Του Τόνι Τζαντ
Δύο μήνες νωρίτερα είχε σημειωθεί η πετρελαϊκή καταστροφή της ΒΡ στον Κόλπο του Μεξικού. Εντεκα άνθρωποι είχαν σκοτωθεί και 200 εκατομμύρια γαλόνια αργό πετρέλαιο είχαν χυθεί στη θάλασσα. Ο μαθητής ήταν έξαλλος. «Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την περιβαλλοντική κρίση όπως τις πολιτικές και οικονομικές κρίσεις», έγραφε. «Αν όμως η πολιτική παρέρχεται και οι οικονομίες ανακάμπτουν, δεν συμβαίνει το ίδιο με το περιβάλλον. Ο πλανήτης δεν είναι ένας αναλώσιμος πόρος. Η αποκατάσταση των καταστροφών που έχετε προκαλέσει θα είναι η πρόκληση της γενιάς μου».
Ο μαθητής λεγόταν Ντάνιελ Τζαντ. «Οσο περισσότερο μας λένε ότι οι κρίσεις είναι αναμενόμενες και δεν μπορεί να αποτραπούν από αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία», έγραφε πιο κάτω, «όσο μας λένε να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στον Θεό, όπως κάνει αυτός ο Πρόεδρος, τόσο περισσότερο χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στην κυβέρνηση». Ηταν σαφές ότι οι ευθύνες του Τόνι Τζαντ αυξάνονταν πλέον επικίνδυνα. Δεν έπρεπε να πείσει πια μόνο τους φοιτητές του. Δεν έπρεπε να γοητεύσει με επιχειρήματα μόνο τους αναγνώστες του. Επρεπε να εμποδίσει και τον γιο του να παραιτηθεί πρόωρα από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Και η κλεψύδρα της ζωής του άδειαζε με ταχύτατους ρυθμούς.
Στον Ντάνιελ απάντησε με άρθρο στην ίδια εφημερίδα. «Αν θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο», τον συμβούλεψε, «καλύτερα να προετοιμαστείς για μια μακρά μάχη. Και στη μάχη αυτή θα υπάρξουν θυσίες».
Στους Ντάνιελ όλου του κόσμου, στους απογοητευμένους αλλά καλοπροαίρετους νέους και όχι τόσο νέους, απάντησε με το βιβλίο του «Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα». Και το μήνυμα που τους έστειλε είναι το ακόλουθο: «Ως πολίτες μιας ελεύθερης κοινωνίας έχουμε καθήκον να βλέπουμε κριτικά τον κόσμο μας. Αλλά αν νομίζουμε ότι ξέρουμε τι δεν πάει καλά, οφείλουμε να δράσουμε με βάση αυτή τη γνώση. Οι φιλόσοφοι, σύμφωνα με μια διάσημη παρατήρηση, έως τώρα απλώς ερμήνευαν τον κόσμο με διάφορους τρόπους• το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».
Διαπρεπής ιστορικός της μεταπολεμικής Ευρώπης, ένθερμος υποστηρικτής του σιωνισμού στα νιάτα του και σφοδρός επικριτής της ισραηλινής πολιτικής στη συνέχεια, ο Τζαντ υποστηρίζει εδώ ότι μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου η Δύση έχασε μια μοναδική ευκαιρία να αναπλάσει τον κόσμο με άξονα κάποιους συμφωνημένους και βελτιωμένους διεθνείς θεσμούς και πρακτικές. «Αντί γι' αυτό, αράξαμε στην πολυθρόνα μας και δώσαμε συγχαρητήρια στον εαυτό μας γιατί κερδίσαμε τον Ψυχρό Πόλεμο: να ένας σίγουρος τρόπος για να χάσουμε την ειρήνη. Τα χρόνια από το 1989 έως το 2009 τα έφαγαν οι ακρίδες».
Τι διδάγματα έπρεπε να έχουμε αντλήσει από το 1989; «Ισως πάνω απ' όλα ότι τίποτα δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε μοιραίο. Ο κομμουνισμός δεν ήταν μοιραίο να συμβεί - και δεν υπήρχε λόγος να διαρκέσει για πάντα. Ούτε, όμως, από την άλλη μεριά, μπορούσαμε βάσιμα να νιώθουμε σίγουροι ότι θα κατέρρεε. (...) Ακριβώς επειδή η Ιστορία δεν είναι προκαθορισμένη, εμείς οι κοινοί θνητοί οφείλουμε να την επινοούμε καθώς προχωρούμε - και μέσα σε συνθήκες, όπως ορθά επισήμανε ο γερο-Μαρξ, που δεν τις έχουμε διαμορφώσει πλήρως εμείς. Θα χρειαστεί να ξαναθέσουμε τα αιώνια ερωτήματα, αλλά να είμαστε ανοιχτοί σε διαφορετικές απαντήσεις».
Στον «Φόρο τιμής στην Καταλωνία» ο Τζορτζ Οργουελ παρατηρεί ότι «αυτό που έλκει τους συνηθισμένους ανθρώπους προς τον σοσιαλισμό και τους κάνει να ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους γι' αυτόν, είναι η ιδέα της ισότητας». Αυτό ισχύει ακόμη, γράφει ο Τζαντ. Η αυξανόμενη ανισότητα μέσα και ανάμεσα στις κοινωνίες είναι αυτή που γεννά τόσες και τόσες κοινωνικές παθολογίες. Οι τερατωδώς άνισες κοινωνίες είναι και ασταθείς κοινωνίες. Γεννούν εσωτερική διαίρεση και, αργά ή γρήγορα, εσωτερικό αλληλοσπαραγμό - συνήθως με αντιδημοκρατική έκβαση.
Οι σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν όμως να αρκούνται σε συνθήματα, ακόμη και αν αυτά αφορούν την επιδίωξη της ισότητας. «Η σιωπή με την οποία υποδέχθηκαν τις ωμότητες στα Βαλκάνια δεν λησμονήθηκε από τα θύματα. Οι σοσιαλδημοκράτες είναι ανάγκη να ξαναμάθουν πώς να σκέφτονται πέρα από τα σύνορά τους: υπάρχει κάτι βαθιά ανακόλουθο σε μια ριζοσπαστική πολιτική βασισμένη σε προσδοκίες ισότητας ή κοινωνικής δικαιοσύνης που κωφεύει μπροστά σε ευρύτερες ηθικές προκλήσεις και ανθρωπιστικά ιδεώδη».
Πηγη: εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Δύο μήνες νωρίτερα είχε σημειωθεί η πετρελαϊκή καταστροφή της ΒΡ στον Κόλπο του Μεξικού. Εντεκα άνθρωποι είχαν σκοτωθεί και 200 εκατομμύρια γαλόνια αργό πετρέλαιο είχαν χυθεί στη θάλασσα. Ο μαθητής ήταν έξαλλος. «Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την περιβαλλοντική κρίση όπως τις πολιτικές και οικονομικές κρίσεις», έγραφε. «Αν όμως η πολιτική παρέρχεται και οι οικονομίες ανακάμπτουν, δεν συμβαίνει το ίδιο με το περιβάλλον. Ο πλανήτης δεν είναι ένας αναλώσιμος πόρος. Η αποκατάσταση των καταστροφών που έχετε προκαλέσει θα είναι η πρόκληση της γενιάς μου».
Ο μαθητής λεγόταν Ντάνιελ Τζαντ. «Οσο περισσότερο μας λένε ότι οι κρίσεις είναι αναμενόμενες και δεν μπορεί να αποτραπούν από αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία», έγραφε πιο κάτω, «όσο μας λένε να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στον Θεό, όπως κάνει αυτός ο Πρόεδρος, τόσο περισσότερο χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στην κυβέρνηση». Ηταν σαφές ότι οι ευθύνες του Τόνι Τζαντ αυξάνονταν πλέον επικίνδυνα. Δεν έπρεπε να πείσει πια μόνο τους φοιτητές του. Δεν έπρεπε να γοητεύσει με επιχειρήματα μόνο τους αναγνώστες του. Επρεπε να εμποδίσει και τον γιο του να παραιτηθεί πρόωρα από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Και η κλεψύδρα της ζωής του άδειαζε με ταχύτατους ρυθμούς.
Στον Ντάνιελ απάντησε με άρθρο στην ίδια εφημερίδα. «Αν θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο», τον συμβούλεψε, «καλύτερα να προετοιμαστείς για μια μακρά μάχη. Και στη μάχη αυτή θα υπάρξουν θυσίες».
Στους Ντάνιελ όλου του κόσμου, στους απογοητευμένους αλλά καλοπροαίρετους νέους και όχι τόσο νέους, απάντησε με το βιβλίο του «Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα». Και το μήνυμα που τους έστειλε είναι το ακόλουθο: «Ως πολίτες μιας ελεύθερης κοινωνίας έχουμε καθήκον να βλέπουμε κριτικά τον κόσμο μας. Αλλά αν νομίζουμε ότι ξέρουμε τι δεν πάει καλά, οφείλουμε να δράσουμε με βάση αυτή τη γνώση. Οι φιλόσοφοι, σύμφωνα με μια διάσημη παρατήρηση, έως τώρα απλώς ερμήνευαν τον κόσμο με διάφορους τρόπους• το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».
Διαπρεπής ιστορικός της μεταπολεμικής Ευρώπης, ένθερμος υποστηρικτής του σιωνισμού στα νιάτα του και σφοδρός επικριτής της ισραηλινής πολιτικής στη συνέχεια, ο Τζαντ υποστηρίζει εδώ ότι μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου η Δύση έχασε μια μοναδική ευκαιρία να αναπλάσει τον κόσμο με άξονα κάποιους συμφωνημένους και βελτιωμένους διεθνείς θεσμούς και πρακτικές. «Αντί γι' αυτό, αράξαμε στην πολυθρόνα μας και δώσαμε συγχαρητήρια στον εαυτό μας γιατί κερδίσαμε τον Ψυχρό Πόλεμο: να ένας σίγουρος τρόπος για να χάσουμε την ειρήνη. Τα χρόνια από το 1989 έως το 2009 τα έφαγαν οι ακρίδες».
Τι διδάγματα έπρεπε να έχουμε αντλήσει από το 1989; «Ισως πάνω απ' όλα ότι τίποτα δεν είναι ούτε αναγκαίο ούτε μοιραίο. Ο κομμουνισμός δεν ήταν μοιραίο να συμβεί - και δεν υπήρχε λόγος να διαρκέσει για πάντα. Ούτε, όμως, από την άλλη μεριά, μπορούσαμε βάσιμα να νιώθουμε σίγουροι ότι θα κατέρρεε. (...) Ακριβώς επειδή η Ιστορία δεν είναι προκαθορισμένη, εμείς οι κοινοί θνητοί οφείλουμε να την επινοούμε καθώς προχωρούμε - και μέσα σε συνθήκες, όπως ορθά επισήμανε ο γερο-Μαρξ, που δεν τις έχουμε διαμορφώσει πλήρως εμείς. Θα χρειαστεί να ξαναθέσουμε τα αιώνια ερωτήματα, αλλά να είμαστε ανοιχτοί σε διαφορετικές απαντήσεις».
Στον «Φόρο τιμής στην Καταλωνία» ο Τζορτζ Οργουελ παρατηρεί ότι «αυτό που έλκει τους συνηθισμένους ανθρώπους προς τον σοσιαλισμό και τους κάνει να ριψοκινδυνεύουν τη ζωή τους γι' αυτόν, είναι η ιδέα της ισότητας». Αυτό ισχύει ακόμη, γράφει ο Τζαντ. Η αυξανόμενη ανισότητα μέσα και ανάμεσα στις κοινωνίες είναι αυτή που γεννά τόσες και τόσες κοινωνικές παθολογίες. Οι τερατωδώς άνισες κοινωνίες είναι και ασταθείς κοινωνίες. Γεννούν εσωτερική διαίρεση και, αργά ή γρήγορα, εσωτερικό αλληλοσπαραγμό - συνήθως με αντιδημοκρατική έκβαση.
Οι σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούν όμως να αρκούνται σε συνθήματα, ακόμη και αν αυτά αφορούν την επιδίωξη της ισότητας. «Η σιωπή με την οποία υποδέχθηκαν τις ωμότητες στα Βαλκάνια δεν λησμονήθηκε από τα θύματα. Οι σοσιαλδημοκράτες είναι ανάγκη να ξαναμάθουν πώς να σκέφτονται πέρα από τα σύνορά τους: υπάρχει κάτι βαθιά ανακόλουθο σε μια ριζοσπαστική πολιτική βασισμένη σε προσδοκίες ισότητας ή κοινωνικής δικαιοσύνης που κωφεύει μπροστά σε ευρύτερες ηθικές προκλήσεις και ανθρωπιστικά ιδεώδη».
Πηγη: εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
No comments:
Post a Comment