Tuesday, May 29, 2018

Δέκα χρόνια χωρίς τον Άγγελο Ελεφάντη

Ας οξύνει ο καθένας –έκαστος εφ ω ετάχθη- την κριτική του εκεί που βρίσκεται. Θα ενωθούν, πιστεύω, στο τέλος εκείνοι που θα ξεπεράσουν τη σημερινή ήττα των δυνάμεων του σοσιαλισμού, εκείνοι που αποτελεσματικά θα καταπολεμήσουν τους πάσης φύσεως καρεκλορήτορες του «Λαϊκού κινήματος». Άγγελος Ελεφάντης, 1983

Του Αγγελου Ελεφάντη

Η περίοδος είναι μεταβατική. Οι ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα της χώρας δεν έχουν βρει ακόμα τις αποκρυσταλλωμένες τους μορφές, εκείνες που θα επικρατήσουν στη νέα δάση, ενόψει του 1992. Οι τάσεις ωστόσο είναι ευδιάκριτες. Ουσιαστικά τείνουμε σε ένα νέο δικομματικό σύστημα όπου από τη μια μεριά θα υπάρχει το υπό σοσιαλδημοκρατικοποίηση ΠΑΣΟΚ και η υπό σοσιαλδημοκρατικοποίηση Αριστερά σε αντιστοιχία με τις ευρωπαϊκές, ανατολικές και δυτικές, σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Από την άλλη η φιλελεύθερη συντηρητική παράταξη της ΝΔ με τους συμμάχους της.

[…]Η προγραμματική ομοιότητα των δυο μπλοκ θα αποτρέπει την πόλωση, θα επιτρέπει την εναλλαγή, θα διευκολύνει τη συνεργασία, θα καλλιεργεί τη συναίνεση. Αν η αντιπροσωπευτική δημοκρατία προϋποθέτει και συνεπάγεται κόμματα που είναι σε θέση να εκφράζουν όλη τη διαφορετικότητα και την πολυφωνία των κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων, αλλά και τη θεσμοποιημένη σύγκρουση μεταξύ τους, η συναινετική δημοκρατία προς την οποία τείνουμε, ακριβώς επειδή απορρέει από τη συναίνεση, την ενσωμάτωση και την κοινωνική ειρήνευση και την υποβάθμιση των αντιπροσωπευτικών στρωμάτων (Βουλή, τοπική αυτοδιοίκηση, συνδικάτα κλπ) προϋποθέτει κόμματα και διαμορφώνει τα κόμματα της συναίνεσης, της ενσωμάτωσης, της κοινωνικής ειρήνευσης. Κόμματα «διαλόγου», δηλαδή, ενός διαλόγου όχι με την κοινωνία, γιατί από κει μπορεί να προκύψουν και κακοφωνίες∙ διαλόγου μεταξύ τους βέβαια, που αναγορεύει σε θεμελιώδη αν και άτυπο θεσμό, τα κομματικά και διακομματικά διευθυντήρια. Διευθυντήρια στηριγμένα σε ισχυρές κομματικές γραφειοκρατίες που προεκτείνονται μέσα στην κρατική γραφειοκρατία εγκαθιδρύοντας μια οργανική σχέση συμπληρωματικότητας και επιβάλλοντας μιαν υψηλού βαθμού πολιτική αδιαφάνεια. Κόμματα χωρίς λειτουργούσα βάση εξάλλου, αλλά με πειθήνια συναινούσα βάση. Αν η βάση δεν συναινεί και ενίοτε επιδεικνύει σημάδια απείθειας ή ρέπει προς υπερβολικές αξιώσεις που τις υπαγορεύουν το συντεχνιακό πνεύμα, η κοινωνική ανασφάλεια ή η συσσώρευση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, ο αυταρχισμός της δημοκρατίας αυτής είναι εδώ για να προλαβαίνει, να καταστέλλει και, προπάντων, να ενσωματώνει. Η εικόνα και η καλωδιωμένη ζωή θα διδάσκουν την ουσία του εκσυγχρονισμού. Από κάτω, ο από κάτω κόσμος, θα σιγοβράζει όπως πάντα. Θα χρειαστούν πολλές αντιφάσεις και αντιστάσεις ώστε το σιγοβράσιμο να γίνει βρασμός. Τίποτα δεν έρχεται μόνο του, τίποτε δεν είναι νομοτελειακό.

Χρειάστηκε μια ολόκληρη δεκαπενταετία για να φτάσουμε στο σημείο αυτό. Από την ηγεσία της Δεξιάς ως την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ και τη σημερινή αβέβαιη μεταξύ τους ισορροπία ο δρόμος ήταν μακρύς. Δρόμος γεμάτος προβλήματα που έμειναν άλυτα μεσοστρατίς και νέα που περιέπλεξαν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Η Ελλάδα έζησε εφτά χρόνια διδκτατορίας, άλλα επτά κάτω από μιαν αφερέγγυα ΝΔ κι άλλα οκτώ χρόνια με οργανώτρια δύναμη τον πασοκικό λαϊκισμό. Ξεστρατισμένη μια ολόκληρη ζωή. Τέτοιο πλήγμα θα μπορούσε να τσακίσει ακόμη και τον διαυγέστερο και τον ανθεκτικότερο λαό∙ πολύ περισσότερο που αυτό το παρατεταμένο ξεστράτισμα γινόνταν σε μια εποχή που η κοινωνία μας άλλαζε ριζικά. Από φτωχή γίνεται πλούσια, από καθυστερημένη σύγχρονη, από απομονωμένη χώρα της καπιταλιστικής περιφέρειας κομπάζει κι αυτή στη χορεία της ευρωπαϊκής μητρόπολης.

Ωστόσο, την επιφάνεια της ευμάρειας συνόδευε η ιδεολογική ευτέλεια και η πολιτιστική αποπτώχευση, που χαράχτηκαν βαθιά στα κύτταρα της κοινωνία, τόσο ώστε να ξεχάσει τις καταβολές της, το δικό της τέλος πάντων τρόπο να υπάρχει, που, όσο κι αν αντιμετώπιζε τα προβλήματα με τα μέσα των κατ’οικονομία λύσεων, με μπαλώματα δηλαδή, δεν είχε παρά ταύτα την αίσθηση της ιδιαιτερότητας και της ιστορικότητάς της. Πριν από τη στρατιωτική δικτατορία, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο τόπος έβγαινε βασανιστικά από την μετεμφυλιοπολεμική τραγωδία και τη μετεμφυλιοπολεμική λευκή τρομοκρατία, ανίχνευε τους δρόμους μιας νέας πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής προοπτικής. Τα σημάδια της νέας ανθοφορίας ήταν πολλά. Η εθνικοφροσύνη, ως κυρίαρχη τότε ιδεολογία με αποπνικτικές πρακτικές, που καθοδηγούσε τα βήματα των νικητών του Εμφυλίου, χρεωκοπούσε σε όλα τα επίπεδα στη συνείδηση του κόσμου. Αυτή ήταν η μεγάλη νίκη της αριστεροδημοκρατικής παράταξης, όπου το βαθύ αίτημα του πολιτικού εκδημοκρατισμού συνόδευε και ενδυνάμωνε ένα βαθύ αίτημα του πολιτιστικής αναγέννησης. Το μαρτυράν η μουσική, το μυθιστόρημα, το θέατρο, ο κινηματογράφος, λόγιες και λαϊκές εκφράσεις που προδικτατορικά θα γνωρίζουν μια ελπιδοφόρα άνθιση. Ήρθαν ύστερα η σιωπή και οι βαθιές στρεβλώσεις της δικτατορίας.

Μεταδιδακτορικά ζήσαμε με κραυγές και συνθήματα. Επείσακτες ιδεολογίες καταχώνιασαν για τα καλά τα αυτόχθονα στοιχεία. Αν τα δεύτερα αντιπροσώπευαν το πνεύμα της αντίστασης που έλεγε ο Νίκος Σβορώνος, τα πρώτα είναι το πνεύμα της ευκολίας, του πανικού, που βιώνεται ως βασική νεοελληνική αρετή. «Να τη βρούμε», να η ιαχή. Ο δημοκρατικός κόσμος, καίγοντας τα φανάρια, πήρε το δρόμο για «το σοσιαλισμό στις 18» που του υπεδείκνυαν τα ανδρεοπαπανδρεϊκά λαϊκιστικά ιδεολογήματα πριν ακόμα κατοχυρώσει το δημοκρατικό θεσμό. Άρκεσαν τα πλαστικά σημαιάκια προς τούτο. Ο αριστερός κόσμος ακολουθούσε προσφέροντας αφυδατωμένες αναμνήσεις, αντάρτικα τραγούδια, απομνημονεύματα, λαϊκότροπες κατασκευές καθώς και τις τεχνικές του ιστορικού του σταλινισμού που τροφοδότησαν τον πασοκικό λαϊκισμό. Δεν πρόσφερε η Αριστερά σ’αυτή τη φάση την ιδεολογία της, τη σοσιαλιστική προοπτική. Ίσως γιατί δεν την είχε, ίσως γιατί είχε βαθιά αλλοιωθεί. Κάτω από τη λαϊκιστική ιδεολογία εκφυλίστηκε και αυτή. Χάθηκε έτσι το νόημα της αιματοκυλισμένης περιόδου 1940-’50, το νόημα μιας επανάστασης που χάθηκε, όπως έλεγε ο Θανάσης Χατζής. Οι κεντρώοι που την καταπολέμησαν, σε αγαστή συνεργασία με τους βασιλοδεξιούς, όταν επέστρεψαν στην εξουσία το 1981, οικειοποιήθηκαν και την εαμική και την αντιδικτατορική δράση. Αντάλλαξαν την απουσία και την ενοχή με τις συντάξεις στους αντιστασιακούς, οργανώνοντας εθνικές γιορτές στο Γοργοπόταμο και μετονομάζοντας τους δρόμους που έφεραν το όνομα «Ιωάννου Μεταξά» σε «Άρη Βελουχιώτη», «Εθνικής Αντίστασης» και «Ηρώων Πολυτεχνείου». Η Αντίσταση μεταβαπτιστηκε σε εθνική. Ήταν εύκολο το πέρασμα αυτό αφού εκμηδενίστηκε το αντιστασιακό πνεύμα της Αριστεράς, άλλης κοινωνικής και πολιτικής φοράς αυτό.

[…] Στα πρόθυρα του 1992 και του 1996, μέσα στην καρδιά της Ευρώπης και μεις, ζούμε χωρίς την αίσθηση της ταυτότητας και την επίγνωση της διαφοράς. […] Πολύ πριν από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» καταστράφηκε στον τόπο μας η πίστη στο σοσιαλισμό, ό,τι πολυτιμότερο δηλαδή είχε φτιάξει η ιστορική Αριστερά για και με το λαϊκό κόσμο, παρά τις ήττες, τις στρεβλώσεις της και τους αναχρονισμούς της. Δεν ήταν το τείχος που γκρεμίστηκε στο Βερολίνο που γκρέμισε και την πίστη των αριστερών στο σοσιαλισμό. Οι κατεδαφίσεις είχαν προηγηθεί καθώς τα ανδρεοπαπανδρεϊκά ιδεολογήματα κατακτούσαν τον τόπο και τον κόσμο. Το ΠΑΣΟΚ παρέλαβε κόσμο δημοκρατικό και αριστερό, δεν τον έκανε ούτε πιο αριστερό ούτε πιο δημοκρατικό. Τον έκανε κυνικό. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη υπηρεσία του λαϊκισμού στο μεγάλο του αφέντη, τον αστισμό.

Στο πλαίσιο των πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων που κάλυψαν τη μακρά μεταπολιτευτική περίοδο η διεκδίκηση μεριδίου του λέοντος στην εθνοσωτήριο εξόντωση της δικτατορίας από επώνυμους και ανώνυμους, η ορμητική είσοδος των νεομικροαστών στο πολιτικό προσκήνιο που, αφού έδωσαν το παρτώον ακίνητο σε αντιπαροχή, τους έλαχε ο κλήρος στη συνέχεια να βάλουν τάξη σ’αυτόν τον τόπο χτίζοντας το ένα πάνω στο άλλο τα πανωσηκώματα, η παρατεταμένη κρίση της Αριστεράς που υποτονθόριζε για το «παραπέρα βάθεμα και πλάτεμα της δημοκρατίας», το ανεχόρταγο τέρας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η αχόρταγη βουλιμία για εξουσία μιας Δεξιάς που φύλαγε τις νέες ιδέες σε θαστερικά σαμσονάιτ, έκοψαν τις γέφυρες με όλες εκείνες τις ζωηφόρες ιστορικές αναφορές που έρχονταν από παλιότερες δοκιμασίες, πολτοποίησαν προθέσεις, διαθέσεις και διαθεσιμότητες. Τη λαχτάρα για μιαν αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας ροκάνισαν λαϊκότροπα είδωλα και νεοπαγείς φαντασιώσεις. Κι έτσι φτιάχτηκε το γενικό μπέρδεμα. Μπαίνοντας στη δημοκρατική φάση βρεθήκαμε από τη μια στιγμή στην άλλη φορτωμένοι του κόσμου τις αλλαγές και την αλλαγή του κόσμου, χωρίς μέτρα και κριτήρια, κι αρχίσαμε το ποδοβολητό μέσα στην περιδίνηση ενός αχαλίνωτου ακτιβισμού προς το πουθενά.

Τώρα, φυραίνουν όχι μόνο οι στατιστικές των οικονομικών μεγεθών αλλά, κυρίως, μέσα στη γενική αρρυθμία, παραδέρνει καθετί που εννοηματώνει τη συλλογική ζωή, καθετί που καθιστά την πολιτική συμμετοχή απόλαυση, πάθος, κίνδυνο, επικοινωνία δημιουργία. Καταναλώνουμε το απείκασμα του εαυτού μας, χορταίνουμε τις συνέπειες των ερήμην μας πολιτικών δρώμενων. Οι αιτίες είναι καλά κρυμμένες και τις σκεπάζουμε ακόμα περισσότερο γιατί η αυτογνωσία συνήθως αποκαλύπτεται σαν το τρομερό πρόσωπο της Μέδουσας.

Η μακρά μεταπολιτευτική περίοδος είχε τελικό αποτέλεσμα να χαθεί η πίστη των ανθρώπων στο σοσιαλισμό. Σε ετούτη τη νέα φάση οι αλλαγές θα πραγματοποιούνται κάτω από την ηγεμονία του νεοσυντηριτισμού. Γινόμαστε και μεις Ευρώπη. Άοπλος ο δημοκρατικός και αριστερός κόσμος βγήκε από τη δικτατορία, άοπλο το ρωμέικο «αποχουντοποιήθηκε» για να εξαχρειωθεί μέσα στον πασοκικό λαϊκισμό. Άοπλο μουλιάζει τώρα μέσα στο νέο συντηρητισμό.

Δεν ήταν νομοτέλεια αυτή η εξέλιξη∙ έτσι παίχθηκαν τα πράγματα.

Αποσπάσματα από το Επίμετρο του Άγγελος Ελεφάντης (1991), Στον αστερισμο του λαϊκισμού, Αθήνα: ο Πολίτης, σελ. 331-352.

Friday, May 18, 2018

Ο Μάης του ‘68 πέρα από τις Επετείους και τις Μνήμες

Συνέντευξη: Yavor Tarinski

Μετάφραση-Εισαγωγικό σημείωμα: Ιωάννα Μαραβελίδη

Η Kristin Ross έδωσε συνέντευξη για το Περιοδικό Βαβυλωνία, ανιχνεύοντας τα νοήματα και τη σημασία του Μάη του ‘68, μισόν αιώνα ακριβώς μετά το ξέσπασμά του. Μπορούν οι σημερινές κοινωνίες να πιάσουν το νήμα από εκεί ακριβώς που το άφησε εκείνος ο μακρινός Μάης; Ένας Μάης που έμελλε να γραφτεί ανεξίτηλα στην παγκόσμια ιστορία των κοινωνικών κινημάτων και που αποτελεί ως τις μέρες μας σημείο διαμάχης και διαφορετικών ερμηνειών μεταξύ κομματιών της Αριστεράς και της Αντιεξουσίας. Σε έναν άλλον Μάη, τον φετινό αυτή τη φορά, στο B-FEST, έχουμε τη μεγάλη χαρά να συνεχίσουμε δια ζώσης τον πολύ ενδιαφέροντα διάλογο που ανοίξαμε με την Kristin Ross καθώς η ίδια θα παρευρίσκεται στην Αθήνα, μεταξύ των ομιλητών του φεστιβάλ.

Η Kristin Ross είναι Αμερικανίδα, καθηγήτρια στο Παν/μιο της Νέας Υόρκης, επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από τη Γαλλική Φιλοσοφική Σχολή. Ασχολείται εδώ και δεκαετίες με τα κοινωνικά κινήματα και τις αστικές εξεγέρσεις στη Γαλλία. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων μεταξύ των οποίων τα: “May ’68 and Its Afterlives”, “Communal Luxury: The Political Imaginary of the Paris Commune” και “The Emergence of Social Space: Rimbaud and the Paris Commune”.

Yavor Tarinski: Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον εξεγερτικό Μάη του ’68, όταν η νεολαία του Παρισιού βγήκε στους δρόμους, αμφισβητώντας τις κυρίαρχες κοινωνικές ιεραρχίες και τους καθιερωμένους μύθους. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η σχέση που μπορεί να έχει αυτή η ημερομηνία με εμάς σήμερα;

Kristin Ross: Οι κατηγορίες που χρησιμοποιούνται συχνά, όπως η «παρισινή νεολαία» ή ακόμα και ο «Μάης του ‘68», αποτελούν επί της ουσίας κάποιες αφηγήσεις, τις οποίες προσπάθησα να αμφισβητήσω και να αποδομήσω στο βιβλίο μου Ο Μάης του ’68 και οι Μετέπειτα Ζωές του (May ’68 and Its Afterlives). Ίσως η συνεχιζόμενη χρήση αυτών των όρων να αποτυπώνει και την επιμονή για συγκεκριμένα σχήματα λόγου και εικόνες που εξυπηρετούν στην αντίληψη του κοντινού μας παρελθόντος. Δεν αντιλαμβάνομαι τη «νεολαία» ως το per se πολιτικό υποκείμενο του ’68, δεν βλέπω τα γεγονότα ως αυτά να έλαβαν χώρα βασικά στη γαλλική πρωτεύουσα· ακόμη και το σύνολο των πολιτικών εξεγέρσεων και των κοινωνικών αναταραχών παγκοσμίως, στο οποίο αναφερόμαστε όταν μιλάμε για το «’68», δεν περιοριζόταν μόνο στον μήνα Μάιο.

Επομένως, αν αυτό που ονομάζουμε «Μάης του ’68» φέρει οποιαδήποτε σχέση με εμάς σήμερα, τότε θα πρέπει να την ανιχνεύσουμε έξω από τα όρια της ερώτησης που μου θέσατε, κάτι που θα προσπαθήσω να κάνω και στην ομιλία μου στο B-fest: στη δυτική Γαλλία ίσως ή και στα περίχωρα του Τόκιο· στους καρπούς αναπάντεχων συναντήσεων πολύ διαφορετικών ειδών ανθρώπων –εργαζομένων και αγροτών, λόγου χάρη, ή Γάλλων φοιτητών και Αλγερινών μεταναστών– και στην πολιτική υποκειμενοποίηση που πυροδοτείται από αυτή τη συμπλοκή· στους σπουδαίους «περατεταμένους αγώνες», όπως αυτούς του Λαρζάκ και τoυ εργοστασίου της LIP στη Γαλλία που διαπέρασαν τη μακρά δεκαετία του ’60 (μία πολιτική ακολουθία που εκτείνεται κατά τη γνώμη μου από τα τέλη του ’50 ως τα μέσα του ’70) και αποκτά επομένως μία διάρκεια πολύ μεγαλύτερη από τον μήνα Μάιο.

Y.T.: Η περίοδος αυτή έχει θεωρηθεί από πολλούς ως καθοριστική στην εξέλιξη του επαναστατικού λέγειν και πράττειν. Από τη μία, διέψευσε την ιδέα ενός προκαθορισμένου επαναστατικού υποκειμένου, ήτοι την εργατική τάξη, ενώ από την άλλη αμφισβήτησε τα προνόμια και την ηγεσία των «πεφωτισμένων ειδικών» της επανάστασης, αντιπαραβάλλοντας ριζοσπαστικές μορφές άμεσης δημοκρατίας. Παρ’όλα αυτά, κάποιες φωνές της Αριστεράς είδαν ακριβώς αυτή τη δημοκρατική αποκέντρωση ως το βασικό αίτιο για την αποτυχία της εξέγερσης, αφού κράτησε μακριά τα κοινωνικά κινήματα της εποχής από την κατάληψη της κρατικής εξουσίας. Εσείς από την άλλη, φαίνεται πως διαφωνείτε με μία τέτοια αφήγηση. Τι ήταν τελικά αυτό που έκανε τα εξεγερτικά γεγονότα του Μάη του ’68 να αποτύχουν στην προσπάθειά τους να μετασχηματίσουν ριζικά την κοινωνία, αν δεχτούμε ότι «απέτυχαν»;

K.R.: Προσπαθώ να μην βάζω ποτέ τον εαυτό μου στη θέση του να «μετρήσει» την επιτυχία ή την αποτυχία μίας εξέγερσης ή ενός κοινωνικού κινήματος. Πιστεύω πως η λογική της αποτυχίας ή της επίτευξης μας απομακρύνει από τη μελέτη των παρελθοντικών κινημάτων και πως αποτελεί μία υπερβολικά επίμονη λογική. Θα δώσω ένα παράδειγμα: 2 χρόνια πριν, είχα μία συζήτηση με τον Αλαίν Μπαντιού, κατά τη διάρκεια της οποίας, ο ίδιος επέμενε για την αποτυχία της Παρισινής Κομμούνας. Μπήκα στον πειρασμό να τον ρωτήσω πώς θα έμοιαζε, κατά τη γνώμη του, μία επιτυχημένη Κομμούνα της εποχής εκείνης! Μου φαίνεται πάντα πολύ δύσκολο να ξεχωρίζω τι θεωρείται επιτυχημένο και τι αποτυχημένο. Υπάρχει μία αγγλική έκφραση: Πόσα χελιδόνια φέρνουν το καλοκαίρι;

Τα συμβάντα που με έχουν απασχολήσει –ο Μάης του ’68 και η Παρισινή Κομμούνα– είναι ο παράδεισος αυτών που εγώ αποκαλώ «ενοχλητικούς συνοδηγούς», αυτών δηλαδή των –μετά τα γεγονότα ειδικών– που παρερμηνεύουν τους ιστορικούς πρωταγωνιστές και φτιάχνουν έναν κατάλογο των λαθών τους. Γιατί οι κομμουνάροι δεν κατευθύνθηκαν στις Βερσαλλίες; Γιατί δεν οργανώθηκαν καλύτερα στρατιωτικά; Γιατί σπατάλησαν τον πολύτιμό τους χρόνο, καυγαβίζοντας στο Δημαρχείο του Παρισιού, το Οτέλ ντε Βιλ (υποθέτωντας, βεβαίως, πως γνώριζαν το επικείμενο τέλος που καθιστούσε τον χρόνο τους τόσο πολύτιμο); Γιατί δεν άρπαξαν τα χρήματα από την τράπεζα; Γιατί οι Γάλλοι εργάτες σταμάτησαν την απεργία τους, κατά τη διάρκεια του ’68;

Φαντάζει απίστευτη αυτή η ακλόνητη επιθυμία του είτε να δώσουμε ένα μάθημα στο παρελθόν, είτε να πάρουμε ένα μάθημα από τις παρελθοντικές «αποτυχίες» (που καταλήγει στο ίδιο πράγμα). Με τον Μπαντιού, προσπάθησα με αρκετούς τρόπους να αποφύγω το παιδαγωγικό παράδειγμα που υιοθετούσε ως προς το παρελθόν. Μίλησα για το πώς επιτεύχθηκε μία πραγματική αίσθηση απελευθέρωσης και δικτύου αλληλεγγύης για όσους έζησαν την Κομμούνα. Μίλησα για τις ιδέες που εκφράστηκαν, και μένει να τις αναλογιστούμε, ακριβώς από την ίδια τη δημιουργική φύση του συμβάντος. (Φυσικά οι δύο αυτές παρατηρήσεις ισχύουν και για το ’68). Παρ’ όλα αυτά, το Médiapart, το μέσο που φιλοξένησε τη συζήτησή μας, κυκλοφόρησε τελικώς τη συνέντευξη με τίτλο «Τα μαθήματα της Κομμούνας»!

Αυτό που φαίνεται είναι, νομίζω, το πόσο πολύ η προοδευτική σκέψη της χειραφέτησης λειτουργεί ακόμη σαν να υπάρχουν κάποιοι κοινοί προσυμφωνημένοι στόχοι, που μένουν να επιτευχθούν, και σαν να μπορούν αυτοί οι στόχοι να οριστούν επακριβώς και να εκτιμηθούν αντικειμενικά ως επιτυχημένοι ή αποτυχημένοι, σύμφωνα με τετριμμένες νόρμες ή κριτήρια του 2018. Νομίζω πως οι άνθρωποι απολαμβάνουν να βρίσκονται στη θέση του να καταδεικνύουν μετά από ένα γεγονός τι ήταν δυνατό, αδύνατο, πρόωρο, καθυστερημένο, ξεπερασμένο ή μη ρεαλιστικό στην κάθε χρονική στιγμή. Αυτό όμως που χάνεται, όταν κάποιος υιοθετεί μια τέτοια στάση, είναι κάθε αίσθηση πειραματικής διάστασης της πολιτικής.

Για να καταφέρω να αφουγκραστώ την Κομμούνα ή αυτά που έλαβαν χώρα σε αρκετά μέρη το ’68, ως εργαστήρια πολιτικής εφευρετικότητας, και να δω τις δυνατότητες που τέθηκαν σε κίνηση, όταν καθημερινοί άνθρωποι εργάστηκαν από κοινού για να διαχειριστούν τις κοινές τους υποθέσεις, χρειάστηκε να αποδεσμευτώ εντελώς από κάθε ίχνος αυτού του είδους της λογικής του «ισολογισμού», την οποία περιγράφω.

Y.T.: Στο βιβλίο σας Ο Μάης του ’68 και οι Μετέπειτα Ζωές του, αναφέρετε πως οι ανώνυμοι αγωνιστές, που δραστηριοποιούνταν στην καθημερινή και από τα κάτω πολιτική των γειτονιών, αντικαταστάθηκαν στην «επίσημη» μνήμη από τους αρχηγούς και τους εκπροσώπους που εμφανίστηκαν αργότερα. Ένα παρόμοιο μοτίβο παρατηρείτε και σε μία άλλη επαναστατική στιγμή στο βιβλίο σας Η Κοινοτική Πολυτέλεια: Το Πολιτικό Φαντασιακό της Παρισινής Κομμούνας (Communal Luxury: The Political Imaginary of the Paris Commune). Γιατί συμβαίνει αυτό και πώς θα μπορούσαν οι καταπιεσμένοι να ξαναδιεκδικήσουν την ιστορία τους;

K.R.: Γράφω το κάθε βιβλίο μου προκειμένου αυτό να παρέμβει σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, άρχισα να σκέφτομαι το ’68 και τον τρόπο με τον οποίο αυτό μνημονεύται, συζητιέται, ευτελίζεται και ξεχνιέται με τα χρόνια. Η αιτία του έντονου ενδιαφέροντός μου τότε, με αυτό το ερώτημα, δεν είχε να κάνει σε τίποτα με μία επέτειο ή ακόμη μία τεχνητή ημέρα μνήμης.

Αντιθέτως, αυτό που με παρακίνησε ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι εργατικές απεργίες του 1995 στη Γαλλία, που ακολουθήθηκαν από τις πορείες κατά της παγκοσμιοποίησης στο Σιάτλ και τη Γένοβα, ενέπνευσαν νέες εκδηλώσεις πολιτικής έκφρασης στη Γαλλία και αλλού, και νέες μορφές ενός σθεναρού αντικαπιταλισμού, μετά από τη μακρά αδράνεια του ’80. Ήταν αυτό το αναζωογονητικό πολιτικό μομέντουμ που με οδήγησε στη συγγραφή της ιστορίας μου για τις μετέπειτα ζωές του Μάη. Τα εργατικά κινήματα είχαν απομακρύνει ένα αίσθημα λήθης, αν όχι ασημαντότητας, που είχε παγιωθεί για την περίοδο γύρω από το ’68, και ένιωσα την ανάγκη να δείξω τον τρόπο με τον οποίο τα γεγονότα, όσα δηλαδή συνέβησαν συγκεκριμένα σε ένα εκπληκτικά ευρύ φάσμα καθημερινών ανθρώπων σε όλη τη Γαλλία, δεν είχαν απλά αποτραβηχτεί από τη δημόσια προβολή αλλά στην πραγματικότητα είχαν ενεργώς ‘εξαφανιστεί’ πίσω από τείχη μεγαλόπρεπων αφηρημένων εννοιών, ξεπερασμένων κλισέ και αστήριχτων επικλήσεων. Η επανεμφάνιση του εργατικού κινήματος το ’90 ταρακούνησε την ασάφεια γύρω από το ’60, που πήγαζε από όλες τις εικόνες και εκφράσεις που είχαν τεθεί στη Γαλλία και αλλού από έναν συνδυασμό δυνάμεων -τα μίντια, τον θεσμό του εορτασμού της επετείου και τους πρώην αριστεριστές (gauchistes) που ‘μεταλλάχθηκαν’ σύμφωνα με τις επιταγές της αγοράς.

Εκείνη την περίοδο, λίγα μόνο πρόσωπα -όπως ο Bernard Henri-Levy, ο Andre Glucksmann, ο Bernard Kouchner, ο Daniel Cohn-Bendit και ο Alain Finkielkraut- ήταν ορατά και μόνο οι φωνές τους ακούγονταν στον αέρα, εξιστορώντας αυτό που θεωρούνταν ως η επίσημη γνώμη του κινήματος. Αυτοί οι αυτοανακηρυγμένοι και αναγορευμένοι από τα μίντια εκπρόσωποι (έχουμε αντίστοιχους και στις Η.Π.Α.), εκ των οποίων όλοι θα μπορούσαν να αποποιηθούν ξανά και ξανά με το παραμικρό τα νεανικά τους λάθη, είναι αυτοί που στο βιβλίο μου αποκαλώ ως «λειτουργούς της επίσημης μνήμης».

Οι εργατικές απεργίες του χειμώνα του 1995, δεν κατάφεραν μόνο να αναγκάσουν την κυβέρνηση σε υποχώρηση στο θέμα των αλλαγών των συντάξεων για τους δημόσιους υπαλλήλους αλλά και απέσπασαν τον έλεγχο της μνήμης του ’68 από τους επίσημους εκπροσώπους, υπενθυμίζοντας στους ανθρώπους κάτι που όλες οι συνδυασμένες δυνάμεις της λήθης, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που παρατηρούμε σήμερα ως ένα είδος αμερικανοποίησης της μνήμης του γαλλικού Μάη, φρόντισαν να τους κάνουν να ξεχάσουν: ότι ο Μάης του ’68 αποτέλεσε το μεγαλύτερο και μαζικότερο κίνημα στη σύγχρονη γαλλική ιστορία, η πιο σημαντική απεργία στην ιστορία του γαλλικού εργατικού κινήματος και η μόνη «γενικευμένη» εξέγερση που βίωσαν οι δυτικές, υπεραναπτυγμένες χώρες από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

Σε κάθε μαζικό πολιτικό κίνημα από τα Αριστερά, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος του να συμβεί αυτό που αποκαλώ «προσωποποίηση» -η διαδικασία αυτή όπου οι άνθρωποι που εμπλέκονται σε ένα οριζόντιο κοινωνικό κίνημα μαζικής κλίμακας χωρίς αρχηγούς, επιτρέπουν στις δυνάμεις της τάξης ή στα μίντια να περιορίσουν την «αντιπροσώπευση του κινήματος» και την αναφορά του σε αυτό, σε λίγες μόνο κεντρικές προσωπικότητες. Αυτή, όμως, η μονοπώληση της μνήμης ενός συμβάντος από επίσημους εκπροσώπους δεν συνέβη στην πραγματικότητα τόσο πολύ στην Κομμούνα, όσο το ’68. Μετά από ό,τι συνέβη, πολλοί κομμουνάροι έπεσαν νεκροί στο τέλος της «Ματωμένης Εβδομάδας», οι επιζώντες διασκορπίστηκαν στην Ευρώπη, ακόμα και στις Η.Π.Α.. Παρ’όλη τη λογοκρισία από την πλευρά της γαλλικής κυβέρνησης, οι επιζώντες μπορούσαν να δημοσιεύσουν τα απομνημονεύματα και τις καταγραφές τους, κυρίως στην Ελβετία.

Οι ιστορικοί που γράφουν στον απόηχο της Κομμούνας τείνουν, φυσικά, να εστιάζουν την προσοχή τους στις ίδιες προσωπικότητες: για παράδειγμα στην Louise Michel ή στον Gustave Courbet. Στη σκέψη μου για τις ιστορικές διεργασίες, βρίσκω πως είναι πάντα ενδιαφέρον να τοποθετώ αυτού του είδους τους άνδρες και γυναίκες, που «ηγούνται», σε δεύτερο πλάνο -ακόμη κι αν είναι μόνο για να δούμε το τι καθίσταται πλέον ορατό.


Y.T.: Στο βιβλίο σας Η Ανάδυση του Κοινωνικού Χώρου: Ο Ρεμπώ και η Παρισινή Κομμούνα (TheEmergence of Social Space: Rimbaud and the Paris Commune) περιγράφετε πως η Κομμούνα δεν αποτέλεσε μόνο έναν ξεσηκωμό ενάντια στις πράξεις της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας αλλά, ίσως πάνω απ’ όλα, μία εξέγερση ενάντια στις βαθιές μορφές της κοινωνικής οργάνωσης. Για παράδειγμα, ένα στοιχείο που δείχνει να είναι κοινό στην Παρισινή Κομμούνα και στον Μάη του ’68 είναι η σφοδρή επιθυμία των από τα κάτω για τη διάλυση των γραφειοκρατικά επιβαλλόμενων κοινωνικών ρόλων και ταυτοτήτων. Μπορούμε να σκιαγραφήσουμε τέτοιες και άλλες ομοιότητες μεταξύ των δύο αυτών αστικών επαναστατικών εμπειριών;

K.R.: Ναι, πιστεύω πως οι βαθιές μορφές της κοινωνικής οργάνωσης δέχτηκαν επίθεση και στις δύο αυτές στιγμές. Καλλιτέχνες και τεχνίτες στην Κομμούνα κατάφεραν να διαλύσουν, στη ρίζα της, την κεντρική ιεραρχία της καλλιτεχνικής παραγωγής του 19ου αιώνα -την ιεραρχία που προσέφερε στους «καλύτερους» των καλλιτεχνών (γλύπτες και ζωγράφους) τεράστια οικονομικά προνόμια, κύρος και ασφάλεια ως προς τους καλλιτέχνες της διακόσμησης, τους τεχνίτες και τους μάστορες. Και απ΄την άλλη, το ’68 μπορεί κι αυτό να ειδωθεί ως μία μαζική κρίση του φονξιοναλισμού -οι φοιτητές δεν λειτουργούν πια ως φοιτητές, οι αγρότες σταματούν να καλλιεργούν και οι εργάτες σταματούν να δουλεύουν.

Υπάρχει μία ωραία φράση του Maurice Blanchot, μεταξύ άλλων, που συνοψίζει την κατάσταση με αρκετή ακρίβεια. Η ιδιαίτερη δύναμη του Μάη, έγραψε, προήλθε από το γεγονός ότι «σε αυτή την επονομαζόμενη φοιτητική δράση, οι φοιτητές δεν έδρασαν ποτέ ως φοιτητές αλλά ως φανερωτές μιας ολικής κρίσης, ως αγγελιοφόροι μιας δύναμης της ρήξης που έθεσε υπό ερώτηση το καθεστώς, το Κράτος, την κοινωνία». Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τους αγρότες της εποχής -έδρασαν ως αγρότες αλλά και ως πολλά παραπάνω απ’ ό,τι μόνο ως αγρότες· σκεφτόντουσαν την κατάστασή τους και το ερώτημα της γεωργίας με τρόπο πολιτικό, όχι απλά κοινωνιολογικό.


Y.T.: Το 1988, γράψατε πως αν δεν επιτρέπεται στους εργάτες να μεταβάλλουν τον χώρο και χρόνο που τους αντιστοιχεί, τότε η επανάσταση δεν συνίσταται στην αλλαγή της νομικής μορφής που κατανέμει τον χώρο και τον χρόνο, αλλά στο να μεταβληθεί συνολικά η ίδια η φύση του χώρου και του χρόνου. Τέτοια χαρακτηριστικά παρατηρήθηκαν και στον Μάη του ’68 και στην Κομμούνα. Βλέπετε να υπάρχουν παρόμοιες επαναστατικές προοπτικές στη σύγχρονη εποχή όπου η πολιτική απάθεια, ο άκριτος καταναλωτισμός και ο γενικευμένος κυνισμός φαίνεται να κυριαρχούν;

K.R.: Ο Μάης του ’68 δεν έχει, κατά τη γνώμη μου, κανένα ενδιαφέρον παραμόνο εάν μπορεί να σχηματοποιήσει το υπάρχον και να ρίξει φως στην τρέχουσα κατάσταση. Αν δεν το κάνει αυτό, τότε θα έχουμε δίκιο να τον στείλουμε στον κάδο των αχρήστων. Όπως τοποθετήθηκαν και μία ομάδα ριζοσπαστών ιστορικών στον απόηχο του ’68, «Σκέψου το παρελθόν πολιτικά για να σκεφτείς το παρόν ιστορικά». Το μήνυμά τους ήταν μια διττή επίθεση. Πρώτον: σκέψου το παρόν ως σύγκρουση αλλά και ως κάτι που μπορεί να αλλάξει. Δεύτερον: η ιστορία είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, για να αφεθεί στους ιστορικούς.

Κάθε ανάλυση ενός ιστορικού γεγονότος, και ειδικά της περιόδου του ’60, εκφράζει και μία κριτική της τωρινής κατάστασης. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία προσπάθεια του να ερμηνεύσουμε τη δεκαετία του ’60, θα πρέπει να αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που διεκδικείται στο παρόν, ποιο είναι αυτό που προστατεύεται σήμερα. Αυτές είναι οι ερωτήσεις, με τις οποίες σκοπεύω να ασχοληθώ στην ομιλία μου στην Αθήνα.


*Η παρούσα συνέντευξη δημοσιεύεται στο καινούργιο τεύχος της Βαβυλωνίας #20.

Thursday, May 3, 2018

Μαρούλια

Tου Μιχάλη Μητσού 

Δεν είναι η πρώτη φορά. Ο ταλαντούχος συνάδελφος έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με αυτή την εφημερίδα. Της έχει επιτεθεί, την έχει ειρωνευτεί, την έχει λοιδορήσει, την έχει κατηγορήσει ότι «αναζητεί πελάτες ανάμεσα στα πιο καθυστερημένα, αγριεμένα από την κρίση στρώματα της ελληνικής κοινωνίας». Εχει προαναγγείλει με άγριο ενθουσιασμό το τέλος της. Δεν του βγήκε.
Αλλά τότε ήταν ένας απλός αρθρογράφος. Και στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης μπορούσε να λέει ό,τι θέλει, να χρησιμοποιεί όποιο λεκτικό σχήμα του φαινόταν χαριτωμένο: για τον «Κούλη», τον Στουρνάρα «που δεν είναι στουρνάρι αλλά αντιδραστικός πολιτικός», τα λασπο-ΜΜΕσα και τα ΜαριΝΕΑ. Εδώ μιλούσε μετά την καταστροφή του Τσερνόμπιλ για «αντισοβιετικό νέφος», βεβαιώνοντας ότι μπορούμε να τρώμε άφοβα μαρούλια, και θα δίσταζε να μας καλέσει να στηρίξουμε «την πρώτη κυβέρνηση που προσπαθεί να κερδίσει όσο γίνεται περισσότερα για το καλό της χώρας», αφού όλα δεν τα κέρδισαν «ούτε ο Λένιν ούτε ο Φιντέλ ούτε ο Χο Τσι Μινχ»;
Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο Θανάσης Καρτερός είναι διευθυντής του γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού. Αυτά που γράφει λοιπόν έχουν θεσμική βαρύτητα, έστω κι αν πρόκειται για αναρτήσεις στο Facebook. Το μέτωπο δεν είναι πλέον μεταξύ ενός εμμονικού δημοσιογράφου και ενός ενοχλητικού επιχειρηματία, αλλά μεταξύ του επίσημου εκπροσώπου του Πρωθυπουργού και ενός ιστορικού δημοσιογραφικού ομίλου.
Δεν πρόκειται να υπερασπιστώ εδώ τον εκδότη, όπως δεν «ξελαρυγγιάστηκα» ποτέ για τον προηγούμενο. Δεν είναι αυτή η δουλειά μου, δεν «εκπροσωπώ» και δεν με «εκπροσωπεί» κανείς. Δεν έχουν ανάγκη υπεράσπισης ούτε οι συνάδελφοί μου, εκτίθενται κάθε μέρα υπεύθυνα και επώνυμα απέναντι στους μοναδικούς τους κριτές, τους αναγνώστες. Ενα έχει σημασία αυτή τη στιγμή: να πληροφορηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι πολίτες ότι μετά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο που μας χαρακτήρισε «σκουπιδότοπο», ήρθε ο πρωθυπουργικός εκπρόσωπος να μας χαρακτηρίσει «συστοιχία χημικού και βιολογικού πολέμου», «πυροβολαρχία θανάτου» και «νεκρές ψυχές». Εμάς, τους εργαζομένους, όχι τον εκδότη.
Πώς απαντάς σε ένα παραλήρημα; Με ακόμη χειρότερες ύβρεις; Με κοινοτοπίες ακόμη πιο γελοίες από τις δύο Ελλάδες που συγκρούονται ή τη γυναίκα που παραμονεύει να τη βιάσει ο «πρώτος τυχόν τυχοδιώχτης»; Οχι. Η μόνη απάντηση στη χυδαιότητα, απ' όπου κι αν προέρχεται, ήταν, είναι και θα είναι η δουλειά μας.
Σε ένα δικαιώθηκε ο Καρτερός: όταν έγραψε κάποτε ότι «θα έπρεπε τη μοίρα των ΜΜΕ να την καθορίζουν η ιστορία τους, τα ονόματα που υπέγραψαν κατά καιρούς τις στήλες τους, ο ρόλος τους στις δύσκολες περιόδους, η ποιότητά τους». Surprise, αυτό ακριβώς συνέβη. Και συνέβη κόντρα στη θέληση, στις μηχανορραφίες και στις ίντριγκες των επίδοξων Λένιν, Φιντέλ και Χο Τσι Μινχ. Γιατί όταν εκείνοι υμνούσαν τη Σοβιετική Ενωση και έτρωγαν μολυσμένα μαρούλια, εμείς ρουφούσαμε τη σοφία ενός Καραπαναγιώτη.

Πηγή: Εφημερίδα Τα Νέα