Friday, June 25, 2010

Μια τελευταία κριτική ματιά στο παρελθόν


Tου Άρη Τσουκνίδα*
Υποστηρίζω ότι ο μόνος επαναστατικός δρόμος είναι ουσιαστικά ο Δημοκρατικός δρόμος. Κάθε άλλος δρόμος κάθε παρέκκλιση από τον δημοκρατικό δρόμο οδηγεί σε ολοκληρωτισμούς και σε απολυτότητα, αναιρεί τις δημιουργικές διαδικασίες που προωθούν λύσεις. ... Η Δημοκρατική Αριστερά έχει ανάγκη να ξαναμπεί στο πολιτικό προσκήνιο δυναμικά...
Στο τελευταίο συνέδριο του ΣΥΝ, με την αποχώρηση των 320 συνέδρων της Ανανεωτικής Πτέρυγας μετά τις ψηφοφορίες των θέσεων, ολοκληρώθηκε ένας κύκλος. Η αποχώρηση δεν έγινε ξαφνικά, ήρθε σε μια περίοδο που συντελούνται έντονες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις σε Εθνικό και Παγκόσμιο επίπεδο, σε περίοδο όπου η κρίση του κυρίαρχου πολιτικού προτύπου άσκησης και διαχείρισης της πολιτικής , στην χώρα μας, έχει απαξιωθεί στην συνείδηση των πολιτών. Ανακατατάξεις που σίγουρα επηρεάζουν και καθορίζουν το πολιτικό μας σύστημα.
Βασική λειτουργία και διαρκές καθήκον ενός πολίτη που προσδιορίζει τον εαυτό του στο χώρο της Αριστεράς, είναι να αναστοχαστεί το παρελθόν, να προχωρήσει σε κριτική αποτίμηση των πράξεων, των πολιτικών και των συνθηκών που επέδρασαν στη διαμόρφωση της Ιστορίας και στη συνέχεια να προχωρήσει στο σχεδιασμό της παρέμβασής του στο μέλλον, διατηρώντας αξίες και μεθόδους που λειτούργησαν θετικά και αφήνοντας στην άκρη παθογένειες και δυσλειτουργίες.Σε αυτή τη βάση και με ψυχρό μάτι νομίζω ότι είναι απαραίτητη μία ανασκόπηση, μια κριτική ματιά στην πορεία της Δημοκρατικής Αριστεράς στη χώρα μας.Ο χώρος της Δημοκρατικής Αριστεράς έχει τις ρίζες του στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό όπως διαμορφώθηκε στον Ελληνικό χώρο μέσα από την ματιά που περιγράφει ο Ρήγας Βελεστινλής στη Χάρτα, μιλώντας για την Ισότητα των πολιτών, την Ελευθερία και την αδελφοσύνη-συνύπαρξη λαών και πολιτισμών.
Τις σοσιαλιστικές ιδέες, τις επεξεργασίες του Μαρξ και των υπόλοιπων θεωρητικών του 19ου και του 20ου αιώνα τις εντάσσει μέσα στο ευρύτερο ρεύμα που ξεκινά από το Διαφωτισμό, μέσα στο οποίο ρεύμα οι διάφορες προσεγγίσεις διαλέγονται και διαμορφώνονται σε αλληλεπίδραση με τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, συνεισφέροντας ισότιμα σε ιδέες και θυσίες, έχοντας πάντα όμως ως κυρίαρχο στοιχείο άσκησης πολιτικής τη Δημοκρατία (ως μέθοδο και ως αυταξία) .Σε αυτό το στοιχείο διαφέρει ουσιαστικά από τις διάφορες εκδοχές της Αριστεράς της «Επανάστασης», που σε θεωρητικό επίπεδο θεωρούν το Διαφωτισμό ως πρόδρομο των μεγάλων Επαναστάσεων οι οποίες είτε πηγάζουν από μία «ολοκληρωμένη» αντίληψη για την κοινωνία, ανάγουν αυτή την προσέγγιση σε απόλυτη αλήθεια με τελολογικό περιεχόμενο, και ως εκ τούτου επιλέγουν την κυριαρχία ως μέθοδο για την άσκηση εξουσίας, με εξαίρεση τον αναρχισμό που απορρίπτει κάθε εξουσία, διατηρεί όμως τη βία ως στοιχείο/μέθοδο επιβολής της Ελευθερίας. Ο ορθός Λόγος, η δημοκρατία και η διαλεκτική υποχωρούν μπροστά στις μεθόδους οργάνωσης που οδηγεί στην επιβολή της Ιστορικής Αναγκαιότητας.
Για τη Δημοκρατική Αριστερά η επιλογή της πειθούς και οι αλλαγές μέσα από πλειοψηφίες, μέσα από ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις αποτελούν τη μέθοδο αλλαγής του πολιτικού συστήματος, αποτελούν το μοναδικό δρόμο για το σοσιαλισμό που επιτυγχάνεται με καθημερινές μικρές μεταρρυθμίσεις και διαρκείς μεταβολές-ρήξεις αλλαγής θεσμών, δομών και νοοτροπίας. Αυτό που ονομάζουμε Δημοκρατικό Δρόμο.Γι αυτό ο τρόπος λειτουργίας και οι παρεμβάσεις των φορέων που ακολουθούν τις αρχές του Δημοκρατικού Δρόμου αποτελεί την εφαρμοσμένη πολιτική, το καθημερινό παράδειγμα της κοινωνίας που προσπαθούν να διαμορφώσουν. Ενός σοσιαλισμού που στοιχεία του ξεκινούν από σήμερα, ενός σοσιαλισμού που διαρκώς εξελίσσεται. Με υπαρκτό κίνδυνο την αφομοίωση των κοινωνικών αλλαγών που προτείνει από το υπάρχον καπιταλιστικό σύστημα. Ακόμα όμως και αυτή η αλληλεπίδραση οδηγεί σε ένα σύστημα πιο ανθρώπινο με βελτίωση των όρων διαβίωσης του κοινωνικού συνόλου.
Ο Δημοκρατικός Δρόμος βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση, σε διαρκή σύγκρουση και αντιπαράθεση με τον «Επαναστατικό» Δρόμο. Ο «Επαναστατικός» Δρόμος ενδιαφέρεται κυρίως για το αποτέλεσμα, δηλαδή για την εγκαθίδρυση ενός ιδεατού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος αδιαφορώντας για τη μέθοδο που θα φτάσεις σε αυτό. Έτσι αν το κοινωνικό σύστημα έρθει ως αποτέλεσμα βίας , από την επιβολή «πρωτοποριακής» μειοψηφίας, με ταχύτητες που δεν αφήνουν περιθώρια συναίνεσης, είναι αδιάφορο. Οι υποστηρικτές του «επαναστατικού» δρόμου θεωρούν ότι οι συνειδήσεις διαμορφώνονται κάτω και μέσα στις επαναστατικές συνθήκες, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, ότι η βία εθίζει στη βία και στην απολυτότητα-κυριαρχία, ότι η επανάσταση εξελίσσεται μέσα από την βία και για αυτό παραμένει απρόβλεπτη και έρμαιο των ισχυρότερων ομάδων και χωρίς τη αναγκαία κοινωνική αποδοχή του συνόλου και ως εκ τούτου καταδικασμένη να αποτύχει. Όπως απέτυχαν όλες οι προσπάθειες οδηγώντας πολλές φορές σε απάνθρωπους ολοκληρωτισμούς.
Στον 20ο αιώνα οι δύο δρόμοι συναντήθηκαν και εκφράστηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο. Τον δρόμο της επαναστατικής βίας εξέφρασε το Λενινιστικό και Σταλινικό μοντέλο, η κινέζικη επανάσταση, οι κόκκινοι Χμέρ, κ.ά. Αντίθετα το Δημοκρατικό Δρόμο εξέφρασαν οι Γκράμσι, Τολιάτι, Μπερλίγκουερ, Καρίγιο, οι επιλογές των σοσιαλδημοκρατών στη Σκανδιναβία, αλλά και στην Άνοιξη της Πράγας, στη Χιλή του Αλιέντε, κ.άΣτην Ελλάδα τόσο η Αριστερά της «Επανάστασης» όσο και η Αριστερά της Δημοκρατίας έχουν μακρά παράδοση. Στον πρώτο άξονα βρίσκεται σταθερά το ΚΚΕ καθώς και σειρά μικρότερων διασπάσεών του και διασπάσεων των διασπάσεών του, σταλινικής, μαοϊκής, τροτσκιστικής αναφοράς στη συνέχεια. Με κύριο χαρακτηριστικό τους την αναζήτηση ιδεολογικής ενότητας και καθαρότητας κομμουνιστικού προσανατολισμού, κυρίως ταυτισμένου με εφαρμοσμένα μοντέλα (Σοβιετική Ένωση, Κίνα, Αλβανία) και σε σύνδεση με ξένα καθοδηγητικά κέντρα.
Στον δεύτερο άξονα βρέθηκαν πλατύτερα αριστερά σχήματα που στηρίχτηκαν κυρίως στη λογική της Πολιτικής και Προγραμματικής Ενότητας για να αρθρώσουν ένα σχέδιο για τον δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό, ένα σχέδιο που ξεκινά από σήμερα.Οι δύο Δρόμοι της Αριστεράς είχαν μια διαχρονική διακριτή παρουσία άλλοτε φανερή και άλλοτε καλυμμένη, με συγκρούσεις αλλά και με συνύπαρξη. Κάποιες φορές μάλιστα οι διαφορές ήταν δυσδιάκριτες, άλλες χρονικές στιγμές ξεκάθαρες. Ο Παπαναστασίου συγκρούστηκε με το ΚΚΕ και το Παλλαϊκό Μέτωπο, ο Βασίλης Νεφελούδης με το Ζαχαριάδη. Το ΕΑΜ αποτέλεσε ένα χώρο συνύπαρξης και των δύο διαδρομών καθώς ο αγώνας προσανατολίστηκε κυρίως ενάντια στους κατακτητές, με την απελευθέρωση όμως ξαναεμφανίστηκαν οι διαφορές με κορύφωση την σύγκρουση Καραγιώργη - Ζαχαριάδη.
Η συγκρότηση της ΕΔΑ ως κόμματος πολιτικής ενότητας αποτέλεσε ουσιαστικά ξεκάθαρη επιλογή του δημοκρατικού δρόμου, κάτι που προκάλεσε διαρκείς (υπόγειες κυρίως)συγκρούσεις με το παράνομο τότε ΚΚΕ. Ο στόχος του εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής και της κοινωνίας ήταν διαφορετικός από τη λογική της «επικείμενης επανάστασης με το όπλο παρά πόδας». Οι συγκρούσεις κορυφώθηκαν κυρίως με την είσοδο των σοβιετικών τανκς στην Ουγγαρία, όπως έγινε και αργότερα με την είσοδο των σοβιετικών τανκς στην Τσεχοσλοβακία. Όμως οι συγκρούσεις στο εσωτερικό του Ελληνικού Αριστερού κινήματος δεν ήταν πάντα τόσο ξεκάθαρες, αφού συχνά κρύβονταν κάτω από στοιχίσεις με αντίστοιχες συγκρούσεις στα πλαίσια του Διεθνούς Κομμουνιστικού κινήματος π.χ. Ζαχαριαδικοί-Κολιγιαννικοί σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες μεταβολές στην Σοβιετική Ένωση. Στην σύγκρουση των δύο δρόμων δεν πρέπει να συμπεριλάβουμε σε καμία περίπτωση την εμφάνιση της κινεζόφιλης «Αναγέννησης» αφού αποτελεί ουσιαστικά σύγκρουση στο εσωτερικό του «επαναστατικού»δρόμου.
Σύγκρουση που στοιχειοθετήθηκε κύρια από την απομάκρυνση των δε από το καθοδηγητικό κέντρο.Σαφώς η διάσπαση στο εσωτερικό του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος το ’68 αποτέλεσε κορυφαία στιγμή στην επιλογή διαφορετικής διαδρομής. Η συγκρότηση ΚΚΕ εσωτερικού ήταν μια επιλογή βαθύτατα πολιτική και αφορούσε κυρίως την αυτονομία του αριστερού κινήματος από την σοβιετική επιρροή, αλλά και την επιλογή του ελληνικού δρόμου για τον σοσιαλισμό, ένα σοσιαλισμό που στη συνέχεια προσδιορίστηκε με δύο ακόμα λέξεις την ελευθερία και την δημοκρατία. Στον ίδιο δρόμο για σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία βρέθηκαν κατά καιρούς και άλλοι μικρότεροι κομματικοί σχηματισμοί που οι πολιτικές τους επιλογές έκοψαν από νωρίς τα νήματα με κάθε είδους οργανωτική και μεθοδολογική προσέγγιση του Λενινιστικού μοντέλου, αρχής γενομένης από την ΕΔΑ, για να ακολουθήσουν η Σοσιαλιστική Πορεία, η Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία, η Χριστιανική Δημοκρατία, κ.ά. που δραστηριοποιήθηκαν την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Αντίστοιχα το λενινιστικό μοντέλο και τον δρόμο της «επανάστασης» όπως εκφράζεται κυρίως με την αποδοχή της δικτατορίας του προλεταριάτου και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ακολούθησαν εκτός από το ΚΚΕ μικρότερα κόμματα όπως το ΕΚΚΕ, το ΚΚΕ(μ-λ), το Μ-Λ ΚΚΕ, κ.ά. Ο Δρόμος της «Επανάστασης» καθορίζεται από την λογική της «ανατροπής» του συστήματος και της μετάθεσης της επίλυσης των προβλημάτων στην κοινωνία του μέλλοντος. Έτσι έρχεται σε ριζική αντιπαράθεση και διαρκή σύγκρουση με κάθε πρόταση που αναφέρεται στο υπάρχον σύστημα.Βασικό πρόβλημα της μεταπολιτευτικής περιόδου αποτέλεσε κυρίως ο ετεροκαθορισμός των περισσοτέρων αριστερών κομμάτων, που τροφοδοτήθηκε κυρίως από την αντιπαράθεση με το ΚΚΕ, το οποίο ηγεμόνευε οργανωτικά, γεγονός που επέτρεψε κυρίως την ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους της μη κομμουνιστικής αριστεράς από το ΠΑΣΟΚ. Ένα ΠΑΣΟΚ που ενσωματώνει στον πολιτικό του λόγο «μεταλλαγμένα» τα συνθήματα της Αριστεράς απαξιώνοντας ταυτόχρονα τη νοηματοδότηση και το πολιτικό τους περιεχόμενο.
Σε αυτή την περίοδο ανάγονται όμως και οι θεωρητικές επεξεργασίες του χώρου της Δημοκρατικής Αριστεράς (της Ανανεωτικής Αριστεράς όπως αυτοπροσδιορίζεται) που σχετίζονται με τον Αριστερό Ευρωπαϊσμό, την Οικολογία και την εσωκομματική δημοκρατία (ύπαρξη τάσεων, πλουραλισμός στην έκφραση και στη δράση) την πάλη μέσα και έξω από τους θεσμούς (μεταρρυθμισμός), την αυτονομία των μαζικών κινημάτων, της συμμετοχικής δημοκρατίας, τις αμεσοδημοκρατικές λειτουργίες, την αυτοδιαχείριση και αυτοοργάνωση χώρων, κ.ά.
Η ίδρυση της ΕΑΡ ουσιαστικά σηματοδότησε τον πλήρη διαχωρισμό της Δημοκρατικής Αριστεράς από την κομμουνιστική αριστερά μετατοπίζοντας την ατζέντα από την εσωστρεφή διαπάλη στο εσωτερικό της αριστεράς στην ανάγκη ευρύτερης κοινωνικής παρέμβασης και αναφοράς. Η μετατόπιση δε του ΠΑΣΟΚ (κατά τη δεκαετία του 80)καθαρά προς το κέντρο, με πρακτικές έντονου κυβερνητισμού και πελατειακού κράτους, αφήνει έδαφος στην κατεύθυνση της Αριστερής διακυβέρνησης.Ταυτόχρονα η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» δημιούργησε ανακατατάξεις στο χώρο της Παγκόσμιας Αριστεράς. Για πρώτη φορά στην ιστορία του το ΚΚΕ βρέθηκε χωρίς εξωτερικό πολιτικό κέντρο αναφοράς. Με αποτέλεσμα να τίθεται σε αμφισβήτηση η ηγεμονία του στο χώρο της Αριστεράς για πρώτη φορά μετά την μεταπολίτευση. Εγκαταλείπει τον απομονωτισμό και προσπαθεί να επιβιώσει υιοθετώντας ταυτόχρονα άμεση κυβερνητική στόχευση. Το 1989-1990 για πρώτη φορά μετά την εκλογική συνεργασία της Ενωμένης Αριστεράς του 1974 η Ανανεωτική Αριστερά βρέθηκε σε εκλογική συνεργασία με το ΚΚΕ με κύριο στόχο να πάρουν την ιστορική ρεβάνς από το χώρο του ΠΑΣΟΚ.
Φυσικά το εγχείρημα απέτυχε αφού η συγκολλητική ουσία που έφερε μαζί τα δύο ιστορικά ρεύματα της αριστεράς δεν στηρίχτηκε σε πολιτικές αναλύσεις και προτάσεις μεταβολής του πολιτικού συστήματος προγραμματικού χαρακτήρα αλλά περιορίστηκε κυρίως σε τακτικές για την εξασφάλιση εκλογικής πελατείας. Στο φαινόμενο της πολιτικής διαφθοράς του συστήματος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ενός συστήματος με έντονο λαϊκισμό, η αριστερά δεν κατάφερε να αρθρώσει ένα εναλλακτικό σύστημα διακυβέρνησης, και η ηθική βάση που προέβαλλε κατέρρευσε μετά την συνεργασία με τον άλλο πόλο του δικομματισμού.
Με την απώλεια του στόχου οι διεργασίες για την εσωτερική ηγεμονία στην βάση της Αριστεράς επανήλθαν με την σύγκρουση εσωτερικών μηχανισμών στο χώρο του ΚΚΕ σχετικά με την προοπτική του εγχειρήματος. Η προσπάθεια βιαστικής ενοποίησης των δύο κομματικών φορέων που είχαν τις αναφορές τους στα αντίστοιχα ιστορικά ρεύματα, χωρίς να προηγηθεί εκτενής ανάλυση των αιτιών που οδήγησαν το σοβιετικό μοντέλο στην κατάρρευση, και των προβλημάτων που παρουσίαζε τόσο σε επίπεδο θεωρητικών αναλύσεων όσο και σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής, απέτυχε αναζωπυρώνοντας την σύγκρουση για άλλη μια φορά. Η λύση ενός μετώπου ή μιας ευρύτερης ομοσπονδίας αριστερών κομμάτων που θα μπορούσε πιθανά να έχει βιωσιμότητα και η οποία πιθανά θα μπορούσε να θεμελιώσει μια άλλη κουλτούρα στις σχέσεις στο χώρο της αριστεράς με βάση το σεβασμό στη διαφορετικότητα, παρά τις τεράστιες διαφορές που είχαν σε θεωρητικό επίπεδο, υποχώρησε και έδωσε τη θέση της σε μία σύγκρουση μηχανισμών κυριαρχίας.
Το αποτέλεσμα γνωστό… Το ΚΚΕ διασπάστηκε για μια ακόμα φορά και η κυρίαρχη ομάδα που πλειοψήφησε επέστρεψε με ευκολία στη μέθοδο που γνώριζε, του ανάδελφου πλέον κόμματος που διέθετε όμως την «απόλυτη ορθότητα θέσεων-καθαρότητα απόψεων». Το άλλο τμήμα του προχώρησε μαζί με τις δυνάμεις του Ανανεωτικού χώρου στην ίδρυση του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ ως ενιαίο κόμμα αποτελώντας κατά βάση τους δύο βασικούς πυλώνες που συνέθεσαν ένα κόμμα πολιτικής ενότητας.Σε αυτό το επίπεδο χρειάζεται να επισημανθούν οι έντονες μεταβολές σε επίπεδο συνειδήσεων που συνέβησαν σε όσους ακολούθησαν την δεύτερη ιστορικά μεγάλη ρήξη με το ΚΚΕ, οι οποίες όμως δεν συνοδεύτηκαν με τις αντίστοιχες σε μέγεθος μεταβολές σε επίπεδο θεωρητικής παιδείας και πολιτικών αναλύσεων. Με αποτέλεσμα μια διαρκή αμφισβήτηση του πολιτικού μοντέλου συνύπαρξης σε κομματική βάση και την αναζήτηση της επαναφοράς ενός κόμματος ιδεολογικής ενότητας. Η έλλειψη ουσιαστικής θεωρητικής επεξεργασίας για πολύ μεγάλο διάστημα από το συλλογικό διανοούμενο (τα μέλη του κόμματος) δημιούργησε ένα κενό συνέχειας στην αναζήτηση της προωθητικής εξέλιξης στις οργανωτικές δομές του πολιτικού υποκειμένου.
Η αναζήτηση της πολιτικής σύνθεσης χωρίς την αντίστοιχη διαρκή θεωρητική και προγραμματική επεξεργασία διαμόρφωσε παγιοποιημένες ομάδες με μικρή ουσιαστικά κινητικότητα και ένα σώμα μόνιμων προεδρικών συμμάχων στη διαχείριση του κόμματος και είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη ενός ευδιάκριτου πολιτικού στίγματος με σαφείς οριοθετήσεις απέναντι στους πολιτικούς χώρους που εκφράζονταν από το ΠΑΣΟΚ και σε μικρότερο βαθμό από το ΚΚΕ, οδήγησε ουσιαστικά στην έλλειψη ενός κόμματος με αυτόνομο και προωθητικό πολιτικό λόγο σε όλα τα επίπεδα . Γεγονός που διευκόλυνε αποχωρήσεις προς το ΠΑΣΟΚ χωρίς την ανάδειξη των πολιτικών και προγραμματικών στοιχείων-σχεδίων-συμφωνιών που θα προωθούσαν νέες ανακατατάξεις για την ανατροπή του κυρίαρχου πολιτικού μοντέλου της μεταπολίτευσης, (δηλαδή την συμφωνία των δυνάμεων που υποστηρίζουν το δημοκρατικό δρόμο σε ένα σχέδιο που να προωθεί μεταβολές , ρήξεις και μεταρρυθμίσεις σε κοινωνικό επίπεδο με την συμμετοχή ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων)με αποτέλεσμα την ενσωμάτωση κεντρικών στελεχών σε αυτό.
Το σχέδιο της «Κεντροαριστεράς» απέτυχε κυρίως γιατί στηρίχτηκε στη γεωγραφική και όχι στην πολιτική προγραμματική προσέγγιση, στη σύνδεση στελεχών και στις μετακινήσεις σε επίπεδο κορυφής χωρίς την ευρύτερη συμμετοχή της κοινωνικής βάσης της Αριστεράς, στην έλλειψη αντίστοιχης μετατόπισης της πολιτικής του χώρου του ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά, στην έλλειψη ουσιαστικού δημοκρατικού διαλόγου, χρεώνοντας τη λογική των πολιτικών συνεργασιών με προσωπικές πολιτικές. Δέκα χρόνια πριν είναι πιθανόν να είχε νόημα να ανοίξει μια συζήτηση μεταξύ αριστεράς και σοσιαλδημοκρατίας. Η ίδια η ζωή όμως απέδειξε ότι το ΠΑΣΟΚ από τη φύση του ακολούθησε τα κλασικά προβλήματα της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή την πρακτική ότι πρώτα αναλαμβάνει την εξουσία, σχηματίζει κυβέρνηση και μετά θα υπάρξουν οι αλλαγές, μια θέση που οδηγεί κατεξοχήν σε αφομοίωση καθεστωτικής λειτουργίας, διέπεται δε από έντονο κρατισμό (σε αυτό έχει κοινή αντίληψη με το ΚΚΕ), και ουσιαστικά απαξιώνει τη διαδικασία για την διαμόρφωση των όρων και των αρχών στην άσκηση Αριστερής διακυβέρνησης. Προφανώς η επίκληση των όρων της Αριστερής Διακυβέρνησης ή ο τίτλος του Αριστερού και Δημοκράτη δεν επαρκεί για να αλλάξει αυτόματα και η δομή της κοινωνίας.
Χρειάζεται σχέδιο, και παράλληλα η συμφωνία με τους πολίτες για την υλοποίησή του με την αποδοχή του συνόλου της κοινωνίας. Σε αυτό το σημείο η λογική της κεντροαριστεράς ως αριθμητικό άθροισμα δυνάμεων χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο και διεργασίες απέτυχε και λειτούργησε μέσα στα πλαίσια της καθεστωτικής σοσιαλδημοκρατίας. Ουσιαστικά ο δημοκρατικός Δρόμος αποτελεί την υπέρβαση των κομμουνιστικών καθεστώτων, και ταυτόχρονα την υπέρβαση της σοσιαλδημοκρατίας και προχωρά δοκιμάζοντας μια άλλη λειτουργία με συμμετοχή της κοινωνίας, πράγμα που μια πραγματιστική αντίληψη του τρόπου άσκησης πολιτικής δεν το προσεγγίζει. Προετοιμάζει δηλαδή την κοινωνία του αύριο από σήμερα. Αντίθετα η άλλη πλευρά οδηγήθηκε στην ανάγκη ομογενοποίησης του χώρου σε νεοκομμουνιστική κατεύθυνση και στη σύγκλιση με δυνάμεις με έντονο κριτικό, αντιθεσμικό λόγο και πρακτικές, χρήσιμες σε ένα βαθμό όσον αφορά την ύπαρξη και λειτουργία κινημάτων, αναποτελεσματικές από την άλλη στην διαμόρφωση ενός εναλλακτικού σχεδίου κοινωνικών μεταβολών για το σύνολο της κοινωνίας. Με αποτέλεσμα την επικράτηση τακτικισμών, μηχανισμών εξουσίας για την εξουσία, πολιτικών της άρνησης και την έλλειψη μεταρρυθμιστικών προτάσεων (βασικών στοιχείων για το Δημοκρατικό δρόμο).
Σαφώς δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι ο Συνασπισμός δεν βρίσκεται στο χώρο των δυνάμεων της Δημοκρατικής Αριστεράς, οι συμμαχικές όμως δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται σε διαφορετική κατεύθυνση(όχι όλες). Η μετατροπή ενός εκλογικού σχήματος σε στρατηγική επιλογή επέτεινε στοιχεία πολιτικής διάχυσης σε λογικές του «επαναστατικού» δρόμου αλλοιώνοντας τα πολιτικά χαρακτηριστικά του χώρου. Απαξίωσε την πολιτική λειτουργία της βάσης εισάγοντας στοιχεία αρχηγικού κόμματος, με κλειστά κέντρα λήψης αποφάσεων, έλλειψη πολιτικού διαλόγου και σύνθεσης στη βάση ευρύτερων συναινέσεων . Κυρίως σε επίπεδο εσωκομματικής λειτουργίας του ΣΥΝ, διαμορφώνοντας μεγαλύτερη ασυνέχεια με τις θεωρητικές προσεγγίσεις της ανανεωτικής αριστεράς. Ταυτόχρονα υποβαθμίστηκε η σημασία των θεσμικών παρεμβάσεων σε κεντρικό επίπεδο διαμορφώνοντας ένα μεγάλο πολιτικό κενό. Η σύνδεση με τα κινήματα, απαραίτητη σε κάθε αριστερό κόμμα μετατράπηκε σε αντιθεσμική διαδικασία, σε μοναδική επιλογή τρόπου άσκησης πολιτικής.Υποστηρίζω ότι ο μόνος επαναστατικός δρόμος είναι ουσιαστικά ο Δημοκρατικός δρόμος. Κάθε άλλος δρόμος κάθε παρέκκλιση από τον δημοκρατικό δρόμο οδηγεί σε ολοκληρωτισμούς και σε απολυτότητα, αναιρεί τις δημιουργικές διαδικασίες που προωθούν λύσεις. Πίσω από το δυναμικό και ως εκ τούτου ελκτικό σε πρώτο επίπεδο προφίλ κάθε άλλου δρόμου ουσιαστικά κρύβεται μια συντηρητική επιλογή με βαθύτατα εξουσιαστικές δομές και λειτουργίες. Η Δημοκρατική Αριστερά έχει ανάγκη να ξαναμπεί στο πολιτικό προσκήνιο δυναμικά, να ξαναπιάσει το νήμα της Ιστορίας διαμορφώνοντας μια νέα πολιτική συμμαχία ικανή να ανατρέψει τα σημερινά πολιτικά αδιέξοδα, προβάλλοντας προτάσεις και πολιτικές με σεβασμό στη δημοκρατία, τον πλουραλισμό των απόψεων και των ιδεών, προωθώντας ένα νέο πολιτικό μοντέλο ανοικτό στην κοινωνία και με συμμετοχή των πολιτών, διαμορφώνοντας νέες προτάσεις και δομές διακυβέρνησης, ένα μοντέλο που θα το υπηρετεί τόσο με τον τρόπο λειτουργίας της, την δομή της όσο και με τις παρεμβάσεις της με στόχο την μεταρρύθμιση του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Η συγκρότηση ενός φορέα της Δημοκρατικής Αριστεράς προβάλλει απαραίτητη για την ουσιαστική ανατροπή του σημερινού πολιτικού σκηνικού σε αριστερή και προοδευτική κατεύθυνση. Αυτή η επιλογή έχει υψηλά ρίσκα. Διαμορφώνει όμως ελπίδες και κινητικότητα. Είναι καιρός να ολοκληρωθεί η διαδρομή για την ουσιαστική πολιτική λειτουργία του χώρου της Δημοκρατικής Αριστεράς.

No comments: