Ο Italo Calvino παρουσιάζει με το γνωστό διορατικό, καυστικό και συναρπαστικό του ύφος το πάντα επίκαιρο θέμα της ψηφοθηρίας και της νοθείας στην πιο ακραία τους μορφή, συμπυκνώνοντας σε λίγες σελίδες διαχρονικές αλήθειες.
Βράδιαζε. Το «αποσπασμένο τμήμα» εξακολουθούσε να διασχίζει τους θαλάμους: γυναικείους αυτή τη φορά. Για να συλλέξουν τα ψηφοδέλτια, γυρνούσαν από κρεβάτι σε κρεβάτι μ’ εκείνα τα παραβάν που έπρεπε να μετακινούν κάθε φορά. Δεν είχαν τελειωμό… «Τελειώσατε, κυρία; Μπορούμε να έρθουμε να μαζέψουμε;» Η καημενούλα απ’ την άλλη μεριά του παραβάν μπορεί και να ψυχορραγούσε. «Κλείσατε το ψηφοδέλτιο; Ναι;» Έβγαζαν το παραβάν: Το ψηφοδέλτιο ήταν ακόμη εκεί, διπλωμένο, λευκό ή με μία μουτζούρα, με μερικές μπερδεμένες γραμμές…
Ο Αμερίγκο επαγρυπνούσε… Από τη στιγμή που είχε νιώσει λιγότερο ξένος απέναντι σ’ εκείνους τους δυστυχισμένους, η αυστηρότητα του πολιτικού του ρόλου τού είχε γίνει επίσης λιγότερο ξένη. Θα ‘λεγε κανείς ότι σ’ εκείνον τον πρώτο θάλαμο ο ιστός που τον κρατούσε τυλιγμένο σ’ ένα είδος παραίτησης είχε σκιστεί, και τώρα ένιωθε νηφάλιος, σαν να του ήταν όλα πια ξεκάθαρα, σαν να κατανοούσε τι έπρεπε ν’ απαιτεί κανείς από την κοινωνία και τι αντίθετα δεν έπρεπε να απαιτεί, μα ήταν αναγκαίο να φτάσει σ’ αυτό το συμπέρασμα μόνος του, αλλιώς ήταν ανώφελο.
Ο Αμερίγκο Ορμέα, μέλος κάποιου αριστερού κόμματος, ορίζεται αντιπρόσωπος σ’ ένα εκλογικό κέντρο, προπύργιο των χριστιανοδημοκρατών: ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα για ανίατους ασθενείς και άτομα με ειδικές ανάγκες. Η πλήρης εξάρτησή τους από το προσωπικό και τη διεύθυνση του ιδρύματος μετατρέπει αυτούς τους ανθρώπους σε εύκολα θύματα της πιο αναίσχυντης πολιτικής εκμετάλλευσης, εμπλέκοντάς τους σε μια αντιπαράθεση που ούτε τους ενδιαφέρει ούτε τους αφορά πραγματικά. Τα όσα βλέπει και ακούει τη μέρα εκείνη ο Ορμέα τον χαράζουν βαθιά και τον οδηγούν σε δρόμους και λύσεις που δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Μια αληθινή, στην ουσία της, ιστορία με φανταστικούς πρωταγωνιστές, βασισμένη στην εμπειρία του Calvino από τις εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ
Βράδιαζε. Το «αποσπασμένο τμήμα» εξακολουθούσε να διασχίζει τους θαλάμους: γυναικείους αυτή τη φορά. Για να συλλέξουν τα ψηφοδέλτια, γυρνούσαν από κρεβάτι σε κρεβάτι μ’ εκείνα τα παραβάν που έπρεπε να μετακινούν κάθε φορά. Δεν είχαν τελειωμό… «Τελειώσατε, κυρία; Μπορούμε να έρθουμε να μαζέψουμε;» Η καημενούλα απ’ την άλλη μεριά του παραβάν μπορεί και να ψυχορραγούσε. «Κλείσατε το ψηφοδέλτιο; Ναι;» Έβγαζαν το παραβάν: Το ψηφοδέλτιο ήταν ακόμη εκεί, διπλωμένο, λευκό ή με μία μουτζούρα, με μερικές μπερδεμένες γραμμές…
Ο Αμερίγκο επαγρυπνούσε… Από τη στιγμή που είχε νιώσει λιγότερο ξένος απέναντι σ’ εκείνους τους δυστυχισμένους, η αυστηρότητα του πολιτικού του ρόλου τού είχε γίνει επίσης λιγότερο ξένη. Θα ‘λεγε κανείς ότι σ’ εκείνον τον πρώτο θάλαμο ο ιστός που τον κρατούσε τυλιγμένο σ’ ένα είδος παραίτησης είχε σκιστεί, και τώρα ένιωθε νηφάλιος, σαν να του ήταν όλα πια ξεκάθαρα, σαν να κατανοούσε τι έπρεπε ν’ απαιτεί κανείς από την κοινωνία και τι αντίθετα δεν έπρεπε να απαιτεί, μα ήταν αναγκαίο να φτάσει σ’ αυτό το συμπέρασμα μόνος του, αλλιώς ήταν ανώφελο.
Ο Αμερίγκο Ορμέα, μέλος κάποιου αριστερού κόμματος, ορίζεται αντιπρόσωπος σ’ ένα εκλογικό κέντρο, προπύργιο των χριστιανοδημοκρατών: ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα για ανίατους ασθενείς και άτομα με ειδικές ανάγκες. Η πλήρης εξάρτησή τους από το προσωπικό και τη διεύθυνση του ιδρύματος μετατρέπει αυτούς τους ανθρώπους σε εύκολα θύματα της πιο αναίσχυντης πολιτικής εκμετάλλευσης, εμπλέκοντάς τους σε μια αντιπαράθεση που ούτε τους ενδιαφέρει ούτε τους αφορά πραγματικά. Τα όσα βλέπει και ακούει τη μέρα εκείνη ο Ορμέα τον χαράζουν βαθιά και τον οδηγούν σε δρόμους και λύσεις που δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Μια αληθινή, στην ουσία της, ιστορία με φανταστικούς πρωταγωνιστές, βασισμένη στην εμπειρία του Calvino από τις εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ
No comments:
Post a Comment