Friday, February 13, 2009

Να αναζητήσουμε εθνική στρατηγική

Του Γιάννη ΜΑΥΡΟΥ

Στο κείμενο που τιτλοφορείται «Συμβολή του Συνασπισμού στο Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ»* (βλ. πρώτο μέρος στην “Κυριακάτικη Αυγή” της 8.2.2009), σε ένα σύνολο τριακοσίων τριάντα σελίδων, μόνο δύο αφιερώνονται στην ευρωπαϊκή πολιτική και …μιάμιση στην ελληνική εξωτερική πολιτική και τη «νέα αντίληψη για την άμυνα»! Το προφανές και κραυγαλέο έλλειμμα, βρίσκεται σε απόλυτη αναντιστοιχία τόσο με τη γεωπολιτική μας θέση και τα ανοιχτά εθνικά μας θέματα όσο και με την πρόσφατη ιστορία μας, γιʼ αυτό είναι επιτακτική η ανάγκη να ανοίξει ο διάλογος επί της ουσίας για την κάλυψη του κενού.

Εισαγωγικά θα παρατηρήσουμε πως το κείμενο του Συνασπισμού, αντίθετα απ’ ό,τι διακηρύσσεται στην αρχή, δεν αποτελεί «πρόγραμμα» αλλά μάλλον συλλογή θέσεων και στόχων -κυρίως οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής- που πρέπει να αξιολογηθούν, να ιεραρχηθούν και να συναρμολογηθούν, βάσει συγκεκριμένης στρατηγικής ώστε, αφού προηγουμένως κοστολογηθούν, να προκύψει πραγματικό πρόγραμμα, που θα πρέπει να περιλαμβάνει και πρόβλεψη των μέσων (ανθρώπινων, φυσικών και χρηματικών πόρων) για την πραγματοποίησή του.

Στο μέτρο που δρούμε ως πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας, διεκδικούμε την πολιτική ηγεμονία και φιλοδοξούμε να εκπονήσουμε εναλλακτική πρόταση εξουσίας, είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε εθνική στρατηγική. Αυτό σημαίνει:

πολιτική ασφαλείας (άμυνα και διπλωματία) ως θεμελιώδη/ υπαρξιακή συνθήκη

πολιτική ανάπτυξης (οικονομικής και κοινωνικής / εθνικής και περιφερειακής) ως βασική υλική προϋπόθεση για την επίτευξη των κυρίως στόχων που ακολουθούν

πολιτιστική πολιτική , με την ευρύτερη έννοια της καλλιέργειας εθνικής ταυτότητας μέσα από την λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, της παιδείας, της έρευνας, των ΜΜΕ, του αθλητισμού και γενικότερα της διαχείρισης και ανάπτυξης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς

Υπό αυτό το πρίσμα, η μεγαλύτερη αδυναμία του «Προγράμματος» είναι η απουσία εθνικής στρατηγικής. Στο εδάφιο που τιτλοφορείται «Η Στρατηγική μας κατεύθυνση: Το όραμα ενός άλλου κόσμου» (Μέρος Δεύτερο, Ενότητα Δ, Στόχος 22) διαβάζουμε (οι υπογραμμίσεις δικές μου):

Οι εξελίξεις που συντελούνται φέρνουν στο προσκήνιο τις ιδέες και τις αξίες της Αριστεράς. Υπογραμμίζουν την αυξανόμενη σημασία της συνεργασίας και της κοινής δράσης των δυνάμεών της, στην ευρύτερη δυνατή βάση, σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Η αντίστοιχη προβολή εναλλακτικών προτάσεων καθίσταται πιο επιτακτική σήμερα με κύριο στόχο την ήττα του νεοφιλελευθερισμού και την προώθηση αλλαγών για κοινωνίες και έναν κόσμο αλληλεγγύης και ισότητας, ειρήνης και οικολογικής προστασίας, στην προοπτική του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία.

Η δική μας εναλλακτική πρόταση έχει μονίμως ανοιχτό ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό, τον ρατσισμό και την πατριδοκαπηλία. Στηρίζεται στις αρχές της διεθνιστικής αλληλεγγύης, της ισότιμης διεθνούς συνεργασίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων των λαών, των πολιτών και των μειονοτήτων.

Προτεραιότητά μας είναι η υπεράσπιση της ειρήνης. Οι τερματισμοί των πολέμων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, η λύση του Μεσανατολικού με τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967,η ειρηνική επίλυση των προβλημάτων, η μη απειλή και η μη χρήση βίας είναι για μας η μόνη επιλογή. Γιʼ αυτό υπερασπιζόμαστε το διεθνές δίκαιο και υποστηρίζουμε πρωτοβουλίες αφοπλισμού, αποστρατιωτικοποίησης και αποπυρηνικοποίησης σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο. Αγωνιζόμαστε κατά των στρατιωτικών συνασπισμών και των ξένων βάσεων παντού στον κόσμο.

Διεκδικούμε την επικράτηση μιας πολυδιάστατης, μη στρατιωτικής αντίληψης για την ασφάλεια, πολιτική, οικονομική, οικολογική, ανθρώπινη. Μια τέτοια αντίληψη μπορεί να υπηρετηθεί από έναν εκδημοκρατισμένο και ενισχυμένο ΟΗΕ και απαιτεί τη δημιουργία ενός παγκόσμιου συστήματος καθολικής ασφάλειας, καθώς και δημοκρατικά διαμορφωμένες περιφερειακές δομές ασφάλειας και συνεργασίας, στο πλαίσιο των οποίων μπορεί η θέση και ο ρόλος των μικρότερων χωρών να αναβαθμιστεί.

Θεωρούμε απαραίτητη προϋπόθεση για έναν κόσμο ειρήνης και ασφάλειας την καταπολέμηση των μεγάλων ανισοτήτων και την οικολογική προστασία του πλανήτη, την εξάλειψη της φτώχειας και της πείνας στον κόσμο.

Εκ πρώτης όψεως ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει; Σε δεύτερη ανάγνωση όμως αναδεικνύονται όσα παραλείπονται. Ενώ αναφέρονται το Ιράκ, το Αφγανιστάν και το παλαιστινιακό, απουσιάζει κραυγαλέα το κυπριακό! Η παράλειψη δεν είναι τυχαία. Σε τρίτη ανάγνωση διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά σε οτιδήποτε το «εθνικό». Το κείμενο είναι τόσο «διεθνιστικό» που θα μπορούσε να είχε γραφεί από οποιονδήποτε «αριστερό» οπουδήποτε! Παραμένει σε ένα γενικό ιδεολογικό επίπεδο χωρίς εδραίωση στη συγκεκριμένη πραγματικότητα. Αρμόζει περισσότερο σε διακήρυξη του Παγκόσμιου ή Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ παρά σε πρόγραμμα ελληνικού κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων, τη στιγμή μάλιστα που τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος βρίσκονται αντιμέτωπες με σοβαρές απειλές εναντίον της εδαφικής μας ακεραιότητας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Υπό αυτές τις συνθήκες, η «υπεράσπιση της ειρήνης» στο πλαίσιο «μιας πολυδιάστατης μη στρατιωτικής αντίληψης για την ασφάλεια» με «νέα αντίληψη για την άμυνα» και «μη χρήση βίας» ως «μόνης επιλογής» μόνο ανασφάλεια εμπνέει και ασφαλώς δεν πείθει.

Με δεδομένη τη σημερινή γεωπολιτική και γεωοικονομική πραγματικότητα, το πολιτικό ερώτημα που τίθεται είναι πώς μπορούμε να χαράξουμε και να βαδίσουμε στον ελληνικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό, εννοείται με ελευθερία και δημοκρατία. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι ιδεολογική. Δεν μπορεί να εκκινεί από την ισοπεδωτική ασάφεια του «μετώπου ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό, τον ρατσισμό και την πατριδοκαπηλία». Χρειάζεται ιεράρχηση και συγκεκριμενοποίηση. Ποιο είναι το κύριο μέτωπο; Είναι ο ιμπεριαλισμός γενικά και αόριστα ή ο αγγλοαμερικάνικος πρωτίστως; Υπάρχουν αντιθέσεις με τον γαλλικό, τον γερμανικό και τον ρωσικό ενδεχομένως και πώς μας αφορούν; Ποιος εθνικισμός συνιστά κύρια απειλή και ποιος δευτερεύουσα; Ο ελληνικός, ο βουλγαρικός, ο αλβανικός ή ο τουρκικός και ο σλαβομακεδονικός; Ποιος ρατσισμός; Αν είχε κανείς αμφιβολίες ως προς το τι υπονοεί το κείμενο, η αναφορά-κατακλείδα στην «πατριδοκαπηλία» τις διαλύει. Το μέτωπο που αυτή φωτογραφίζει είναι βέβαια εσωτερικό και η καραδοκούσα ιδεολογική ενοχοποίηση του πατριωτισμού ακυρώνει στην πράξη το όποιο διακηρυγμένο αντιιμπεριαλιστικό «μέτωπο».

Το ίδιο συμβαίνει με την πολιτική του «Προγράμματος» για το μεταναστευτικό (Στόχος 10). Στο όνομα του «θεμελιώδους δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων» και της «ελευθερίας του ατόμου για την πραγμάτωση της προσωπικότητάς του και τη δυνατότητά του να απολαμβάνει από κοινού και ισότιμα τα αγαθά του παραχθέντος κοινωνικού πλούτου» και του αξιώματος ότι «όλοι οι άνθρωποι είναι φορείς δικαιωμάτων που δεν πρέπει να υπόκεινται σε περιορισμό εξαιτίας της εθνικότητας, της γλώσσας, των θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού κ.λπ.» υποστηρίζεται ουσιαστικά μια «πολιτική» ανοικτών θυρών (το «δικαίωμα στην ελεύθερη και ασφαλή είσοδο και το άσυλο», ενός «συστήματος ανοιχτής και διαρκούς νομιμοποίησης») η οποία εξυπηρετεί μόνο το ντόπιο κεφάλαιο -προσφέροντάς του φτηνή εργατική δύναμη- και την άρχουσα τάξη, διασπώντας το προλεταριάτο και πλήττοντας το συνδικαλιστικό κίνημα. Η ειρωνεία είναι ότι ενώ είναι ακριβώς αυτή η «πολιτική» που υποθάλπει τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, φαινόμενα που ήταν άγνωστα στο παρελθόν, το «Πρόγραμμα», αναφερόμενο (σελ. 153) στις «άθλιες συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών στους καταυλισμούς στην ύπαιθρο και τα εξευτελιστικά μεροκάματα», συμπεραίνει βαρύγδουπα ότι «η ξενοφοβία και ο ρατσισμός ενυπάρχουν ακόμη σε κοινωνικό επίπεδο»! Έτσι, μαζί με την δυνάμει ενοχοποίηση του πατριωτισμού ως πατριδοκαπηλίας έχουμε και την δυνάμει ενοχοποίηση της υπεράσπισης του εργασιακού δικαιώματος, καθώς και του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης, μέσω της εύλογης απαίτησης για αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης, ως ξενοφοβία και ρατσισμό!

Όσο δεν συμφωνούμε στην σύμπηξη -στην πράξη και όχι στα λόγια- αντιιμπεριαλιστικού και αντιμονοπωλιακού μετώπου ως κεντρικού στρατηγικού στόχου, οι όποιες, σωστές ενδεχομένως, θέσεις μας στα επί μέρους θέματα αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής (π.χ. Κυπριακό, ΝΑΤΟ, βάσεις, ελληνοτουρκικά, μακεδονικό) θα παραμένουν γράμμα κενό και άνευ αποτελέσματος. Μόνο εφʼ όσον υπάρξει αυτό το μέτωπο, καθοδηγούμενο από άξια ηγεσία, οπλισμένη με καλά επεξεργασμένη εθνική στρατηγική και πρόγραμμα εξουσίας, μπορεί να ελπίζει κανείς ότι η χώρα μας θα αντιμετωπίσει επιτυχώς τους κινδύνους που την απειλούν και θα ξεπεράσει την συστημική κρίση που την μαστίζει.

ΠΗΓΗ:
Εφημερίδα Η ΑΥΓΗ - Προσυνεδριακός διαλόγος του ΣΥΝ

No comments: