Της Παναγιώτας Μπίτσικα
Το μυθικό Ντακάρ για τους λάτρεις του μηχανοκίνητου αθλητισμού και του περίφημου ράλι είναι τερματισμός- στη Σενεγάλη φρέναρε μέχρι πρότινος η off road περιπέτεια. Για τον 27χρονο Γκεΐ Μπανταρά, τον μικρέμπορο της πρωτεύουσας της Σενεγάλης, ήταν η αρχή μιας περιπέτειας επιβίωσης από τη φτώχεια που τον έδερνε στη χώρα του. Με κατάληξη την Αθήνα, την Ερμού, όπου έγινε ο μικροπωλητής μετανάστης, ο οποίος απλώνει την παράνομη πραμάτεια του στον πεζόδρομο και τον δέρνουν (αυτοπροσδιοριζόμενοι σαν) αγανακτισμένοι έμποροι, οι οποίοι κυνηγούν τον ξένο που τους κόβει τις δουλειές.
Κατάγεται από τη Λουγκά, ένα χωριό 90 χιλιόμετρα μακριά από το Ντακάρ, όπου ζούσε ως πριν από δυόμισι χρόνια με τα άλλα τρία αδέλφια του και τους γονείς τουασχολούνται με τα χωράφια και την κτηνοτροφία. Οι πολεμικές συγκρούσεις στη σενεγαλέζικη επαρχία Καζαμάνς, περιοχή όπου δρουν αυτονομιστές, στα σύνορα με τη Γουινέα, δημιούργησαν προσφυγικό κύμα. Η ανέχεια εντάθηκε και τα αγόρια της οικογένειας Μπαραντά, ο Γκεΐ και ο αδελφός του, έφυγαν αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Εναν μήνα έκανε να φτάσει στην Ελλάδα, ακολουθώντας την off road διαδρομή πολλών προσφύγων.
Ας φαίνεται παράταιρο το δρομολόγιο: από τη Σενεγάλη στο Μαρόκο, από το Μαρόκο στη Λιβύη, από εκεί στο Ιράν, μετά στην Τουρκία, στην Ελλάδα, στην οδό Ερμού και ενίοτε έξω από την ΑΣΟΕΕ. Διαθέτει την κόκκινη κάρτα που του δίνει, για περιορισμένο χρόνο, άδεια παραμονής στην Ελλάδα. Ζει μαζί με άλλα πέντε άτομα σε ένα διαμέρισμα δύο δωματίων, κοντά στην πλατεία Βικτωρίας.
Εξι μοιράζονται το νοίκι των 350 ευρώ. Αγοράζει την πραμάτειά του από την ελληνική αγορά, από Κινέζους στην Ομόνοια και από αποθήκες Ελλήνων στην περιοχή, όπως λέει. Δεν στέλνει λεφτά στους γονείς του στη Σενεγάλη, οι οποίοι είναι πίσω μαζί με τις δύο αδελφές του.
Γιατί; «Βγάζω ίσα ίσα για να ζω εδώ. Είναι δύσκολα τα πράγματα και ιδίως όταν η Αστυνομία μάς παίρνει τα πράγματα που πουλάμε και μετά δεν μπορούμε να δουλέψουμε, δεν έχουμε χρήματα για να αγοράσουμε καινούργια. Σιγά σιγά, πάλι από την αρχή...».
Περιγράφει μια τυπική ημέρα της ζωής του στην Αθήνα: «Σηκώνομαι το πρωί, πίνω έναν καφέ και τρώω ένα κομμάτι ψωμί. Καμιά φορά, για να πάει καλά η ημέρα, τραγουδάω ένα τραγούδι που λέει “αγαπώ τη Σενεγάλη” και βγαίνω έξω. Πηγαίνω στην Ερμού. Μένω ως τις 8 το βράδυ εκεί πουλώντας τσάντες και μικροπράγματα. Από κάθε τσάντα που πουλάω βγάζω 2-3 ευρώ. Εδώ κι έναν χρόνο όμως υπάρχει πρόβλημα, βγάζω μόνο 25-35 ευρώ την εβδομάδα. Μετά ξανά στο σπίτι. Γύρω στις 10 το βράδυ βράζουμε ρύζι, τρώμε και κοιμόμαστε.
Ομως, αν τα πράγματα είναι άγρια στην Ερμού το πρωί και έχει πολλή Αστυνομία, γυρνάω πίσω στο σπίτι. Οταν έχω λεφτά, παίρνω κρέας αρνίσιο, καμιά φορά ψάρι και ΚόκαΚόλα. Πηγαίνω και σε άλλα σημεία για να πουλήσω μικροπράγματα, αλλά στην Ερμού έχει πιο πολλή κίνηση και είναι καλύτερα». Τι του δίνει χαρά; «Οταν βλέπω έναν Ελληνα που έρχεται να μας υποστηρίξει και μας δίνει κουράγιο. Μια μέρα μπήκα σε ένα λεωφορείο και κουβαλούσα τα πράγματά μου σε μπόγο. Κάποιος με έβρισε. Μια Ελληνίδα αντέδρασε. Τον είπε ρατσιστή. Με ικανοποίησε αυτό». Το όνειρό του είναι μια ήρεμη ζωή και «αν είναι δυνατόν να μπορέσω να βοηθήσω την οικογένειά μου».
Του λείπει η εικόνα από τις πολύχρωμες βάρκες των ψαράδων στη Σενεγάλη, οι άνθρωποι που δουλεύουν στα χωράφια της χώρας του, άλλοι που βόσκουν αγελάδες και πρόβατα, η «Ροζ λίμνη» (Lake Retba), η φημισμένη λίμνη με την υψηλή περιεκτικότητα σε άλατα και ορυκτά, η μουσική «mbalakh», όπως ονομάζεται η σενεγαλέζικη χορευτική μουσική στη διάλεκτο των Βολόφ- η πλειονότητα του πληθυσμού στη Σενεγάλη ανήκει σε αυτή την εθνοτική ομάδα.
Ως τη χειρότερη στιγμή στην Αθήνα περιγράφει την επίθεση που δέχθηκε στην οδό Ερμού το Σάββατο 10 Απριλίου, κατά τη διάρκεια της κινητοποίησης της ομάδας «Παρεμπόριο Stop». Υπήρξαν επεισόδια που κατέληξαν σε τραυματισμούς από την πλευρά των αφρικανών μικροπωλητών αλλά και από την πλευρά εκείνων που εναντιώνονται στο παρεμπόριο. «Είχαν έρθει κάποιοι στην Ερμού που μας φωτογράφιζαν, μας καλούσαν να φύγουμε, μας έβριζαν. Οταν μάζεψα τα πράγματά μου και γύρισα να φύγω, ένιωσα κάτι να με χτυπά στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Είχαν πετάξει ένα μπουκάλι. Μετά πήγα στο νοσοκομείο. Θα ήθελα να μείνω στην Ελλάδα να δουλέψω. Θέλω να έχω μια ήρεμη ζωή. Αυτή τη στιγμή φοβάμαι. Με χτύπησαν γιατί έχω μαύρο χρώμα στο πετσί μου. Λένε ότι τους παίρνουμε τις δουλειές από τα μαγαζιά. Ομως πιστεύω ότι για τις απολύσεις, για το ότι πέφτει η δουλειά τους, φταίει η οικονομική κρίση. Ισως γι΄ αυτό έχουν κόψει οι δουλειές. Νιώθω θυμωμένος που με χτύπησαν».
Ο Γκεΐ χαίρεται που του συμπαραστάθηκε η Κίνηση «Ενωμένοι ενάντια στον ρατσισμό και τη φασιστική απειλή» και λέει ότι είναι σίγουρος πως χρειάζονται συλλογικότητα και αλληλεγγύη για να ξεριζωθεί ο ρατσισμός. Ρατσισμός, η λέξη που επαναλαμβάνει συνεχώς...
ΚΟΣΤΟΣ ΚΑΘΟΛΟΥ «ΜΑΪΜΟΥ»
ΣΥΜΦΩΝΑ με εκτιμήσεις εμπορικών συλλόγων αλλά και επαγγελματοβιοτεχνικών επιμελητηρίων, το παρεμπόριο αντιπροσωπεύει το 30% του εμπορίου στην Ελλάδα, ξεπερνώντας κατά πολύ τα 5 δισ. ευρώ. Οι εμπορικοί σύλλογοι στις μεγάλες πόλεις της χώρας μας το χαρακτηρίζουν μάστιγα για την ελληνική οικονομία, καθώς οι τζίροι του ισοδυναμούν με φοροδιαφυγή μεγάλης τάξεως και με απώλειες εσόδων από το κράτος- συνδυασμός απωλειών από ΦΠΑ και φόρο εισοδήματος. Κοινωνικά ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, όπως οι οικονομικοί μετανάστες, βρίσκουν πεδίο επιβίωσης σε αυτό, την ίδια ώρα που γίνονται και οι ίδιοι θύματα εκμετάλλευσης. Οπως επεσήμανε ο Εμπορικός Σύλλογος Αθήνας σχετικά με τα πρόσφατα επεισόδια στην οδό Ερμού (10.4.2010),«αν δεν υπάρξει άμεση και αποτελεσματική παρέμβαση της πολιτείας στη ρίζα του προβλήματος, δηλαδή σε όλους εκείνους που εισάγουν και τροφοδοτούν με προϊόντα τούς παράνομους μετανάστες, θα πυκνώσουν. Πολύ φοβόμαστε ότι σύντομα οι αψιμαχίες θα μετατραπούν σε ωμή βία με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις».
Πηγή: Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ρατσιστικά και δήθεν εξυπνακίστικα σχόλιο θα διαγράφονται άμεσα. Διάλογο με ρατσιστές δεν κάνω...
No comments:
Post a Comment