Ο καταξιωμένος άγγλος σκηνοθέτης στη νέα ταινία του στρέφει το βλέμμα στην εκμετάλλευση των μεταναστών που ζουν στις παρυφές ενός εχθρικού και αφιλόξενου Λονδίνου
Του Ι. Ζουμπουλάκη
Στην τελευταία ταινία του Κεν Λόουτς «Ενας ελεύθερος κόσμος...» («It's a free world...») η Αντζι (Κίρστον Γουόριν), μια γυναίκα χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση και παιδεία αλλά δυναμική, έξυπνη, καπάτσα και φιλόδοξη, αποφασίζει να γίνει αφεντικό του εαυτού της στήνοντας ένα γραφείο ανεύρεσης εργασίας για μετανάστες στο σύγχρονο Λονδίνο. Το γραφείο λειτουργεί σε μια διαφορετική πραγματικότητα και με «ανορθόδοξους» κανόνες. Η εργασία πωλείται φτηνά και οι νόμοι θεσπίζονται για να καταργούνται. Η Αντζι και η συνεργάτιδά της αντιπροσωπεύουν ένα σημείο των καιρών μας: τη δελεαστική ιδέα να βγάλεις όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα, ανεξάρτητα από τις συνέπειες. Οι οποίες βέβαια υπάρχουν...
Ιδού ο... «Ελεύθερος κόσμος...» της ταινίας του Λόουτς: ο κόσμος των ταλαιπωρημένων μειονοτήτων, μεταναστών από κάθε σημείο του πλανήτη, ανθρώπων αναγκασμένων να προσφέρουν εργασία για ένα κομμάτι ψωμί (αν το πάρουν κιόλας) και να ζουν σε τρώγλες στις παρυφές ενός εχθρικού και αφιλόξενου Λονδίνου· του Λονδίνου εκείνου που δεν θα επισκεφθούν ποτέ τουρίστες. Είναι ένας κόσμος που ο Λόουτς κοιτάζει με συμπάθεια αλλά και με το ψυχρό μάτι του κριτικού απέναντι σε ένα σύστημα αλόγιστης κοινωνικής αδικίας.
Ο Κεν Λόουτς ανήκει στους σκηνοθέτες που όταν δίνουν συνέντευξη μιλούν έτσι όπως γυρίζουν ταινίες: εν προκειμένω ο χαμηλός τόνος της φωνής και η λιτότητα και ακρίβεια του λόγου είναι τα χαρακτηριστικά του. Δεν του λείπει ο χιούμορ (κάποια στιγμή αποκάλεσε την πολιτική του Τόνι Μπλερ «The Blair Witch Project»), αλλά σίγουρα ποτέ δεν θα γύριζε μια κωμωδία...
Τον συνάντησα για μία ακόμη φορά πέρυσι στη Βενετία, όπου ο «Ελεύθερος κόσμος...» προβλήθηκε εντός συναγωνισμού. Ψηλός και οστεώδης, ο Λόουτς προσφέρει γλυκό χαμόγελο και κουβέντα επί της ουσίας. Σε κοιτάζει ερευνητικά με τα θαλασσιά του μάτια κρυμμένα πίσω από έναν μεγάλο κοκάλινο σκελετό διορθωτικών γυαλιών υψηλής μυωπίας. Πανέξυπνος βέβαια. Γνωρίζει πολύ καλά ότι αν κάτι ολόκληρος ο κινηματογραφικός κόσμος (και το κοινό του) εκτιμά σε αυτόν είναι ότι από τη δεκαετία του '60 ως σήμερα παραμένει αφοσιωμένος σε έναν συγκεκριμένο, πολιτικό κινηματογράφο, αντλώντας τη θεματολογία του από τα δίχως τέλος προβλήματα της εργατικής τάξης.
Η «γέννηση» του «Κόσμου»
Το 1990 ο Λόουτς σκηνοθέτησε το ντοκυμαντέρ «The flickering flame» με θέμα τους λιμενεργάτες του Λίβερπουλ που διεκδικούσαν σταθερή και μόνιμη εργασία. Μία δεκαετία αργότερα πήγε στην Καλιφόρνια για να γυρίσει το «Ψωμί και τριαντάφυλλα» που αναφερόταν στους μεξικανούς μετανάστες του Λος Αντζελες. Το 2004 πίσω στην Αγγλία, σκηνοθέτησε το «Τρυφερό φιλί», μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε έναν πακιστανό μετανάστη δεύτερης γενιάς με μια βέρα Εγγλέζα. Ολα αυτά τα ενδιαφέροντα έσμιξαν ενώ το σκάνδαλο της εκμετάλλευσης των μεταναστών εργατών στη Βρετανία διογκωνόταν.
«Η πτώση του σταλινικού καθεστώτος και η εκμετάλλευση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης που ακολούθησε τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της οικονομίας είχε αποτέλεσμα τη φθηνή εργασία» πιστεύει ο Λόουτς. «Το γεγονός ότι η μόνιμη εργασία μειώνεται, ενώ ο αριθμός των εκτάκτων εργαζομένων αυξάνεται είναι πολύ σημαντικό και καθόλου προβεβλημένο. Ουδείς εξετάζει τις πολιτικές αποφάσεις που προωθούν αυτές τις αλλαγές. Ολα τα κόμματα είναι υπέρ της ελεύθερης αγοράς και προσπαθούν να μας πείσουν ότι έτσι πρέπει να ζούμε. Αυτό που αποκαλούμε πρόοδο είναι στην πραγματικότητα ένα μεγάλο ψέμα. Ο Τόνι Μπλερ κληρονόμησε το πρόβλημα που δημιούργησε η Θάτσερ, και τι ελπίδα μπορείς να έχεις από τον Γκόρντον Μπράουν αφού αυτός ήταν ο αρχιτέκτονας του οικονομικού προγράμματος του Μπλερ;».
Στη λογική της μπίζνας
Για τη δημιουργία του «Ελεύθερου κόσμου...» ο Λόουτς και ο σεναριογράφος Πολ Λάβερτι «όργωσαν» τη Μεγάλη Βρετανία απ' άκρη σ' άκρη αναζητώντας κέντρα μεταναστών. Μίλησαν με εκατοντάδες μετανάστες και άκουσαν ισάριθμες, φρικτές ιστορίες. Δεν θέλησαν ωστόσο να ακολουθήσουν την παραδοσιακή διαδρομή που έχει στο επίκεντρο της ιστορίας ένα από τα πραγματικά θύματα μιας τέτοιας κατάστασης, δηλαδή τον ίδιο τον μετανάστη. «Αυτός θα ήταν ο προβλέψιμος δρόμος» είπε ο Λόουτς. «Προτιμότερος αγγελιαφόρος για όσα θελήσαμε να επισημάνουμε ήταν ένας από τους εκπροσώπους της ίδιας της εξουσίας».
Αγγελιαφόρος λοιπόν υπήρξε η Αντζι, η ιδιοκτήτρια ενός γραφείου ευρέσεως εργασίας για μετανάστες. Η ταινία πηγαίνει κόντρα στα κλισέ, γι' αυτό και πείθει. Σε τέτοιου τύπου θεματολογία ο ήρωας ξεκινά το ταξίδι του από το σκοτάδι για να καταλήξει στο φως. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Αρχικώς η Αντζι ενδιαφέρεται για τους συνανθρώπους της, αλλά στην πορεία η γλύκα του εύκολου χρήματος τη μετατρέπει σε στυγνή εκμεταλλεύτρια.
«Η Αντζι είναι 30 χρόνων, ανύπαντρη, έχει ένα παιδί και προέρχεται από μια αξιοσέβαστη και υπερήφανη εργατική οικογένεια» είπε ο σκηνοθέτης. «Οταν η ταινία ξεκινά, είναι το θύμα. Προκαλεί αυτομάτως συμπάθεια μόνο και μόνο λόγω της κατάστασής της. Τη βλέπουμε να χάνει τη δουλειά της επειδή προσπαθεί να προσφέρει. Ανοίγοντας όμως τη δική της επιχείρηση» συνεχίζει ο Λόουτς «η λογική της μπίζνας την αναγκάζει να λειτουργήσει διαφορετικά. Η Αντζι είναι προϊόν του θατσερικού τρόπου σκέψης, όπου η καριέρα γίνεται μοναδική προτεραιότητα και τίποτε δεν μετράει μπροστά στην κορυφή. Ο,τι κάνει εντάσσεται στη "λογική της μπίζνας", όμως η λογική αυτή είναι διεφθαρμένη και καταστρεπτική. Την ηθική αυτής της λογικής θέλησα να προκαλέσω».
«Χτύπα ξύλο, τα βγάζω ακόμη πέρα!»
Ρώτησα τον Κεν Λόουτς αν έτυχε ποτέ να βρεθεί ο ίδιος στη δυσάρεστη θέση όπου βρίσκονται οι μετανάστες στην ταινία του. Σήκωσε ποτέ με αγωνία το χέρι για να τον επιλέξουν για δουλειά; Αντιμετώπισε την αδιαφορία και την απόρριψη από τις Αντζι αυτού του κόσμου; «Χωρίς να θέλω να κάνω συγκρίσεις» απάντησε ο σκηνοθέτης «υπήρξε μια περίοδος που παραλίγο να εγκαταλείψω το επάγγελμά μου. Επί 8-9 χρόνια προσπαθούσα να εργαστώ, αλλά ουδείς ενδιαφερόταν για τις ταινίες μου. Ηταν μια αποκαρδιωτική και εξαιρετικά στενόχωρη κατάσταση...».
Ο Λόουτς δεν το έβαλε κάτω και η αναγνώριση ήρθε σιγά σιγά με κορωνίδα την ταινία «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι» που το 2006 του χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. «Είναι η ακριβότερη ταινία μου» είπε χαμογελώντας με μετριοφροσύνη ο σκηνοθέτης, ο οποίος συνήθως γυρίζει μικρές, οικονομικές και οικογενειακές ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, όπως ακριβώς ο «Ελεύθερος κόσμος...» που γυρίστηκε με τη στήριξη πέντε διαφορετικών κρατών: Αγγλίας, Πολωνίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας. «Χτύπα ξύλο, σήμερα τα βγάζω ακόμη πέρα! Αυτή η δουλειά χρόνο με τον χρόνο γίνεται όλο και πιο δύσκολη».
Και με τον «Ελεύθερο κόσμο...» τι αλήθεια επεδίωξε; Να προειδοποιήσει; Δεν είναι κάπως αφελές να ελπίζεις σε αλλαγές όταν ορισμένα πράγματα όχι απλώς δεν είναι γραφτό να αλλάξουν, αλλά φαίνεται ότι είναι καταδικασμένα να χειροτερέψουν; «Μια ταινία μπορεί απλώς να προκαλέσει ερωτήματα» απάντησε ο έμπειρος κινηματογραφιστής, ο οποίος στις 17 του ερχόμενου Ιουνίου κλείνει τα 72. «Στο κάτω κάτω δεν είναι παρά μια ταινία. Ορισμένες φορές όμως τα ερωτήματα μπορεί να οδηγήσουν κάπου αλλού. Μια μικρή ταινία όπως ο "Ελεύθερος κόσμος... " δεν είναι παρά μια αντανάκλαση της πραγματικότητας. Ενας άλλος τρόπος για να πεις "πρόσεξε, φίλε μου, υπάρχει και αυτή η διάσταση". Αυτή η άλλη διάσταση είναι που ακόμη και σήμερα μου δίνει ενέργεια».
Η ταινία «Ενας ελεύθερος κόσμος...» προβάλλεται στις αίθουσες Απόλλων, Αττικόν, Ιλιον, Κηφισιά, Νιρβάνα και Μικρόκοσμος της Αθήνας και Μακεδονικόν της Θεσσαλονίκης.
Ιδού ο... «Ελεύθερος κόσμος...» της ταινίας του Λόουτς: ο κόσμος των ταλαιπωρημένων μειονοτήτων, μεταναστών από κάθε σημείο του πλανήτη, ανθρώπων αναγκασμένων να προσφέρουν εργασία για ένα κομμάτι ψωμί (αν το πάρουν κιόλας) και να ζουν σε τρώγλες στις παρυφές ενός εχθρικού και αφιλόξενου Λονδίνου· του Λονδίνου εκείνου που δεν θα επισκεφθούν ποτέ τουρίστες. Είναι ένας κόσμος που ο Λόουτς κοιτάζει με συμπάθεια αλλά και με το ψυχρό μάτι του κριτικού απέναντι σε ένα σύστημα αλόγιστης κοινωνικής αδικίας.
Ο Κεν Λόουτς ανήκει στους σκηνοθέτες που όταν δίνουν συνέντευξη μιλούν έτσι όπως γυρίζουν ταινίες: εν προκειμένω ο χαμηλός τόνος της φωνής και η λιτότητα και ακρίβεια του λόγου είναι τα χαρακτηριστικά του. Δεν του λείπει ο χιούμορ (κάποια στιγμή αποκάλεσε την πολιτική του Τόνι Μπλερ «The Blair Witch Project»), αλλά σίγουρα ποτέ δεν θα γύριζε μια κωμωδία...
Τον συνάντησα για μία ακόμη φορά πέρυσι στη Βενετία, όπου ο «Ελεύθερος κόσμος...» προβλήθηκε εντός συναγωνισμού. Ψηλός και οστεώδης, ο Λόουτς προσφέρει γλυκό χαμόγελο και κουβέντα επί της ουσίας. Σε κοιτάζει ερευνητικά με τα θαλασσιά του μάτια κρυμμένα πίσω από έναν μεγάλο κοκάλινο σκελετό διορθωτικών γυαλιών υψηλής μυωπίας. Πανέξυπνος βέβαια. Γνωρίζει πολύ καλά ότι αν κάτι ολόκληρος ο κινηματογραφικός κόσμος (και το κοινό του) εκτιμά σε αυτόν είναι ότι από τη δεκαετία του '60 ως σήμερα παραμένει αφοσιωμένος σε έναν συγκεκριμένο, πολιτικό κινηματογράφο, αντλώντας τη θεματολογία του από τα δίχως τέλος προβλήματα της εργατικής τάξης.
Η «γέννηση» του «Κόσμου»
Το 1990 ο Λόουτς σκηνοθέτησε το ντοκυμαντέρ «The flickering flame» με θέμα τους λιμενεργάτες του Λίβερπουλ που διεκδικούσαν σταθερή και μόνιμη εργασία. Μία δεκαετία αργότερα πήγε στην Καλιφόρνια για να γυρίσει το «Ψωμί και τριαντάφυλλα» που αναφερόταν στους μεξικανούς μετανάστες του Λος Αντζελες. Το 2004 πίσω στην Αγγλία, σκηνοθέτησε το «Τρυφερό φιλί», μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε έναν πακιστανό μετανάστη δεύτερης γενιάς με μια βέρα Εγγλέζα. Ολα αυτά τα ενδιαφέροντα έσμιξαν ενώ το σκάνδαλο της εκμετάλλευσης των μεταναστών εργατών στη Βρετανία διογκωνόταν.
«Η πτώση του σταλινικού καθεστώτος και η εκμετάλλευση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης που ακολούθησε τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της οικονομίας είχε αποτέλεσμα τη φθηνή εργασία» πιστεύει ο Λόουτς. «Το γεγονός ότι η μόνιμη εργασία μειώνεται, ενώ ο αριθμός των εκτάκτων εργαζομένων αυξάνεται είναι πολύ σημαντικό και καθόλου προβεβλημένο. Ουδείς εξετάζει τις πολιτικές αποφάσεις που προωθούν αυτές τις αλλαγές. Ολα τα κόμματα είναι υπέρ της ελεύθερης αγοράς και προσπαθούν να μας πείσουν ότι έτσι πρέπει να ζούμε. Αυτό που αποκαλούμε πρόοδο είναι στην πραγματικότητα ένα μεγάλο ψέμα. Ο Τόνι Μπλερ κληρονόμησε το πρόβλημα που δημιούργησε η Θάτσερ, και τι ελπίδα μπορείς να έχεις από τον Γκόρντον Μπράουν αφού αυτός ήταν ο αρχιτέκτονας του οικονομικού προγράμματος του Μπλερ;».
Στη λογική της μπίζνας
Για τη δημιουργία του «Ελεύθερου κόσμου...» ο Λόουτς και ο σεναριογράφος Πολ Λάβερτι «όργωσαν» τη Μεγάλη Βρετανία απ' άκρη σ' άκρη αναζητώντας κέντρα μεταναστών. Μίλησαν με εκατοντάδες μετανάστες και άκουσαν ισάριθμες, φρικτές ιστορίες. Δεν θέλησαν ωστόσο να ακολουθήσουν την παραδοσιακή διαδρομή που έχει στο επίκεντρο της ιστορίας ένα από τα πραγματικά θύματα μιας τέτοιας κατάστασης, δηλαδή τον ίδιο τον μετανάστη. «Αυτός θα ήταν ο προβλέψιμος δρόμος» είπε ο Λόουτς. «Προτιμότερος αγγελιαφόρος για όσα θελήσαμε να επισημάνουμε ήταν ένας από τους εκπροσώπους της ίδιας της εξουσίας».
Αγγελιαφόρος λοιπόν υπήρξε η Αντζι, η ιδιοκτήτρια ενός γραφείου ευρέσεως εργασίας για μετανάστες. Η ταινία πηγαίνει κόντρα στα κλισέ, γι' αυτό και πείθει. Σε τέτοιου τύπου θεματολογία ο ήρωας ξεκινά το ταξίδι του από το σκοτάδι για να καταλήξει στο φως. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Αρχικώς η Αντζι ενδιαφέρεται για τους συνανθρώπους της, αλλά στην πορεία η γλύκα του εύκολου χρήματος τη μετατρέπει σε στυγνή εκμεταλλεύτρια.
«Η Αντζι είναι 30 χρόνων, ανύπαντρη, έχει ένα παιδί και προέρχεται από μια αξιοσέβαστη και υπερήφανη εργατική οικογένεια» είπε ο σκηνοθέτης. «Οταν η ταινία ξεκινά, είναι το θύμα. Προκαλεί αυτομάτως συμπάθεια μόνο και μόνο λόγω της κατάστασής της. Τη βλέπουμε να χάνει τη δουλειά της επειδή προσπαθεί να προσφέρει. Ανοίγοντας όμως τη δική της επιχείρηση» συνεχίζει ο Λόουτς «η λογική της μπίζνας την αναγκάζει να λειτουργήσει διαφορετικά. Η Αντζι είναι προϊόν του θατσερικού τρόπου σκέψης, όπου η καριέρα γίνεται μοναδική προτεραιότητα και τίποτε δεν μετράει μπροστά στην κορυφή. Ο,τι κάνει εντάσσεται στη "λογική της μπίζνας", όμως η λογική αυτή είναι διεφθαρμένη και καταστρεπτική. Την ηθική αυτής της λογικής θέλησα να προκαλέσω».
«Χτύπα ξύλο, τα βγάζω ακόμη πέρα!»
Ρώτησα τον Κεν Λόουτς αν έτυχε ποτέ να βρεθεί ο ίδιος στη δυσάρεστη θέση όπου βρίσκονται οι μετανάστες στην ταινία του. Σήκωσε ποτέ με αγωνία το χέρι για να τον επιλέξουν για δουλειά; Αντιμετώπισε την αδιαφορία και την απόρριψη από τις Αντζι αυτού του κόσμου; «Χωρίς να θέλω να κάνω συγκρίσεις» απάντησε ο σκηνοθέτης «υπήρξε μια περίοδος που παραλίγο να εγκαταλείψω το επάγγελμά μου. Επί 8-9 χρόνια προσπαθούσα να εργαστώ, αλλά ουδείς ενδιαφερόταν για τις ταινίες μου. Ηταν μια αποκαρδιωτική και εξαιρετικά στενόχωρη κατάσταση...».
Ο Λόουτς δεν το έβαλε κάτω και η αναγνώριση ήρθε σιγά σιγά με κορωνίδα την ταινία «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι» που το 2006 του χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. «Είναι η ακριβότερη ταινία μου» είπε χαμογελώντας με μετριοφροσύνη ο σκηνοθέτης, ο οποίος συνήθως γυρίζει μικρές, οικονομικές και οικογενειακές ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, όπως ακριβώς ο «Ελεύθερος κόσμος...» που γυρίστηκε με τη στήριξη πέντε διαφορετικών κρατών: Αγγλίας, Πολωνίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Ισπανίας. «Χτύπα ξύλο, σήμερα τα βγάζω ακόμη πέρα! Αυτή η δουλειά χρόνο με τον χρόνο γίνεται όλο και πιο δύσκολη».
Και με τον «Ελεύθερο κόσμο...» τι αλήθεια επεδίωξε; Να προειδοποιήσει; Δεν είναι κάπως αφελές να ελπίζεις σε αλλαγές όταν ορισμένα πράγματα όχι απλώς δεν είναι γραφτό να αλλάξουν, αλλά φαίνεται ότι είναι καταδικασμένα να χειροτερέψουν; «Μια ταινία μπορεί απλώς να προκαλέσει ερωτήματα» απάντησε ο έμπειρος κινηματογραφιστής, ο οποίος στις 17 του ερχόμενου Ιουνίου κλείνει τα 72. «Στο κάτω κάτω δεν είναι παρά μια ταινία. Ορισμένες φορές όμως τα ερωτήματα μπορεί να οδηγήσουν κάπου αλλού. Μια μικρή ταινία όπως ο "Ελεύθερος κόσμος... " δεν είναι παρά μια αντανάκλαση της πραγματικότητας. Ενας άλλος τρόπος για να πεις "πρόσεξε, φίλε μου, υπάρχει και αυτή η διάσταση". Αυτή η άλλη διάσταση είναι που ακόμη και σήμερα μου δίνει ενέργεια».
Η ταινία «Ενας ελεύθερος κόσμος...» προβάλλεται στις αίθουσες Απόλλων, Αττικόν, Ιλιον, Κηφισιά, Νιρβάνα και Μικρόκοσμος της Αθήνας και Μακεδονικόν της Θεσσαλονίκης.
ΠΗΓΗ: Το ΒΗΜΑ της Κυριακής
No comments:
Post a Comment