Συνέντευξη στη Λίνα Παπαδάκη
πηγη: www.protagon.gr
Ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης μιλάει για τα επτά εθνικά αμαρτήματα ενόψει της Επετείου. Τις παρελάσεις, την αποχή, την άκρα δεξιά, τον αριθμό των βουλευτών, την αυτοκριτική, το λάθος σύνθημα και τον Τσε. Που αυτοκτόνησε πηδώντας απ’ το μπαλκόνι του μικροαστισμού του.
Να γίνονται παρελάσεις για να μην κερδίσει η εξουσία της βίας ή πρόκειται για έναν παρωχημένο θεσμό;
Ανήκω σε εκείνους που εδώ και χρόνια υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτές τις παρελάσεις. Υπάρχουν άλλοι τρόποι για να γιορτάζουμε τις εθνικές επετείους, όπως κάνουν όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες. Εδώ έχει καταργήσει τις στρατιωτικές παρελάσεις σε εθνικές επετείους μέχρι και η Τουρκία. Εμάς, τι μας χρειάζονται;
Πρέπει να ψηφίσουμε ή η αποχή είναι στην παρούσα φάση πράξη δικαιολογημένη;
Η αποχή στην παρούσα φάση είναι κατανοητή, αλλά όχι δικαιολογημένη. Οι ψηφοφόροι είναι απογοητευμένοι και οργισμένοι με το πολιτικό σύστημα. Αυτό είναι κατανοητό και ευεξήγητο, αλλά στην περίπτωση αυτών των εκλογών, στις οποίες θα κριθεί το μέλλον της χώρας, οφείλουμε όλοι να συμμετάσχουμε και δεν έχουμε την πολυτέλεια της αποχής. Εν τέλει, με ή χωρίς αποχή, η χώρα θα πρέπει να κυβερνηθεί για ένα εξαιρετικά κρίσιμο χρονικό διάστημα. Προσωπικά, θα ήμουν ευτυχής, αν είχαμε αποφύγει τις εκλογές αυτή τη στιγμή και είχαμε αφήσει την παρούσα κυβέρνηση να σταθεροποιήσει κάπως την κατάσταση στη χώρα. Από την άλλη, αδυνατώ να καταλάβω πώς είναι δυνατό να σπεύδουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι να ψηφίσουν τον μοναδικό υποψήφιο για την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ και την ίδια στιγμή να συζητούν την αποχή από τις εθνικές εκλογές. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, μια κλασική όσο και δυσάρεστη ελληνική αντίφαση.
Όσο ζοριζόμαστε επιστρέφουμε περισσότερο στον εθνικισμό;
Όσο ζοριζόμαστε ενισχύεται η άκρα δεξιά. Αυτό είναι ένα φαινόμενο συνδεδεμένο με την ευρωπαϊκή ιστορία. Ιστορικά, η Ευρώπη σε περιόδους οικονομικών κρίσεων έκλινε πάντα προς τα δεξιά, ποτέ προς τα αριστερά. Συνεπώς, η στροφή προς την άκρα δεξιά και τον εθνικισμό είναι ένας πολύ ορατός κίνδυνος.
Το νέο κοινοβούλιο θα έχει 300 μέλη ενώ η εποχή απαιτούσε λιγότερα. Τι άλλο δεν έμαθαν οι πολιτικοί μας από την κρίση;
Ένα από τα μεγάλα μείον του ελληνικού πολιτικού συστήματος και των εκπροσώπων του, είναι ότι αργούν να μάθουν, αν υποτεθεί ότι κάποια στιγμή μαθαίνουν. Ο αριθμός των βουλευτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο θα έπρεπε ήδη να είχε μειωθεί στις προηγούμενες αναθεωρήσεις του Συντάγματος. Δυστυχώς, ακόμα και τώρα πάμε σε εκλογές για εκλέξουμε 300 βουλευτές. Ένα Κοινοβούλιο με μικρότερο αριθμό βουλευτών θα ήταν α) πολύ πιο αποτελεσματικό, β) λιγότερο δαπανηρό σε περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης και γ) θα πρόσφερε λιγότερο κακό θέαμα. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ωστόσο, αδυνατεί να απαλλαγεί από την αντίφαση μεταξύ της λεκτικής ηδονής και της ατολμίας στην πράξη.
Τονίζετε συχνά με αφορμή την οικονομική κρίση ότι στην ουσία πρόκειται για κρίση αξιών. Πώς πείθεις όμως έναν νέο άνθρωπο που χάνει από τη μία μέρα στην άλλη τη δουλειά του, ότι αυτό που πρέπει να κάνει για να βελτιώσει την κατάστασή του είναι η αυτοκριτική.
Δε μιλάω απαραιτήτως για αυτοκριτική. Λέω απλώς, ότι στην περίοδο της μεγάλης φτώχιας και των πολιτικών περιπετειών της χώρας, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 ως το τέλος της χούντας, οι Έλληνες είχαν αναπτύξει έναν «πολιτισμό» της φτώχιας, που βασιζόταν σε ένα σύστημα αξιών. Αρκεί να αναφέρει κανείς μερικά ονόματα, όπως του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, στην ποίηση, του Μίμη Καραγάτση και του Αντρέα Φραγκιά στη λογοτεχνία, τον Κουν, τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη στο θέατρο και τη μουσική, για να έχει μια ιδέα πόσο ψηλά βρισκόταν αυτός ο «πολιτισμός της φτώχιας». Χτες το βράδυ άκουγα ένα εξαιρετικό τρίο που έπαιζε και τραγουδούσε παλιά ρεμπέτικα και δε χόρταινα να ακούω τον πλούτο αυτών των στίχων των ρεμπέτικων, που σημαίνει ότι και ο λαός είχε αυτή την επικοινωνία με τον πολιτισμό, ακόμα και μέσα από το ρεμπέτικο. Εμείς πετάξαμε, στην περίοδο του εικονικού πλούτου, μαζί με τη φτώχια και τις αξίες της, γιατί κάναμε το λάθος να πιστέψουμε ότι αυτές ήταν κομμάτι της φτώχιας. Σήμερα, ξαναγυρίζουμε στη φτώχια, αλλά χωρίς αξίες. Και είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσεις τη φτώχια χωρίς αξίες. Αυτό οι Έλληνες των παραπάνω δεκαετιών το ήξεραν πολύ καλά. Εμείς, οι σημερινοί, δεν το ξέρουμε. Συγκρίνετε τον γλωσσικό πλούτο των ρεμπέτικων με τη γλωσσική φτώχια των σημερινών τραγουδιών και θα αναγνωρίσετε εύκολα τη διαφορά.
Η τριλογία θα κλείσει με «Το κούρεμα»;
Η τριλογία (αν μείνω στην τριλογία, και το ελπίζω), θα κλείσει με ένα μυθιστόρημα που θα έχει τον τίτλο: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία».
Πού ζει σήμερα ο Τσε;
Ο Τσε αυτοκτόνησε παγκοσμίως και όχι μόνο στην Ελλάδα. Μετά το 1989, η αριστερά παραιτήθηκε από το πιο αποτελεσματικό της όπλο: το να είναι ο ελεγκτικός μηχανισμός της αστικής δημοκρατίας. Το αίτημα του να μην αλλάξει τίποτα, όπως το ζήσαμε από την αριστερά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, και οι μικροαστικές δράσεις του τύπου «δεν πληρώνω», κάθε άλλο παρά συνιστούν ελεγκτικό μηχανισμό της αστικής δημοκρατίας.
Να γίνονται παρελάσεις για να μην κερδίσει η εξουσία της βίας ή πρόκειται για έναν παρωχημένο θεσμό;
Ανήκω σε εκείνους που εδώ και χρόνια υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτές τις παρελάσεις. Υπάρχουν άλλοι τρόποι για να γιορτάζουμε τις εθνικές επετείους, όπως κάνουν όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες. Εδώ έχει καταργήσει τις στρατιωτικές παρελάσεις σε εθνικές επετείους μέχρι και η Τουρκία. Εμάς, τι μας χρειάζονται;
Πρέπει να ψηφίσουμε ή η αποχή είναι στην παρούσα φάση πράξη δικαιολογημένη;
Η αποχή στην παρούσα φάση είναι κατανοητή, αλλά όχι δικαιολογημένη. Οι ψηφοφόροι είναι απογοητευμένοι και οργισμένοι με το πολιτικό σύστημα. Αυτό είναι κατανοητό και ευεξήγητο, αλλά στην περίπτωση αυτών των εκλογών, στις οποίες θα κριθεί το μέλλον της χώρας, οφείλουμε όλοι να συμμετάσχουμε και δεν έχουμε την πολυτέλεια της αποχής. Εν τέλει, με ή χωρίς αποχή, η χώρα θα πρέπει να κυβερνηθεί για ένα εξαιρετικά κρίσιμο χρονικό διάστημα. Προσωπικά, θα ήμουν ευτυχής, αν είχαμε αποφύγει τις εκλογές αυτή τη στιγμή και είχαμε αφήσει την παρούσα κυβέρνηση να σταθεροποιήσει κάπως την κατάσταση στη χώρα. Από την άλλη, αδυνατώ να καταλάβω πώς είναι δυνατό να σπεύδουν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι να ψηφίσουν τον μοναδικό υποψήφιο για την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ και την ίδια στιγμή να συζητούν την αποχή από τις εθνικές εκλογές. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, μια κλασική όσο και δυσάρεστη ελληνική αντίφαση.
Όσο ζοριζόμαστε επιστρέφουμε περισσότερο στον εθνικισμό;
Όσο ζοριζόμαστε ενισχύεται η άκρα δεξιά. Αυτό είναι ένα φαινόμενο συνδεδεμένο με την ευρωπαϊκή ιστορία. Ιστορικά, η Ευρώπη σε περιόδους οικονομικών κρίσεων έκλινε πάντα προς τα δεξιά, ποτέ προς τα αριστερά. Συνεπώς, η στροφή προς την άκρα δεξιά και τον εθνικισμό είναι ένας πολύ ορατός κίνδυνος.
Το νέο κοινοβούλιο θα έχει 300 μέλη ενώ η εποχή απαιτούσε λιγότερα. Τι άλλο δεν έμαθαν οι πολιτικοί μας από την κρίση;
Ένα από τα μεγάλα μείον του ελληνικού πολιτικού συστήματος και των εκπροσώπων του, είναι ότι αργούν να μάθουν, αν υποτεθεί ότι κάποια στιγμή μαθαίνουν. Ο αριθμός των βουλευτών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο θα έπρεπε ήδη να είχε μειωθεί στις προηγούμενες αναθεωρήσεις του Συντάγματος. Δυστυχώς, ακόμα και τώρα πάμε σε εκλογές για εκλέξουμε 300 βουλευτές. Ένα Κοινοβούλιο με μικρότερο αριθμό βουλευτών θα ήταν α) πολύ πιο αποτελεσματικό, β) λιγότερο δαπανηρό σε περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης και γ) θα πρόσφερε λιγότερο κακό θέαμα. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ωστόσο, αδυνατεί να απαλλαγεί από την αντίφαση μεταξύ της λεκτικής ηδονής και της ατολμίας στην πράξη.
Τονίζετε συχνά με αφορμή την οικονομική κρίση ότι στην ουσία πρόκειται για κρίση αξιών. Πώς πείθεις όμως έναν νέο άνθρωπο που χάνει από τη μία μέρα στην άλλη τη δουλειά του, ότι αυτό που πρέπει να κάνει για να βελτιώσει την κατάστασή του είναι η αυτοκριτική.
Δε μιλάω απαραιτήτως για αυτοκριτική. Λέω απλώς, ότι στην περίοδο της μεγάλης φτώχιας και των πολιτικών περιπετειών της χώρας, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 ως το τέλος της χούντας, οι Έλληνες είχαν αναπτύξει έναν «πολιτισμό» της φτώχιας, που βασιζόταν σε ένα σύστημα αξιών. Αρκεί να αναφέρει κανείς μερικά ονόματα, όπως του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, στην ποίηση, του Μίμη Καραγάτση και του Αντρέα Φραγκιά στη λογοτεχνία, τον Κουν, τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη στο θέατρο και τη μουσική, για να έχει μια ιδέα πόσο ψηλά βρισκόταν αυτός ο «πολιτισμός της φτώχιας». Χτες το βράδυ άκουγα ένα εξαιρετικό τρίο που έπαιζε και τραγουδούσε παλιά ρεμπέτικα και δε χόρταινα να ακούω τον πλούτο αυτών των στίχων των ρεμπέτικων, που σημαίνει ότι και ο λαός είχε αυτή την επικοινωνία με τον πολιτισμό, ακόμα και μέσα από το ρεμπέτικο. Εμείς πετάξαμε, στην περίοδο του εικονικού πλούτου, μαζί με τη φτώχια και τις αξίες της, γιατί κάναμε το λάθος να πιστέψουμε ότι αυτές ήταν κομμάτι της φτώχιας. Σήμερα, ξαναγυρίζουμε στη φτώχια, αλλά χωρίς αξίες. Και είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσεις τη φτώχια χωρίς αξίες. Αυτό οι Έλληνες των παραπάνω δεκαετιών το ήξεραν πολύ καλά. Εμείς, οι σημερινοί, δεν το ξέρουμε. Συγκρίνετε τον γλωσσικό πλούτο των ρεμπέτικων με τη γλωσσική φτώχια των σημερινών τραγουδιών και θα αναγνωρίσετε εύκολα τη διαφορά.
Η τριλογία θα κλείσει με «Το κούρεμα»;
Η τριλογία (αν μείνω στην τριλογία, και το ελπίζω), θα κλείσει με ένα μυθιστόρημα που θα έχει τον τίτλο: «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία».
Πού ζει σήμερα ο Τσε;
Ο Τσε αυτοκτόνησε παγκοσμίως και όχι μόνο στην Ελλάδα. Μετά το 1989, η αριστερά παραιτήθηκε από το πιο αποτελεσματικό της όπλο: το να είναι ο ελεγκτικός μηχανισμός της αστικής δημοκρατίας. Το αίτημα του να μην αλλάξει τίποτα, όπως το ζήσαμε από την αριστερά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, και οι μικροαστικές δράσεις του τύπου «δεν πληρώνω», κάθε άλλο παρά συνιστούν ελεγκτικό μηχανισμό της αστικής δημοκρατίας.
πηγη: www.protagon.gr
No comments:
Post a Comment