Friday, September 26, 2014

«Η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που δέχεται τον άνθρωπο όπως είναι» (μνήμη Παύλου Μπακογιάννη)

Ο Παύλος Μπακογιάννης μεγάλωσε την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου στα χωριά της Ευρυτανίας. Παρά τα οικονομικά προβλήματα της οικογενείας του, κατάφερε να σπουδάσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κάνοντας διάφορες δουλειές μαζί με τον αδελφό του για να τα βγάλουν πέρα. Η Ευρυτανία ήταν πάντα στην καρδιά του, χωρίς να ξεχνάει στιγμή τις δυσκολίες που είχε περάσει. Αυτό φαίνεται και στη μετέπειτα πολιτική του καριέρα, αλλά και στην ακαδημαϊκή του, αφού η πτυχιακή του εργασία έχει ως θέμα το δημοσιονομικό της πρόβλημα. Χωρίς να γνωρίζει καν γερμανικά, αλλά με πάθος για γνώση και μόρφωση, φεύγει για την τότε Δυτική Γερμανία και παίρνει πτυχίο Πολιτικής Οικονομίας και Πολιτικών Επιστημών των Πανεπιστημίων Μονάχου, Τύμπιγκεν και Κωστάντσας (Konstanz), στο Πανεπιστήμιο της οποίας ανακηρύχθηκε κατόπιν Διδάκτωρ των Κοινωνικών Επιστημών. Στη συνέχεια μάλιστα, δίδαξε Πολιτικές Επιστήμες και Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 και για 10 περίπου χρόνια διηύθυνε το ελληνόφωνο πρόγραμμα της ραδιοφωνίας της Βαυαρίας. Το πρόβλημα της «μη γνώσης» γερμανικών, το παρέκαμψε με την καθημερινή τριβή με τον κόσμο αλλά και διάφορες «δουλειές του ποδαριού» του έδωσαν τη δυνατότητα και τη γλώσσα να μάθει και μεταπτυχιακές σπουδές να ολοκληρώσει.

Η ανάληψη της θέσης του Διευθύνοντα Συμβούλου στο ελληνικό πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας του Μονάχου του δίνει τη δυνατότητα να έχει καθημερινή επαφή με τους Έλληνες της Γερμανίας, ενημερώνοντάς τους μαζί με το φίλο του Μπάμπη Πραγματευτάκη για τα νέα της πατρίδας τους. Εκείνη την περίοδο μάλιστα, παρουσιάζει και συγγραφικό έργο, γράφοντας παιδικό βιβλίο στα ελληνικά και στα γερμανικά με τίτλο: «Οι από πάνω» ενώ γράφει και στίχους για τραγούδια της ξενιτιάς και της εργατιάς για τους ομογενείς. Πιστεύει πως η κάθε είδηση πρέπει να μεταδίδεται σωστά και πως πρέπει να είναι όλα υπό έλεγχο, ενώ κρατάει σημειώσεις για τα πάντα.

Στο αεροδρόμιο για Ελλάδα, ο Παύλος Μπακογιάννης μαθαίνει για την ελληνική δικτατορία και επιστρέφει στο ραδιόφωνο για να ξεκινήσει αγώνα εναντίον της. Δε μένει όμως εκεί. Ξεκινά επαφές με πολιτικές ομάδες του εξωτερικού, συναδέλφους από άλλες χώρες, συνεντεύξεις σε έντυπα και τηλεόραση ενώ το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ανοίγει την «υπόθεση Μπακογιάννη» και οι πληροφορίες για το πρόσωπό του είναι συνεχείς. Μάλιστα, του αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια, αλλά αυτός δεν το βάζει κάτω. Η εκπομπή του αναμεταδίδεται σε αποσπάσματα από την Deutsche Welle και αρχίζει να γίνεται ευρέως γνωστός στην Ελλάδα, κάνοντας τη Χούντα να ανησυχεί.

Η διδακτορική του διατριβή έχει θέμα «Στρατοκρατία στην Ελλάδα» και στις 31/12/1969 φτιάχνει ειδικά για τη Χούντα, Χριστουγεννιάτικα κάλαντα:

«Αρχή μηνιά και αρχή χρονιά την πάθαν στο Παρίσι. Ψήφο δεν πήραν ούτε μια και κορυφώθηκε η κρίση γιατί σε όλων πια τα όμματα άλλη εικόνα δεν φαντάζει πως τα ανθρώπινα τα δικαιώματα συνέχεια το καθεστώς παραβιάζει. Στο Παρίσι πήγες πάλι, Πιπινέλη, δίχως διόλου να ντραπής για της Χούντας σου το Χάλι, Πιπινέλη δέχτηκες να εκτραπής Στο Παρίσι τάβρες σκούρα, Πιπινέλη, ρεζιλεύτηκες και συ Πιπινέλη, καμώνεσαι πως δεν σε μέλει για το κατάντημα Αααχ… συμφορά μεγάλη ντροπή στο Παρίσι χαλασμόοος Αααχ… διώξανε τη Χούντα, τη Χούντα ντροπή στην Αθήνα κομπασμός. Η Ευρώπη φωνάζει πολύ και η Χούντα απειλεί Την καθίσανε μια στο σκαμνί τελείωσε η υπομονή Τα είπε στα γαλλικά ο Πιπινέλης καλά, αλλάααα…Συμφορά μεγάλη, μεγάλη ντροπή, στο Παρίσι χαλασμός…».
Με τη Μεταπολίτευση, ο Παύλος Μπακογιάννης επιστρέφει στην Ελλάδα. Είναι πια παντρεμένος με τη Ντόρα Μητσοτάκη και έχει δύο παιδιά, την Αλεξία και τον Κώστα ενώ στα επαγγελματικά, είναι Αναπληρωτής Διευθυντής της ΕΙΡΤ με Διευθυντή τον Δημήτρη Χόρν. Δεν έμεινε για πολύ όμως εκεί, υποστηρίζοντας πως: «Νομίζω πως η καλλίτερη υπηρεσία που προσφέραμε, ο κ. Χορν και εγώ, ήταν να κρατήσουμε το Ραδιόφωνο και την Τηλεόραση μακριά από κομματικούς επηρεασμούς και κομματικές επιδράσεις».

Ξεκινάει εκ νέου την αρθρογραφία και γράφει βιβλία με θέματα την πολιτική, την κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας, την παιδεία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την αναδιοργάνωση της διοίκησης, την οικονομία, το περιβάλλον κ.τ.λ. με αρκετά επικριτικό λόγο τις περισσότερες φορές, ενώ τα αποφθέγματά του μένουν στην ιστορία:

«Η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που δέχεται τον άνθρωπο όπως είναι», «Μπορούμε και διαφωνούμε, γιατί μπορούμε να συνυπάρχουμε», «“το ήθος της πολιτικής” είναι και προοπτικά γίνεται ήθος της κοινωνίας», «Οι φράσεις που επαναλαμβάνονται στομώνουν την κριτική σκέψη», «Σκέψου πόσο κακό έχουν κάνει τα δόγματα στην πρόοδο της ανθρωπότητας», «Ανανέωση σημαίνει επικοινωνία και όχι παραπλάνηση», «Κράτα λοιπόν όσο μπορείς ελεύθερη τη ψυχή και το μυαλό σου, ανοιχτά και για τις αυριανές σκέψεις και ιδέες σου».

Ενώ «δεν του ξεφεύγουν» ούτε οι δημοσιογράφοι: «πρώην υμνητές της Χούντας έχουν μεταβληθεί σήμερα από τις στήλες εφημερίδων σε κήνσορες της δημοκρατίας και των δημοκρατών. Έτσι, έχει αναπτυχθεί ένα είδος υποδημοσιογραφίας, που δυστυχώς καλλιεργείαται και κατευθύνεται ακόμα από αξιωματούχους του κόμματος που κυβερνάει».

Αυτό που αποζητά είναι μια δημοσιογραφία με κανόνες: Θέλει τον δημοσιογράφο να κάνει ενδελεχή έλεγχο και διαρκή έρευνα για να παρουσιάσει ένα θέμα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψή του για την πολιτική της εποχής του, λέγοντας πως: «Ο Έλληνας ψηφοφόρος γνωρίζει την αδυναμία του να επιβάλλει τη θέλησή του στο κόμμα και γι’ αυτό χρησιμοποιεί τις εκλογές ως επιχείρηση τιμωρίας ή εκδίκησης. Χρησιμοποιεί τη ψήφο περισσότερο με αρνητική έννοια παρά με πολιτική».

Το περιοδικό «Ένα» του οποίου ήταν Εκδότης και Διευθυντής γνωρίζει τεράστια επιτυχία στις πωλήσεις του, αλλά ο Κοσκωτάς τον απομακρύνει από το περιοδικό.

Η αγάπη του Παύλου Μπακογιάννη για την Ευρυτανία τον κάνει να αναμειγνύει με την πολιτική και έτσι από το Νοέμβριο του 1985 μέχρι το Νοέμβριο του 1989 διετέλεσε πολιτικός σύμβουλος του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Τον Ιούνιο του 1989 εκλέγεται βουλευτής της μονοεδρικής περιφέρειας της Ευρυτανίας και παρουσιάζει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάπτυξής της το οποίο και καταθέτει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη συνέχεια πρωταγωνιστεί στην Κυβέρνηση Τζαννετάκη, όντας ο διαπραγματευτής μεταξύ του κόμματός του και του Συνασπισμού. Πέραν αυτών, εισηγείται στη Βουλή την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου υποστηρίζοντας πως: «Είναι η Ελλάδα, είναι ο Λαός μας, είναι η Δημοκρατία. Για την πορεία μας στο μέλλον θα πρέπει, οριστικά να αρθούν όλες οι συνέπειες του Εμφυλίου Πολέμου και να απαλλαγούμε από δουλείες… να ψηφίσουμε ένα νόμο – μνημείο και ορόσημο – μεταξύ δύο εποχών».

Το τραγικό τέλος στη ζωή του Παύλου Μπακογιάννη ήρθε στις 26/9/1989 λίγο πριν μπει στο γραφείο του στην οδό Ομήρου, την περίοδο που η πολιτική επικαιρότητα συγκλονιζόταν από την έναρξη της διαδικασίας για την παραπομπή των πολιτικών του σκανδάλου Κοσκωτά. Η τραγική ειρωνεία είναι πως την ίδια ημέρα ήρθε η έγκριση της χρηματοδότησης για το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα της Ευρυτανίας. Και κάπως έτσι η «Δημοκρατία» ολοκλήρωσε το έργο της Χούντας, προσπαθώντας ίσως να «διαψεύσει» την ιστορική φράση «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα»…

Jazz διαδρομές με το Magic Bus


Jazz ηχόχρωμα θα έχουν τα πρωϊνά δρομολόγια του Magic Bus το Σαββατοκύριακο 27-28 Σεπτεμβρίου, 9 με 11 το πρωί, στο NovaΣΠΟΡ fm 94,6. Το Σάββατο 27/9 ξεφυλλίζουμε το 19ο τεύχος της Shedia και με αφορμή το 12ο Παγκόσμιο Κύπελλο Αστέγων που ξεκινάει στα μέσα Οκτωβρίου, παρουσιάζουμε έρευνα τους Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης που επιβεβαιώνει πόσο ευεργετικά λειτουργεί στις ψυχές και στο σώμα των αστέγων συμπολιτών μας η «στρογγυλή θεά». Στο ραδιόφωνο ακούμε "Cheek to cheek" από τον Tony Bennett και την Lady Gaga. Τη Κυριακή 28/9 κάνουμε βόλτα στο Νέο Κόσμο και συζητάμε με τον Δημήτρη Κυριακόπουλο πως ένα αθλητικό σωματείο "ξαναφτιάχνει μια γειτονιά". Μουσικά θυμόμαστε τον μεγάλο Miles Davis που μια τέτοια μέρα του 1991 έφευγε από τη ζωή. Συντονιστείτε στο πρωινό δρομολόγιο για το κοινωνικό νόημα των σπορ και τον πολύχρωμο κόσμο της κερκίδας. Κάθε Σάββατο & Κυριακή από τις 9 μέχρι τις 11 στον NovaSport FM 94,6.

Tuesday, September 23, 2014

Διακυβέρνηση και δημόσια διοίκηση: Μια μεταρρυθμιστική ατζέντα

Του Παναγιώτη Καρκατσούλη

Διοικητική παθολογία και διοικητική μεταρρύθμιση

Τα προβλήματα του ελληνικού διοικητικού συστήματος αναφέρονται πολλαπλώς από πλείστους όσους. Οι περισσότερες από τις αναγνώσεις αυτές εκφράζουν υποκειμενικές απόψεις, ενίοτε δε, παρουσιάζουν χαρακτηριστικά ιδεολογημάτων.

Οι περιπτώσεις όπου παρουσιάζεται μια ανάλυση των προβλημάτων βάσει μιας συγκεκριμένης μεθόδου και ποσοτικών/ποιοτικών δεδομένων που να συμβαδίζουν με τα κριτήρια και τις παραδοχές της διεθνούς διοικητικής επιστήμης και πρακτικής είναι λίγες. Ακόμη λιγώτερες είναι εκείνες οι περιπτώσεις όπου τέτοιες εργασίες/ μελέτες τίθενται εντός ευρυτέρου θεωρητικού ή κοινωνικού πλαισίου.

Η ανάλυση που ακολουθεί, στηρίζεται στη μοναδική «λειτουργική αξιολόγηση» της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, η οποία δεξήχθη κατά το πρώτο εξάμηνο του 2011. Τόσο ο σχεδιασμός της όσο και τα στοιχεία που περιλαμβάνονται σ’ αυτή καθώς και η αξιολόγηση των ευρημάτων αποτελούν προϊόν εργασίας Ελλήνων και ξένων ειδικών οι οποίοι συνεργάσθηκαν υπό την αιγίδα του ΟΟΣΑ.

Τρεις ήταν οι μείζονες υποθέσεις εργασίας της λειτουργικής αξιολόγησης:
Α) Δεν μελετάμε την αιτιοκρατική σχέση «αιτίου-αιτιατού» αλλά τη συστημική διασύνδεση των στοιχείων του διοικητικού συστήματος αναζητώντας το κοινό τους νόημα.
Β) Η ελληνική παραμόρφωση συνιστά απόκλιση από το γραφειοκρατικό μοντέλο και απ’ ότι επιγενομένως έχει υιοθετηθεί από τη διοικητική επιστήμη (Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ/Θεωρία Χρηστής Διακυβέρνησης) και οφείλεται στην επιβίωση και επικράτηση του συστήματος των «πελατειακών σχέσεων». Τούτο διαφοροποιείται στον πυρήνα της αφηρημένης δυτικής θεσμικής σκέψης και δεν αναγνωρίζει υπέρτερη αξία από εκείνη της δοσοληψίας κράτους/πελάτη.
Γ) Οι υπόγειες, ατυπικές μορφές δράσης λειτουργούν περισσότερο ως δικλείδες ασφαλείας αποτρέποντας την ολοκληρωτική κατάρρευση του τυπικού οικοδομήματος και πολύ λιγώτερο ως εδραιωμένες πεποιθήσεις που λειτουργούν συγκροτημένα για να εμποδίσουν τη μεταρρύθμιση του διοικητικού συστήματος.

Τα ευρήματα της λειτουργικής αξιολόγησης
1. ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ: ΠΟΛΥΝΟΜΙΑ
1. 1. Η περιγραφή του προβλήματος
Η λειτουργική αξιολόγηση επεσήμανε ως μείζον πρόβλημα του ελληνικού ρυθμιστικού συστήματος την πολυνομία: Οι εκατοντάδες χιλιάδες συνωθούμενες ρυθμίσεις δεν οδηγούν απλώς σε απώλεια χρόνου των συναλλασόμενων αλλά σε οριακή κατάσταση την απονομή της δικαιοσύνης, τη λειτουργία των θεσμών και, εν τέλει, την ίδια την οικονομία.



Υπάρχουν ορισμένα ζητήματα τα οποία διαφοροποιούν σημαντικά την ελληνική περίπτωση από άλλες συναφείς ευρωπαϊκές. Η διασπορά, για παράδειγμα, των ρυθμίσεων, είναι μοναδική, όπως επίσης και η έλλειψη μηχανισμών συστηματοποίησης και αποκάθαρσης της νομοθετικής ύλης. Είναι εντυπωσιακό ότι ο συνταγματικός νομοθέτης επμένει σε μια ιδιαιτέρως «σφιχτή» εννοιολόγηση της «διακριτικής ευχέρειας» τροφοδωτώντας, ουσιαστικά, εκείνο το οποίο η πολιτική μιας αντιπληθωριστικής νομοθέτησης θέλει να ανασχέσει: Την λεπτομερή, πλήρως και επαρκώς τεκμηριωμένη βάση για την έκδοση μιας ρύθμισης. Ρυθμιστικά πλαίσια και κανονιστικές αποφάσεις που δεν ερείδονται επί μιας τελείως συγκεκριμένης νομικής βάσεως (εξουσιοδοτήσεως) καταλήγουν να απορρίπτονται εν ονόματι μιας αφηρημένης/παρεξηγημένης περιφρούρησης του κράτους δικαίου, οδηγώντας μ’ αυτόν τον τρόπο την εκ των ένδον κατάλυσή του.



Επίσης, ιδιαιτερότητες ελληνικές που επιβαρύνουν σημαντικά το κράτος δικαίου, είναι εκείνες που αναφέρονται στους νόμους «με άλλες διατάξεις»1 καθώς επίσης και ο τρόπος ενσωμάτωσης των διεθνών συνθηκών και συμβάσεων ο οποίος επιτρέπει την παρείσφρυση σχετικών εθνικών διατάξεων δημιουργώντας σημαντικό πρόβλημα ασφάλειας δικαίου («επιχρύσωση»/ «goldplating»).

Η μη αντιμετώπιση χρονίων παθολογιών στη νομοθετική παραγωγή οδήγησε σ’ ένα σταδιακό «νομοθετικό μιθριδατισμό»: Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης έναντι της οριακά νόμιμης νομοθέτησης μέσω «Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου» που συνοδεύουν τη θεσμοθέτηση δράσεων του Μνημονίου είναι, κατά την εκτίμησή μας, ισχνές.

1.2. Τι (δεν) έγινε και τι πρέπει να γίνει;
Η μόνη πρόσφατη αξιόλογη προσπάθεια για την ανάσχεση της πολυνομίας και της κακονομίας ήταν η ψήφιση του νόμου 4048/2012 για την «καλή νομοθέτηση». Δυστυχώς, ο νόμος αυτός παραμένει ανενεργός, και προσφάτως, σημαντικές διατάξεις του αναθεωρήθηκαν.

Ένα δοκιμασμένο μέσο για την ανάσχεση της πολυνομίας, η κωδικοποίηση, έχει ελάχιστα αξιοποιηθεί. Οι υφιστάμενες κωδικοποιήσεις δεν μπορούν να ισοσταθμίσουν την βλάβη που προκαλεί στο κράτος δικαίου η πολυνομία και η κακονομία.
Επί σειρά δεκαετιών, δεν λαμβάνει χώρα καμία μεταρρύθμιση που να θεραπεύει το έλλειμμα εφαρμογής των ρυθμίσεων. H εφαρμογή των νόμων θα μπορούσε, ωστόσο, να αποτελέσει τμήμα της πολιτικής καλής νομοθέτησης, αφού ο ex post έλεγχος εφαρμογής τους θα μας έδινε συγκεκριμένες πληροφορίες για τις εστίες της ανομίας.

Ας σημειωθεί ότι η πολιτική αβελτηρία όσον αφορά την ένταση των ελέγχων και την εφαρμογή των νόμων είναι άμεσα συνδεδεμένη με κοινωνικές αντιλήψεις και ενθυλακώσεις ιδιωτικών συμφερόντων στο πολιτικό σύστημα και τον κρατικό μηχανισμό. Άρα, η αντιμετώπση του προβλήματος της διαφθοράς (η οποία, σημειωτέον, παρουσιάζεται από πολλούς ως αυτόνομο πρόβλημα) απαιτεί συνδυασμό πολλών παράλληλων μεταρρυθμίσεων σε διαφορετικά πεδία- από τις δημόσιες συμβάσεις μέχρι την τοπική αυτοδιοίκηση.

1.3. Τι γίνεται ήδη ατύπως;
Πολλές υπηρσεσίες κωδικοποιούν με δικά τους μέσα και για εσωτερική τους χρήση τις διατάξεις που τις αφορούν.
Τα δίκτυα συνεργασίας μεταξύ των υπηρεσιών καθώς και μεταξύ αυτών και των δικαστών που μετέχουν σε νομοτεχνικά όργανα επιτρέπουν την αποφυγή επαναλήψεων, επικαλύψεων ή λαθών.

Τα ελληνικά δικαστήρια υπερβάλλουν εαυτόν στην λήψη αποφάσεων παρουσιάζοντας, ταυτόχρονα, μια εξαιρετικά υψηλή στάθμη ανθρώπινου δυναμικού (δικαστών) και ποιότητας αποφάσεων.

2. ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ: ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ
2.1. Η περιγραφή του προβλήματος
Οι χιλιάδες λεπτομερείς αρμοδιότητες των ελληνικών Υπουργείων και τα προβλήματα που δημιουργούνται απ΄ αυτές, αναφέρονται, συχνά, ανεκτοδολογικώς. Αποκτούμε, ωστόσο, για πρώτη φορά μια τεκμηριωμένη εικόνα γι’ αυτά μέσω της λειτουργικής αξιολόγησης. Η εικόνα που προκύπτει είναι κυκεωνική: Χιλιάδες αρμοδιότητες, ατάκτως ερριμένες, δημιουργούν έναν ετερόκλητο καμβά/ μάλλον κουρελού/ που οδηγεί την ήδη παραπαίουσα δημόσια διοίκηση στους λαβυρίνθους της γραφειοκρατίας, σε «σιλό», σε νομικιστικά κελύφη που επιτρέπουν την περιχαράκωσή της, σε βάρος της αποτελεσματικότητας, της χρηστής διοίκησης και της οικονομικότητας.



Όπως προκύπτει από το προηγούμενο διάγραμμα, το ελληνικό κεντρικό κράτος εξακολουθεί να διοικεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό αρμοδιότητες υποστηρικτικού χαρακτήρα, ενώ θα έπρεπε να διοικεί αρμοδιότητες αμιγώς επιτελικού χαρακτήρα. Ακόμη, όμως, και οι επιτελικές του αρμοδιότητες παρουσιάζουν μεγάλη διασπορά και εμβάλλουν σε σκέψεις περί της εφαρμογής τους.
Η παράδοση του νομικισμού και του φορμαλισμού σε συνδυασμό με τις συντεχνιακές πιέσεις και τα πελατεικά δίκτυα οδήγησαν σ’ αυτή την κατάσταση. Χειρότερο, όμως, απ’ αυτό, είναι το γεγονός ότι εδραιώθηκε μια αντίληψη σ’ όλα τα επίπεδα διοίκησης, ότι προκειμένου να είναι κάποιος αποδοτικός θα πρέπει να του παραχωρηθούν «κι άλλες αρμοδιότητες». Θα μπορούσε να συνιστά μια παραδοξότητα το γεγονός ότι οι χιλιάδες αρμοδιότητες εξισώνονται με μηδενικές αρμοδιότητες και η, εν τοις πράγμασι, υποκατάστασή τους από άτυπες πρακτικές οδηγεί σε μια ανεξέλεγκτη πραγματικότητα, όπου κάθε έννοια έλλογης διοικητικής δράσης παρέλκει.

Εκείνο, όμως, το σημείο το οποίο δεν πρέπει να μείνει ασχολίαστο είναι το ότι παρά τις χιλιάδες αρμοδιότητες, ελάχιστες απ’ αυτές οδηγούν σε πρακτικά αποτελέσματα. Ενώ, δηλαδή, θα περίμενε κανείς ότι με τόσες αρμοδιότητες ο κρατικός μηχανισμός θα είχε να επιδείξει αντίστοιχα αποτελέσματα- καλής η κακής ποιότητας, αδιάφορο- τούτο, ωστόσο, δεν συνέβη. Η ελληνική δημόσια διοίκηση χρησιμοποιεί τις αρμοδιότητες ως μια εσωτερική προϋπόθεση δικαιολόγησης της ύπαρξής της. «Είμαι αρμόδιος» σημαίνει μπορώ να χειριστώ το αντίστοιχο θέμα, όχι όμως να αποφασίσω και να πράξω. Η αρμοδιότητα ένα πρακτικό αποτέλεσμα έχει για τον γραφειοκράτη: Να εισηγηθεί σε κάποιον άλλο να πάρει απόφαση. Το ποιος θα εφαρμόσει την απόφαση είναι μια άλλη υπόθεση, η οποία δεν αφορά τις αρμοδιότητες οι οποίες είναι κανονιστικά προσδιορισμένες. Θεωρητικώς, όμως, η δημόσια διοίκηση είναι εκτελεστικός βραχίονας του κράτους, δηλαδή, υλοποιεί πολιτικές και δεν εισηγείται σε άλλους να το κάνουν.

Ένα εύρημα της λειτουργικής αξιολόγησης που επιβεβαιώνει τις προηγούμενες διαπιστώσεις είναι το παρακάτω: Η ελληνική δημόσια διοίκηση είναι παραγωγός σημειωμάτων και υπομνημάτων προς την πολιτική της ηγεσία να αποφασίσει, αλλά ελάχιστα υλοποιεί από όσα εισηγείται.



Η καταγραφή και ο έλεγχος των εκροών της κεντρικής δημόσιας διοίκησης έγινε μέσω της αξιολόγησης των απαντήσεων που δόθηκαν σε ερωτηματολόγιο που συντάχθηκε ειδικά για τον σκοπό αυτόν, διανεμήθηκε και συμπληρώθηκε από τους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων οι οποίοι έχουν επιτελικές αρμοδιότητες σε περισσότερο από το 50% του συνόλου των αρμοδιοτήτων τους. Σημειωτέον, ότι η συμπλήρωση του εν λόγω ερωτηματολογίου απεδείχθη το δυσκολώτερο εγχείρημα της λειτουργικής αξιολόγησης. Ο λόγος, γι’ αυτό, ήταν η απροθυμία των Γενικών Διευθυντών στην συμμετοχή τους για την διερεύνηση τόσο του διοικητικού έργου όσο και του ρόλου τους σ’ αυτό.

Η σύνοψη των απαντήσεων τους είναι, εν πάση περιπτώσει, η ακόλουθη:
Το γενικό σύνολο των εκροών, ανά έτος, παραμένει ουσιαστικά, αμετάβλητο (271.478 το 2009 έναντι 287.493 το 2010). Εξ αυτών, το σύνολο των κανονιστικών εκροών στις οποίες συμπεριλαμβάνεται ο αριθμός των εγκυκλίων, σχεδίων αποφάσεων, διαταγμάτων και νόμων που έχουν εκδοθεί, ακολουθεί αυξητική πορεία και καταλαμβάνει την μερίδα του λεόντος: Από 47.628 το 2009 ανέρχεται στις 51.552 το 2010, ενώ, αντίθετα, ο αριθμός των επιχειρησιακών εκροών είτε βαίνει μειούμενος (π.χ. ο αριθμός εκθέσεων αξιολόγησης αποτελεσμάτων μειώνεται οριακά από 2.489 σε 2.212) είτε παραμένει σταθερά πολύ χαμηλότερος των κανονιστικών (10.308 το 2009 και 11.438 το 2010).Η απόλυτη πλειοψηφία των εναπομεινάντων είναι υπηρεσιακά σημειώματα, ενημερωτικού χαρακτήρα τα περισσότερα.

2.2. Τι (δεν) έγινε και τι πρέπει να γίνει;
Η σύνδεση των αρμοδιοτήτων με συγκεκριμένα αποτελέσματα (αντίθετα προς τον ισχύοντα Ν.3032/04 που αφήνει στη διακριτική ευχέρεια των υπηρεσιών να θέτουν στόχους (sic) και να αξιολογούν τα αποτελέσματα των δράσεών τους).
Η αντικατάσταση των χιλιάδων λεπτομερειακών, αποσπασματικών και επικαλυπτόμενων αρμοδιοτήτων από ευρύτερες κατηγορίες, τα «πεδία πολιτικής», μέσω των οποίων επιτυγχάνεται ο περιορισμός της διασποράς και ο συντονισμός των επιπέδων διοίκησης που ασκούν τις συναφείς αρμοδιότητες.

Η ανασυγκρότηση των υφιστάμενων αρμοδιοτήτων, η εκκαθάρισή τους και η μεταφορά τους στα οικεία επίπεδα διοίκησης αποτελεί πρώτιστη προτεραιότητα. Όπως εμφαίνεται στο προηγούμενο διάγραμμα, μόνον οι μισές από τις υφιστάμενες αρμοδιότητες είναι επιτελικές. Οι υποστηρικτικές που αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό αυτών θα μπορούσαν να εκχωρηθούν στον ιδιωτικό τομέα- μια πρακτική που έχει εφαρμοστεί σε πολλές άλλες διοικήσεις με θετικά αποτελέσματα αποσυμφόρησης του δημόσιου τομέα και παράλληλης ενδυνάμωσης της απασχόλησης. Επίσης, οι 1000 αρμοδιότητες, αμιγώς εκτελεστικού χαρακτήρα μαζί με τις αρμοδιότητες επικοινωνίας, θα μπορούσαν να μεταφερθούν στην αυτοδιοίκηση, προκειμένου να ολοκληρώσουν την ημιτελή μεταφορά αρμοδιοτήτων του «Καλλικράτη». Αλλά, δυστυχώς, ούτε αυτό έγινε.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στις ελεγκτικές αρμοδιότητες. Χιλιάδες αρμοδιότητες, χαρακτηρισμένες ως ελεγκτικές, έχουν σωρευθεί τις προηγούμενες δεκαετίες από τις κυβερνήσεις που ήθελαν να δώσουν την εντύπωση ότι το «τέρας της διαφθοράς» είναι υπό έλεγχο. Τα τελευταία 20 χρόνια κάθε Υπουργός, αρμόδιος για την δημόσια διοίκηση, θεωρούσε υποχρέωσή του να προσθέτει την δική του τροποποίηση στο μωσαϊκό των ρυθμίσεων που ορίζουν τους ελέγχους. Θεωρητικώς, με περισσότερες από 1500 ελεγκτικές αρμοδιότητες και δεκάδες σώματα ελέγχου θα έπρεπε η ελληνική δημόσια διοίκηση να προσομοιάζει με την Νορβηγική. Αντ΄αυτού, με βάση τα στοιχεία των διεθών οργανισμών1, προσομοιάζει προς χώρες του τρίτου κόσμου και, πάντως, βρίσκεται μακράν και της τελευταίας ευρωπαϊκής.

Eπείγει η συγχώνευση των δομών ελέγχου της νομιμότητας της διοικητικής δράσης σε μία και η επανεξέταση της καταστροφικής πρακτικής της διάχυσης του ελέγχου (πειθαρχικού και νομιμότητας) σε κάθε Υπουργείο, νομικό πρόσωπο και φορέα. Η κατάτμηση οδήγησε στην απίσχνανση των ελέγχων και στη διάχυση της ευθύνης. Περαιτέρω, εξακολουθεί να παραμένει έργο-ναυαρχίδα για την ελληνική δημόσια διοίκηση η αντικατάσταση των δεκάδων χιλιάδων αρμοδιοτήτων με ευρύτερες ομαδοποιήσεις των πεδίων πολτικής.

2.3. Τι γίνεται ήδη ατύπως;
Οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των υπαλλήλων αντισταθμίζουν, πολύ συχνά, την έλλειψη μιας θεσμικής επικοινωνίας μεταξύ των υπηρεσιών. Πολλές από τις συγχύσεις σχετικά με τις αρμοδιότητες επιλύονται ατύπως μετά από συνεννοήσεις μεταξύ των υπαλλήλων που προέρχονται από διαφορετικές υπηρεσίες και ad hoc πρακτικών για την επίλυση των προβλημάτων.

Στις περιπτώσεις όπου ενεργοποιούνται δίκτυα πολιτών που αναπτύσσουν μια δυναμική, εφευρίσκονται επίσης ad hοc λύσεις.

Το ίδιο (περιστασιακές λύσεις) ισχύει και στις περιπτώσεις όπου αναδεικνύονται τοπικοί ηγέτες (ΟΤΑ ή Περιφέρειες) οι οποίοι καταφέρνουν και αναπτύσσουν εξω-θεσμικές πρωτοβουλίες προκειμένου να καλύψουν κενά και παραλείψεις αρμοδιοτήτων. Συχνά είναι τα παραδείγματα από τον χώρο της υγείας ή της περιβαλλοντικής πολιτικής.

3. ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
3.1. Η περιγραφή του προβλήματος
Εξ ίσου μεγάλο πρόβλημα με την πολυνομία είναι η δαιδαλώδης και τεράστια γραφειοκρατία που οι δεκάδες χιλιάδες αρμοδιότητες και το γενικότερο ρυθμιστικό πλαίσιο δημιουργεί. Η είδηση ότι η ελληνική γραφειοκρατία απαιτεί για την διατήρησή της 14 δισεκατομμύρια ευρώ1 (υπό την έννοια των επιβαρύνσεων που προκαλεί στην οικονομία και την κοινωνία) φάνηκε να μην συγκινεί κανέναν ιδιαίτερα και, σίγουρα, κανένα πολιτικό κόμμα απ’ αυτά που κυβέρνησαν για τέσσερις δεκαετίες και έχουν μείζονα ευθύνη για τη νομοθετική και κανονιστική παραγωγή.

3.2. Τι (δεν) έγινε και τι πρέπει να γίνει;
Η άμεση εφαρμογή υπηρεσιών μιας στάσης εντός των ΚΕΠ, πέρα και έξω από την ολοκλήρωση του ΓΕΜΗ, αποτελεί αδήριτη ανάγκη. Για τον λόγο αυτόν, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τοπικές βάσεις δεδομένων και εφαρμογές που έχουν αναπτυχθεί περιφερειακώς είτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

Η εξαιρετική προσπάθεια που ξεκίνησε με την ανάπτυξη μεθοδολογίας για τον προσδιορισμό των διοικητικών βαρών, προσαρμοσμένης στην ελληνική πραγματικότητα1, θα πρέπει να συνεχιστεί.

Η ελληνική γραφειοκρατία δεν θα μειωθεί δραστικά, εάν δεν υπάρξουν προγράμματα εκτίμησης του ενδο-διοικητικού φόρτου. Τα προγράμματα αυτά θα πρέπει να συνδεθούν με τα προγράμματα απλούστευσης τα οποία δεν αποδίδουν.

Έχοντας ολοκληρώσει τέσσερα κοινοτικά πλαίσια στήριξης (δύο εκ των οποίων περιελάμβαναν πολλές δράσεις για την ανάπτυξη της ηλεκτρονικής διοίκησης) η ελληνική δημόσια διοίκηση δεν έχει παρά να επιδείξει διάσπαρτες απόπειρες τυποποίησης εγγράφων και διαδικασιών, οι οποίες, όμως, ουδεμία προτιθέμενη αξία έχουν και δεν ανατρέπουν το γεγονός της μεγαλύτερης γραφειοκρατiας στην ΕΕ.

3.3. Τι γίνεται ήδη ατύπως;
Πολύ συχνά οι υπηρεσίες προβαίνουν σε συστηματοποίηση των απαιτούμενων δικαιολογητικών καθώς και των ενεργειών που πρέπει να ακολουθούν οι ενδιαφερόμενοι για την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας.
Συχνά, επίσης, οι υπηρεσίες διαμεσολαβούν μεταξύ αυτών και των πολιτών είτε για ερμηνείες του ρυθμιστικού πλαισίου είτε και για την αναγκαιότητα προσκόμισης δικαιολογητικών. Εκείνο το οποίο αποτελεί συνηθέστατη πρακτική είναι οι διευκολύνσεις πρωτοκόλλου.

4. ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ: ΔΟΜΕΣ
4.1. Περιγραφή του προβλήματος
Οι χιλιάδες αρμοδιότητες και οι ατελεύτητες διαδικασίες απαιτούν εξίσου πολλές και δαιδαλώδεις δομές για την άσκησή τους. Κατεγράφησαν μόνο στα 15 Υπουργεία 149 Γενικές Διευθύνσεις, 886 Διευθύνσεις και 3720 Τμήματα.

Περαιτέρω παρατηρείται, διαχρονικώς, μικρό εύρος εποπτείας και επικαλύψεις μεταξύ (τόσο οριζόντιων όσο και κάθετων) δομών.

Κατά συνέπεια, οι γραμμές εντολών μεταξύ των δομών που απoτυπώνονται στο ακόλουθο «σπαγγέτι», απεικονίζουν, γλαφυρά, την πραγματικότητα. Οι επικαλύψεις και η σύγχυση αρμοδιοτήτων πέραν της «φυσιολογικής» αναποτελεσματικότητας, ενίοτε, καταλήγει σε τραγικές συνέπειες (π.χ. πυρκαγιές, σεισμοί, κλπ).



Σ’ έναν τέτοιο ανεξέλεγκτο διοικητικό πληθωρισμό δεν περιμένει κανείς μια ορθολογική πολιτική δομή. Αυτό, όμως, που συμβαίνει στην Ελλάδα εκφεύγει ακόμη και προδιαγραφών σοσιαλιστικού «απαράτ»: Χιλιάδες αμφιλεγόμενοι σύμβουλοι (μόνο για τις πολιτικές ηγεσίες των Υπουργείων υπολογίζονται σε….και τα μέλη των ΔΣ δημοσίων νομικών προσώπων που κατεγράφησαν, ανέρχονται σε που έρχονται και απέρχονται μαζί με τους πολιτικούς προϊσταμένους τους δημιουργούν ένα ενδιάμεσο στρώμα, μια ψευδο-δομή, η οποία έχοντας η ίδια την λογική της αυτο-συντήρησης, επιβαρύνει έτι περαιτέρω την δυσκίνητη γραφειοκρατία.

4.2. Τι (δεν) έγινε και τι πρέπει να γίνει;
Α) Ενώ η λειτουργική αξιολόγηση προέβλεπε την αντιμετώπιση του οργανωτικού πληθωρισμού μέσα από την ανα-οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων, την συνακόλουθη περιγραφή καθηκόντων και θέσεων και την προϋπολογιστική δαπάνη στη βάση δεικτών εκτίμησης του παραγόμενου έργου/αποτελέσματος, εκείνο το οποίο επιχειρήθηκε, αντ’ αυτών, ήταν μια άτακτη, ανερμάτιστη και επιπόλαιη περιστολή δομών με μονο κριτήριο την ονομαστική σύγκλιση των αρμοδιοτήτων. Το αποτέλεσμα αυτής της (μη) μεταρρύθμισης ήταν το ίδιο απογοητευτικό όπως και της ομόλογής της, εκείνης δηλαδή που αφορούσε την μείωση των δημοσίων νομικών προσώπων. Ο εντυπωσιασμός, αφ’ ενός, και η υπονόμευση του επιχειρησιακού προγράμματος «Διοικητική Μεταρρύθμιση» μέσω της παραπομπής του στους ίδιους τους Υπουργούς και διοικητές των υπό κατάργηση οργανισμών, μας δίνει το σημερινό άθροισμα των (μη) προσπαθειών, που ισούται με μηδέν (0).

Β) Η ανασυγκρότηση των δομών απαιτεί την άμεση διάκριση των αρμοδιοτήτων σε επιτελικές, υποστηρικτικές, ελεγκτικές και παροχής υπηρεσιών. Τα Υπουργεία πρέπει να περιοριστούν στις επιτελικές, εκχωρώντας τις μεν υποστηρικτικές στον ιδιωτικό τομέα, τις δε εκτελεστικές στα άλλα επίπεδα διοίκησης.

Απαιτείται, επίσης, η δημιουργία συντονιστικών μηχανισμών είτε υπό την μορφή δομών («Μονάδες Συντονισμού») είτε λειτουργιών (δικτυακής μορφής). Οι Μονάδες αυτές θα εκπονούν «Σχέδια Δράσης», στα οποία θα εμφαίνονται οι ενέργειες εφαρμογής, ο ρυθμιστικός προγραμματισμός που αυτές απαιτούν και η συσχέτισή τους με τον προϋπολογισμό. Για το πρώτο διάστημα εφαρμογής των Σχεδίων Δράσης είναι απολύτως κρίσιμο να υπάρξει ευθυγράμμιση της μεθοδολογίας και των διοικητικών πρακτικών μεταξύ, τουλάχιστον, των Υπουργείων. Σ΄αυτό το διάστημα, η λειτουργία του Κεντρικού Συντονιστικού Οργάνου (της Γενικής Γραμματείας Συντονισμού, εν προκειμένω) είναι απολύτως αναγκαία.

Τα Σχέδια Δράσης θα μπορούσαν να αποτελέσουν βασικό μηχανισμό εξορθολογισμού του ελληνικού διοικητικού πράττειν και ανάσχεσης της πελατειακής πολιτικής. Είναι, ωστόσο, χαρακτηριστικό του βαθμού δυσκολίας του εγχειρήματος, ότι, παρά την πρόβλεψη (και) του πρόφατου νόμου 4109/2013, σύμφωνα με τον οποίο όλα τα Υπουργεία εντέλλονται να εκπονήσουν Σχέδια Δράσης, βρισκόμαστε, ακόμη, στο μηδέν.

Η αναδιοργάνωση των δομών δεν περιέλαβε, πάντως, μέτρα για την περιστολή του υπερτροφικού πολιτικού τμήματος της διοικήσεως. Μέτρα θετικά προς την μείωσή τους θα ήταν η επιλογή Γενικού Γραμματέα από μη πολιτικά στελέχη, η κατάργηση όλων των μετακλητών υπαλλήλων/συμβούλων, η δραστική μείωση των υφυπουργών και αναπληρωτών Υπουργών και η εκ βάθρων επανεξέταση όλων των δημοσίων νομικών προσώπων με στόχο την δραστική μείωσή τους.

4.3. Τι γίνεται ήδη ατύπως;
Οι δομικές αγκυλώσεις και ανεπάρκειες, συχνά, παρακάμπτονται με παράπλευρες δράσεις συνεργασίας που αναπτύσσονται, κυρίως, ad hoc. Πέραν των διαπροσωπικών σχέσεων που επιτρέπουν την υπερφαλάγγιση των δομικών ατελειών, άτυπες ομάδες εργασίας, συχνά, εφευρίσκουν λύσεις οι οποίες θα ήταν αδύνατες με σεβασμό στις εσωτερικές είτε εξωτερικές ιεραρχίες και δομές. Βεβαίως, η ατυπικότητα, συχνά, οδηγεί στην πρόσθετη γραφειοκρατική επιβάρυνση των υπηρεσιών, αφού η ανασφάλεια περί του πρακτέου μπορεί να οδηγεί σε πολλαπλασιασμό των «υπογραφών» και των (άχρηστων, εν τέλει) εγγυήσεων.

5. ΠΕΜΠΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ: ΥΠΟΔΟΜΕΣ
5.1. Περιγραφή του προβλήματος
Η διασπορά, η μη διασύνδεση, τα «σιλό», δεν απαντώνται μόνο στις αρμοδιότητες και τις δομές αλλά εκτείνονται και στις υποδομές.

Η λειτουργική αξιολόγηση έδειξε ότι διαθέτουμε 263 μισθωμένα, 271 ιδιόκτητα και 70 παραχωρημένα κτίρια τα οποία, στην πλειονότητά τους, παραβιάζουν βασικές αρχές χωροταξίας, ασφάλειας και ποιότητας εργασίας. Εννοείται, ότι οι τεχνολογίες της πληροφορικής και των επικοινωνιών δεν μπορούν να προσφέρουν πολλά με μια τέτοια κτιριακή υποδομή. Μπορούν, όμως, να διασφαλίσουν το εύκολο κέρδος στους μεταπράτες της τεχνολογίας, αφού ο εξοπλισμός των υπηρεσιών με «σιδερικά» φέρνει εύκολο και άκοπο κέρδος: 54.927 τερματικά, 2983 servers αλλά μόνο 332 ΟΠΣ/βάσεις δεδομένων κι ακόμα λιγότερα (13.343) υπηρεσιακά emails (ποσοστό 25%) συνθέτουν μια αμφίλογη εικόνα: Ενώ υπάρχει πληθώρα κτιρίων και ψηφιακών υποδομών, παρουσιάζεται έλλειμμα χωροταξικού ορθολογισμού και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.

Η εικόνα είναι κατανοητή, εάν την τοποθετήσει κανείς σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο που στηρίζεται σε δύο κεντρικές επιδιώξεις, στον εύκολο πλουτισμό και την πολιτική ηγεμονία των πελατεικών δικτύων.

5.2. Τι (δεν) έγινε και τι πρέπει να γίνει;
Οι οραματισμοί του Δοξιάδη1 και του Κανδύλη για τη δημιουργία «κυβερνητικού πάρκου» δεν έχουν συναντήσει, μέχρι τώρα, τον υλοποιητή τους. Το «κτιριακό» του δημοσίου αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο των πρόσφατων «μεταρρυθμίσεων» ως μη ιεραρχημένη εγκατάλειψη κτιρίων και στοίβαγμα ανθρώπων και εξαρτημάτων (βλ. τις συνέπειες της πρόχειρης μεταστέγασης των εφοριών) με αποτέλεσμα την ραγδαία επιδείνωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Το «κτιριακό» είναι, βεβαίως, συνδεδεμένο άμεσα με το θέμα της χωροθέτησης των υπηρεσιών, μια από τις θεωρούμενες δύσκολες μεταρρυθμίσεις που παραπέμπονται διαρκώς στις καλένδες.

Θεωρούμε, ωστόσο, ότι επείγει η άμεση ανάληψη μιας μελέτης αναχωροθέτησης των δημοσίων υπηρεσιών, η οποία θα λάβει υπόψη της συναφείς εργασίες και προτάσεις.

Όσον αφορά τις ηλεκτρονικές υποδομές και εφαρμογές, 20 χρόνια μετά την δημιουργία της «Υπηρεσίας Ανάπτυξης Πληροφορικής» και της «Κοινωνίας της Πληροφορίας ΑΕ», βρισκόμαστε χωρίς στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης της Πληροφορικής, με πληθώρα έργων/κουφάρια, με ακριβοπληρωμένα έργα που συντηρούνται μετά βίας αλλά και με μια αναβαθμισμένη συνείδηση ότι πολλά από τα προβλήματά μας μπορούν να επιλυθούν με την χρήση της τεχνολογίας. Η Πληροφορική εξακολουθεί, ωστόσο, να αντιμετωπίζεται με εργαλειακό τρόπο, το σχετικά επαρκές ρυθμιστικο πλαίσιο παραμένει αναξιοποίητο και οι εφαρμογές έχουν διάσπαρτο χαρακτήρα χωρίς προστιθέμενη αξία στη διοικητική μεταρρύθμιση.

Εξακολουθεί να υπάρχει αδυναμία σύνδεσης με τις υπόλοιπες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που ανακοινώνονται η δρομολογούνται σε διάφορα πεδία πολιτικής.

5.3. Τι γίνεται ήδη ατύπως;
Οι δημόσιες υπηρεσίες λύνουν πολλά από τα προβλήματα που οφείλονται στην έλλειψη συγκροτημένης πολιτικής για την εφαρμογή της Πληροφορικής στο δημόσιο. Σε πολλές περιπτώσεις αναπτύσσουν εφαρμογές «εκ των ενόντων» προκειμένου να υποστηρίξουν την δουλειά τους και να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε πιεστικές ανάγκες. Η μη διαλειτουργικότητα των συστημάτων ξεπερνιέται, ενίοτε, με την δημιουργία ad hoc διεπαφών. Η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού απαιτεί, επίσης, συχνά, υπερ- προσπάθεια από τους ίδιους τους δημοσίους υπαλλήλους για την υποστήριξη του όλου κύκλου πληροφοριακής υποστήριξης (από την συντήρηση των μηχανημάτων μέχρι την ανάπτυξη λογισμικού).

6. ΕΚΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ: ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ
6.1. Περιγραφή του προβλήματος
Οι εκατοντάδες χιλιάδες υπάλληλοι με τις πολυποίκιλες σχέσεις εργασίας με το δημόσιο είναι ένα ακόμη σύμπτωμα του διάσπαρτου και χαοτικού δημόσιου τομέα.

Είναι γνωστό ότι αποτέλεσε στρατηγική επιλογή όλων των κυβερνήσεων από την δεκαετία του ’80 και μετά, η συστηματική αποικιοποίηση του δημοσίου με πάσης φύσεως ανθρώπους, εκ των οποίων ελάχιστοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις του δημοσίου λειτουργού. Το προσωπικό του δημόσιου τομέα, το οποίο, κατά τη δεκαετία του ’80, διπλασιάσθηκε σε σχέση με τον, επί προηγούμενης τριακονταετίας (1950-1980), πληθυσμό (περί τις 230.000), επανα-διπλασιάσθηκε κατά την επόμενη εικοσαετία.

Ως αποτέλεσμα αυτών των πληθωριστικών πιέσεων, ο πληθυσμός του δημοσίου άγγιξε τις 800.000 (συμπεριλαμβανόμενου και του δυναμικού των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου).



Εξ αυτών, ένα μεγάλο ποσοστό (39%) εξακολουθεί να είναι προσωπικό δευτεροβάθμιας και υποχρεωτικής εκπαίδευσης, ενώ εξακαλουθεί να υφίσταται ένα σημαντικό ποσοστό (12%) υπαλλήλων «άνευ κατηγορίας εκπαίδευσης». Οι υπάλληλοι πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης ανέρχονται σε ποσοστό 47% επί του συνόλου.

Οι επιπτώσεις της διαχείρισης του δημόσιου τομέα ως αποθήκης ανθρώπων είναι δραματικές: Σήμερα, στην εποχή της απόλυτης κυριαρχίας των τεχνολογιών, η ελληνική δημόσια διοίκηση εξακολουθεί να στελεχώνεται στο πιο νευραλγικό της κομμάτι, στα Υπουργεία, κατά το ήμισυ από υπαλλήλους που έχουν τελειώσει το Γυμνάσιο ή και το Δημοτικό. Είναι προφανές ότι οι ανάγκες του πελατειακού συστήματος και οι ανάγκες του κράτους διαφοροποιούνται….

Η αποτύπωση της επίδρασης του πελατειακού συστήματος επί της διοικήσεως αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι οι καταγεγραμμένοι κλάδοι στους οποίους είναι τοποθετημένοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, ανέρχονται σε 1447! Το γεγονός αυτό δημιουργεί φαινόμενα «σιλό» και περιχαράκωσης μεταξύ του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών και θα αποτελέσει σοβαρό ανασχετικό εμπόδιο στην υιοθέτηση ενός lege artis συστήματος περιγραφής θέσεων και καθηκόντων το οποίο θα έρθει να αντικαταστήσει το ισχύον σύστημα.

Τελευταίο αλλά όχι έσχατης σημασίας εύρημα: Ο γηράσκων πληθυσμός. Εάν δεν ληφθούν γενναίες αποφάσεις για την ανανέωση του προσωπικού της δημόσιας διοικησης, τότε, ακόμη κι αν οι μετρρυθμίσεις ενστερνίζονταν ασμένως από την πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων, μάλλον δεν θα ήταν ορατές οι συνέπειές τους – και τούτο, ένεκα βιολογικών λόγων!



6.2. Τι (δεν) έγινε και τι πρέπει να γίνει;
Η γενικευμένη πολιτική λιτότητας είχε δραματικές επιπτώσεις στο ανθρώπινο δυναμικό της δημόσιας διοίκησης. Άξια στελέχη ωθήθηκαν στην έξοδο, έμπειρα στελέχη απώλεσαν κάθε κίνητρο περαιτέρω προσπάθειας και περιορίστηκαν στην απαραίτητη διεκπεραίωση των τρεχουσών υποθέσεων και οι νέοι αποθαρρύνθηκαν πλήρως σε σχέση με την προοπτική καριέρας στο δημόσιο. Μεταρρυθμίσεις ημιτελείς, όπως η αξιολόγηση «κόλλησαν» ήδη στην πρώτη τους εφαρμογή κι εγκαταλείφθηκαν, ενώ άλλες απολύτως χρήσιμες, όπως τα περιγράμματα θέσεων, ούτε καν ξεκίνησαν. Στη θέση τους ανακοινώθηκαν σταυροφορίες ηθικής με σκοπό την πάταξη της διαφθοράς καθώς και τιμωρητικές πολιτικές, όπως οι πρόσφατες, με πρόσχημα τους επίορκους δημοσίους υπαλλήλους (το πλαίσιο δράσης των οποίων δημιούργησαν και διασφάλισαν οι σημερινοί πολέμιοί τους).
Οι ακολουθούμενες τιμωρητικές και τυφλές ως προς τα αποτελέσματά τους πολιτικές διέρρηξαν, οριστικά, τις σχέσεις εμπιστοσύνης του διοικητικού με το πολιτικό σύστημα.

Η ανάταξη του ανθρώπινου δυναμικού προϋποθέτει, τώρα πλέον, την δημιουργία ενός οράματος για τους δημοσίους υπαλλήλους που να αντικατοπτρίζει τις κακοποιημένες αρχές και αξίες της ελληνικής δημοσιοϋπαλληλίας (φιλοπατρία, αφοσίωση στο καθήκον και αλληλεγγύη στο κοινωνικό σύνολο). Τούτο θα πρέπει να συνδυαστεί με τη δρομολόγση μεγάλων οριζόντιων μεταρρυθμίσεων με σκοπό την διασφάλιση του επαγγελματισμού των δημοσίων υπαλλήλων (αξιολόγηση, περιγράμματα θέσεων) όσο και με τη δημιουργία κλίματος άμιλλας (μέσω ανάδειξης καλών πρακτικών) σε διαφορετικά επίπεδα διοίκησης και δημόσιων πολιτικών.

Θεωρούμε απολύτως επιβεβλημένο στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε σε όλους εκείνους οι οποίοι εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικοί ή αρνητικοί για την διαθεσιμότητα και την ικανότητα των Ελλήνων δημοσίων λειτουργών και θρηνολογούν προβάλλοντας, κατ’ουσίαν, τα δικά τους ελλείμματα, ότι η λειτουργική αξιολόγηση δίνει την πιο τεκμηριωμένη απάντηση περί του αντιθέτου: Οι δημόσιοι υπάλληλοι υποστηρίζουν σθεναρά τις μεταρρυθμίσεις και πιστεύουν ότι, μόνον αυτές, μπορούν να εγγυηθούν τη βιωσιμότητα του δημόσιου τομέα. Σημειωτέον, ότι η στάση τους αυτή που καταγράφεται ευκρινώς (βλ. επόμενο διάγραμμα) δεν αποτυπώνεται στα προγράμματα (και ιδίως, στην πρακτική) των πολιτικών κομμάτων.



Στην ίδια έρευνα, οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι αυτο-περιγράφονται ως εργατικοί, φιλότιμοι, παραμένουν συχνά εκτός ωραρίου για να τελειώσουν τη δουλειά τους (62%) παρακολουθούν τα τεκταινόμενα (42%) και έχουν διάθεση προσφοράς. Το ότι οι Έλληνες είμαστε οι πιο εργατικοί από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους έχει εκτιμηθεί από τελείως ανεξάρτητες προς τους δημοσίους υπαλλήλους πηγές1.

Εκείνο το εύρημα το οποίο, όμως, αξιολογείται ως κομβικής σημασίας είναι η κρίση εμπιστοσύνης μετάξύ των πολιτικών προϊσταμένων και των ίδιων των υπαλλήλων. Μάλιστα, η έλλειψη εμπιστοσύνης και η παρέμβαση των πολιτικών στο διοικητικό γίγνεσθαι θεωρούνται ως πρώτης τάξεως προβλήματα. Παρ’ όλα αυτά, ενώ οι δημόσιοι υπάλληλοι θεωρούν ότι υπάρχει έλλειμμα αξιοκρατίας, οφειλόμενο, κατά βάση, στους πολιτικούς θεωρούν την κατάσταση αναστρέψιμη στον βαθμό που το πολιτικό σύστημα τους εμπιστευτεί και τους διασφαλίσει περιθώρια έκφρασης και δράσης.

6.3 Τι γίνεται ήδη ατύπως;
Οι διεργασίες συνεννόησης, αλληλεγύης και συνεργασίας για την επίτευξη αποτελεσμάτων (τα οποία, άλλως, δεν θα μπορούσαν να επέλθουν) αναφέρθηκαν, ήδη, προηγουμένως. Οι άνθρωποι της διοικήσεως υπερκαλύπτουν κενά και αδυναμίες οργάνωσης και λειτουργίας, επιστρατεύοντας γνώση, ευαισθησία και εκτίμηση τόσο για τους πολίτες όσο και για τους επιχειρηματίες (ακόμη κι όταν αυτοί καθόλου δεν εκτιμούν τον «υπάλληλο»). Παρά τις αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά του δημοσίου τομέα, η σύμπνοια και η συστράτευση οδηγούν στη δημιουργία μιας νέας διοικητικής αλληλεγγύης.

7. ΕΒΔΟΜΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ: ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
7.1. Περιγραφή του προβλήματος
Ένα διοικητικό σύστημα με τα προηγούμενα χαρακτηριστικά δεν θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί παρά μόνον μέσα από έναν προϋπολογισμό ο οποίος θα παρουσιάζει ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με τα υπόλοιπα τμήματά του: Μεγάλη διασπορά κωδικών, μη σύνδεσή τους με συγκεκριμένα αποτελέσματα (αφού, κι αυτά με τη σειρά τους είναι αδύνατον να υπολογιστούν λόγω της μεγάλης διασποράς των δομών και των πολύμορφων σχέσεων εργασίας που δεν επιτρέπουν ομαδοποιήσεις ούτε συγκρίσεις), αδυναμία εποπτικού ρόλου του Υπουργείου Οικονομικών. Οι οικονομικές υπηρεσίες των Υπουργείων-πολλώ δε μάλλον των νομικών προσώπων και των αποκεντρωμένων οντοτήτων- υπολειτουργούν η λειτουργούν με εντελώς πεπαλαιωμένο τρόπο χωρίς σύγχρονα πρότυπα λογιστικής διαχείρισης.

Η πολιτική των απολύσεων και του εξαναγκασμού σε αποχωρήσεις επεδείνωσε έτι περαιτέρω την ήδη διαμφισβητούμενη ικανότητα των οικονομικών και διοικητικών υπηρεσιών να ανταποκριθουν ακόμη και στα τρέχοντα. Έτσι, σήμερα, η έκδοση της μισθοδοσίας θεωρείται, πλέον, επίτευγμα!

7.2. Τι (δεν) έγινε και τι πρέπει να γίνει;
Παρά τις προσπάθειες που κατεβλήθησαν από τα μέσα του 2010 και μετά, για την εφαρμογή ενός οιονεί «προϋπολογισμού προγραμμάτων», ο ισχύων προϋπολογισμός, ενώ παρεκκλίνει από τον γνωστό τυφλό δρόμο της μη πρόβλεψης επιδιωκόμενων στόχων, της μη συσχέτισης των δαπανών με τις εκροές των δημοσίων οργανώσεων και, εν τέλει, των ανεξέλεγκτων ελλειμμάτων, απέχει πόρρω από το να συγκροτήσει υπόδειγμα ενός νέου, αναπτυξιακού προϋπολογισμού. Αν και, δηλαδή, υπό την τεχνική έποψή του, ο ισχύων προϋπολογισμός είναι ο πρώτος που κινείται (χωρίς εξαιρέσεις) σε μια λογική αποτελέσματος, τόσο ό τρόπος όσο, και κυρίως, η μη συνδρομή των δημιουργικών τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας στην κατάρτιση και –ιδίως- στην εφαρμογή του, τον έχουν οδηγήσει σε ανυποληψία.

Επιπλέον, η επικράτηση της πολιτικής της λιτότητας εις βάρος ενός αναπτυξιακού σχεδιασμού, οδήγησε στη μονόπλευρη προσπάθεια ελέγχου των δημοσίων δαπανών μέσω οριζόντιας μείωσης της μισθολογικής δαπάνης, καθώς και των κοινωνικών δαπανών – ακόμη και των κονδυλίων για επενδύσεις. Την ίδια στιγμή, εξακολουθεί, ωστόσο, να μην εξετάζεται η σκοπιμότητα ύπαρξης (αναιτιολόγητων) δαπανών που περιλαμβάνονται στους προϋπολογισμούς των Υπουργείων. Κυρίως, όμως, δεν θεραπεύονται οι διαρθρωτικές και δομικές αδυναμίες του δημοσιονομικού συστήματος που προκαλούνται από την δομή και, την εν γένει, λειτουργία του κράτους, και οι οποίες αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία σπατάλης και αδιαφάνειας των δαπανών.
Ο στόχος για τη δημιουργία ενός σύγχρονου πλαισίου δημοσιονομικής διαχείρισης και ελέγχου, το οποίο θα στηρίζεται στις αρχές της οικονομικότητας, αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας, θα μπορέσει να επιτευχθεί μόνον εάν η δημοσιονομική πειθαρχία συνδυαστεί με την μέγιστη απόδοση των δαπανών σε κάθε πεδίο πολιτικής.

Παρά τις προσπάθειες εξορθολογισμού που ήδη αναφέρθηκαν, εξακολουθεί να υπάρχει πολυμορφία των χρηματοδοτικών μέσων (απ’ ευθείας χρηματοδοτήσεις, μεταβιβαστικές πληρωμές, ενισχύσεις κλπ), χωρίς να υπάρχουν αντίστοιχες δικλείδες ελέγχου. Το παράδειγμα των μεταβιβαστικών πληρωμών και των επιχορηγήσεων είναι ενδεικτικό: Αφού η διοίκηση του προϋπολογισμού παραμένει συγκεντρωτική και δεν εφαρμόζονται οι αρχές της αποκέντρωσης, υπευθυνότητας και συνεκτικότητας, δεν υπάρχει λογοδοσία και ευθύνη (νομική, θεσμική και ουσιαστική) για τα αποκεντρωμένα όργανα διοίκησης όσον αφορά την κανονικότητα και την ορθότητα της εκτέλεσης των δαπανών.

Σε επίπεδο δομών διοίκησης και αρχών οικονομικής διαχείρισης, θα πρέπει οι οικονομικές υπηρεσίες να οργανωθούν ως σύγχρονα λογιστήρια, με τα απαιτούμενα πληροφοριακά συστήματα και το κατάλληλο στελεχιακό δυναμικό, ώστε το σύνολο των διαδικασιών (νομικών είτε διοικητικών) να διεκπεραιώνεται εκεί. Γενικότερα, θα πρέπει να υπάρξει εκσυγχρονισμός και αναβάθμιση του δημοσιονομικού συστήματος, όσον αφορά τη λογιστική αποτύπωση, τη δημοσιότητα και τον έλεγχο των δημοσίων δαπανών με εισαγωγή κατάλληλων λογιστικών προτύπων και πληροφοριακών μέσων (π.χ. διπλογραφική λογιστική, λογιστική κόστους, νέος τρόπος αποτύπωσης προϋπολογισμού και λοιπών λογιστικών/ δημοσιονομικών καταστάσεων).

Ειδικότερα, στον τομέα του ελέγχου θα πρέπει να υπάρξει τυποποίηση και ενσωμάτωση μεθόδων εσωτερικού και εξωτερικού ελέγχου (π.χ. ορκωτοί λογιστές, ελεγκτικό συνέδριο) στη βάση σύγχρονων ελεγκτικών μεθόδων (π.χ. δειγματοληπτικός έλεγχος βάσης κινδύνου) που θα εστιάζουν εκτός από τη διασφάλιση της νομιμότητας και κανονικότητας των δαπανών στην επίτευξη οικονομικότητας, αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας (π.χ. με θέσπιση ειδικών χρηματοοικονομικών ή άλλων δεικτών για τον δημόσιο τομέα). Η ενσωμάτωση σχετικών προτύπων και μεθόδων από άλλα κράτη ή διεθνείς οργανισμούς τυποποίησης (π.χ. Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών/ESA 95, διεθνή λογιστικά πρότυπα για τον δημόσιο τομέα/Public Sector Accounting Standards) θα βοηθούσε στη λογιστική αναβάθμιση όσο και στην ενότητα / συνεκτικότητα της δημοσιονομικής λειτουργίας και πληροφόρησης για το σύνολο του δημοσίου τομέα (κεντρική διοίκηση και ευρύτερος δημόσιος τομέας).

7.3. Τι (ήδη) γίνεται ατύπως;
Οι άτυπες συνεννοήσεις των υπηρεσιών με το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους είναι κανόνας, προκειμένου να αμβλυθνούν τα προβλήματα που προκαλούνται από την κυκεωνική νομοθεσία είτε από την έλλειψη διαθέσιμων μέσων και πόρων για την ταχεία διεκπεραίωση των σχετικών θεμάτων.

Επίσης η κατάρτιση των ειδικότερων προϋπολογισμών σε πολλές υπηρεσίες στηρίζεται σε άτυπες συνεννοήσεις μεταξύ των υπηρεσιακών μονάδων και των πολιτικών ηγεσιών τους.Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τη διαβούλευση μεταξύ των ηγεσιών των Υπουργείων και του Υπουργείου Οικονομικών με στόχο την τελική διαμόρφωση των προϋπολογισμών τους.

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Η λειτουργική αξιολόγηση έδειξε ότι όλα τα μέρη του διοικητικού συστήματος πάσχουν από τις ίδιες ασθένειες: Νομικός φορμαλισμός, απουσία μεθόδων και συστημάτων μάνατζμεντ, διασπορά δομών, ανθρώπων και κρίσιμων πόρων, έλλειμμα συντονισμού, ενδημική διαφθορά. Όλα αυτά προκαλούνται, συντηρούνται και αναπαράγονται χάρη στην ύπαρξη του πελατειακού πολιτικού συστήματος το οποίο απομειώνει κάθε θεσμική, οργανωτική η διοικητική αλλαγή στον κώδικα αυτο-αναφοράς του, δηλαδή, σε συναλλαγή και μη- συναλλαγή. Οι παθολογίες που αναφέρθηκαν, προηγουμένως, εξυπηρετούν πλήρως την αναπαραγωγή του πελατειακού συστήματος, συνιστούν δε, υπό μια ερμηνεία, την προϋπόθεση της ύπαρξής του.
Τούτο σημαίνει ότι η διαδικασία αλλαγών είναι περισσότερο περίπλοκη απ’ όσο περιγράφεται στην εύκολη ρητορεία περί πολιτικού βολονταρισμού («πολιτική βούληση»). Απαιτείται ο σχεδιασμός και η εφαρμογή μια ενδελεχούς πολιτικής διοικητικής μεταρρύθμισης. Για να είναι η πολιτική αυτή επιτυχής, απαιτείται πέραν της τεχνικής της επάρκειας να απαντά σε πραγματικές κοινωνικές ανάγκες και να στηρίζεται σε αξίες τις οποίες πρεσβεύει το κοινωνικό σώμα.

Σήμερα, επιτέλους, μετά από ολόκληρες δεκατίες, έχει αρχίσει και αποκτά νόημα και στην ελληνική δημόσια συζήτηση η αναζήτηση «στρατηγικής». Μόνον αυτή μπορεί να οργανώσει τον αγώνα για τη μεταρύθμιση δομών και λειτουργιών του κράτους μας. Χωρίς Στρατηγική δεν μπορεί να υπάρξει ούτε αξιόπιστος προϋπολογισμός, ούτε πολιτική ανθρώπνου κεφαλαίου, ούτε ποιότητα υπηρεσιών. Χωρίς Στρατηγική πολλές από τις φιλότιμες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες ακυρώνονται από άλλες, αντίρροπες δράσεις που επισυμβαίνουν στα διάφορα τμήματα του διοικητικού συστήματος. Η Στρατηγική προϋποθέτει, με τη σειρά της, είτε ευρύτατες κοινωνικές συναινέσεις είτε Ηγεσία που μπορεί να παράσχει μ’ έναν (ακόμη και ανορθολογικό) τρόπο εκείνο που δεν μπορεί η οργανωμένη κοινωνία να κάνει.

Μια Στρατηγική για την ελληνική δημόσια διοίκηση δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην μοναδική/ιδιοτυπική ταυτότητά μας. Επιτάσσει και προϋποθέτει την αναγκαιότητα ενός καθολικού αναστοχασμού που θα προτάξει και θα ανανοηματοδοτήσει τις αξίες εκείνες του ελληνισμού, οι οποίες υποβαθμίσθηκαν, λοιδωρήθηκαν και, εν τέλει, μετασχηματίσθηκαν σε παράσιτο της ταυτότητάς μας. Η κατάργηση και παραμόρφωση της μιας πλευράς της ελληνικότητας, δηλαδή του πατριωτισμού, της αλληλεγγύης, της ανεκτικότητας, και του φιλότιμου, οδήγησε στην ανάδειξη της αγυρτίας, της απατεωνίας, του ξέφρενου ατομικισμού, στην ανάπτυξη των άτυπων/παράτυπων δικτύων, στην αποξένωση από την εργασία, και, εν τέλει, στον βαθύ διχασμό και την απώλεια προσανατολισμού μας.

Η άρση των κατασκευασμένων «διαχωριστικών γραμμών» μεταξύ των διαφορετικών κομμάτων, πεποιθήσεων, στάσεων και αντιλήψεων στα θέματα οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους, απαιτεί σισύφεια προσπάθεια στις σημερινές συνθήκες όξυνσης του αυταρχισμού και αβεβαιότητας που προκαλούν οι αλλεπάλληλοι κλυδωνισμοί του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και του καταρρεόντος εθνικού πολιτικού συστήματος.

Όλα τα προηγούμενα μεταφράζονται σε επίδο πρακτικής πολιτικής στα ακόλουθα προτάγματα:

Ανάληψη μιας κοινής εθνικής προσπάθειας από εκείνους που πρεσβεύουν την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων και μπορούν να τις εφαρμόσουν.

Υποκίνηση και ενεργοποίηση της κοινωνίας πολιτών, προεχόντως, και των κομματικών σχηματισμών, ακολούθως.

Αφύπνιση και εγρήγορση των υγιών δυνάμεων της δημοσιοϋπαλληλίας και του ιδιωτικού τομέα.

Στο εύλογο ερώτημα «μα, ποιος θα θέσει σε κίνηση όλους αυτούς;» η απάντηση είναι μονοσήμαντη: Οι διανοητές που θα τολμήσουν να εκτεθούν, τα διοικητικά στελέχη που θα πάψουν να φοβούνται να χάσουν τα ράκη τους, οι πολιτικοί ελάσσονος βεληνεκούς που θα τολμήσουν να αντισταθούν στις κομματικές τους νομενκλατούρες, και ο ιδιωτικός τομέας που θα συνειδητοποιήσει ότι τα φληναφήματα που τον ήθελαν ανταγωνιστικό με τον δημόσιο είναι «bon pour l’ Orient» και ότι καμία από τις ισχυρές χώρες δεν τα έχει υιοθετήσει. Ακόμη και στη μήτρα του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, ο ισχυρός ιδωτικός τομέας συμβαδίζει μ’ έναν πανίσχυρο δημόσιο.

Η αλλαγή θα προέλθει, εν τέλει, από την ίδια την κοινωνία μέσα από μια διαδικασία αναστοχασμού και επαναπροσδιορισμού της. Η ελληνική δημόσια διοίκηση θα καταφέρει να διεκδικήσει το μέλλον της από εκεί που αυτό ερχόταν πάντα: Από τον ίδιο τον λαό, χάριν και υπέρ του οποίου υφίσταται – εάν και όποτε αυτός το αποφασίσει.

Το βιογραφικό του Παναγιώτη Καρκατσούλη (Το κείμενο είναι η ομιλία του στην εκδήλωση 21 Λύσεις-Διάλγος με το Ποτάμι)

Βίαιη ωρίμανση για το Ποτάμι

Της Αγγελικής Σαπνού

Η ημερίδα που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ήταν μια οριακή στιγμή για το Ποτάμι που επιχείρησε την πολιτικοποίησή του μπροστά στο κοινό. Τέσσερις μήνες μετά την πρώτη δοκιμασία στην κάλπη, στις ευρωεκλογές, το νέο κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως κίνημα του ριζοσπαστικού κέντρου, και προβάλλεται ως “κέντρο των αλλαγών”, προσπάθησε να αποδομήσει την κριτική για έλλειμμα προγραμματικών θέσεων και πολιτικού βάθους. Προηγήθηκε το δημοσκοπικό ξεφούσκωμα αλλά και η υποχώρηση του μιντιακού ενδιαφέροντος που δημιούργησε την αίσθηση απώλειας της αρχικής ορμής.

Μεγαλύτερη ίσως σημασία από τις 21 θέσεις που τελικά συνόψισε ο Σταύρος Θεοδωράκης είχαν οι ομιλίες που προηγήθηκαν από ακαδημαϊκούς, επιστήμονες, τεχνοκράτες, ενδιαφέροντες εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, άλλοι με διεθνείς διακρίσεις, άλλοι με αξιοθαύμαστα επιτεύγματα στον επαγγελματικό τους χώρο, σχεδόν όλοι με ωραίο λόγο και πρωτότυπη σκέψη – ό,τι δηλαδή δεν παράγεται στους σκουριασμένους κομματικούς σωλήνες. Ο ίδιος περηφανεύεται ότι ακούσαμε τους καλύτερους που έχει η χώρα μας και έχει δίκιο - είναι κάποιοι από τους καλύτερους.

Με αυτή την έννοια, το Ποτάμι έχει ήδη πετύχει κάτι σημαντικό, να φέρει κοντά του προσωπικότητες που ακτινοβολούν και οι οποίες δύσκολα πλησιάζουν κομματικές εκδηλώσεις και συνάξεις. Πέτυχε επίσης να κινητοποιήσει ένα κοινό με διάθεση συμμετοχής και αγωνία για την αναζήτηση νέων τρόπων και νέων δρόμων. Από το πρωί μέχρι το βράδυ, δεν έμεινε καρέκλα άδεια, πολλοί κρατούσαν σημειώσεις, ενώ οι συζητήσεις στα πηγαδάκια έξω από την αίθουσα ήταν για όσα λέγονταν μέσα στην αίθουσα. Μια εικόνα εντελώς ασυνήθιστη για όσους έχουν εμπειρία από παραδοσιακά κομματικά συνέδρια και συνδιασκέψεις, η οποία υποστηρίχθηκε και από την υψηλή αισθητική που πάντα χαρακτηρίζει τις εκδηλώσεις του Ποταμιού: Αψογη διαδικασία, σεβασμός στους χρονικούς περιορισμούς, έξυπνα σχόλια από τους συντονιστές του κάθε κύκλου, τίποτα άσχημο, από τα φυλλάδια μέχρι τα μπλουζάκια προς πώληση, καμία επισημότητα αλλά και καμία χαλαρότητα στους κανόνες.

Η ομιλία του Σταύρου κράτησε 107 λεπτά (!) – άκουσε διάφορα αστεία για μοντέλο Κάστρο, αλλά τα είχε προεξοφλήσει γιατί ο αρχηγισμός δεν κρύβεται αλλά επίσης επειδή αυτό που κυρίως τον ένοιαζε ήταν να απαντήσει στην κατηγορία για κόμμα-φούσκα. Ο επικεφαλής, όπως διάλεξε να λέγεται, περιέγραψε ένα πλαίσιο πολιτικής που ξεκινά από τα θεσμικά και την παιδεία, φτάνει στην οικονομία και τη δημόσια διοίκηση, περνά από το μεταναστευτικό και το χρέος, καλύπτει τέλος πάντων όλη τη γκάμα.

Αλλες θέσεις είναι καλά επεξεργασμένες, άλλες χρειάζονται εξειδίκευση, άλλες έχουν εμφανή κενά, οπωσδήποτε έχει προηγηθεί δουλειά και σύνθεση. Στο σύνολό τους είναι προτάσεις ενδιαφέρουσες και προσφέρονται, το λιγότερο, ως βάση συζήτησης. Ο ίδιος θέλησε να δώσει οραματικό χαρακτήρα στο μανιφέστο του, κάτι που δεν έκανε ο Α. Τσίπρας στη ΔΕΘ, σκιαγραφώντας ποια χώρα ονειρεύεται, δίνοντας έμφαση στην παραγωγική ανασυγκρότηση με σημεία αιχμής τη γεωργία, τον τουρισμό, τον πολιτισμό και τον περιβάλλον. Πέρα από τις ατάκες, “να γίνουμε το μποστάνι και το κελάρι της Ευρώπης”, είπε πολλά που έδειξαν ότι προσβλέπει σε ένα Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο, το οποίο προφανώς δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ολοκληρωμένο, αλλά υπάρχει ως σύλληψη.

Κάποιος θα πει ότι δεν σημαίνει τίποτα να περιγράφεται ως «εθνικός στόχος» η δημιουργία 500.000 νέων θέσεων εργασίας και η αύξηση των εξαγωγών στο 35% του ΑΕΠ. Άλλος που έχει ευαισθησία στα θέματα κοινωνικού φιλελευθερισμού θα καλυφθεί με την αναφορά στο χωρισμό εκκλησίας-κράτους, στο σύμφωνο συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια και στην κατηγορηματική αποδοκιμασία κάθε διάκρισης. Κριτική μπορεί να γίνει για πολλά επιμέρους θέματα, φυσικά και για την κοστολόγηση σε κάποια σημεία, αλλά δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτό που παρουσιάστηκε είναι έκθεση ιδεών ή πακέτο παροχών, κάτι δηλαδή από αυτά που κυκλοφορούν προεκλογικά.

Για τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης βρήκαν εύκολα την άκρη. Ποιος έχει αντίρρηση με την σύμπτυξη του κυβερνητικού σχήματος (25 μέλη το πολύ), με τον ορισμό μόνιμων υφυπουργών μέσω ανοικτού διαγωνισμού, με αρμοδιότητες που δεν θα αλλάζουν ανάλογα με τους ανασχηματισμούς, με την κατάργηση ειδικών συμβούλων και αναπληρωτών υπουργών. Αλλά και ως προς το εκλογικό σύστημα, δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς με μια Βουλή 250 εδρών, πέντε για Ελληνες της διασποράς, και ένα αναλογικότερο σύστημα χωρίς μπόνους για το πρώτο κόμμα, με σπάσιμο περιφερειών και τον πολίτη να έχει δικαίωμα δύο ψήφων, μια για τον τοπικό του βουλευτή και μια για το συνδυασμό της ευρύτερης περιφέρειας, με δυνατότητα να ψηφίσει υποψήφιους από δύο διαφορετικά κόμματα.

Για την Παιδεία, ως προς την οποία ακούστηκαν έως και συναρπαστικές ομιλίες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις έγινε επίκληση του έργου της Αννας Διαμαντοπούλου, η πρόταση του Ποταμιού υπέρ της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων είναι γνωστή από την πρώτη του εμφάνιση. Νέο στοιχείο είναι η (αμφιλεγόμενη) ιδέα να επιτρέπεται στους εκπαιδευτικούς να κάνουν, νόμιμα, φροντιστήρια, όπως οι γιατροί του ΕΣΥ στα ιδιωτικά ιατρεία. Επίσης αμφιλεγόμενη η ιδέα να γίνει υποχρεωτικό μάθημα η επιχειρηματικότητα, αλλά πώς μας φαίνεται η πρόσληψη των διευθυντών των σχολείων με βάση τα διοικητικά προσόντα, η δημιουργία διοικητικού συμβουλίου από γονείς και δασκάλους με δικαίωμα και ευθύνη τον προϋπολογισμό και τις προσλήψεις.

Τα πιο προβληματικά σημεία είναι αυτά που αφορούν το φορολογικό και το ασφαλιστικό, δηλαδή τα “βαριά”. Ο στόχος του ενιαίου συντελεστή φορολόγησης δημιουργεί σκέψεις για το δίκαιο χαρακτήρα μιας τέτοιας επιδίωξης, ενώ η άποψη για ένα ανταποδοτικό αναλογικό ασφαλιστικό σύστημα, χωρίς καθόλου κρατική χρηματοδότηση, δεν είναι ρεαλιστική με τα δεδομένα που ισχύουν σήμερα. Εχει, όμως, αξία η αναφορά σε πολιτική συμφωνία σταθερών κανόνων για τα επόμενα 20 χρόνια. Ερωτηματικά υπάρχουν και για το πώς θα υποστηριχθεί οικονομικά η καθολική κάλυψη για το βασικό πακέτο του ΕΟΠΥΥ, αλλά και όλο το πρόγραμμα στήριξης των ανέργων, το οποίο είναι εκτενέστατο.

Κατατέθηκαν καινοτόμες ιδέες (όπως η θέσπιση της ιδιότητας του «συνεπούς φορολογούμενου» που θα έχει καλύτερη αντιμετώπιση από τους υπόλοιπους, η άμεση κατάργηση 50 στρατοπέδων για τη δημιουργία ελεύθερων χώρων, η μετοχοποίηση μέρους των χρεών των επιχειρήσεων, όσο χρειάζεται για να καταστούν βιώσιμες, στα κόκκινα δάνεια ακινήτων να επιτραπεί το leasing). Και βέβαια είχε την τιμητική του αυτονόητο που ισχύει σήμερα ως αδιανόητο (προσχολική παιδεία και τροφή για όλα τα παιδιά, διεθνής διαγωνισμός για επταετείς άδειες χρήσης των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων, συμψηφιστική αναστολή πληρωμών προς το Δημόσιο, να πολεμηθεί η αδήλωτη, ανασφάλιστη και απροστάτευτη εργασία).

Αρκούν αυτά για την πολιτική ωρίμανση του Ποταμιού; Προφανώς και όχι. Τάσσεται υπέρ της αξιολόγησης, χωρίς αστερίσκους και σε όλα τα επίπεδα, αλλά πουθενά δεν αναφέρεται σε απολύσεις στο Δημόσιο, υποστηρίζει ότι το ένα σπίτι μιας οικογένειας μέχρι 100 τ.μ. δεν μπορεί να φορολογείται αλλά δεν μας λέει ποια ακίνητη περιουσία πρέπει να φορολογείται και πόσο, να πάει ο ΕΝΦΙΑ (αφού διορθωθεί) στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αλλά σε αυτή την Τ.Α που ξέρουμε ή σε κάποια ιδεατή; Είναι εξαιρετική η άποψη ότι το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να κατευθυνθεί πρωτίστως στη στήριξη των ανέργων αλλά δεν αρκεί οπωσδήποτε αυτό ως χρηματοδότηση των δράσεων που προτείνονται σε ετήσια βάση.

Ακόμη περισσότερο, δεν σημαίνει ότι μετά από αυτό το μανιφέστο, το Ποτάμι θα βρει τις απαντήσεις στα διλήμματα που δημιουργούνται στην πράξη: Αν η Τρόικα ζητήσει να ανοίξει τώρα το ασφαλιστικό και τα εργασιακά (ομαδικές απολύσεις) ποια θέση θα πάρει το Ποτάμι; Τι να γίνει με τις δικαστικές αποφάσεις που αποκαθιστούν τις περικοπές στα ειδικά μισθολόγια;

Τα ερωτήματα θα ανακύπτουν συνεχώς, ο χρόνος είναι λίγος και το μπέρδεμα μεγάλο: Η Δράση δεν τα κατέφερε να βρει ένα έστω μικρό πέρασμα και δεν έφταιγε η απουσία θέσεων. Αρα, γιατί να δώσει βάρος το Ποτάμι στο πρόγραμμα; Μήπως χρειάζονται περισσότερα πρόσωπα μπροστά, για να μην είναι όλα ο Σταύρος; Μήπως λείπουν οι εσωκομματικές διαδικασίες παραγωγής πολιτικής και η αποκέντρωση αρμοδιοτήτων; Αυτό που λένε οι εκλογικοί αναλυτές ότι δεν έχει έρεισμα στη λαϊκή βάση είναι σωστό; Μάλλον το Ποτάμι δεν έχει δυνατότητα να επιλέξει ερώτηση, πρέπει να τις απαντήσει όλες και μάλιστα σωστά και σύντομα.

Γιατί για τους νέους παίκτες στο πολιτικό παιχνίδι δεν ισχύει ό,τι για τους παλιούς – πρέπει να πετύχουν πολλές μικρές νίκες (πρόσωπα, επικοινωνία, πρόγραμμα) απλώς και μόνο για να έχουν πιθανότητα να υπάρξουν σε ένα σύστημα που είναι έτσι φτιαγμένο ώστε να εμποδίζει την οξυγόνωση.

Η Αγγελική Σπανού είναι δημοσιογράφος

Πηγή: ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ

Saturday, September 20, 2014

Τι το μεγάλο και ηρωικό έκανε ο Φύσσας;

Του Αντη Ζέρβα

Προχθές έγραφα για το θάνατο του Π. Φύσσα και έκλεινα με μια επισήμανση, σχετικά με το πώς συνεχίζει η Χ.Α. να έχει την απήχηση που έχει: «οι μύθοι με τους οποίους μεγάλωνε επί δεκαετίες η ελληνική κοινωνία γέννησαν και πάρα πολλούς πραγματικούς φασίστες.» Δυστυχώς, πολύ γρήγορα θα πρέπει την παραπάνω πρόταση να την εμπλουτίσω με μια ακόμα. Δεν είναι μόνο οι μύθοι. Είναι και η αδυναμία τήρησης των κανόνων της λογικής (ναι, υπάρχουν τέτοιοι) και η διαστρέβλωση της πραγματικότητας, μέσα από τα παραμορφωτικά γυαλιά των συμπλεγμάτων που κουβαλάει ο καθένας.

Η αφορμή για τα παραπάνω είναι κάποιες αναρτήσεις που μου έκαναν εντύπωση για αυτούς ακριβώς τους λόγους και περιστράφηκαν γύρω από δύο άξονες. Ο ένας προσπαθούσε να υποβαθμίσει τη δολοφονία Φύσσα, βάζοντάς την σε μια σούπα που περιείχε τα θύματα της Marfin, τα θύματα της 17Ν, την αριστερά, το δίκιο του εργάτη, τη νομιμοφροσύνη της Δούρου και διάφορα άλλα, πραγματικά άσχετα με το γεγονός.

Ο άλλος άξονας είχε να κάνει με τον ίδιο το Φύσσα και τη δράση του. Ένα «ναι μεν αλλά» που λίγο πολύ έλεγε ότι κι ο Φύσσας δεν ήταν λιγότερο λάτρης της βίας από τους θύτες του και άρα, ναι μεν κακώς τον σκότωσαν, αλλά όχι ότι ήταν και το καλύτερο παιδί. Από πού προκύπτουν αυτά; Από τους στίχους των τραγουδιών του!

Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

"Επειδή το παλληκάρι το δολοφόνησαν οι τρελοί της ΧΑ, θα πρέπει να το κάνουμε και ήρωα;" Το "παλληκάρι" δεν το δολοφόνησαν οι "τρελοί" της Χρυσής Αυγής, αλλά τάγμα εφόδου και ένας εκτελεστής με συγκεκριμένη εντολή. Δεν τον δολοφόνησαν πάνω στην τρέλα τους ή κατά τύχη. Δεν τον δολοφόνησαν επειδή είναι τρελόπαιδα και "έλα μωρέ, αυτά κάνουν τα τρελόπαιδα". Τον δολοφόνησαν επειδή είναι φονιάδες και επειδή αποτελούσε στόχο τους, με εντολή από τους επικεφαλής. Ο λόγος ήταν η δράση του ενάντια στους φασίστες της Χ.Α. και όχι επειδή έτυχε να περνάει από εκεί ή επειδή βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος ώρα.

"Τι το μεγάλο και ηρωικό έκανε ο Φύσσας για να αξίζει αυτή την τιμή;" Έκανε περισσότερα από ένα ηρωικά. Το να πολεμάς με μουσική και στίχους φονιάδες και μαχαιροβγάλτες είναι ηρωικό. Το να πολεμάς το φασισμό στη γειτονιά σου με έργα και να επηρεάζεις όσους μπορείς - λίγους ή πολλούς - τη στιγμή που κινδυνεύει η ζωή σου και το ξέρεις είναι ηρωικό. Το να σταματάς να τρέχεις και να στέκεσαι να αντιμετωπίσεις 30 άτομα, για να δώσεις την ευκαιρία και το χρόνο στους φίλους σου να ξεφύγουν, καταπολεμώντας το ένστικτό της αυτοσυντήρησης και το φόβο, είναι το πιο ηρωικό από όλα. Πρέπει κάποιος να είναι τέρμα κομπλεξικός για να πει "Τι το μεγάλο και ηρωικό έκανε ο Φύσσας".

"Γιατί δεν αποκαλούμε ήρωες και τα παιδιά που καήκαν ζωντανοί στην Marfin; Ποια είναι η διαφορά;" Αυτή πρέπει να είναι μακράν η πιο ηλίθια ερώτηση της ιστορίας και ίσως η πιο διαδεδομένη. Μάλιστα αποτελεί συνδυασμό λογικών σφαλμάτων (Loaded Question, Red Herring, Excluded Middle*). ΑΝ υποθέσουμε ότι χρειάζεται απάντηση, ποια σύνδεση υπάρχει ανάμεσα στα θύματα της Marfin και στο Φύσσα; Γιατί για να τιμήσουμε το Φύσσα θα πρέπει ΠΡΩΤΑ και όχι παράλληλα, όχι στην ώρα τους, όχι στη σχετική επέτειο να ασχοληθούμε με τα θύματα της Marfin; Τα θύματα της Marfin είναι μια τραγικότατη απώλεια, από τις χειρότερες στιγμές που έχουμε ζήσει ειδικά από συναισθηματική άποψη, αλλά ήταν ακριβώς αυτό: θύματα. Δεν στάθηκαν εκεί να καούν για τις ιδέες τους, δεν αποτέλεσαν στόχο λόγω της προηγούμενης δράσης τους. Βρέθηκαν παγιδευμένοι σε ένα κτίριο χωρίς στοιχειώδη μέτρα ασφάλειας (γι' αυτό και υπήρξε καταδίκη στο δικαστήριο), ενώ απέξω βρέθηκαν κάποια ζώα με δολοφονικά ένστικτα (τα οποία κατά έναν περίεργο τρόπο δεν έχουν συλληφθεί). Ποια ήταν αυτά τα ζώα; Τι σχέση έχουν με τη δεξιά, την αριστερά ή τους εξωγήινους; Και ποια ομοιότητα με την πολιτική δολοφονία Φύσσα, στην οποία ξέρουμε και το δράστη και το κίνητρο;

“Ο Φύσσας ήταν λάτρης της βίας, όπως φαίνεται από τους στίχους του και άρα δεν ήταν και πολύ καλύτερος από τους δολοφόνους του”. Εδώ έχουμε μια προσπάθεια μείωσης της προσωπικότητας του θύματος, η οποία συνειρμικά πάει να εξομοιώσει στίχους (δηλαδή λόγια) με πράξεις. Το ότι οι στίχοι της hip hop είναι επιθετικοί, βίαιοι, υβριστικοί το ξέρουν ακόμα και όσοι δεν είναι φίλοι του είδους (εγώ δεν είμαι). Αλλά είναι στίχοι. Λόγια. Οι μαχαιριές δεν είναι. Συνεπώς, κάποιος που γράφει π.χ. «θα σου σπάσω το κεφάλι» και κάποιος που σου σπάει το κεφάλι, δεν αποτελούν δύο παρόμοιες περιπτώσεις ανθρώπων της βίας. Ούτε κατά διάνοια. Ούτε κατά προσέγγιση. Ακόμη, σε μια συμπλοκή, όπως αυτή στο Κερατσίνι, υπάρχει αυτός που αμύνεται και αυτός που επιτίθεται. Πρέπει να είσαι τελείως τυφλωμένος για να καταλήξεις ότι αφού και ο αμυνόμενος και ο επιτιθέμενος χρησιμοποιούν γροθιές είναι ίδιοι. Δεν είναι!

Αυτό το τέντωμα της λογικής κι αυτή η τρικυμία εν κρανίω, σε συνδυασμό με όλα τα κόμπλεξ που μπορεί να κουβαλάει κάποιος (κατά της αριστεράς, κατά των ηρώων, κατά των ξανθιών) αποτελεί το καλύτερο ξέπλυμα των μπράβων-φονιάδων-ναζί-εγκληματιών και φυσικά εξηγεί πώς επιβιώνει ο φασισμός στην ελληνική κοινωνία. Τα κόμπλεξ και ο βιασμός της λογικής είναι καλό λίπασμα.

Μια τελευταία παρατήρηση: ο Φύσσας δεν δολοφονήθηκε επειδή ήταν αριστερός ή επειδή υποστήριζε το ΚΚΕ ή τον ΣΥΡΙΖΑ. Δολοφονήθηκε επειδή στάθηκε απέναντι στους ναζί. Γι’ αυτό και μόνο. Οποιαδήποτε υποβάθμιση αυτού του γεγονότος και οποιαδήποτε προσπάθεια συμψηφισμού του, είτε γίνεται εκ του πονηρού, είτε γίνεται από βλακεία, θεωρώ ότι αποτελεί μύλο στο νερό του ναζισμού, με επικίνδυνες προεκτάσεις.

Πηγή: Ο Κλόουν

Friday, September 19, 2014

Μετά την ΕΣΗΕΑ, πρώτοι και στην ΠΟΕΣΥ!

Του Μάκη Διόγου Β' Αντιπροέδρου ΕΣΗΕΑ

Λίγες μέρες πριν την εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη των εκπροσώπων της ΕΣΗΕΑ στο συνέδριο της ΠΟΕΣΥ έγραφα μεταξύ άλλων: «Οι «Ενωμένοι Δημοσιογράφοι» από τη πρώτη στιγμή έθεσαν ως προτεραιότητα την ανάκτηση της χαμένης τιμής των δημοσιογράφων, τόσο σε επαγγελματικό, όσο και σε συνδικαλιστικό επίπεδο. Αυτό προσπαθούμε καθημερινά στο Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ, το ίδιο θα κάνουμε και στο νέο ΔΣ της ΠΟΕΣΥ. Είναι εύκολο να λες λόγια, να δίνεις υποσχέσεις. Το δύσκολο είναι να αγωνίζεσαι καθημερινά για να υλοποιήσεις όλα όσα ως παράταξη έχεις θέσει ως στόχους. Είναι δύσκολο». Σήμερα μετά τα αποτελέσματα όπου οι συνάδελφοι ανέδειξαν την παράταξη μας στη πρώτη θέση με 732 ψήφους (και 30 συνέδρους) αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω δυο λόγια, μια μικρή μετεκλογική αποτίμηση.

Όταν το 2013 οι παρατάξεις «Δημοσιογραφική Μεταρρύθμιση», «Δημοσιογραφική Ενότητα», μεγάλο κομμάτι συνδικαλιστών από τους «Δημοσιογράφους για τη Δημοσιογραφία», οι «Ανεξάρτητοι Δημοσιογράφοι» αλλά και πολλοί συνδικαλιστικά ανένταχτοι, πήραμε την απόφαση να συγκροτήσουμε τους «Ενωμένους Δημοσιογράφους» το στοίχημα ήταν μεγάλο. Το ερώτημα ήταν αν σε ένα συνδικαλιστικό κίνημα βαθιά πολωμένο, κομματικά & ιδεολογικά, θα μπορούσε να σταθεί μια παράταξη που αφενός καλύπτει τον δημοκρατικό, μεταρρυθμιστικό χώρο, αφετέρου είναι κομματικά χειραφετημένο. Δύσκολο το εγχείρημα. Είχαμε (και έχουμε...) να αντιμετωπίσουμε κατεστημένες νοοτροπίες, μικροκομματικές λογικές και φυσικά διαφόρων ειδών συμφέροντα (μεγάλα & μικρά). Τολμήσαμε και ευτυχώς για μας ένα μεγάλο κομμάτι των συναδέλφων μας στήριξαν την προσπάθεια δίνοντας από τη πρώτη εκλογική μάχη, για το ΔΣ της Ενωσης μας το 2013, τη πρώτη θέση στους «Ενωμένους Δημοσιογράφους». Από εκείνη την ημέρα άρχισε η πορεία μας, τόσο στο Δ.Σ. της Ενωσης, αλλά και εκτός των γραφείων της Ακαδημίας. Η προσπάθεια συνεχίζεται τόσο από τους εκλεγμένους στο ΔΣ της ΕΣΗΕΑ, όσο και από τα υπόλοιπα μέλη των «Ενωμένων Δημοσιογράφων». Οι εκλογές για το συνέδριο της ΠΟΕΣΥ ήταν μια ακόμη στάση σ’ αυτή τη πορεία. Επιμένουμε και διεκδικούμε περισσότερη συμμετοχή, περισσότερη δημοκρατία σ’ όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις του κλάδου μας.

Η πρόταση των «Ενωμένων Δημοσιογράφων» ήταν να εκλεγούν σύνεδροι που θα ακούν τους εργαζόμενους δημοσιογράφους, θα αφουγκράζονται τα προβλήματά τους και θα βρίσκονται δίπλα τους στους αγώνες και στις διεκδικήσεις, προτείνοντας λύσεις που ενώνουν τον κλάδο. Και τα καταφέραμε, για μια ακόμη φορά. Κόντρα στους κυβερνητικούς διαδρομιστές, αλλά και (μικρο)κομματικούς φανατισμούς που προσπάθησαν (ανεπιτυχώς...) να φορτώσουν στην παράταξη μας όλα τα κακά της τρόικας και του μνημονίου. Το θετικό αποτέλεσμα αποτελεί ευθύνη για τους «Ενωμένους Δημοσιογράφους». Οι απαιτήσεις μετά το πολύ καλό αποτέλεσμα για την ΠΟΕΣΥ μεγαλώνουν. Αλλά εμείς επιμένουμε ότι η ψήφος στην παράταξη μας μένει σ’ αυτή. Μένει στους δημοσιογράφους. Και αυτό ας το πάρουν απόφαση όλοι. Για μας η εκλογική επιτυχία είναι το μέσο για να αγωνιστούμε από καλύτερες θέσεις για τα μεγάλα προβλήματα των συναδέλφων μας. Και αυτό θα κάνουμε στο συνέδριο της ΠΟΕΣΥ. Με διαφάνεια, με ανοιχτά χαρτιά, θα διεκδικήσουμε την επανεκκίνηση της ομοσπονδίας. Με στόχο οι προτάσεις μας να δίνουν ρεαλιστικές λύσεις και να ενώνουν τον κλάδο. Αυτή παραμένει η δέσμευση μας προς όλους τους συναδέλφους μας.

*Εδώ διαβάστε τα αποτελέσματα των εκλογών 17-18/9

Thursday, September 4, 2014

Ενα βήμα πέρα από την κλασική φιλελεύθερη έννοια της ελευθερίας

Του Γιάννη Παλαιολόγου

Μια φιλοσοφική συζήτηση για το νόημα της ελευθερίας: αυτό ήταν το αντικείμενο του πρώτου συμποσίου προς τιμήν της σπουδαίας Αμερικανίδας φιλοσόφου Μάρθα Νούσμπαουμ, που έλαβε χώρα χθες το απόγευμα στο πλαίσιο του συνεδρίου για την ανάπτυξη σε εποχές κρίσης του Human Development and Capabilities Association (HDCA) στην Αθήνα. Βασικός ομιλητής ήταν ο πολιτικός φιλόσοφος Φίλιπ Πέτιτ, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Ανθρώπινων Αξιών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.

Το θέμα της διάλεξής του Πέτιτ, με τίτλο «Μία σύντομη ιστορία της ελευθερίας και οι διδαχές της», ήταν η νεορεπουμπλικανική θεώρηση της ελευθερίας την οποία πρεσβεύει. Για τον Ιρλανδο-Αυστραλό φιλόσοφο, η κλασική φιλελεύθερη σύλληψη της ελευθερίας –ως «μη παρέμβαση» στις επιλογές του ατόμου– είναι ανεπαρκής. Για να αναδείξει τους λόγους, αναφέρθηκε στο παράδειγμα της Νόρα και του Τόρβαλντ στο «Σπίτι της Κούκλας» του Ερρίκου Ιψεν.

Οπως εξήγησε, ο Τόρβαλντ, τραπεζίτης στο επάγγελμα, λατρεύει τη σύζυγό του Νόρα και της δίνει πλήρη ελευθερία κινήσεων. Ωστόσο, δεδομένης της ανισότητας άνδρα και γυναίκας ενώπιον του νόμου την εποχή εκείνη, «η Νόρα απολαμβάνει την ελευθερία επιλογής της μόνο επειδή της το επιτρέπει ο σύζυγός της».

Σθεναρή κατανόηση

Η Νόρα, κατά τον Πέτιτ, δεν είναι ελεύθερο άτομο και χρειάζεται μία πιο σθεναρή κατανόηση της ελευθερίας από τη φιλελεύθερη για να ενσωματώσει αυτή την παραδοχή. Η πιο σθεναρή αυτή κατανόηση είναι η θεώρηση της ελευθερίας ως «μη κυριαρχία», της οποίας ο Πέτιτ είναι ο εμπνευστής, που απαιτεί το άτομο όχι μόνο να έχει ευρύ περιθώριο επιλογών, αλλά να μην εξαρτάται το περιθώριο αυτό από κάποιον άλλον. Οπως δήλωσε ο καθηγητής του Πρίνστον, η σύλληψη αυτή ταυτίζεται σε σημαντικό βαθμό με την προσέγγιση των δυνατοτήτων (capabilities approach) στη μέτρηση της ανθρώπινης ευημερίας, στη διαμόρφωση της οποίας η Μάρθα Νούσμπαουμ ήταν μία από τις ηγετικές φιγούρες. Πρόκειται για μία προσέγγιση στα οικονομικά της ανάπτυξης (development economics), με αρχικό εμπνευστή τον Αμάρτια Σεν, τον νομπελίστα Οικονομολόγο και καθηγητή του Harvard, που επιδιώκει τη διεύρυνση των κριτηρίων με τα οποία κρίνεται η ευημερία μίας κοινωνίας.

Πέρα από την αύξηση του ΑΕΠ, η προσέγγιση των δυνατοτήτων εξετάζει τον βαθμό στον οποίο η κάθε κοινωνία επιτρέπει στα μέλη της να έχουν ίσες δυνατότητες για να επιδιώξουν την πλήρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.

Με αυτόν τον τρόπο, πάει πέρα από την κλασική φιλελεύθερη έννοια της ελευθερίας, θεωρώντας ότι η ανεπαρκής πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, παιδείας ή κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν ουσιώδη περιστολή της ελευθερίας.

Η Νούσμπαουμ και ο Σεν ήταν αμφότεροι παρόντες χθες στη διάλεξη. Η Αμερικανίδα καθηγήτρια Νομικής και Ηθικής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, που έχει ερευνήσει βαθιά τους αρχαίους Ελληνες φιλοσόφους και τραγωδούς, χαιρέτισε συγκινημένη το κοινό, λέγοντας ότι το συμπόσιο προς τιμήν της αναδεικνύει τη σημασία της φιλοσοφίας για τα οικονομικά της ανάπτυξης, εξαίροντας ταυτόχρονα τη συμβολή του Ινδού νομπελίστα.

Το συνέδριο του HDCA διοργανώνεται στο ξενοδοχείο «President» από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το Bielefeld Center for Education & Capability Research του Πανεπιστημίου Bielefeld της Γερμανίας. Συνεργαζόμενοι φορείς είναι τα τμήματα Οικονομικής Επιστήμης και Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πηγη: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Ο κηπουρός κι ο καιροσκόπος

Του Δημήτρη Φύσσα

Σήμερα θα περιαυτολογήσω. Όμως όχι για μένα τον ίδιο, θα το κάνω έμμεσα. Θα σας μιλήσω για το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά μου, με αφορμή ότι παρουσιάζεται την Τρίτη που μας έρχεται. Είναι αυτό που βλέπετε στη φωτογραφία, με το θαυμάσιο εξώφυλλο του Φωκίωνα Κοπανάρη. Και για να προλάβω κάθε ενδοιασμό, να σας πω ότι το βιβλίο είναι άκρως αθηναϊκό, επομένως ταιριάζει γάντι στο πνεύμα της στήλης.

Κλακέτα, πάμε.

Βρισκόμαστε στην Αθήνα του 1940, τη στιγμή που ξεσπάει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ένας νεαρός μετεωρολόγος ονόματι Χάρης Χωματάς διακόπτει το διδακτορικό του στη Γερμανία. Γυρίζει στον Λόφο Σκουζέ όπου είναι το σπίτι του και δηλώνει εθελοντής, αλλά δεν γίνεται δεκτός να πολεμήσει για λόγους υγείας. Αποφασίζει λοιπόν, αντί να μελετήσει το κλίμα της Αθήνας, έχοντας τον εξής εξωπραγματικό στόχο, όταν τελειώσει ο πόλεμος η πόλη να πολεοδομηθεί εξαρχής, με βάση τα δικά του κλιματολογικά-μετεωρολογικά συμπεράσματα. Γιατί; Διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι πολεοδομημένη λάθος.

Ξεκινάει λοιπόν να συλλέγει μετεωρολογικά δεδομένα για την πόλη μας. Πιάνει δουλειά στο Αστεροσκοπείο και τριγυρνάει από μετεωρολογικό κλωβό σε άλλο κλωβό, καταγράφοντας βροχές, συννεφιές, θερμοκρασίες, χιόνια, διαφορές του καιρού από την πόλη στο ύπαιθρο, δασοκάλυψη, χαλάζι, υγρασία και εκατοντάδες άλλα δεδομένα, σε πάρα πολλά σημεία της Αθήνας. Συγκρίνει μάλιστα και με άλλες πόλεις.

Γύρω του ο πόλεμος τελειώνει, αρχίζει η Κατοχή, μεγαλώνει η πείνα, διαμορφώνονται οι παρατάξεις του μελλοντικού εμφύλιου πολέμου- αυτός όμως εκεί, εμμένει στην επιστημονική προσπάθειά του. Και η κοπέλα του τον στηρίζει πλήρως στην προσπάθειά του. Ωστόσο, στο ημερολόγιο που κρατάει, αλλά και στη ζωή που ζούνε, οι δυσκολίες της ζωής δε γίνεται να αγνοηθούν.

Στην περιοχή Κυπριάδη (που ανήκει σήμερα στα Άνω Πατήσια) γνωρίζει κάποιον Αντώνη Αστεριάδη, γεωπόνο, μεγαλύτερό του, που ζει στα Σίδερα (κοντά στο Μεταξουργείο). Ο Αστεριάδης καταγράφει κι αυτός στοιχεία που αφορούν την πόλη (και την Αττική ευρύτερα): τους λαχανόκηπους και τα συναφή. Και ο Αστεριάδης αδιαφορεί για τον πόλεμο και συλλέγει δεδομένα για ζαρζαβατικά, εμπόριο φαγώσιμων ειδών από/προς τον Πειραιά, ανθοκομία, σιτηρά, κτηνοτροφία διαφόρων ειδών, πότισμα, πηγάδια, αρτεσιανά κ.λπ., αλλιώτικα στοιχεία σε κάθε διαφορετική περιοχή, και συγκριτικά μάλιστα με τα πριν τον πόλεμο. Ο γεωπόνος μας ελπίζει ότι η ανάπτυξη της λαχανοκομίας θα σώσει την Αθήνα από την πείνα και προσβλέπει σε μεταπολεμική επέκτασή τους.

Παράλληλα, ο Αστεριάδης αντιμετωπίζει κρίση στο γάμο του, αλλά και ποικίλα πρακτικά προβλήματα στη ζωή του, καθώς και ιδεολογικά.

Παρά τη διαφορά ηλικίας, οι δυο άντρες γίνονται φίλοι και συμπορεύονται. Ο ένας προλαβαίνει να βγάλει το βιβλίο του πριν ακόμα αποχωρήσουν οι Γερμανοί, ο άλλος προσπαθεί να το βγάλει με την απελευθέρωση (Οκτώβρης του ’44). Αλλά ήδη το αίμα έχει αρχίσει να ρέει, τα Δεκεμβριανά πλησιάζουν με ραγδαία βήματα.

Μέσα στο βιβλίο η αφήγηση είναι θρυμματισμένη, ο λόγος δεν είναι συνεχής, ούτε εύκολος, ζητάω έντονη τη συμμετοχή του αναγνώστη. Ανάμεσα στα κομμάτια που αφορούν τη δράση των ηρώων, παρεμβάλλονται –με αναλογία ένα προς ένα– κομμάτια από τα βιβλία του γεωπόνου («κηπουρού») και του μετεωρολόγου («καιροσκόπου»), δηλαδή πίνακες, στατιστικές, επιστημονικές παρατηρήσεις κ.λπ.

Γιατί το μυθιστόρημά μου βασίστηκε σε βιβλία δυο υπαρκτών προσώπων. Γιατί στ’ αλήθεια (όχι συγγραφική αδεία) υπήρξαν δυο τέτοιοι άνθρωποι, που πέρασαν την Κατοχή όχι σφάζοντας (ή ετοιμαζόμενοι να σφάξουν) ο ένας τον άλλο, αλλά βάζοντας την επιστήμη στην υπηρεσία της πόλης μας. Όμως, αντί να ερευνήσω και να φτιάξω βιογραφίες, προτίμησα τη φόρμα του πεζού.

Αυτά εγώ, σαν συγγραφέας. Πολύ πιο διαφωτιστικά θα είναι, προφανώς, όσα θα πουν οι τρεις σημαντικοί άνθρωποι που με τιμούν, παρουσιάζοντας το βιβλίο μου.

Παρουσίαση: «Ο κηπουρός κι ο καιροσκόπος», μυθιστόρημα του Δημήτρη Φύσσα, Εστία 2014. «Café Polis», στο αίθριο πάνω από τη «Στοά του βιβλίου» (Πεσμαζόγλου 5, μεταξύ Πανεπιστημίου – Σταδίου, 210 3249568). Τρίτη, 20.30 ακριβώς. Παρουσιαστές: Λευτέρης Ξανθόπουλος (σκηνοθέτης, συγγραφέας), Γιώργος Συμπάρδης (συγγραφέας), Σώτη Τριανταφύλλου (ιστορικός, συγγραφέας).

Monday, September 1, 2014

Σταύρος Θεοδωράκης στο Der Spiegel: “Θέλουμε να χτίσουμε μία συμμαχία”

Συνέντευξη του Σταύρου Θεοδωράκη φιλοξενεί σήμερα το εβδομαδιαίο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel. Σε ερώτηση γιατί η Ελλάδα χρειάζεται το Ποτάμι, ο κ. Θεοδωράκης απαντά ότι «μια χώρα που βιώνει μια κρίση χρειάζεται μια νέα ηγεσία» και πως «δεν είναι δυνατόν οι πολιτικοί που έφεραν τη χώρα σε κίνδυνο, να θέλουν τώρα να μας σώσουν. Ακόμη κι αν μετανιώνουν για τα λάθη τους, δεν είναι αξιόπιστοι».

Spiegel: Μισό χρόνο μετά την ίδρυση του, το κόμμα σας βρίσκεται λίγο κάτω από το 10% στις δημοσκοπήσεις. Για ποιο λόγο χρειάζεται η Ελλάδα Το Ποτάμι;

Σταύρος Θεοδωράκης: Μία χώρα σε κρίση χρειάζεται μία νέα ηγεσία. Δεν γίνεται αυτοί οι πολιτικοί, που μας έφεραν σε κίνδυνο μέχρι τώρα, να θέλουν να μας σώσουν. Επίσης, το να λένε ότι λυπούνται για τα λάθη τους, δεν είναι πιστευτό.
Spiegel: Γιατί πρέπει οι ψηφοφόροι να πιστέψουν εσάς περισσότερο;

Σταύρος Θεοδωράκης: Διότι εμείς δεν είμαστε ένα κόμμα όπως τα άλλα, που ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό του. Και δεν είμαστε ένα κίνημα διαμαρτυρίας. Το Ποτάμι θέλει να αλλάξει κάτι. Γι’ αυτό θέλουμε να κυβερνήσουμε.
Spiegel: Χωρίς κάποιο μέλος με πολιτική εμπειρία στις τάξεις σας;

Σταύρος Θεοδωράκης: Ξέρω πολιτικούς, που κυβερνούν χωρίς να έχουν καμία εμπειρία από τη ζωή, το οποίο είναι πολύ χειρότερο. Έχουμε μέλη με εμπειρία στη διοίκηση, επιχειρηματίες, ακαδημαϊκούς. Και δεν θέλουμε μόνοι μας να κυβερνήσουμε, αλλά να χτίσουμε μία συμμαχία, μία συνωμοσία του καλού.
Spiegel: Πολλοί Έλληνες θέλουν να βγείτε από την Ευρωζώνη, ώστε να ξεφύγουν από τη λιτότητα. Εσείς επίσης;

Σταύρος Θεοδωράκης: Δεν μπορώ να φανταστώ κανένα σενάριο στο οποίο η Ελλάδα να φεύγει από την Ευρώπη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εμείς θα είμαστε υπάκουοι απέναντι στις Βρυξέλλες με κάθε τίμημα. Δεν απειλούμε, αλλά ούτε υποτασσόμαστε.
Spiegel: Επιθυμείτε κάποιο υπουργείο στην επόμενη κυβέρνηση;

Σταύρος Θεοδωράκης: Δεν με ενδιαφέρει να γίνω υπουργός. Έχω για χρόνια υπάρξει παρουσιαστής της πιο πετυχημένης τηλεοπτικής εκπομπής της χώρας. Ήθελα πάντα κάτι να κάνω για την Ελλάδα, αλλά ποτέ να γίνω πολιτικός.

Φθινόπωρο....