Monday, February 8, 2016

Ο στόχος

Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή

Τον είδα πίσω από τα βάτα. Παραφυλούσε. Στο πρόσωπό του ήταν χαραγμένη η αποφασιστικότητα και στα χέρια του μια κοντόκανη καραμπίνα. Ντυμένος με στολή παραλλαγής, ζωσμένος φυσιγγιοθήκες, περίμενε. Τι άραγε;

Τα ενδιαφέροντα τετράποδα, για στιφάδο, αποτελούν πλέον εικόνα σε παιδικά παραμύθια. Επίσης τα πετούμενα, εκτός από τις καρακάξες, δεν νομίζω ότι αποτελούν στόχο. Άγρια δεν έχουμε στην περιοχή. Οι κότες και γενικά τα πουλερικά είναι οικόσιτα και φυσικά αν κάποιος αποφασίσει να παρανομήσει δεν κάθεται την αυγή …

Κρύφτηκα και τον παρατηρούσα. Απόλυτα προσηλωμένος στην ποριά κατά τη θάλασσα. Σχεδόν ακίνητος, παρά την υγρασία που σε περόνιαζε.

Ο ήλιος έκανε να ροδίζει και από μακριά ένα αυτοκίνητο έσπασε την σιωπή. Ακουστήκαν οι πόρτες να κλείνουν και δύο πελώριοι τύποι , κομάντο πρέπει να ήταν, ξεπρόβαλαν στο μπουγάζι. Ο ένας μυστακοφόρος όλο αμερικανιά και ο άλλος χονδρός σαν κινούμενη μάζα.

Ο τύπος όπλισε και κινήθηκε ελαφρά πλαγίως ώστε να τους έχει στο στόχαστρο. Έσπρωξε τα γυαλάκια του λίγο πιο πάνω, πείραξε την χωρίστρα δεξιά και σημάδεψε.

Πρόκειται για φονικό…

Τι να κάνω;

Είπα να αρχίσω να φωνάζω… φοβήθηκα. Να τρέξω καταπάνω τους…, δεν είχα το κουράγιο. Να προβάλλω και να τους κατσαδιάσω; Το ήθος μου, δεν το επέτρεπε. Να τους ξαποστείλω; Στο κάτω – κάτω δικό μου είναι το κτήμα. Που τέτοιο θάρρος… «Να σηκώσω τα χέρια πάνω από τη λυγαριά σαν τα αυτάκια του λαγού», σκέφτηκα. Το έκανα και σίγουρα κάποιος με είδε. .

- Βαγγέλη το σκυλί, ακούστηκε ο ένας καταδρομέας να λέει στον άλλο.

Γαυγίσματα.

«Λες;»

Σε λίγο ένα σκυλί έτρεχε κατά πάνω μου. Έμεινα κόκαλο. Με σημάδευαν κιόλας. Με κάτι επαναληπτικές καραμπίνες που και να θέλεις, δεν μπορείς να ξεφύγεις…

Πάνω που θα πυροβολούσαν, ή καλύτερα πάνω που θα ούρλιαζα, έπεσαν ντουφεκιές στον αέρα. Τα σκάγια, βροχή στα κεφάλια τους.

- Ρε, μας πυροβολούν, είπαν έντρομοι.

Άρχισαν να σφυρίζουν στον σκύλο, αυτός πειθάρχησε, άλλωστε δεν ήμουν θήραμα και με βιάση χάθηκαν στο χωματόδρομο από όπου ήρθαν.

Κάθισα κάτω εξοντωμένος. «Άκου λαγός;»

«Τεμπέλης, απειθάρχητος, αναξιόπιστος… ίσως», όπως τουλάχιστον μας στολίζουν τελευταία. «Μα λαγός;»

Σήκωσα το κεφάλι και είδα τον πρωινό τύπο να φεύγει γελώντας.

«Τελικά κυνηγάει κυνηγούς. Τι ευγενική φύση». Τέντωσα τα χέρια να ξεπιαστώ. Τι το ήθελα; Δεν πρόλαβα να τα κατεβάσω.

- Γυναίκα τα κρεμμύδια… ακούστηκε φωνή στεντόρεια. Μια κυρία, μεσήλικας, με ντύσιμο θρησκευόμενης του εβδομήντα, ξεπρόβαλλε κρατώντας την χύτρα.

Μετά μπουμ….

Ήταν η τελευταία ανάμνηση…, μαζί με τα δάχτυλά μου να φεύγουν από δω και από κει.

Πώς να τα πιάσω;

Λουσμένος στον κρύο ιδρώτα, σηκώθηκα. Η τηλεόραση έπαιζε ακόμη ειδήσεις.

- Με τα χέρια ψηλά…, σχολίαζε ο εκφωνητής.

- Μη! άρχισα να φωνάζω, μα ποιος να με ακούσει;

«Άντε να αποδείξεις πως δεν είσαι λαγός», μονολόγησα και άφησα την χώρα στην τύχη της….

No comments: