Του Νίκου Μαραντζίδη
Εκλεισε ένας χρόνος από το περίφημο κίνημα των «Αγανακτισμένων». Στις αρχές του περυσινού καλοκαιριού, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και στις άλλες πόλεις της χώρας, συνωστίστηκαν στις πλατείες, προκειμένου να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους για τα οικονομικά μέτρα, αλλά και να διατρανώσουν την απέχθειά τους για το πολιτικό σύστημα. Η τηλεοπτική κάλυψη των συγκεντρώσεων, οι συνεχείς συζητήσεις και τα άρθρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενίσχυσαν τον συλλογικό ναρκισσισμό του πλήθους. Η διαπόμπευση των πολιτικών προκαλούσε συλλογική και ατομική ηδονή. Η «γιούχα» και η μούντζα προβλήθηκαν ως ένας εναλλακτικός τρόπος πολιτικής σκέψης. Την ίδια στιγμή, πολιτικές δυνάμεις της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς όχι μόνο κολάκευαν αυτό το πλήθος, αλλά φρόντιζαν να το πλαισιώσουν οργανωτικά και ιδεολογικά. Ηταν η πρώτη φορά, στη μεταπολίτευση, που μια τόσο μαζική ενέργεια στρεφόταν ευθέως ενάντια στο Κοινοβούλιο και στον κοινοβουλευτισμό.
Δύο πολιτικές δυνάμεις έδρασαν μέσα στο πλήθος «σαν το ψάρι στο νερό», όπως θα έλεγε ο πρόεδρος Μάο. Η μία ήταν η Χρυσή Αυγή. Με πολιτικό λάβαρο τον χυδαίο εθνικισμό, οι εθνικοσοσιαλιστές κατάφεραν να μπολιάσουν σε πολιτική πρόταση τον εθνικιστικό αντικοινοβουλευτισμό των «Αγανακτισμένων». Εκεί στην «άνω πλατεία», έγιναν ένα με το πλήθος. Εξέφρασαν τα αισθήματά του όταν τραγουδούσαν με πάθος τον εθνικό ύμνο, όταν μούντζωναν το Κοινοβούλιο, όταν έφτυναν τους βουλευτές, ακόμη κι όταν πήγαν να εισβάλουν στο κτίριο της Βουλής.
Αναδείχτηκε έτσι, από τη μια πλευρά, μια ατζέντα δεξιού ολοκληρωτισμού που προέβλεπε γενική εκκαθάριση: από τους «προδότες πολιτικούς» μέχρι τους μετανάστες. Το φαινόμενο αντιμετωπίστηκε τότε από πολλούς σχεδόν ως χαριτωμένο ή έστω γραφικό. Ας μη βαυκαλιζόμαστε άλλο. Η Χρυσή Αυγή γεννήθηκε στον Αγιο Παντελεήμονα, αλλά μεγάλωσε και νομιμοποιήθηκε πολιτικά στην πλατεία Συντάγματος, χάρη στη ρητορική της ενάντια στο πολιτικό σύστημα. Ο δεξιός αντιφιλελευθερισμός της Χρυσής Αυγής έγινε αποδεκτός από ένα κομμάτι του κόσμου που αναζητούσε την εθνική αναγέννηση μέσα στη ρώμη του αυταρχισμού.
Η αντισυστημική άκρα αριστερά, και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξε η δεύτερη δύναμη που αξιοποίησε την οργή των «Αγανακτισμένων». Οι πιο δραστήριες ακροαριστερές συνιστώσες της οργάνωσης επιχείρησαν συστηματικά και δραστήρια να πείσουν για το δικό τους σχέδιο υπονόμευσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που το ονόμασαν «Αμεση Δημοκρατία». Εμφανιζόμενος με πολύ πιο φιλικό προφίλ και έξυπνη στρατηγική, ο αριστερός αντιφιλελευθερισμός είχε ταχύτερη και ευρύτερη διείσδυση από ό,τι ο δεξιός αντιφιλελευθερισμός. Εξάλλου, είχε προ πολλού περάσει με επιτυχία τις εξετάσεις εισαγωγής του στην ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης.
Η αντισυστημική/αντικοινοβουλευτική πολιτικοποίηση αποτελεί λοιπόν το νέο πολιτικό προϊόν, που παρήγαγε το φαινόμενο «Αγανακτισμένοι». Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένα πισωγύρισμα για τα δημοκρατικά ήθη, στα πρότυπα του λατινοαμερικανικού αντικοινοβουλευτικού εθνικισμού των δεκαετιών του ’60 και του ’70.
Αρκετοί αναλυτές αντιμετωπίζουν αυτήν την έξαρση του αντικοινοβουλευτισμού ως διαχειρίσιμη από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Θεωρούν πως η αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα καταφέρει να ενσωματώσει το κίνημα αυτό. Παραλληλίζουν μάλιστα την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ του 1981, ωσάν δηλαδή να πρόκειται για μια νέα εκδοχή ριζοσπαστικοποιημένης σοσιαλδημοκρατίας. Μπορεί· αλλά όταν παίζεις με τα σπίρτα ίσως να καείς.
Εξάλλου, η δεκαετία του ’70, στις συνθήκες της οποίας αναπτύχθηκε ο αριστερόστροφος ριζοσπαστισμός του ΠΑΣΟΚ, είχε κάποιες βασικές διαφορές με σήμερα. Χαρακτηρίστηκε από μια αισιοδοξία για το μέλλον για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, οι δημοκρατικοί θεσμοί είχαν μόλις πρόσφατα αποκατασταθεί και το Κοινοβούλιο όχι μόνο δεν αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση, αλλά ακριβώς το αντίθετο: η νωπή μνήμη της επτάχρονης δικτατορίας το καθιστούσε στη συνείδηση όλων των Ελλήνων τον ναό της δημοκρατίας. Ηταν το επίκεντρο της ελπίδας της χώρας για ένα καλύτερο αύριο.
Επιπλέον, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των πολιτών υποστήριζε υλικά τους νέους θεσμούς. Η παρουσία του ΠΑΣΟΚ συνδέθηκε με τη δυνατότητα εναλλαγής στην εξουσία ενός τμήματος των πολιτικών, ελίτ που ήταν αποκλεισμένες από αυτήν τις προηγούμενες δεκαετίες, και παράλληλα υποδήλωνε τα όνειρα κοινωνικής ανέλιξης των κατώτερων στρωμάτων μέσω της κυριαρχίας πάνω στο κράτος.
Στις σημερινές συνθήκες τίποτε δεν εγγυάται πως τα πράγματα θα κυλήσουν προς την αισιόδοξη κατεύθυνση. Κατ’ αρχάς, οι οικονομικές συνθήκες θα συνεχίσουν να χειροτερεύουν και μία πιθανή έξοδος της χώρας από το ευρώ θα πυροδοτήσει ένα νέο κύμα αγανακτισμένων αντιδράσεων με ανεξέλεγκτη ένταση και απροσδιόριστη διάρκεια. Επιπροσθέτως, η νέα πολιτική κουλτούρα, που διαμορφώνεται, δεν στηρίζεται πια στο αξιακό πλαίσιο της πρώιμης φάσης της μεταπολίτευσης. Ενα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, και ιδιαίτερα το νεαρότερο ηλικιακά τμήμα της, δεν αντιλαμβάνεται πλέον το Κοινοβούλιο και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς ως πολύτιμα αγαθά που μπορεί να τα χάσει. Μερικοί, ανόητοι μάλιστα, διασκεδάζουν με την ιδέα ενός καψίματος της Βουλής.
Βρισκόμαστε στην αρχή ενός μακρύ δρόμου αυταρχικοποίησης τόσο της κοινωνίας όσο και των πολιτικών της θεσμών. Φοβάμαι πως αν η δημοκρατική και φιλελεύθερη κοινωνία μείνει απαθής, αυτό το αυταρχικό κύμα μπορεί να μετατραπεί σε τσουνάμι.
Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο Βαρσοβίας.
Εκλεισε ένας χρόνος από το περίφημο κίνημα των «Αγανακτισμένων». Στις αρχές του περυσινού καλοκαιριού, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και στις άλλες πόλεις της χώρας, συνωστίστηκαν στις πλατείες, προκειμένου να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους για τα οικονομικά μέτρα, αλλά και να διατρανώσουν την απέχθειά τους για το πολιτικό σύστημα. Η τηλεοπτική κάλυψη των συγκεντρώσεων, οι συνεχείς συζητήσεις και τα άρθρα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενίσχυσαν τον συλλογικό ναρκισσισμό του πλήθους. Η διαπόμπευση των πολιτικών προκαλούσε συλλογική και ατομική ηδονή. Η «γιούχα» και η μούντζα προβλήθηκαν ως ένας εναλλακτικός τρόπος πολιτικής σκέψης. Την ίδια στιγμή, πολιτικές δυνάμεις της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς όχι μόνο κολάκευαν αυτό το πλήθος, αλλά φρόντιζαν να το πλαισιώσουν οργανωτικά και ιδεολογικά. Ηταν η πρώτη φορά, στη μεταπολίτευση, που μια τόσο μαζική ενέργεια στρεφόταν ευθέως ενάντια στο Κοινοβούλιο και στον κοινοβουλευτισμό.
Δύο πολιτικές δυνάμεις έδρασαν μέσα στο πλήθος «σαν το ψάρι στο νερό», όπως θα έλεγε ο πρόεδρος Μάο. Η μία ήταν η Χρυσή Αυγή. Με πολιτικό λάβαρο τον χυδαίο εθνικισμό, οι εθνικοσοσιαλιστές κατάφεραν να μπολιάσουν σε πολιτική πρόταση τον εθνικιστικό αντικοινοβουλευτισμό των «Αγανακτισμένων». Εκεί στην «άνω πλατεία», έγιναν ένα με το πλήθος. Εξέφρασαν τα αισθήματά του όταν τραγουδούσαν με πάθος τον εθνικό ύμνο, όταν μούντζωναν το Κοινοβούλιο, όταν έφτυναν τους βουλευτές, ακόμη κι όταν πήγαν να εισβάλουν στο κτίριο της Βουλής.
Αναδείχτηκε έτσι, από τη μια πλευρά, μια ατζέντα δεξιού ολοκληρωτισμού που προέβλεπε γενική εκκαθάριση: από τους «προδότες πολιτικούς» μέχρι τους μετανάστες. Το φαινόμενο αντιμετωπίστηκε τότε από πολλούς σχεδόν ως χαριτωμένο ή έστω γραφικό. Ας μη βαυκαλιζόμαστε άλλο. Η Χρυσή Αυγή γεννήθηκε στον Αγιο Παντελεήμονα, αλλά μεγάλωσε και νομιμοποιήθηκε πολιτικά στην πλατεία Συντάγματος, χάρη στη ρητορική της ενάντια στο πολιτικό σύστημα. Ο δεξιός αντιφιλελευθερισμός της Χρυσής Αυγής έγινε αποδεκτός από ένα κομμάτι του κόσμου που αναζητούσε την εθνική αναγέννηση μέσα στη ρώμη του αυταρχισμού.
Η αντισυστημική άκρα αριστερά, και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξε η δεύτερη δύναμη που αξιοποίησε την οργή των «Αγανακτισμένων». Οι πιο δραστήριες ακροαριστερές συνιστώσες της οργάνωσης επιχείρησαν συστηματικά και δραστήρια να πείσουν για το δικό τους σχέδιο υπονόμευσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που το ονόμασαν «Αμεση Δημοκρατία». Εμφανιζόμενος με πολύ πιο φιλικό προφίλ και έξυπνη στρατηγική, ο αριστερός αντιφιλελευθερισμός είχε ταχύτερη και ευρύτερη διείσδυση από ό,τι ο δεξιός αντιφιλελευθερισμός. Εξάλλου, είχε προ πολλού περάσει με επιτυχία τις εξετάσεις εισαγωγής του στην ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης.
Η αντισυστημική/αντικοινοβουλευτική πολιτικοποίηση αποτελεί λοιπόν το νέο πολιτικό προϊόν, που παρήγαγε το φαινόμενο «Αγανακτισμένοι». Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένα πισωγύρισμα για τα δημοκρατικά ήθη, στα πρότυπα του λατινοαμερικανικού αντικοινοβουλευτικού εθνικισμού των δεκαετιών του ’60 και του ’70.
Αρκετοί αναλυτές αντιμετωπίζουν αυτήν την έξαρση του αντικοινοβουλευτισμού ως διαχειρίσιμη από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Θεωρούν πως η αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα καταφέρει να ενσωματώσει το κίνημα αυτό. Παραλληλίζουν μάλιστα την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ του 1981, ωσάν δηλαδή να πρόκειται για μια νέα εκδοχή ριζοσπαστικοποιημένης σοσιαλδημοκρατίας. Μπορεί· αλλά όταν παίζεις με τα σπίρτα ίσως να καείς.
Εξάλλου, η δεκαετία του ’70, στις συνθήκες της οποίας αναπτύχθηκε ο αριστερόστροφος ριζοσπαστισμός του ΠΑΣΟΚ, είχε κάποιες βασικές διαφορές με σήμερα. Χαρακτηρίστηκε από μια αισιοδοξία για το μέλλον για δύο κυρίως λόγους: πρώτον, οι δημοκρατικοί θεσμοί είχαν μόλις πρόσφατα αποκατασταθεί και το Κοινοβούλιο όχι μόνο δεν αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση, αλλά ακριβώς το αντίθετο: η νωπή μνήμη της επτάχρονης δικτατορίας το καθιστούσε στη συνείδηση όλων των Ελλήνων τον ναό της δημοκρατίας. Ηταν το επίκεντρο της ελπίδας της χώρας για ένα καλύτερο αύριο.
Επιπλέον, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των πολιτών υποστήριζε υλικά τους νέους θεσμούς. Η παρουσία του ΠΑΣΟΚ συνδέθηκε με τη δυνατότητα εναλλαγής στην εξουσία ενός τμήματος των πολιτικών, ελίτ που ήταν αποκλεισμένες από αυτήν τις προηγούμενες δεκαετίες, και παράλληλα υποδήλωνε τα όνειρα κοινωνικής ανέλιξης των κατώτερων στρωμάτων μέσω της κυριαρχίας πάνω στο κράτος.
Στις σημερινές συνθήκες τίποτε δεν εγγυάται πως τα πράγματα θα κυλήσουν προς την αισιόδοξη κατεύθυνση. Κατ’ αρχάς, οι οικονομικές συνθήκες θα συνεχίσουν να χειροτερεύουν και μία πιθανή έξοδος της χώρας από το ευρώ θα πυροδοτήσει ένα νέο κύμα αγανακτισμένων αντιδράσεων με ανεξέλεγκτη ένταση και απροσδιόριστη διάρκεια. Επιπροσθέτως, η νέα πολιτική κουλτούρα, που διαμορφώνεται, δεν στηρίζεται πια στο αξιακό πλαίσιο της πρώιμης φάσης της μεταπολίτευσης. Ενα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, και ιδιαίτερα το νεαρότερο ηλικιακά τμήμα της, δεν αντιλαμβάνεται πλέον το Κοινοβούλιο και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς ως πολύτιμα αγαθά που μπορεί να τα χάσει. Μερικοί, ανόητοι μάλιστα, διασκεδάζουν με την ιδέα ενός καψίματος της Βουλής.
Βρισκόμαστε στην αρχή ενός μακρύ δρόμου αυταρχικοποίησης τόσο της κοινωνίας όσο και των πολιτικών της θεσμών. Φοβάμαι πως αν η δημοκρατική και φιλελεύθερη κοινωνία μείνει απαθής, αυτό το αυταρχικό κύμα μπορεί να μετατραπεί σε τσουνάμι.
Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο Βαρσοβίας.
No comments:
Post a Comment