Έρχομαι τώρα στο κυρίως θέμα του σημερινού σεμιναρίου: το ζήτημα της αυτόνομης κοινωνίας. Το έθιξα ήδη στο προηγούμενο σεμινάριο, θα επαναλάβω εν συντομία το κεφάλαιο της αυτονομίας σε ατομικό επίπεδο. Ονομάζω αυτόνομο το άτομο το οποίο εμφανίζει ισχυρή ψυχική επένδυση του αληθινού, έχει λίγο πολύ την πραγματική ικανότητα να αναγνωρίζει την επιθυμία του και, βεβαίως, να τη διακρίνει από την πραγματικότητα, και είναι ικανό να ενεργεί έχοντας επίγνωση των επιθυμιών του, τις οποίες αποδέχεται και αναλαμβάνει Μπορούμε να δούμε, και εδώ επίσης, ότι κατά μία έννοια αυτός ο ορισμός είναι σχεδόν «ουδέτερος ηθικά». Τούτο υποδηλώνει ότι το αυτόνομο άτομο δεν είναι αναγκαστικά καλό άτομο με την απλούστερη και τη βαθύτερη έννοια του όρου. Μπορούμε, παραδείγματος χάριν, να φανταστούμε ότι το άτομο αυτό ωθείται για κάποιους λόγους να σκοτώσει κάποιον, πράγμα που οπωσδήποτε δεν είναι «καλό». Για την ώρα δεν θα προσπαθήσουμε να προχωρήσουμε πιο πέρα. Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε για την ετερονομία στο επίπεδο του ατόμου; Αν θεωρήσουμε –πράγμα που προφανώς συνιστά αφαίρεση– το άτομο αυτό καθαυτό, θα πούμε ότι είναι ετερόνομο το άτομο που ενεργεί υπό την κυριαρχία των ενορμήσεών του, όντας υπόδουλο σε ένα ασυνείδητο απέναντι στο οποίο είναι εξ ορισμού τυφλό. Για το άτομο αυτό μπορεί να πει κανείς, σύμφωνα με την παλιά λατινική έκφραση agitur, non agit: είναι ενεργούμενο δεν ενεργεί, υποκινείται από τις τυφλές δυνάμεις εντός του, αλλά δεν το γνωρίζει.
Αν εξετάσουμε τώρα την ιδέα της ετερονομίας στο επίπεδο της κοινωνικής θέσμισης, μπορούμε να διακρίνουμε ασφαλώς δύο απόψεις. Από τη μια μεριά υπάρχει η εσωτερίκευση της ετερονομίας: αποτελούν πηγή ετερονομίας τα κοινωνικά στοιχεία τα οποία έχω εσωτερικεύσει, στο μέτρο που έχουν καταστεί φετίχ και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση – όχι τα κοινωνικά στοιχεία εν γένει, αλλά στο βαθμό που έχουν γίνει τέτοια ώστε να μην μπορώ διόλου να τα αμφισβητήσω. Από την άλλη μεριά, η ετερονομία είναι επίσης εξωτερική ετερονομία, δηλαδή ο εξαναγκασμός που ασκείται από μια εξουσία η οποία βρίσκεται απέναντί μου, είτε αυτός είναι σωματικός, οικονομικός ή συνιστά ακόμα και ιδεολογική χειραγώγηση, τα δε όριά της με αυτό που αποκάλεσα εσωτερίκευση της ετερονομίας είναι αρκετά ασαφή. Θα έπρεπε εξάλλου να προχωρήσουμε τον όρο ιδεολογική χειραγώγηση στις ρητές ιδεολογίες των νεότερων χρόνων. Φυσικά, ούτε η πραγματικότητα αυτή καθαυτή ούτε η αρχή της πραγματικότητας αποτελούν πηγές ετερονομίας, παρά τις διάφορες ανοησίες που έχουν λεχθεί γύρω από αυτό το θέμα (παραλογισμοί του είδους: ο νόμος της βαρύτητας με καταπιέζει διότι θα ήθελα να πετάξω). Και όταν μιλάμε για πραγματικότητα, κυρίως δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτήν τη θεμελιώδη πλευρά που συνιστά ο θάνατος. Μέσα από το θέμα του θανάτου, μπορούμε να προσπαθήσουμε να εισαγάγουμε ένα άλλο θέμα, το οποίο αφορά αυτό που ορισμένοι αποκάλεσαν περατότητα του ανθρώπινου όντος. Όσο για εμένα, είμαι αντίθετος σε αυτή την ορολογία και σε αυτό τον τρόπο προσέγγισης του προβλήματος. [Σημ. περιθ.: Να αναπτυχθεί.] Όπως και να έχει όμως το πράγμα, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο θάνατος και γενικότερα η πραγματικότητα αποτελούν πηγή ετερονομίας, ακριβώς όπως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την ύπαρξη άλλων ατόμων ή της κοινωνίας ως πηγή ετερονομίας. Μόνο συλλογική ύπαρξη υπάρχει, μόνο κοινωνική ύπαρξη υπάρχει. Είναι γελοίο να υποστηρίζει κανείς ότι η κόλαση είναι οι άλλοι. Οι άλλοι, όπως και η ίδια η πραγματικότητα, μπορεί να είναι πηγή εμποδίων, αλλά είναι επίσης και πηγή δυνατοτήτων. Ετούτο δε θα εξαρτηθεί, επίσης και κυρίως, από αυτό που είμαι εγώ.
Αν αναρωτηθούμε μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο περιορισμός της ετερονομίας, διαπιστώνουμε ότι, κατά μία έννοια, τα πάντα σχεδόν εξαρτώνται από την κοινωνική θέσμιση. Σας έλεγα ότι μία από τις πηγές της ετερονομίας είναι η εσωτερίκευση της κοινωνικής θέσμισης, δίχως να χωρεί περαιτέρω συζήτηση και αμφισβήτηση. Είναι προφανές ότι αυτό είναι δυνατό να συμβεί μόνο σε έναν ορισμένο τύπο κοινωνίας· και, κατ’ αναλογία, ότι η αμφισβήτηση της νόρμας και των αξιών της κοινωνίας, των κληρονομημένων παραστάσεων και της ιδέας αυτού που είναι ή δεν είναι σωστό είναι δυνατή μόνο σε έναν συγκεκριμένο τύπο κοινωνίας. Με λίγα λόγια, επαναλαμβάνω, ένας βαβυλώνιος Σωκράτης είναι αδιανόητος. Το ίδιο ισχύει, κατά διαφορετικό τρόπο, για τη δεύτερη πηγή ετερονομίας του ατόμου στο επίπεδο της κοινωνικής θέσμισης, που αποτελεί ο εξαναγκασμός, ο οποίος βεβαίως είναι πάντα κοινωνικά θεσμισμένος, αλλιώς δεν έχει νόημα, είτε πρόκειται γι’ αυτό που ονομάστηκε μονοπώλιο της νόμιμης βίας, δηλαδή του κράτους, είτε για τον εξαναγκασμό που ασκείται από την οικονομική εξουσία με τη μορφή της έντονης οικονομικής ανισότητας κ.λπ. Τελικά όμως το ίδιο πράγμα αληθεύει και για την πρώτη διάσταση της ετερονομίας, η οποία πηγάζει από το ίδιο το άτομο, από τις ασυνείδητες ενορμήσεις του. Διότι, όπως έχουμε δει, το ασυνείδητο, δηλαδή η ψυχή, ή ακριβέστερα η κοινωνικοποίηση της ψυχής, ρυθμίζεται κοινωνικά κάθε φορά σύμφωνα με τη θέσμιση της κοινωνίας. Το ποια ενόρμηση θα αφεθεί ελεύθερη και ποιες άλλες θα καταπιεστούν ή θα απωθηθούν εξαρτάται κυρίως από τη θέσμιση της κοινωνίας, όπως εξάλλου το διαπιστώνουμε εμπειρικά· και εδώ, πρέπει να στραφούμε προς αυτήν ακριβώς τη θέσμιση, αν θέλουμε να έχουμε άτομα που αποκαθιστούν μια όσο το δυνατόν αυτόνομη σχέση με το ασυνείδητό τους. Αν μπορούμε, επομένως, να πούμε ότι η αυτονομία του ατόμου αποτελεί συνθήκη της ηθικής, η αυτονομία αυτή, όπως είπα προηγουμένως, δεν ταυτίζεται με την ηθική. Μια ηθική όμως χωρίς πολιτική είναι παραλογισμός, διότι αγνοεί τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να υπάρξει ένα άτομο ικανό για ηθική δράση. <...> Λέγοντας πως επιθυμούμε την ατομική αυτονομία, εννοούμε ότι επιθυμούμε την κοινωνική αυτονομία. Με βάση τις διαρθρώσεις που μόλις διευκρίνισα, αυτό σημαίνει ότι θέλουμε μια κοινωνία όπου υπάρχει δυνατότητα αμφισβήτησης από τον καθένα της δεδομένης θέσμισης και κατάργηση του κοινωνικού εξαναγκασμού. Δεν μιλώ για τον εξαναγκασμό που ασκεί η κοινωνία πάνω σε αυτόν ο οποίος διακατέχεται από φονική μανία· μιλώ γι’ αυτόν που συνδέεται, σε όλες τις ιστορικές κοινωνίες, με την κοινωνική διαίρεση και την ύπαρξη ενός κρατικού μηχανισμού χωρισμένου από την κοινωνία. Επομένως, το πρόταγμα μιας αυτόνομης κοινωνίας δεν ανάγεται στην κατάργηση της εξουσίας, αλλά και σ’ εκείνη της κοινωνικής διαίρεσης και του κράτους ως ξεχωριστού μηχανισμού. Και υπενθυμίζω σε όσους από εσάς παρακολούθησαν το περσινό σεμινάριο –καίτοι θα επανέλθουμε επ’ αυτού και φέτος– αυτό που έλεγα για την ελληνική πόλη: ότι δεν είναι κράτος με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Ας ξαναδούμε τώρα τους όρους που χρησιμοποιήσαμε.
Αυτονομία. Σαν να λέμε, όπως είδαμε, διαυγής αυτοθέσμιση της κοινωνίας ή αυτοθέσμιση που συμβαίνει λίγο πολύ εν επιγνώσει, πράγμα το οποίο δεν σημαίνει ότι γίνεται μέσα σε ολοσχερή διαφάνεια ούτε ότι είναι ορθολογική. Το πρόβλημα στρέφεται γύρω ακριβώς από το «αυτο-», και από εκεί μπορούμε να διαυγάσουμε το ζήτημα. Σε τι συνίσταται το «αυτο-» στην περίπτωση της κοινωνίας; Είναι η ίδια η κοινότητα, όλα τα μέλη της. Ας αφήσουμε προς στιγμήν ένα άλλο χαρακτηριστικό αλλά όχι θεμελιώδες ζήτημα, το όριο του «όλοι» (αφορά, παραδείγματος χάριν, την ηλικία των ατόμων). Τι μπορεί να σημαίνει: η κοινότητα, ως κοινότητα, αυτοθεσμίζεται; Εδώ συναντάμε και πάλι αυτό που αποκάλεσα πρόβλημα του Rousseau. Η μόνη πραγματική απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι μια κοινότητα αυτοθεσμίζεται όταν υπάρχει ίση συμμετοχή όλων στη θεσμίζουσα εξουσία. Γεγονός που μας παραπέμπει στην ιδέα της ισότητας, καθώς και, για λόγους για τους οποίους μίλησα την προηγούμενη χρονιά και στους οποίους θα επανέλθω, στην ιδέα της άμεσης δημοκρατίας.
No comments:
Post a Comment