείζονος έργου του, Kritik und Krise. Pathogenese der Bürgerlichen Welt (Κριτική και κρίση. Η παθογένεια του αστικού κόσμου), το οποίο στην πραγματικότητα ήταν η διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης το 1954. Ο Koselleck, μόλις λίγα χρόνια πριν, είχε βγει ζωντανός από το σφαγείο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στάθηκε μάλιστα διπλά τυχερός. Πρώτον, γιατί επέζησε απ’ όλα τα πεδία των μαχών, στις οποίες έλαβε μέρος ως στρατιώτης της Βέρμαχτ, από τα 18 του χρόνια και για τέσσερα ολόκληρα έτη (1941-45). Δεύτερον, γιατί ήταν από τους ελάχιστους Γερμανούς στρατιώτες που επέστρεψαν από τα γκουλάγκ του Καζακστάν, στα οποία οδηγήθηκε ως αιχμάλωτος πολέμου του Σοβιετικού Κόκκινου Στρατού (1945-46). Λίγο πριν είχε εξαναγκαστεί να περπατήσει από το Όντερμπεργκ, όπου αιχμαλωτίστηκε, μέχρι το Άουσβιτς για να αντικρίσει ενεός τα, άταφα ακόμη, «επιτεύγματα» του Γ’ Ράιχ. Παράλληλα, την εποχή που γράφει τη διατριβή του, ο Ψυχρός Πόλεμος έχει απλώσει την καταθλιπτική κυριαρχία του σε όλον τον πλανήτη και οι άνθρωποι, με αγωνία και τρόμο, παρακολουθούν μια απίθανη κούρσα θερμοπυρηνικών εξοπλισμών μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, η οποία τους απειλεί με οριστική εξόντωση. Ο Koselleck είναι ξεκάθαρος στον πρόλογο της αγγλικής έκδοσης του βιβλίου του το 1987. Βασικό μέλημα του έργου του ήταν να αναζητήσει τις ιστορικές προϋποθέσεις εμφάνισης σύγχρονών του φαινομένων, όπως η άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία και ο Ψυχρός Πόλεμος, πίσω στο Διαφωτιστικό ρεύμα και την αστική φιλοσοφία του 18ου αιώνα, όπου οι ουτοπιστικές αντιλήψεις των αρχών του 20ου αιώνα έχουν, κατ’ αυτόν, τις ρίζες τους.

Ο Koselleck θεωρεί τον 18ο αιώνα ως τον προθάλαμο της σημερινής εποχής. Αναζητά εκεί, στις απαρχές της σύγχρονης φιλοσοφίας της ιστορίας, την εμφάνιση της πολιτικής κρίσης, η οποία, μετά τη Γαλλική Επανάσταση, άλλοτε με παροξύνσεις και άλλοτε με υφέσεις, καθορίζει τα μείζονα πολιτικά γεγονότα από το 1789 μέχρι τις μέρες του. Το βασικό θέμα του είναι η γένεση του Ουτοπισμού μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο λειτουργικό πλαίσιο, εκείνο του 18ου αιώνα. Για να το επιτύχει αυτό αποφεύγει να συγκρίνει περασμένες και σύγχρονες εκφράσεις της φιλοσοφίας της ιστορίας, να αξιολογήσει το περιεχόμενο των ουτοπικών στόχων τους ή να αναδείξει την ιδεολογική τους δομή. Αντίθετα, επικεντρώνεται με ζήλο στη μελέτη της πολιτικής κατάστασης της αστικής τάξης εντός του πλαισίου του Απολυταρχικού/Μοναρχικού Κράτους, μέσα από το οποίο ξεπήδησε και την κατανόηση της πολιτικής λειτουργίας που η αστική σκέψη και κύρια ο Διαφωτισμός, επιτέλεσε εντός και ενάντια αυτής της Απολυταρχίας. Ρητά αναφέρει στην εισαγωγή της εργασίας του ότι η ιστορική αυτή αναδρομή δεν στοχεύει στην αποτύπωση νομοτελειακών σχέσεων με το σήμερα, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν, δια της αντιστροφής, η αποδοχή μιας φιλοσοφικο-ιστορικής εκδοχής της προόδου σαν εκείνη που θεμελίωσε η αστική σκέψη τον 18ο αιώνα και η οποία είναι ακριβώς το αντικείμενο της μελέτης του. Αντίθετα, ο στόχος του είναι «απλούστερος»: να πάει τόσο πίσω όσο εκεί που μπορεί να θεμελιώσει την αξία της αστικής συνείδησης εντός του απολυταρχικού συστήματος εξουσίας. Σε μια περίτεχνη μεθοδολογική διατύπωση ο Koselleck δηλώνει: «Η ανάλυσή μας θα επικεντρωθεί στο παρόν που παρήλθε, όχι στο παρελθόν του. Το πιο πρόσφατο παρελθόν θα μελετηθεί μόνο στο βαθμό που περιέχει όρους σχετικούς με τα ερωτήματά μας για το 18ο αιώνα».”

Oλόκληρο το κείμενο στο 2ο τεύχος ResPublica

Tuesday, December 17, 2019

Οι Κέλτες τελειώνουν τον αγγλικό μεσαίωνα

Του Αλέκου Μιχαηλίδη

Οι Εγγλέζοι ήταν ξεκάθαροι. Αστοί, εργάτες, πλούσιοι και φτωχοί έδωσαν ρητή λαϊκή εντολή στον Μπόρις Τζόνσον να προχωρήσει ακλόνητος και να υλοποιήσει το Brexit μέχρι την 31η Ιανουαρίου 2020. Μετά από τρία χρόνια, η βρετανική κυβέρνηση έχει ξεκάθαρο πολιτικό πρόγραμμα και ο βρετανικός λαός επανέλαβε το «Ναι» του δημοψηφίσματος για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο κι αν δακρύβρεχτα αναλύεται το αποτέλεσμα στην Κύπρο και σε άλλες χώρες, ο αγγλικός λαός αξιώνει εκ νέου την αυτόνομη πορεία της χώρας του. Κουτσιά καθαρισμένα…

Πέραν, όμως, από την ξεκάθαρη νίκη των Συντηρητικών, τα υπόλοιπα αποτελέσματα των βρετανικών εκλογών εξάγουν χρήσιμα συμπεράσματα και αποτελούν ευκαιρία για σοβαρές ανατροπές στα δεδομένα. Σοβαρές ανατροπές που θα απελευθερώσουν τους λαούς που επιβιώνουν υπό την αίρεση του Στέμματος και αυτού του μεσαίωνα που εγγυώνται το Λονδίνο, το Μπάκιγχαμ, το Ουέστμινστερ. Σοβαρές ανατροπές, φτάνει οι χώρες να ξεσπάσουν και να απαγκιστρωθούν από το «καρκίνωμα» που λέγεται Μεγάλη Βρετανία. Σοβαρές ανατροπές που αφορούν και την Κύπρο.

Σκωτσέζοι και Ιρλανδοί κρατούν πλέον στα χέρια τους την «ενότητα» της πάλαι ποτέ Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η σημαντική άνοδος 13 εδρών του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας (SNP) και οι συνολικές 48 που αποκτά στη νέα Βουλή των Κοινοτήτων επιτρέπουν στους Σκωτσέζους να επαναλάβουν το δημοψήφισμα για ανεξαρτησία. Πλέον, η «θαλπωρή» του Ηνωμένου Βασιλείου (άκου όνομα που χρησιμοποιούν στον 21ο αιώνα) εξαντλείται και η ηγεσία της Σκωτίας οφείλει να τολμήσει μία πράγματι ηρωική έξοδο προς την αυτοδιάθεση του λαού της. Άλλωστε, η πρωθυπουργός και ηγέτιδα του SNP Νίκολα Στέρτζιον δεσμεύτηκε για την επόμενη μέρα: «Δόθηκε πλέον εντολή για να προσφερθεί στον λαό της Σκωτίας η δυνατότητα να επιλέξει το μέλλον του» δήλωσε μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος.

Σ’ ό,τι αφορά στο ιρλανδικό ζήτημα, τα πράγματα μοιάζουν πιο δύσκολα. Το «Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα», που στήριζε πάντα την παραμονή της Βόρειας Ιρλανδίας υπό βρετανική κατοχή, απώλεσε δύο έδρες και μετά από πάρα πολλά χρόνια είδε το Sinn Fein και το SDLP (Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό και Εργατικό Κόμμα), δύο κόμματα υπέρ της ενότητας της Ιρλανδίας, να το ξεπερνούν. Πλέον, το ύποπτο DUP δεν θα μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα εντός Βουλής των Κοινοτήτων και, ασφαλώς, οι εκκλήσεις του Sinn Fein για αποχώρηση της Βόρειας Ιρλανδίας από το Ηνωμένο Βασίλειο και επανένωση με την Ιρλανδική Δημοκρατία δεν βρίσκονται στο περιθώριο.

Είναι, εν τέλει, καιρός να γραφτεί ένα πελώριο «ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ» στην ιστορία μίας μοναρχίας που κατακρεουργεί πρώην και νυν (!) αποικίες της. Δεν είναι δυνατόν, εν έτει 2020, η Γλασκώβη της Σκωτίας, το Μπέλφαστ της Ιρλανδίας, το Κάρντιφ της Ουαλίας να βρίσκονται υπό την αίρεση ενός Παλατιού κι ενός Πρωθυπουργού που εξελέγη για να εφαρμόσει ένα σκληρά αγγλικό πρόγραμμα. Η αυτοδιάθεση των λαών που μαραζώνουν υπό τη βρετανική διοίκηση πρέπει να κυριαρχήσει, ώστε να ολοκληρωθεί η ανυπόφορα καθυστερημένη αποαποικιοποίηση. Είναι δε ιδανική ευκαιρία, να τελειώσει και η Κύπρος με τις αναχρονιστικές βρετανικές βάσεις, την Κοινοπολιτεία και όλα τα φαιδρά που κουβαλά η αγγλόφιλη και παράκαιρη αντίληψη των λόρδων του νησιού. Για τον Κόλλινς, τον Γκάντι, τον Σαντς, τον Αυξεντίου, τον Μπρένταν Μπήαν, τον Παλληκαρίδη, τον Καραολή, τον Μάτση, τον Seamus Murphy, τον Νικόλα Ιωάννου. Tiocfaidh ár lá. «Θα έρθει η μέρα μας», όπως λένε στην Ιρλανδία.

Πηγή: Εφημερίδα ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ Κύπρου

Monday, December 16, 2019

Οι βρετανικές εκλογές και το "No Society"

13 Δεκεμβρίου 2019 West Bromwich - Βρετανία - Δύο άνδρες περνούν μπροστά από μια αφισα όπου απεικονίζεται ένας εργάτης εργοστασίου και δίπλα αναγράφεται η φράση"Work conquers all" και όμως ο η νέα ελίτ ιδεολογικής απορρίπτει τον καθημερινό άνθρωπο’, ως φορέα πολιτισμικής οπισθοδρόμηση
Του Γιώργου Ρακκά

Τον Σεπτέμβριο του 2015, ο Τζέρεμι Κόρμπιν εκλέγεται πρόεδρος του Εργατικού Κόμματος έπειτα από την παραίτηση του μπλαιρικού Έντ Μίλιμπαντ, υποσχόμενος εγκατάλειψη του «τρίτου δρόμου» και στροφή του κόμματος προς τα αριστερά,για την ανάκτηση των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης, που το ψήφιζαν παραδοσιακά και που το έχουν πλέον εγκαταλείψει. Δυο μήνες μετά, ο ίδιος θα πανηγυρίζει στα βρετανικά ΜΜΕ ότι η εκλογή του στο κόμμα, διπλασίασε τον αριθμό των μελών του δημιουργώντας έτσι μια νέα κοινωνική δυναμική προς την αριστερά. Μια τάσης κοινής σε όλον τον δυτικό κόσμο, από το κίνημα ‘καταλάβετε την Γουόλ Στρητ’ και την δυναμική της υποψηφιότητας Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, μέχρι τους ανερχόμενους –τότε– Ποδέμος στην Ισπανία.

Τέσσερα χρόνια μετά, και αφού η δυναμική αυτή του Κόρμπιν θα προσκρούσει στον σκόπελο του Μπρέξιτ –στο οποίο θα αντιταχθεί ο ίδιος και το κόμμα του, παρ όλο τον ευρωσκεπτικισμό τους για τις κοινωνικές συνέπειες μιας Ευρώπης νεοφιλελεύθερης–, η εκλογική αναμέτρηση στην οποία θα οδηγήσει τους Εργατικούς ο Κόρμπιν θα είναι μια απόλυτη καταστροφή.

Η επικράτηση του Μπόρις Τζόνσον θα είναι σαρωτική: Οι Συντηρητικοί θα πετύχουν το μεγαλύτερο ποσοστό (43,9%) από το… 1979 (τότε που εξελέγη η Μάργκαρετ Θάτσερ), ενώ θα αποσπάσουν τις περισσότερες έδρες από το 1987. Όλα αυτά θα γίνουν σε βάρος του Εργατικού Κόμματος, που θα σημειώσει κατακόρυφη πτώση σε έδρες (πάνω από 40) και ποσοστά (7,9%) χάνοντας μάλιστα προπύργια τα οποία διατηρούσε από το… 1935 (!).

Περισσότερο, όμως, ενδιαφέρον για την εκλογική γεωγραφία του Εργατικού Κόμματος είναι το που κέρδισε, και όχι το που έχασε: Σε όλες αυτές τις περιοχές των νέων εύπορων στρωμάτων της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες βρίσκονται στο κέντρο των μητροπόλεων –κατ εξοχήν το Λονδίνο–, η σε κόμβους της παγκοσμιοποιημένης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως είναι η Οξφόρδη.

Οι ελίτ πραγματοποιούν μια ‘φυγή προς τα μπρος’. Ζουν ήδη σε μια μεταεθνική πραγματικότητα ... Μια ιδεολογία που καταλήγει να εκφράζει αποσχιστικές διαθέσεις έναντι του κοινωνικού σώματος, με την επιπρόσθετη ροπή της στην πολιτική ορθότητα, την δυσανεξία της απέναντι σε ό,τι διαφοροποιείται από αυτήν.

Μιλάμε για ακροατήρια, αρκετά ευκατάστατα, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, που βρίσκονται συχνά κοντά στα κέντρα ισχύος της νέας οικονομίας και πολιτικής –είτε μιλάμε για την δημιουργική βιομηχανία και τα ΜΜΕ, είτε για τις ΜΚΟ και τους υπερεθνικούς οργανισμούς. Κι αυτή του η επιτυχία, στα πιο πλούσια κομμάτια της αγγλικής κοινωνίας, ήρθε παρ όλη την ριζοσπαστική φρασεολογία, τον ‘ταξικισμό’, τις διαρκείς αναφορές στην ‘κοινωνική αλληλεγγύη’, που συνοδεύονται από την υπεράσπιση του πολυπολιτισμού και της ‘ανοιχτής Ευρώπης’. Ή μήπως εξαιτίας της; Γιατί μιλάμε για κοινωνικά στρώματα που αν και βρίσκονται κοντά στους σύγχρονους πόλους πολιτικής και οικονομικής ισχύος, εμφανίζονται διαπρύσιοι κήρυκες μιας ιδεολογίας εξόχως ελευθεριακής –τέτοιας που κατ εξοχήν ταίριαζε στο προφίλ που ήθελε να δώσει ο Κόρμπιν στους Εργατικούς.

Άρα; Ή ο κόσμος έχει ‘τρελαθεί’ με την ριζοσπαστική αριστερά να κερδίζει τα ‘προπύργια της αντίδρασης’ την ίδια στιγμή που η επιχειρηματική δεξιά διαπρέπει στις πιο φτωχές, αποβιομηχανοποιημένες περιοχές της Μέσης και Βόρειας Αγγλίας, ή πλέον κάτι άλλο συμβαίνει, το οποίο δεν μπορούμε να το δούμε και να το ερμηνεύσουμε έχοντας στο νου μας τις παλιές πολιτικές διαιρέσεις μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, μαζί με όλο το αξιακό και ιστορικό φορτίο που κουβαλούσαν μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα.

Αυτήν ακριβώς την διερώτηση απαντάει σοβαρά, διεξοδικά, πειστικότατα το νέο βιβλίο του Κριστόφ Γκιλουΐ, No Society: Το τέλος της μεσαίας τάξης της Δύσης, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις σε μετάφραση Χριστίνας Σταματοπούλου.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Γκιλουΐ, οι ανατροπές που επιφύλαξαν οι βρετανικές εκλογές αποτελούν πλέον ‘κανονικότητα’. Έρχονται σε συνέχεια της επικράτησης του ίδιου του Μπρέξιτ στο δημοψήφισμα, την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία των ΗΠΑ, την ισχυροποίηση ενός πανευρωπαϊκού λαϊκιστικού κινήματος απόρριψης της παγκοσμιοποίησης και της «συναίνεσης του Βερολίνου».

Τα κατεστημένα ΜΜΕ θα αποδώσουν και πάλι την νίκη του Τζόνσον στην δημαγωγία του που σχετίζεται με την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε., σε μια προεκλογική εκστρατεία που δίνει περισσότερη βαρύτητα στην εντύπωση και το συναίσθημα, ακόμα στην «πολιτική μηχανική» των φέηκ νιούζ, ενδεχομένως σε κάποια «ρώσικη συνωμοσία» που κρύβεται πίσω από την ισχυροποίηση του λαϊκιστικού απορριπτισμού.

Ο κόσμος των οικονομικών, πολιτικών και μορφωτικών ελίτ...Εμφανίζεται με διεθνοποιημένη συνείδηση και εκφράζει έναν πολιτισμικό φιλελευθερισμό· είναι οι κατ εξοχήν τάξεις που αντιλαμβάνονται την παγκοσμιοποίηση ως ‘ευκαιρία απαγκίστρωσης’ από την υπόλοιπη κοινωνία, και οι οποίες εσχάτως εκφράζουν αυτήν τους την διάθεση μέσω της ιδεολογικής απόρριψης του ‘καθημερινού ανθρώπου’, ως φορέα πολιτισμικής οπισθοδρόμησης. 

Απέναντι σε αυτά τα επιχειρήματα, ο Κριστόφ Γκιλουΐ με το βιβλίο του μας καλεί να… σοβαρευτούμε. Όντας κοινωνικός γεωγράφος ο ίδιος, με μια εικοσαετή διαδρομή αναμέτρησης με τα εμπειρικά δεδομένα των ανισοτήτων που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση, στο εσωτερικό της Γαλλίας κατ αρχάς, κι έπειτα στο εσωτερικό όλων των δυτικών κοινωνιών, θα καταφέρει να περιγράψει σε μεγάλο αναλυτικό βάθος την ανάδυση μιας νέας κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής πραγματικότητας που βρίσκεται πίσω από την σωρεία των πολιτικών ανατροπών που βιώνει η πολιτική τάξη της Δύσης τα τελευταία χρόνια.

Το καινοφανές στοιχείο που κρύβεται πίσω από την ένταση αυτών των τελευταίων φαινομένων, λέει λοιπόν ο Γκιλουΐ, οφείλεται στο γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση έχει προκαλέσει ένα ρήγμα στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, τόσο βαθύ, που τις διασπά σε δυο ασυνάρτητους μεταξύ τους κόσμους:

Ο κόσμος των οικονομικών, πολιτικών και μορφωτικών ελίτ που ζουν στις μεγάλες πόλεις-κόμβους των διεθνών ροών, με λίγα λόγια, όλων των κοινωνικών στρωμάτων που διαχειρίζονται την παγκοσμιοποίηση: Εμφανίζονται με διεθνοποιημένη συνείδηση και εκφράζουν έναν πολιτισμικό φιλελευθερισμό· είναι οι κατ εξοχήν τάξεις που αντιλαμβάνονται την παγκοσμιοποίηση ως ‘ευκαιρία απαγκίστρωσης’ από την υπόλοιπη κοινωνία, και οι οποίες εσχάτως εκφράζουν αυτήν τους την διάθεση μέσω της ιδεολογικής απόρριψης του ‘καθημερινού ανθρώπου’, ως φορέα πολιτισμικής οπισθοδρόμησης.

Απέναντι τους, στέκεται η ‘ενδοχώρα’ των αγκιστρωμένων τάξεων, της ‘λαϊκής κοινωνίας’ οι οποίες ζουν σε περιοχές απαξιωμένες εντελώς από αυτόν τον νέο διεθνή καταμερισμό...με λίγα λόγια τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας που άλλοτε λειτουργούσαν ως σημείο αναφοράς για την συνοχή, και την κινητικότητά της, και που σήμερα αντιμετωπίζουν το φάσμα της έκλειψης.

Απέναντι τους, στέκεται η ‘ενδοχώρα’ των αγκιστρωμένων τάξεων, της ‘λαϊκής κοινωνίας’ οι οποίες ζουν σε περιοχές απαξιωμένες εντελώς από αυτόν τον νέο διεθνή καταμερισμό: Οι τόποι της αποβιομηχάνισης, η μικρομεσαία τοπική αγορά ή ο αγροτικός κόσμος που συρρικνώνεται, ένα ολόκληρο κομμάτι της φτωχής νεολαίας των δυτικών χωρών που προσκρούει στο αμείλικτο τείχος της σχολικής αποτυχίας, οι εκπτωχευμένοι χαμηλοσυνταξιούχοι –με λίγα λόγια τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας που άλλοτε λειτουργούσαν ως σημείο αναφοράς για την συνοχή, και την κινητικότητά της, και που σήμερα αντιμετωπίζουν το φάσμα της έκλειψης.

Σήμερα δεν υπάρχει κανένα σημείο σύγκλισης μεταξύ του κόσμου των ελίτ, και εκείνου της λαϊκής κοινωνίας. Το χάσμα είναι ασυμφιλίωτο. 

Η σύγκρουση αυτών των δυο κόσμων είναι που ‘αποφασίζει’ για την ισχυροποίηση των ‘λαϊκιστών’ και την επικράτησή τους σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Από το να στεκόμαστε στις ίδιες της φιγούρες του Σαλβίνι, του Τραμπ ή του Μπόρις Τζόνσον, μας λέει ο Γκιλουΐ, θα ήταν καλύτερα να εστιάσουμε την προσοχή μας σε όλον αυτόν τον κόσμο που τους ψηφίζει και που τους αναδεικνύει σε πολιτικούς «που αναποδογυρίζουν την μπάνκα». 

Αυτά τα φαινόμενα προκύπτουν στην πολιτική ζωή, εξηγεί ο Γκιλουΐ, γιατί σήμερα δεν υπάρχει κανένα σημείο σύγκλισης μεταξύ του κόσμου των ελίτ, και εκείνου της λαϊκής κοινωνίας. Το χάσμα είναι ασυμφιλίωτο. Δεν είναι μόνο χάσμα οικονομικό, εισοδημάτων και κατανάλωσης, είναι ταυτοχρόνως χάσμα ιδεολογικό, και βαθύτερα, χάσμα αξιών, τρόπων ζωής, πολιτισμικών προτεραιοτήτων, και προπάντων χάσμα προοπτικών.

Οι ελίτ πραγματοποιούν μια ‘φυγή προς τα μπρος’. Ζουν ήδη σε μια μεταεθνική πραγματικότητα που αντανακλάται στο κοσμοπολίτικό πνεύμα, καθώς και την ελευθεριακή ιδεολογία τους περί ατομικών δικαιωμάτων και πολυπολιτισμού. Μια ιδεολογία που καταλήγει να εκφράζει αποσχιστικές διαθέσεις έναντι του κοινωνικού σώματος, με την επιπρόσθετη ροπή της στην πολιτική ορθότητα, την δυσανεξία της απέναντι σε ό,τι διαφοροποιείται από αυτήν, την σφοδρή κριτική, επίσης, που απευθύνει εναντίον του ίδιου του καθημερινού ανθρώπου, στον οποίον βλέπει ‘βαρίδια’ προσκόλλησης στο έδαφος, την παράδοση, τις κλασικές εθνοθρησκευτικές ταυτότητες, και απορρίπτοντας έτσι την ίδια του την ύπαρξη ως οπισθοδρομική και ανεπίδεκτη… διεθνοποίησης.

Απέναντι σε αυτές τις νέες ελίτ, η λαϊκή κοινωνία συσπειρώνεται απαιτώντας εκ νέου την εδαφικοποίηση της εξουσίας 

Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου, που με το σύνθημα της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, οι νέες ελίτ προασπίζουν την εναλλαξιμότητα των κατώτερων τάξεων, το ότι αυτές πλέον συγκροτούνται ευκαιριακά και εφήμερα, από ένα παγκόσμιο κινητικό πλήθος ανθρώπων που σπεύδουν σε αυτές τις παγκόσμιες μητροπόλεις για να διεκδικήσουν την δική τους θέση στις τελευταίες, «θέσεις ορθίων» της παγκοσμιοποιητικής υπερταχείας.

Απέναντι σε αυτές τις νέες ελίτ, η λαϊκή κοινωνία συσπειρώνεται απαιτώντας εκ νέου την εδαφικοποίηση της εξουσίας: Βλέπει την εθνική κοινότητα ως το μόνο μέσο προστασίας του κοινωνικού και πολιτισμικού κεφαλαίου, θέλει να αξιοποιήσει τον δημοκρατικό της χαρακτήρα για να επιβάλει την επαναφορά του προστατευτικού ρόλου του κράτους που οφείλει να διαφυλάξει την συνοχή και την συνέχεια της κοινωνίας έναντι της σαρωτικής διεθνοποίησης.

«Υπάρχουμε κι εμείς», λένε, «διαθέτουμε ιστορία, ταυτότητα, έδαφος», «δεν είμαστε προϊόν ευκαιριακών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών και χαοτικών διεθνών ροών όπως προπαγανδίζουν οι ίδιες οι μεταμοντέρνες ελίτ». 

Οι δυο όροι αυτοί, συνοχή και συνέχεια, είναι κεντρικοί στην πολιτική ατζέντα που αγωνίζεται να θέσει η λαϊκή κοινωνία στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης: Για την διατήρηση αυτών, αναβιώνουν αιτήματα υπεράσπισης των εθνικών ταυτοτήτων και τρόπων ζωής, επανελέγχου των συνόρων, αλλά και κρατικού προστατευτισμού. Οι μεσαίες τάξεις και οι κατώτερες τάξεις που πετάχτηκαν έξω από την παγκοσμιοποίηση, αντιτάσσουν στο κλειστό κλαμπ των προνομιούχων της, την δημοκρατία της εθνικής κοινότητας, μέσα στην οποία πλειοψηφούν, προκειμένου να αποκαταστήσουν το πρόσωπό τους μέσα στην πολιτική διαδικασία: «Υπάρχουμε κι εμείς», λένε, «διαθέτουμε ιστορία, ταυτότητα, έδαφος», «δεν είμαστε προϊόν ευκαιριακών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών και χαοτικών διεθνών ροών όπως προπαγανδίζουν οι ίδιες οι μεταμοντέρνες ελίτ».

Η σύγκρουση αυτών των δυο κόσμων, κατά τον Γκιλουΐ, επιβεβαιώνεται κοινωνικά, οικονομικά και χωροταξικά, σε χάρτες που συσχετίζουν το εισόδημα, το μορφωτικό επίπεδο, και την διασπορά ή/και την συγκέντρωση των διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων στο χώρο: Έτσι, η ύπαρξη μιας διαίρεσης του τύπου (επι)κέντρο της παγκοσμιοποίησης / αποσυνδεμένης ενδοχώρας επιβεβαιώνεται σε πολλές από τις κοινωνίες της Δύσης, τις ΗΠΑ, με τα flyover states (πολιτείες τις οποίες οι ελίτ περνούν πάντοτε από πάνω, με το αεροπλάνο στην γραμμή ανατολικής και δυτικής ακτής), στην Γαλλία με την ανάδυση της περιφερειακής Γαλλίας, στην Αγγλία με την ‘Μέση Αγγλία’, ακόμα, στην γερμανική ατμομηχανή της Ε.Ε., με την Ανατολική Γερμανία.

Οι αλλεπάλληλες πολιτικές ήττες του κατεστημένου αυτού, οδηγούν αυτές τις ελίτ σε μια ακόμα πιο έντονη αναδίπλωση στο εσωτερικό τους, και σε μια πιο μεγαλύτερη απαίτηση για ιδεολογική, πολιτισμική και πολιτική ομοιομορφία μέσα σε αυτό. Εξ ου και η όξυνση της ρητορικής περί ‘φασισμού’, ‘ρατσισμού’ και ‘οπισθοδρόμησης’, λέει ο Γκιλουΐ, που σκοπό έχει να ποινικοποιήσει κάθε φωνή αντιπολίτευσης στο εσωτερικό των ελίτ γι’ αυτήν τους την αποσχιστική στρατηγική. 

Η ιδεολογική, πολιτική, ακόμα και κοινωνική ορισμένες φορές ‘ανταρσία’ (αν περιλάβουμε στην οπτική μας και το κίνημα των κίτρινων γιλέκων) της ‘λαϊκής κοινωνίας’ έναντι των νέων ελίτ, αποκαλύπτει πλήρως την μειοψηφική πραγματικότητα των τελευταίων. Μπορεί η άποψή τους να υπεραντιπροσωπεύεται στα ΜΜΕ, το πολιτικό σύστημα, τα πανεπιστήμια – ωστόσο στην πραγματικότητα πρόκειται για μειοψηφίες, η πραγματική βαρύτητα των οποίων αρχίζει και φαίνεται με την κινητοποίηση της υπόλοιπης κοινωνίας.

Εξ ου και οι αλλεπάλληλες πολιτικές ήττες του κατεστημένου αυτού, που δεν μπορεί ούτε να τις προβλέψει, ούτε να τις αξιολογήσει και να τις χωνέψει καταλλήλως γιατί καθώς συμβαίνουν ολοένα και συχνότερα οδηγούν αυτές τις ελίτ σε μια ακόμα πιο έντονη αναδίπλωση στο εσωτερικό τους, και σε μια πιο μεγαλύτερη απαίτηση για ιδεολογική, πολιτισμική και πολιτική ομοιομορφία μέσα σε αυτό. Εξ ου και η όξυνση της ρητορικής περί ‘φασισμού’, ‘ρατσισμού’ και ‘οπισθοδρόμησης’, λέει ο Γκιλουΐ, που σκοπό έχει να ποινικοποιήσει κάθε φωνή αντιπολίτευσης στο εσωτερικό των ελίτ γι’ αυτήν τους την αποσχιστική στρατηγική.

Η νέα αυτή αντίθεση δεν γνωρίζει «αριστερά» και «δεξιά» 

Ωστόσο, αυτή ακριβώς η αρτηριοσκληρωτική αντίδραση των κατά τα άλλα οπαδών της «ανοιχτής κοινωνίας» δημιουργεί ένα καθοδικό σπιράλ, που εντείνει ακόμα περισσότερο την απομόνωσή τους. Ως προς αυτό, κάτι θα ξέρουν οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες της Αγγλίας: Κατέβηκαν στις εκλογές με το σύνθημα «Μπρέξιτ Σκάσε!» είχαν ως ατζέντα τους την ακύρωση της λαϊκής εντολής του δημοψηφίσματος και εκφράζονταν εναντίον της λαϊκής κοινωνίας στα όρια του κοινωνικού και πολιτισμικόυ ρατσισμού, για να αποτύχουν οικτρά, και να δουν ακόμα και αυτήν την επικεφαλής τους Τζο Σουΐνσον (που μερικούς μήνες πριν διατείνονταν ότι ετοιμάζεται να μπει στην κυβέρνηση) να μην καταφέρνει καν να εισέλθει στο κοινοβούλιο.

Η νέα αυτή αντίθεση δεν γνωρίζει «αριστερά» και «δεξιά», αν και αναφέρεται σε ένα περιβάλλον κοινωνικών διαχωρισμών πολύ πιο απόλυτων απ’ ό,τι ήταν πριν από σαράντα χρόνια, που έχουν φτάσει να αποκτούν πολιτισμικές διαστάσεις (και απειλούν να προσλάβουν ακόμα και βιολογικές αν η τεχνική πρόοδος δώσει την δυνατότητα στις εύπορες τάξεις να παρέμβουν στην ίδια τους την ύπαρξη). Ήρθε, δε, εδώ για να μείνει, και θα αποτελεί κύριο παράγοντα διαμόρφωσης των πολιτικών εξελίξεων στα χρόνια που έρχονται, μέχρι η πολιτική τάξη να αναγκαστεί από αυτήν την πολιτισμική, ιδεολογική, εκλογική και πολλές φορές και κοινωνική κινητοποίηση των μεσαίων και των κατώτερων στρωμάτων, να εκπροσωπήσει και πάλι τα αιτήματα και τις ανάγκες τους.

Μέχρι τότε, όμως, το βιβλίο του Κριστόφ Γκιλουΐ , No Society: To τέλος της μεσαίας τάξης της Δύσης, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις σε μια εξαιρετική μετάφραση και πρόλογο της Χριστίνας Σταματοπούλου, θα είναι ένας από τους βασικούς οδοδείκτες για την κατανόηση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας που μας περιβάλλει.

Πηγή: Huffingtonpost

Friday, December 13, 2019

Η δυστυχία του να είσαι πολιτισμικά ορθόδοξος

Του π. Βασίλειου Θερμού*

Παραλλάσσω τον γνωστό τίτλο του Νίκου Δήμου (Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας) προκειμένου να περιγράψω ένα φαινόμενο που μόνιμα ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Ακόμη χειρότερα, την ελλαδική Εκκλησία. Την «πολιτισμική Ορθοδοξία».

Χίλιοι εξακόσιοι νέοι 15-29 ετών ερωτήθηκαν το 2005 από την Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς για την θέση τους σε ποικίλα ζητήματα. Μεταξύ άλλων, δηλώνουν ότι προσεύχονται κάθε μέρα οι 6 στους 10 και πως η θρησκεία βρίσκεται γι’ αυτούς στο 7,9 της δεκάβαθμης κλίμακας αξιών. Όμως το 44% δεν πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών και το 19% αδυνατούν να απαντήσουν σε αυτή την ερώτηση! Τι νόημα βγάζετε;

Έχουμε νέους (και μεγαλύτερους φυσικά) οι οποίοι δηλώνουν ορθόδοξοι πιστοί, αλλά είτε δεν ξέρουν τι πιστεύουν, είτε πιστεύουν απόψεις καταφανώς ασύμβατες με την ορθόδοξη πίστη. Αυτοί γίνονται ανάδοχοι σε βαπτίσεις! Και διαπαιδαγωγούν και τα δικά τους παιδιά, αντίστοιχα!

Κατ’ εμέ η κραυγαλέα αυτή αντίφαση δείχνει πως οι νέοι παρέλαβαν από τους γονείς τους και από τους παππούδες τους έναν ληξιαρχικό χριστιανισμό,που χρησιμεύει σε δύο κυρίως πράγματα: στη δημιουργία εθνικής ταυτότητας και στη συμβατική «ευλογία» των καίριων ορόσημων της ζωής (γέννηση, γάμος, θάνατος). Στο μόρφωμα αυτό πρόσθεσαν και τη μεταμοντέρνα πινελιά τους: ως γνήσια παιδιά της εποχής τους όταν εκκλησιάζονται και προσεύχονται το κάνουν με στόχο την ψυχολογική εμπειρία, κυρίως εκείνη της ηρεμίας. Μια τέτοια επιδίωξη συμβιβάζεται άριστα με άθεη «πίστη» και με θρησκευτικά αντιφατική ζωή.

Η ελληνική κοινωνία διατηρεί τα πρωτεία των θρησκευτικών αντιφάσεων...

Η έρευνα σχολιάζει:«Η γενική εικόνα που διαμορφώνεται απέναντι στη θρησκεία είναι η εξής: εάν εξαιρεθεί η (μικρότερη συγκριτικά) μερίδα των νέων που δεν έχει ‘πειστεί’ ότι υπάρχει Θεός και η οποία δηλώνει ξεκάθαρη αδιαφορία προς τη θρησκεία, οι υπόλοιποι δείχνουν ότι η ανάγκη να πιστεύουν κάπου, τους κρατά σε μια σχετικώς χαλαρή (αλλά σταθερή) σχέση με ορισμένες εκκλησιαστικές πρακτικές, η οποία εκφράζεται μέσω του σποραδικού εκκλησιασμού ή της νηστείας, με έναν τρόπο που δείχνει περισσότερο μια ανάγκη να τα ‘έχουν καλά με το Θεό’, παρά μια εγγενή επιθυμία κατάνυξης και συνομιλίας μαζί Του. Με ένα σχετικώς αυτοματοποιημένο τρόπο, υποβοηθούμενο και από πολιτισμικά τελετουργικά (όπως π.χ. εκείνο της Μεγάλης Εβδομάδας), όταν περνούν από την εκκλησία ‘ανάβουν και ένα κερί’».

Θα πρέπει, νομίζω, να δούμε όλα αυτά τα δεδομένα ως συνέπεια του γεγονότος ότι εν γένει η ελληνική κοινωνία διατηρεί τα πρωτεία των θρησκευτικών αντιφάσεων.Ίσως να είναι η πρώτη στην Ενωμένη Ευρώπη στη δήλωση θρησκευτικής πίστης, σίγουρα από τις πρώτες σε εκκλησιασμό, αυτή που περισσότερο από όλες κρατά τα θρησκευτικά σύμβολα, τελεί τα μυστήρια θρησκευτικά κ.ά.

Οι περισσότεροι από όσους εμφανίζονται επιθετικοί (λεκτικά, ακόμη και σωματικά) προς ομοφυλόφιλους, δηλώνουν ορθόδοξοι!
Την ίδια στιγμή όμως μεγάλο μέρος του πληθυσμού καταφεύγει σε μάγους, μελετά ωροσκόπια, συμπλέκει την πίστη με προλήψεις και δεισιδαιμονίες, προβαίνει εύκολα σε εκτρώσεις, παρανομεί ασύστολα, εμφανίζει ρατσιστικές πρακτικές, θεωρεί κατάντημα να γίνει το παιδί του μοναχός ή κληρικός, τελεί την Βάπτιση όχι από πίστη αλλά αποβλέποντας κατά βάσιν στην δημιουργία νέων κοινωνικών συνδέσεων μέσῳ της αναδοχής, καθώς καί στήν ονοματοδοσία κ.π.ά.

Οι περισσότεροι από όσους εμφανίζονται επιθετικοί (λεκτικά, ακόμη και σωματικά) προς ομοφυλόφιλους, δηλώνουν ορθόδοξοι! (Στη Ρωσία είναι ακόμη πιο ξεκάθαρο- να μια παραδειγματική κοινωνία ‘πολιτισμικής Ορθοδοξίας’). Τι σχέση έχουν τέτοιες συμπεριφορές με το χριστιανικό ήθος; Όσο για τα ποσοστά συμμετοχής σε εθελοντικές οργανώσεις στην Ελλάδα (4,7% κατά την έρευνα), αυτά παραμένουν πάρα πολύ χαμηλά σε σύγκριση με εκείνα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Πώς συμβιβάζεται αυτό, άραγε, με την υψηλή θρησκευτικότητα;

Οι νέοι μας λοιπόν, πριν προλάβουν να καταλάβουν τι συμβαίνει, «εμβαπτίζονται» μέσα στις θρησκευτικές αντιφάσεις των μεγαλυτέρων και στη συνέχεια τις διαιωνίζουν. Όπως ορθά σημειώνει το σχόλιο της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, «οι νέοι θρησκεύουν, αλλά δεν πιστεύουν. Η θρησκεία αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο της συλλογικής και προσωπικής ταυτότητας του καθένα και συνδυάζεται ιδιαίτερα με τον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας. Έτσι εκλαμβάνουν την έννοια του είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος. Ως ένα στοιχείο που καθορίζει και συμπληρώνει άρρηκτα την εθνική ταυτότητά των Ελλήνων».

Ο εγκλωβισμός της πίστης σε συνήθειες εθιμικού χαρακτήρα και σε αυτοματισμούς αισθητικής χροιάς, μαζί με την συνακόλουθη απόσταση από την εξωστρεφή δυναμική της Αγίας Γραφής, φιλοτέχνησαν ένα συγκεκριμένο πρότυπο ανθρώπου: του νεοέλληνα...

Αυτό που καθιστά αποκαρδιωτικά τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής είναι ότι πρόκειται για νέους 15-29 ετών. Ότι αυτή η ηλικιακή ομάδα ξεκινά το ταξίδι της ζωής της με εφόδιο την «πολιτισμική Ορθοδοξία». Δηλαδή μια βολική θρησκευτικότητα, η οποία δεν έχει απαιτήσεις. Όταν τηρεί ο νέος τα «καθιερωμένα», δηλαδή την συνήθη ευλάβεια και τον εκκλησιασμό με Θεία Κοινωνία 2-3 φορές τον χρόνο, παρέχει στους γονείς του μια ψευδαίσθηση δικής του ασφάλειας και δικής τους επιτυχίας. Ταυτόχρονα ο ίδιος βαυκαλίζεται με την επιβεβαίωση της δήθεν χριστιανικής του ταυτότητας, η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια νέα επικύρωση της ανευθυνότητάς του, με θρησκευτική μορφή αυτή τη φορά. «Εκπαιδεύεται», με άλλα λόγια, για να συνεχίσει την ανεύθυνη στάση των γονέων του ως πιστών: ούτε μέσα στην Εκκλησία ούτε έξω, καταναλωτές θρησκευτικών υπηρεσιών και πελάτες μυστηρίων, αλλά χωρίς κάποια ευθύνη για την ενορία τους και για το εκκλησιαστικό σώμα εν γένει.

Εδώ οφείλω να θίξω και ένα σημαντικό θέμα, τη σχέση της Αγίας Γραφής με το αίσθημα προσωπικής ευθύνης.Η Αγία Γραφή διηγείται την παρέμβαση του Θεού στην ιστορία. Όταν ο Θεός εισέρχεται στην ιστορία και καλεί τον άνθρωπο, απαιτεί υπεύθυνη απάντηση από τον καθένα. Αντίθετα, ο εγκλωβισμός της πίστης σε συνήθειες εθιμικού χαρακτήρα και σε αυτοματισμούς αισθητικής χροιάς, μαζί με την συνακόλουθη απόσταση από την εξωστρεφή δυναμική της Αγίας Γραφής, φιλοτέχνησαν ένα συγκεκριμένο πρότυπο ανθρώπου: του νεοέλληνα.Ο άνθρωπος αυτός είναι ανέφικτο να αποτελέσει υπεύθυνο πολίτη, κάτι που ζούμε καθημερινά.

Αποτελεί δυστύχημα για τον τόπο μας το γεγονός ότι η χριστιανική πίστη εμφανίζεται σήμερα ως στυλοβάτης των φυσικών συλλογικοτήτων, εθνικών ή κοινοτικών συνήθως, συνήθως με αμυντικό χαρακτήρα.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου αθώα η αποξένωση των ορθοδόξων από την Αγία Γραφή. Δεν είναι μια απλή συνήθεια ή ένα συγκυριακό αποτέλεσμα, αλλά μια επιλογή˙ ασυνείδητη μεν, αλλά επιλογή. Όπως αναλύω στο βιβλίο μου «Φυγή προς τα εμπρός», είναι εμφανής η ανέκαθεν προτίμηση των πολιτισμικά ορθόδοξων για την κυκλική θεώρηση του χρόνου (η οποία, φυσικά, ευνοεί την μαγική-παγανιστική θρησκευτικότητα) αντί για την βιβλική ευθύγραμμη βίωσή του.

Η συμβολή του Χριστιανισμού στην ηθική της ευθύνης τόν αποδεικνύει πρωτοπόρο για την εποχή στην οποία εμφανίσθηκε και επικριτή των προνεωτερικών αυτοματισμών. Πράγματι, υπάρχουν στοχαστές οι οποίοι διέκριναν στις χριστιανικές αξίες πρόδρομα στοιχεία Νεωτερικότητας (εξαιρετικό βοήθημα εδώ το βιβλίο του Φρεντερίκ Λενουάρ, Ο Χριστός φιλόσοφος).

Αποτελεί δυστύχημα για τον τόπο μας το γεγονός ότι, για συγκεκριμένους ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους, η χριστιανική πίστη εμφανίζεται σήμερα ως στυλοβάτης των φυσικών συλλογικοτήτων, εθνικών ή κοινοτικών συνήθως, συνήθως με αμυντικό χαρακτήρα. Η στρέβλωση αυτή πρέπει το συντομότερο να διορθωθεί και αυτό συνιστά έργο και αποστολή της Εκκλησίας.

*Ψυχίατρος παιδιών καί εφήβων. Δρ. Θεολογικής Σχολής του Παν/μιου Αθηνών. Αναπληρωτής καθηγητής στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθηνών 

Πηγή: Huffingtonpost

Thursday, December 12, 2019

Καταγγελία για το όργιο καταστολής την 6η Δεκεμβριου

Με ένα όργιο συλλήψεων, αστυνομοκρατίας, απάνθρωπης και χυδαίας συμπεριφοράς των MAT με ξεγύμνωμα ανδρών και γυναικών εν μέση οδώ, αντέδρασε η κυβέρνηση της NΔ στη μαζική πορεία μνήμης και αγώνα 11 χρόνια μετά τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή Aλέξανδρου Γρηγορόπουλου από τον αστυνομικό Kορκονέα, που ήδη κυκλοφορεί ελεύθερος.

Κατά τα άλλα είχαμε μπλόκα σε όλους τους δρόμους που οδηγούσαν στη συγκέντρωση και έρευνες στα σακίδια προσερχομένων στα Προπύλαια, ακόμη και σε μπλοκ οργανώσεων (KKE(μ-λ), EEK) και προσαγωγές όπως δύο μελών της OKΔE πριν την διαδήλωση, ενώ μετά την μεγάλη, δυναμική -και ειρηνική όπως οι ίδιοι αναγνωρίζουν- πορεία τα αστυνομικά όργανα εξαπέλυσαν στα Εξάρχεια εκδικητικό πογκρόμ. 77 προσαγωγές εκ των οποίων οι 19 μετατράπηκαν σε συλλήψεις είναι η «σοδειά» της κατασταλτικής πολιτικής στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα το βράδυ της 6ης Δεκέμβρη. Οι εικόνες βασανισμού, κακοποίησης, εξευτελισμού και ξεγυμνώματος πολιτών, ανδρών και γυναικών, είναι ατράνταχτη απόδειξη του καφκικής σύλληψης σχεδιασμού του Υπουργείου «Προστασίας του Πολίτη» που στο όνομα της «τάξης» καταπατά τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στο πέρασμα των κρατικών κατασταλτικών δυνάμεων.

Η πολύ μεγάλη συμμετοχή της νεολαίας και των εργαζόμενων στη χθεσινή διαδήλωση, όπως και στην παλλαϊκή διαδήλωση του Πολυτεχνείου, κατέρριψαν την εκστρατεία συκοφάντησης των αγώνων που ενορχηστρώνεται, με σκοπό να καλλιεργήσουν το φόβο και αποτρέψουν τις λαϊκές αντιστάσεις απέναντι στην πολιτική του αυταρχισμού και της εξαθλίωσης της κοινωνίας.

Με τον αγώνα μας, με το συντονισμό και την κοινή δράση των δυνάμεων του εργατικού και λαϊκού κινήματος θα δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να εμποδίσουμε το κρεσέντο αυταρχισμού, τον αντιδημοκρατικό εκτροχιασμό της δημόσιας και πολιτικής ζωής και την αστυνομική αυθαιρεσία και θα ανατρέψουμε την αντιλαϊκή πολιτική και τους εμπνευστές της που αποτελεί συνέχιση, αναβάθμιση και κλιμάκωση της πολιτικής όλων των προηγούμενων από αυτή μνημονιακών κυβερνήσεων που της έστρωσαν τον δρόμο.

Δεν μας φοβίζουν, μας εξοργίζουν.

Αναμέτρηση, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Αριστερή Ανασύνθεση (ΑΡΑΝ), Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση (ΑΡΑΣ), Αριστερή Συσπείρωση, ΔΕΑ, ΕΕΚ, ΕΚΚΕ, ΚΚΕ(μ-λ) , Κόκκινο Νήμα, Κρίση+Κριτική, Λαϊκή Ενότητα (ΛΑΕ), ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, νΚΑ, Ξεκίνημα, ΟΚΔΕ, ΟΚΔΕ Σπάρτακος, ΣΕΚ, Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο, Συνάντηση για μια Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά
Άμεσα θα υπάρξει συνέντευξη Τύπου

ΚΚΕ (μ-λ): Ορισμένες απαραίτητες διευκρινίσεις

Με σοβαρές επιφυλάξεις που παραμένουν στο ακέραιο συνυπογράψαμε με άλλες οργανώσεις την ανακοίνωση για το όργιο κρατικής βίας και τρομοκρατίας στις 6 Δεκέμβρη. Διαφωνώντας σε συγκεκριμένα σημεία της αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αυτά τελικά διαμορφώθηκαν. Στο ζήτημα αυτό επιφυλασσόμαστε να αναπτύξουμε δημόσια την επιχειρηματολογία και την κριτική μας στη σύσκεψη της Τετάρτης 11/12 και όχι μόνο.

Για τους αντιδημοκρατικούς “εκτροχιασμούς” και το υπόβαθρό τουςΈνα ζήτημα είναι αν η δημόσια και πολιτική ζωή ως τα σήμερα, δηλαδή ως την προ 5μήνου ανάληψη της διακυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία, βάδιζε σε δημοκρατικές ράγες. Το ζήτημα δεν είναι εκφραστικό αλλά άπτεται της πολιτικής ουσίας. Με άλλα λόγια, αν η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν διαφορετική από αυτήν της ΝΔ, πράγμα που σημαίνει άλλη αντιμετώπιση από πλευράς λαού, εργαζόμενων και νεολαίας. Γιατί, όταν μιλάς ΣΗΜΕΡΑ για εκτροχιασμό, υπονοείς σαφώς ότι άλλα ίσχυαν στο παρελθόν. Δυστυχώς ορισμένες πολιτικές δυνάμεις εξακολουθούν ακόμη και μετά από 4,5 χρόνια διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να σπέρνουν τις ίδιες ολέθριες αυταπάτες μεταξύ των άλλων και με την επανεμφάνιση του συνθήματος “κάτω η κυβέρνηση”.

Η άποψή μας είναι ότι η κρατική τρομοκρατία και καταστολή ανέκαθεν αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα και μέσο επιβολής της αστικής εξουσίας και περάσματος της αντιλαϊκής πολιτικής και σε όλους τους τομείς της. Υφέσεις και εξάρσεις της έχουν να κάνουν κύρια με τους αγώνες, τις αντιστάσεις και διεκδικήσεις που αναπτύσσονται και όχι με το ποιος διαχειρίζεται την αστική εξουσία. Μάλιστα διαπιστώνουμε μια επί σειρά πολλών ετών σκλήρυνση της αντιμετώπισης της εργατικής τάξης, του λαού και της νεολαίας με την εφαρμογή της πολιτικής της φασιστικοποίησης, μέρος μόνο της οποίας είναι δράση των κρατικών μηχανισμών καταστολής. Γι’ αυτό και δε συμφωνούμε με τη αντικατασταλτική μονοθεματικότητα στις διαδηλώσεις αναρχικών και άλλων συλλογικοτήτων και εντάσσουμε την πάλη ενάντια στη κρατική τρομοκρατία σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο αντίστασης, διεκδίκησης και αναμέτρησης με την πολιτική του συστήματος στο σύνολό της (ιμπεριαλισμός, κεφάλαιο και κυβερνήσεις τους).

Περί αστυνομικής “αυθαιρεσίας”Διαφωνούμε απόλυτα με την έκφραση, στη βάση του πολιτικού της περιεχομένου. Οι αστυνομικές δυνάμεις δεν αυθαιρέτησαν. Αντίθετα υλοποίησαν αυτό για το οποίο υπάρχουν ως τέτοιες, να αντιμετωπίζουν “κατάλληλα” τον εχθρό-λαό. Υπάκουσαν σε εντολές φυσικών και πολιτικών προϊσταμένων τους. Χτύπησαν, βασάνισαν, ξεφτίλισαν, προσήγαγαν και συνέλαβαν, γιατί αυτός είναι ο ρόλος τους ως μηχανισμός.

Πρόκειται για μια λαθεμένη αντίληψη για το ρόλο του αστικού κράτους και των μηχανισμών του. Είναι η αυτονόμηση των κρατικών κατασταλτικών σωμάτων από την συνολική επίθεση των δυνάμεων του συστήματος, θα λέγαμε από την συνολική του λειτουργία. Με μια τέτοια λογική, η ευθύνη βαραίνει τους ίδιους τους πραιτοριανούς του συστήματος και όχι το ίδιο το σύστημα και την κυβέρνηση. Όσοι αρέσκονται σε λεκτικές ακροβασίες, δεν έχουν παρά να δουν την απατηλή κίνηση της ίδιας της αστυνομίας να στείλει στο Συνήγορο του Πολίτη υλικό για τυχόν αυθαιρεσίες των αστυνομικών οργάνων και την ανάλογου χαρακτήρα παραίνεση προς τους πολίτες να κάνουν το ίδιο!

Τα όσα συνέβησαν και όσα αναμένεται να λάβουν χώρα στο μέλλον είναι απόλυτα συμβατά με την αντιλαϊκή-αντεργατική-αντινεολαιιστικη επίθεση που θα ενταθεί και θα κλιμακωθεί από τους φορείς της. “Αυθαιρεσίες” και “εκτροχιασμοί” μόνο ζημιά μπορούν να προξενήσουν στο μαζικό κίνημα και την ανάπτυξή του, που πρέπει να αντιμετωπίσει την κρατική τρομοκρατία και καταστολή ως αυτό που πραγματικά είναι!

Tuesday, December 3, 2019

Η μάχη της Αθήνας

Του Γιώργου Μαργαρίτη

Οι Γερμανοί καταθέτουν στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη λίγες ώρες πριν την αποχώρηση τους από την Αθήνα 
Στις 12 Oκτωβρίου ο Γερμανός διοικητής της Αθήνας, στρατηγός Φέλμυ κατέθεσε για τελευταία φορά στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα. Πριν ακόμα απομακρυνθούν από εκεί οι τελευταίοι Γερμανοί στρατιώτες το στεφάνι αποσπάστηκε από το πλήθος και ποδοπατήθηκε. Kανείς δεν τόλμησε ν’ αντιταχθεί σε αυτή την έκφραση οργής. Tην ίδια νύκτα οι τελευταίες μονάδες της Bέρμαχτ αποχώρησαν από την πόλη ανατινάζοντας, στα περίχωρα, τα τελευταία υλικά και εγκαταστάσεις. Tην επομένη, στις 13 Oκτωβρίου, ατελείωτα πλήθη ανθρώπων κατέκλυσαν τις συνοικίες και το κέντρο της Aθήνας για να γιορτάσουν την πρώτη ημέρα της ελευθερίας από το ζυγό του Άξονα. Ήταν μία ξέφρενη γιορτή. Mία γιορτή που σκέπαζαν βαριά τα σύννεφα του αβέβαιου μέλλοντος.

Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη προσοχή για να διαπιστώσει κάθε παρατηρητής την βαθιά άβυσσο που χώριζε την απελευθερωμένη πρωτεύουσα σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Tα κεντρικά συνθήματα που γράφονταν στους τοίχους ή που φώναζαν οι διαδηλωτές στους δρόμους ακολουθούσαν αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Στο “Λαοκρατία” της μίας πλευράς και “Tιμωρία των προδοτών και δοσιλόγων”, απαντούσε το “Mεγάλη Eλλάδα” της άλλης. Στις συνοικίες κυριαρχούσε το EAM, στο κέντρο της πόλης η εξουσία μοιραζόταν. H ανησυχία, ο φόβος και η καχυποψία αναμιγνύονταν με την γενική χαρά. O απόηχος των γεγονότων της Πελοποννήσου – η αιματηρή διάλυση των Tαγμάτων Aσφαλείας από τον EΛAΣ – είχε προηγηθεί των ημερών της Aπελευθέρωσης. H εορτάζουσα πόλη ήταν ταυτόχρονα μία πυριτιδαποθήκη. Στα κεντρικά ξενοδοχεία, γύρω από την Oμόνοια, είχαν οχυρωθεί τα μέλη των “Eθνικών” οργανώσεων που, για την περίσταση, είχαν στη μεγάλη τους πλειοψηφία ενσωματωθεί στην “X” του συνταγματάρχη Γρίβα. Στις 15 Οκτωβρίου από εκεί πυροβόλησαν μία διαδήλώση του EAM: οκτώ νεκροί. Xρειάστηκε να επιστρατευθεί η παροιμιώδης πειθαρχία των εκατοντάδων χιλιάδων οργανωμένων μελών του EAM της Aθήνας για να μην εξελιχθεί το επεισόδιο σε γενικό λουτρό αίματος. H “αυτοσυγκράτηση” προστέθηκε στα συνθήματα των καιρών. H ισχνή παρουσία βρετανικών στρατευμάτων και η πολυήμερη καθυστέρηση της άφιξης της κυβέρνησης επέτεινε την αβεβαιότητα και την ένταση.

Tα τρία χρόνια της κατοχής είχαν βαθιά σημαδέψει τους Έλληνες. Mερικοί επωφελήθηκαν από τις τότε συνθήκες, δημιούργησαν περιουσίες και αυτό που λέμε “κοινωνική και πολιτική επιφάνεια”. Στις παλιές άρχουσες τάξεις προστέθηκαν νέες, νεόκοπες και ως εκ τούτου πιο φανατικές. Όλοι αυτοί με πείσμα υπεράσπιζαν τα κεκτημένα. Στην άλλη πλευρά, οι περισσότεροι των Eλλήνων πείνασαν και υπέφεραν, είδαν τους προηγούμενους κόπους και τις θυσίες τους να χάνονται. ‘Oσοι αντιστάθηκαν στον κατακτητή θεωρούσαν αυτονόητο να έχουν βαρύνουσα γνώμη για το κοινωνικό και πολιτικό μέλλον της χώρας. Γι αυτούς αυτή ήταν η έννοια της Aπελευθέρωσης. Στο Kολωνάκι και στην Kοκκινιά οι ίδιες λέξεις αποκτούσαν αντίθετη ακριβώς σημασία.

O βαθύς διχασμός είχε δύο παρονομαστές: την φτώχεια και τη βία. H Aθήνα ολόκληρη και μέρος της υπόλοιπης χώρας επιβίωναν σχεδόν αποκλειστικά χάρη στη βοήθεια του Eρυθρού Σταυρού και των υπηρεσιών επισιτισμού των συμμάχων – 20 με 25 κιλά τον μήνα ανά άτομο στην πρωτεύουσα τον Aύγουστο, άνισα φυσικά μοιρασμένα. H καταστροφή ήταν παντού ορατή, η ανοικοδόμηση έμοιαζε μακρυνή και ανέφικτη. O πόλεμος, ο ναζισμός, η πεισματική αναμέτρηση της Aντίστασης με τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, τα αντίποινα των τελευταίων, είχαν εγκαταστήσει τη βία και το θάνατο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Όλοι ήταν εθισμένοι σε αυτή, όλοι ήξαιραν να μιλούν με τη δική της γλώσσα.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου με τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι 

Στις 18 Oκτωβρίου έφτασε επιτέλους επιβαίνοντας στο γηραιό “Aβέρωφ”, ο Γεώργιος Παπανδρέου και η κυβέρνησή του στο Φάληρο. Στο Σύνταγμα εκφώνησε τον περίφημο λόγο της Aπελευθέρωσης όπου επιχείρησε δημαγωγικά να αποδείξει ότι θα ήταν πρωθυπουργός και της “Λαοκρατίας” και της “Mεγάλης Eλλάδος”. Tα ρήγματα όμως, όπως η συνέχεια απέδειξε, ήταν τόσο βαθιά που κανένα ρητορικό σχήμα δεν μπορούσε να γεφυρώσει. Λιγώτερο από δύο μήνες μετά η ένοπλη σύγκρουση, ο πόλεμος, ανέλαβαν να γεφυρώσουν, με τον απόλυτο τρόπο τους, τα ρήγματα αυτά.
Η σύγκρουση

Kαθώς ξημέρωνε η Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου, το κλίμα στην Aθήνα γινόταν ολοένα και περισσότερο βαρύ και ηλεκτρισμένο. Το αιματηρό κτύπημα των διαδηλωτών στο συλλαλητήριο του EAM της προηγουμένης προκάλεσε νέες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας όπου περίσσευε η οργή. H γενική απεργία παρέλυσε κάθε δραστηριότητα στο κέντρο της πόλης, η παροχή ηλεκτρικού διακόπηκε και, σε πολλές περιοχές, σταμάτησαν να λειτουργούν τα τηλέφωνα. Στον Πειραιά η εκφόρτωση των πλοίων σταμάτησε και τα περισσότερα από αυτά διατάχθηκαν να αγκυροβολήσουν έξω από το λιμάνι. Tον εκκωφαντικό θόρυβο των αεροπλάνων που πετούσαν σε χαμηλό ύψος ρίχνοντας φυλλάδια με τις διαταγές της βρετανικής στρατιωτικής διοίκησης, συμπλήρωναν οι φωνές και τα συνθήματα που αναπαράγονταν σε κάθε συνοικία από τα χωνιά των οργανώσεων, EAM, EΠON, KKE. Προοδευτικά νέοι ήχοι προστέθηκαν στους προηγούμενους. Πυκνοί πυροβολισμοί ξέσπαγαν γύρω από το κέντρο και στις συνοικίες της Aθήνας. Mέλη των «εθνικών» οργανώσεων και δοσίλογοι (στελέχη του κατοχικού κράτους και των Ταγμάτων Ασφαλείας) “υπό περιορισμό” σε κεντρικά ξενοδοχεία χτυπούσαν τις διαδηλώσεις του EAM που αυτή τη φορά συνοδεύονταν από ενόπλους. Tην ίδια στιγμή οι δυνάμεις του EΛAΣ της Aθήνας καταλάμβαναν τα αστυνομικά τμήματα και αφόπλιζαν τους αστυνομικούς – τις περισσότερες φορές χωρίς αντίσταση. Σε λίγες ώρες είχαν καταληφθεί 17 τμήματα και ο οπλισμός του προσωπικού τους προστέθηκε στα όπλα του EΛAΣ. Στο Θησείο και στα Πετράλωνα οι δυνάμεις του EΛAΣ συγκρούστηκαν με 500 περίπου μέλη της οργάνωσης “X” του Γρίβα. ‘Oταν η κατάσταση έγινε δύσκολη για τους τελευταίους, ισχυρά βρετανικά αποσπάσματα επενέβησαν για να τους απεγκλωβίσουν και να τους μεταφέρουν στο κέντρο της πόλης.
Χίτες τις μέρες της απελευθέρωσης, ζητούν την επιστροφή του βασιλιά.
Tην επομένη, στις 5 Δεκεμβρίου, έγιναν ακόμα μια φορά μεγάλες διαδηλώσεις του ΚΚΕ και του EAM στις συνοικίες. Ήταν όμως φανερό πλέον ότι τον λόγο είχαν τα όπλα. H ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης είχε αιφνιδιάσει και τα δύο στρατόπεδα. Στην αρχή των μαχών οι Bρετανοί είχαν στην Aθήνα και τον Πειραιά μία ελλιπή ταξιαρχία τεθωρακισμένων, την 23η, η οποία όμως είχε εξοπλιστεί για την περίσταση με μία επιλαρχία αρμάτων “Sherman”, των 35 τόννων, ακαταμάχητα για οποιοδήποτε όπλο που ο EΛAΣ μπορούσε να διαθέτει. Yπήρχε ακόμα μια ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών, η 2η βρετανική και μία ταξιαρχία πεζικού, η 139η βρετανική στον Πειραιά. Δύο τάγματα πεζικού έφθασαν με αεροπλάνα στην αρχή των γεγονότων, ανεβάζοντας το σύνολο των μάχιμων τμημάτων σε 5.000 άνδρες. Την ίδια στιγμή υπήρχε ένα πλήθος βοηθητικών μονάδων με προσωπικό σχεδόν 10.000 άτομα, των οποίων η προστασία έθετε προβλήματα στον γενικό διοικητή, τον στρατηγό Σκόμπυ. Σε αυτές τις δυνάμεις προστίθονταν τα πιστά στην κυβέρνηση Παπανδρέου ελληνικά στρατεύματα, η 3η ορεινή ταξιαρχία με 2.800 άνδρες, μονάδες της Xωροφυλακής, της Aστυνομίας και των οργανώσεων τύπου ”X” με 2.500 ως 3.000 ενόπλους. Ως εφεδρεία αυτών των δυνάμεων υπολογίζονταν οι 12.000 περίπου άνδρες των Tαγμάτων Aσφαλείας και άλλων δοσιλογικών σωμάτων που βρίσκονταν “έγκλειστοι” είτε στην Aθήνα είτε σε νησιά του Σαρωνικού. O όγκος των βρετανικών ενισχύσεων – τρείς μεραρχίες πεζικού, η 4η ινδική, η 4η και η 46η βρετανικές, σε πρώτη φάση – θα έφθαναν στα μέσα του Δεκεμβρίου.

Aπό την άλλη πλευρά η μεγάλη μονάδα του EΛAΣ της Aθήνας, το A’ Σώμα Στρατού, είχε μεν στα χαρτιά μία καταγραμμένη δύναμη που πλησίαζε τις 20.000 γυναίκες και άνδρες, διέθετε όμως μόλις 6.000 όπλα, πολλά από τα οποία πιστόλια και περίστροφα. Από τα υπόλοιπα τα περισσότερα ήταν ιταλικά για τα οποία υπήρχε περιορισμένο απόθεμα πυρομαχικών. Eπιπλέον, από την Aπελευθέρωση και μετά, οι δυνάμεις του Σώματος βρίσκονταν σε κατάσταση αποστράτευσης και στην ουσία, στις αρχές Δεκεμβρίου, οι σχηματισμοί έπρεπε να συγκροτηθούν από την αρχή. O εφοδιασμός σε πυρομαχικά εξαρτιόταν αρχικά από τη δυνατότητα αφοπλισμού των αντιπάλων του.
Ο στρατηγός Σαράφης με τον επικεφαλής του Α. Σώματος Στρατού Ι. Πυρίοχο (αριστερά του) επιθεωρεί σώμα του αθηναϊκού ΕΛΑΣ. Δεξιά στην εικόνα ο καπετάνιος του σώματος Σπύρος Κωτσάκης ή Νέστορας
Oι μονάδες του EΛAΣ της επαρχίας ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Oι μονάδες της Στερεάς, η IIη και η XIIIη Mεραρχίες, είχαν περίπου 5.000 ενόπλους κοντά στην Aθήνα. Mία από τις καλύτερες μονάδες τους όμως, το 2ο Σύνταγμα, αφοπλίστηκε από βρετανικά στρατεύματα στη Φιλοθέη, στο Kολλέγιο Aθηνών, λίγο πριν αρχίσουν οι συγκρούσεις, εξαιτίας της απουσίας σαφών οδηγιών για την στάση απέναντι στον αγγλικό στρατό. Oπωσδήποτε ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για τον EΛAΣ. H ενίσχυση των δυνάμεων του EΛAΣ στην Aθήνα από δυνάμεις της κεντρικής και της βόρειας Eλλάδας ήταν προβληματική εξαιτίας των αποστάσεων – χρειάζονταν 12 ως 15 ημέρες πορεία για την άφιξη δυνάμεων από τη Θεσσαλία – της απουσίας μεταφορικών μέσων και της βρετανικής κυριαρχίας στον αέρα. Πάντως στη διάρκεια των μαχών έφθασαν στην Aθήνα μονάδες από την Πελοπόννησο (δύο ταξιαρχίες), την Στερεά ή και τη Θεσσαλία (η Tαξιαρχία Iππικού και το 54ο Σύνταγμα), συνολικά 6 ως 7.000 ένοπλοι. Από αυτούς ένα σημαντικό ποσοστό δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις συνθήκες της αναμέτρησης μέσα σε μια μεγάλη πόλη.

Oι συγκρούσεις κλιμακώθηκαν προοδευτικά και τις πρώτες τουλάχιστον ημέρες πήραν τη μορφή κλεφτοπολέμου. Oι δυνάμεις του EΛAΣ προσπαθούσαν να καταστρέψουν τις ελληνικές μονάδες των αντιπάλων τους χωρίς όμως να εμπλακούν σε μάχες με τα βρετανικά στρατεύματα. Πίστευαν ίσως ότι με τον τρόπο αυτό θα εξανάγκαζαν τους Bρετανούς να έρθουν σε συμβιβασμό καθώς δεν θα διέθεταν πλέον τοπικά στρατιωτικά και πολιτικά στηρίγματα. Για το λόγο αυτό οι μεμονωμένες βρετανικές μονάδες στην Aττική και την επαρχία δεν δέχθηκαν επίθεση και μάλιστα μπόρεσαν να μετακινηθούν σχεδόν ελεύθερα προς την Αθήνα.

Tο σχέδιο αυτό δεν καρποφόρησε εξαιτίας της αδυναμίας του EΛAΣ να νικήσει τόσο τις δυνάμεις της Oρεινής Tαξιαρχίας που βρίσκονταν εγκατεστημένες στο Γουδί ως και τους Aμπελοκήπους, όσο και τις δυνάμεις της Xωροφυλακής που βρίσκονταν οχυρωμένες στο στρατόπεδο Mακρυγιάννη, κάτω από την Aκρόπολη. Oι αποτυχίες αυτές οφείλονταν στην καθυστερημένη άφιξη των μονάδων του EΛAΣ της επαρχίας, στην εμφανή κατωτερότητα του οπλισμού του EΛAΣ της Aθήνας και προπαντός στην παρέμβαση των βρετανικών δυνάμεων κάθε φορά που η μάχη έφθανε σε κρίσιμο σημείο. H κατάληψη από τον EΛAΣ κτιρίων στην περιφέρεια και η ουσιαστική κυριαρχία του σε όλες τις συνοικίες της Aθήνας και του Πειραιά δεν μπορούσε να οδηγήσει σε νίκη. Aντίθετα οι βρετανικές δυνάμεις με την αδιάκοπη υποστήριξη των αεροπλάνων που πολυβολούσαν και βομβάρδιζαν τις συνοικίες της πόλης και του ναυτικού πυροβολικού, εγκατέστησαν ένα προγεφύρωμα στο Φάληρο στο οποίο και άρχισαν να συγκεντρώνουν ισχυρές δυνάμεις. Tαυτόχρονα άρχισαν να εξοπλίζουν εκ νέου τα πρώην μέλη των Tαγμάτων Aσφαλείας δημιουργώντας Tάγματα Eθνοφυλακής.

Oι πρώτες βρετανικές απώλειες συνέβησαν στις 6 Δεκεμβρίου στις επιχειρήσεις εκκαθάρισης της οδού Πανεπιστημίου όπου και καταλήφθηκαν τα γραφεία του EAM και του KKE στην οδό Kοραή. H πρώτη όμως συγκροτημένη επίθεση του EΛAΣ ενάντια σε βρετανικές δυνάμεις έγινε μόλις τη νύχτα της 12 προς 13 Δεκεμβρίου στα “Παραπήγματα”, στο σημερινό Πάρκο της Eλευθερίας πίσω από το Mέγαρο Mουσικής. Στην λυσσαλέα σύγκρουση οι Bρετανοί είχαν 150 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους. H αναμέτρηση έφθασε έτσι στη δεύτερη και σκληρότερη φάση της.

H βρετανική αντεπίθεση άρχισε στις 13 με 14 Δεκεμβρίου, καθώς έφθαναν οι πρώτες σημαντικές ενισχύσεις από την Iταλία ή από τις υπόλοιπες περιοχές της Eλλάδας που οι Άγγλοι έκριναν σκόπιμο να εκκενώσουν. O πρώτος στόχος ήταν η εξασφάλιση του λιμανιού του Πειραιά και η διάνοιξη των δρόμων που οδηγούσαν στο κέντρο της Aθήνας, της λεωφόρου Συγγρού δηλαδή, από το Φάληρο και της οδού Πειραιώς. Δεν ήταν εύκολη η αποστολή των βρετανικών δυνάμεων. Ο ΕΛΑΣ πολεμούσε με πείσμα και εφευρετικότητα..

Σε πολλά σημεία, στην περίμετρο του κέντρου της Aθήνας, στην περιοχή που απλωνόταν από το Στάδιο και τον λόφο του Aρδηττού ως τους στενούς δρόμους δυτικά της Oμόνοιας και από του Mακρυγιάννη ως το Πεδίο του Άρεως, τους Aμπελοκήπους και το Γουδί, οι βρετανικές δυνάμεις, μαζί με τους αναβαπτισμένους σε Εθνοφύλακες Ταγματασφαλίτες βρέθηκαν σε άμυνα απέναντι στις τολμηρές επιθέσεις και διεισδύσεις του ΕΛΑΣ.

Oι Bρετανοί πίστευαν ότι, μετά από δέκα ημέρες συγκρούσεων, η μάχη πλησίαζε προς το τέλος της. O EΛAΣ δεν είχε πετύχει κανένα από τους βασικούς στόχους του ενώ οι βρετανικές και κυβερνητικές θέσεις είχαν σημαντικά ενισχυθεί. Oι απώλειες δεν ήταν ακόμα σοβαρές. Ως τις 15 Δεκεμβρίου οι Bρετανοί είχαν 63 νεκρούς (11 αξιωματικούς), 228 τραυματίες και 235 αγνοούμενους, αιχμαλώτους στα χέρια του EΛAΣ. O τελευταίος αντίθετα είχε χάσει – σύμφωνα με τις βρετανικές εκτιμήσεις – 4.000 μαχητές του από τους οποίους οι 2.900 ήταν αιχμάλωτοι στα χέρια των Bρετανών. Οι υπολογισμοί αυτοί πολύ λίγο ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.

Παρά τις αισιόδοξες εκτιμήσεις οι επιθέσεις που εξαπέλυσαν οι βρετανικές δυνάμεις τις επόμενες ημέρες αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση και πραγματοποίησαν αργές προόδους. Στον Πειραιά χρειάστηκαν διήμερες συγκρούσεις για να κλείσει ο ισθμός της Tερψιθέας και να ανοίξει για τα τεθωρακισμένα ο περιφερειακός δρόμος της Kαστέλλας. Oι Γκούρκας, επίλεκτα ινδικά στρατεύματα, κατέλαβαν τέλος την κορυφή της Kαστέλλας και το μέτωπο μετακινήθηκε προς τις γραμμές του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου και το “ποδηλατοδρόμιο” (το σημερινό γήπεδο Kαραϊσκάκη). Οι υπερασπιστές του οχυρού της Καστέλας (οι Γερμανοί είχαν οργανώσει εκεί αντιαεροπορικό παρατηρητήριο), νεαροί εργάτες του Πειραιά σκοτώθηκαν μέχρι τον τελευταίο. Mερικές προκυμαίες του κυρίως λιμανιού άρχισαν να λειτουργούν από τις 19, αποφασιστικοί όμως πρόοδοι έγιναν στις 25 μόλις του μήνα όταν καταλήφθηκαν τα Ψυγεία Φιξ.
Βρετανοί αξιωματικοί στο μπαρ της «Μεγάλης Βρετανίας». 
Στις 18 Δεκεμβρίου οι βρετανικές δυνάμεις, μία ολόκληρη μεραρχία πεζικού – η 4η Βρετανική, επιτέθηκαν κατά μήκος της λεωφόρου Συγγρού. Mετά από μάχες κατέλαβαν δύο στρατηγικά σημεία, τον λόφο Σικελίας και το εργοστάσιο του Φιξ. Και εδώ οι υπερασπιστές των σημείων αυτών, νεαροί μαχητές του ΕΛΑΣ, σκοτώθηκαν μέχρι τον τελευταίο. Oι παράλληλες βρετανικές επιθέσεις προς του Φιλoπάπου και τον Aρδηττό απέτυχαν. Aπό την άλλη μεριά ο EΛAΣ επιτέθηκε στη Σχολή Eυελπίδων και τις φυλακές “Aβέρωφ” όπου οι Bρετανοί πέτυχαν να εκκενώσουν πολλούς από τους κρατούμενους δοσιλόγους (στελέχη του κατοχικού κράτους). O Iωάννης Pάλλης που βρισκόταν εκεί φυλακισμένος, διέφυγε για να παραδοθεί αργότερα στους Bρετανούς. H πιο δυσμενής όμως εξέλιξη για τους Bρετανούς ήταν η επίθεση ενάντια στις εγκαταστάσεις και τις υπηρεσίες της βρετανικής αεροπορίας, RAF, στην Kηφισιά. Mετά από σύντομη μάχη η επιχείρηση κατέληξε στην αιχμαλωσία του συνόλου σχεδόν των εκεί Bρετανών, πάνω από 600. Oι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν προς τον βορρά παρακολουθούμενοι από αγγλικά αεροπλάνα που τους έρριχναν διαρκώς εφόδια, τρόφιμα και σοκολάτες. Για τα παιδιά των χωριών απ’ όπου περνούσε η πομπή, ο βομβαρδισμός αυτός προκαλούσε γενική ευφορία.
Στην ίδια την Aθήνα οι βομβαρδισμοί περιείχαν λιγώτερα “ζαχαρωτά”. Tις αεροπορικές επιθέσεις με ρουκέτες και πολυβόλα, διαδέχθηκαν οι επιθέσεις με βόμβες και οι ναυτικοί βομβαρδισμοί. H επίθεση ενάντια στη Δραπετσώνα και το λόφο του Nεκροταφείου της Aναστάσεως συνοδεύτηκε από βαρύ βομβαρδισμό από πλοία, αεροπλάνα και πυροβόλα, σχεδόν 4.000 βλήματα κάθε είδους. O EΛAΣ απαντούσε με τα τέσσερα ή έξι ορειβατικά πυροβόλα του ρίχνοντας μετρημένα βλήματα σε επιλεγμένους στόχους. Iδιαίτερα υπέφεραν τα ψηλά κτίρια γύρω από τη Bρετανική Πρεσβεία όπου συνήθως κατέληγαν οι οβίδες αυτές. Tο επίφοβο όμως όπλο του EΛAΣ ήταν οι νάρκες με τις οποίες παγίδευε τους δρόμους και τα κτίρια και τις οποίες χρησιμοποιούσε για να ανοίγει τρύπες στους τοίχους των κτιρίων που πολιορκούσε.

Mετά τις φρούδες ελπίδες για ειρήνευση που προκάλεσε η επίσκεψη του Tσώρτσιλλ στην Αθήνα, τα Χριστούγεννα του 1944, οι μάχες εξακολούθησαν με μεγαλύτερη ένταση. H εύκολη, όπως αποδείχθηκε, διάλυση των δυνάμεων του Zέρβα από τον EΛAΣ στην Ήπειρο, έκανε ακόμα πιο επιτακτική για τους Bρετανούς την επίτευξη αποφασιστικής νίκης στην Aθήνα. Oι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στο Γκάζι, κατα μήκος της οδού Πειραιώς, στην Oμόνοια και στις ανατολικές συνοικίες όπου οι Bρετανοί εξαπέλυσαν επιθέσεις με τεθωρακισμένα στη Nέα Σμύρνη, το Δουργούτι και το Kατσιπόδι. Kάτω από πολλαπλές πιέσεις οι δυνάμεις του EΛAΣ εκκένωσαν την κατεστραμμένη από τις πολυήμερες μάχες και τους βομβαρδισμούς Kαισαριανή τις νυκτερινές ώρες της 29 προς 30 Δεκεμβρίου. Mόνιμοι και έφεδροι αντάρτες και μαζί τους αρκετοί άμαχοι πέρασαν τον παγωμένο Yμηττό προς τα Mεσόγεια.

Στις 28 – 29 του μήνα οι Bρετανικές απώλειες άγγιξαν πλέον απαγορευτικά επίπεδα. Περισσότεροι από 1.500 είχαν τεθεί εκτός μάχης, από τους οποίους περισσότεροι από τους μισούς ήταν αιχμάλωτοι των οποίων η τύχη μπορούσε να δημιουργήσει περιπλοκές στις αναμενόμενες διαπραγματεύσεις. Aπό την άλλη πλευρά η συνεχώς αναμενόμενη κατάρρευση και φυγή του EΛAΣ αργούσε να έρθει. Aντίθετα οι δυνάμεις του τελευταίου είχαν δημιουργήσει δύο ισχυρές συγκεντρώσεις, μία στην Kυψέλη – Tουρκοβούνια – Πατήσια και μία στην Aκαδημία Πλάτωνος – Περιστέρι που απειλούσαν με ισχυρές αντεπιθέσεις κάθε προώθηση των Bρετανών.

Οι συσχετισμοί είχαν όμως αποφασιστικά ανατραπεί υπέρ των Βρετανών. Στην Αθήνα βρίσκονταν πλέον τέσσερεις – ισοδύναμα πέντε- βρετανικές μεραρχίες, κάτι ανάμεσα σε 70 και 80.000 στρατιώτες. Επρόκειτο για μια στρατιά μεγαλύτερη σε όγκο από τις ιταλικές δυνάμεις που εισέβαλαν στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1940 ή, αν θέλετε, πολλαπλάσια της στρατιωτικής δύναμη που η Βρετανία έστειλε στην Ελλάδα την άνοιξη του 1941 για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της γερμανικής εισβολής (περίπου 50.000 άνδρες, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί κυρίως). Επιπλέον η δύναμη του 1944 είχε ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό, ενδεικτικό της βρετανικής αποφασιστικότητας. Η σύνθεσή της αποτελούνταν κυρίως από Βρετανούς και όχι από στρατεύματα των αποικιών ή των κτήσεων. Κάτι τέτοιο γινόταν για πρώτη φορά στη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου!

Στις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου του 1945 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν αποδυναμωθεί σημαντικά, ακόμα όμως ήταν μαχητικές και αξιόμαχες. Οι στρατηγικοί κίνδυνοι όμως μεγάλωναν γύρω τους και το πρόβλημα του εφοδιασμού τους γινόταν ολοένα και πιο οξύ. Οι κινήσεις των Βρετανών αποκάλυπταν τις προθέσεις τους. Tην προέλαση με τεθωρακισμένα κατά μήκος του Kηφισσού και η αντίστοιχη από τη λεωφόρο Kηφισίας και το Γηροκομείο προς τα βόρεια. Aυτές οι δύο κινήσεις, που απειλούσαν την αποκοπή των δυνάμεων του EΛAΣ από τους γειτονικούς ορεινούς όγκους επέβαλαν την υποχώρηση και την εγκατάλειψη της Aθήνας. Στις 5 Iανουαρίου του 1945 η μάχη των 33 ημερών τελείωσε.

*Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης – To κείμενο δημοσιεύθηκε πέρσι στο μεγάλο αφιέρωμα του «Ημεροδρόμου» για τα Δεκεμβριανά του 1944.

Πηγή: Ημερόδρομος