Monday, March 2, 2009

Η πολιτική της αφωνίας

Του Δαμιανου Παπαδημητροπουλου

Όλοι συμφωνούμε ότι αυτό που ζήσαμε κατά την πρώτη (και αναφέρομαι μόνο στην πρώτη) εβδομάδα των κινητοποιήσεων του περασμένου Δεκέμβρη ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο. Συμφωνούμε επίσης ότι ένα κοινωνικό φαινόμενο δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να το καταδικάζεις, και μάλιστα μέσω κομματικών ανακοινώσεων, και ότι αυτό που καταρχάς απαιτείται είναι η αξιολόγηση και η ερμηνεία του. Όπως για παράδειγμα αυτή που επιχείρησε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, η οποία τόσο ως περιεχόμενο, αλλά πολύ περισσότερο ως διάβημα, συνάντησε την αποδοχή ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας.

Εδώ όμως ελλοχεύει ένας κίνδυνος, να νομίσουμε δηλαδή ότι με την ερμηνεία, την όσο το δυνατόν πιο εμπεριστατωμένη και επιστημονική εξήγηση του τι και γιατί συνέβη, τελείωσαν και τα καθήκοντά μας απέναντι στο φαινόμενο. Αλλά κάτι τέτοιο θα εξέτρεπε τους αριστερούς καθιστώντας τους απλούς παρατηρητές και ερμηνευτές φαινομένων. Για να φέρω ένα κραυγαλέο παράδειγμα, χωρίς να θέλω κατά κανένα τρόπο να κάνω παραλληλισμό με τα σημερινά, και τα φασιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου φαινόμενο ήταν, κανένας όμως αριστερός δεν διανοήθηκε τότε να πει ότι πρέπει απλώς να αφουγκραστούμε ή να στοχαστούμε τις εξελίξεις. Στην προτροπή αυτή, να αφουγκραστούμε και να ερμηνεύσουμε, ελλοχεύει --αθέλητα ίσως-- μια λαθροχειρία. Οι Γάλλοι λένε ότι το να ερμηνεύεις, να αιτιολογείς, σημαίνει να δικαιολογείς. Και νομίζω ότι πολλοί απ' όσους στέκονται αποκλειστικά στο θέμα της κατανόησης και της ερμηνείας υπονοούν ακριβώς αυτό. Θέλουν δηλαδή πλαγίως να αποφύγουν ή να αποκρούσουν την κριτική στάση απέναντι στο φαινόμενο, προφανώς γιατί οι ίδιοι έχουν άλλη άποψη και άλλη στάση.

Είναι λοιπόν άλλο πράγμα η ερμηνεία ενός φαινομένου, μιας εξέλιξης και άλλο πράγμα η στάση μας απέναντι σ' αυτή. Η στάση μας, εφόσον είμαστε πολιτικά άτομα, προκύπτει από τη σύγκριση, την πολιτική σύγκριση, των όσων συμβαίνουν με τις πρότυπες πολιτικές εξελίξεις, τις ιδεατές και επιδιωκόμενες, που έχουμε εμείς στο μυαλό μας και που είναι αυτές που θα μας έφερναν πιο κοντά στον τελικό ή τον ενδιάμεσο στόχο μας. Μετράμε λοιπόν κάθε φορά τα γεγονότα, τα φαινόμενα, με το μέτρο της πολιτικής μας συγκρότησης, και μετράμε σ' αυτά κατά πόσο μας φέρνουν πιο κοντά ή μας απομακρύνουν από τους πολιτικούς μας στόχους. Και ανάλογα με αυτούς τους στόχους προκύπτει και η διαφορετική μας στάση.

Αίτια και όψεις του Δεκέμβρη

Αν το παραπάνω σκεπτικό είναι σωστό θα πρέπει, ακολουθώντας το, να επιχειρήσουμε να δούμε πρώτα κάποιες όψεις των γεγονότων του Δεκέμβρη που θεωρούμε σημαντικές και ύστερα να δοκιμάσουμε να τις μετρήσουμε με βάση την πρότυπη πολιτική μας συγκρότηση.

Πρώτη διαπίστωση είναι ότι τα γεγονότα, ιδίως στην αρχική τους φάση, δεν είναι παρά ένας τρόπος. Εννοώ ότι δεν υπάρχει περιεχόμενο, αιτήματα, ή γενικότερα στόχευση στις κινητοποιήσεις αυτές, ότι το μέσο, ο άγριος, βίαιος, οργισμένος τρόπος έκφρασης της διαμαρτυρίας, ήταν και το μήνυμά τους. Ήταν ένα ξέσπασμα κοινωνικής και συνάμα αντικοινωνικής οργής παρόμοιο με αυτά που έχουν κατά καιρούς εμφανιστεί σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής με πρωταγωνιστές μετανάστες και άλλες μειονότητες και με αφορμή συνήθως περιστατικά αδικοπραγίας εκ μέρους της πλειοψηφίας, εκ μέρους της οργανωμένης κοινωνίας. Η διαφορά είναι ότι στη δική μας περίπτωση οι πρωταγωνιστές δεν είναι κάποιοι που καταστατικά βρίσκονται εκτός κοινωνίας και την εκδικούνται, αλλά είναι η ίδια η ελληνική νεολαία, ή ένα μεγάλο κομμάτι της, που συμπεριφέρεται όπως αυτοί που βρίσκονται απόβλητοι εκτός κοινωνίας, εκτός δημοκρατίας και εκτός θεσμών.

Στο σημείο αυτό χρειάζεται προσοχή γιατί πολύ εύκολα μπορεί να γλιστρήσουμε στο συμπέρασμα ότι το συνεχές της σημερινής νεολαίας βρίσκεται, ή αισθάνεται ότι βρίσκεται, ή απειλείται να βρεθεί εκτός κοινωνίας και γι' αυτό εκδικείται υιοθετώντας αντικοινωνικές συμπεριφορές.. Τέτοιου είδους ερμηνείες έχουν υιοθετήσει για παράδειγμα, με βάση τις δικές τους εμπειρίες, πολλά δυτικά μέσα ενημέρωσης, που έχουν φθάσει να θεωρούν την ελληνική νεολαία τον πιο ευαίσθητο παγκοσμίως δείκτη της οικονομικής κρίσης που μόλις τώρα έρχεται και του αντίστοιχου φόβου των μεσαίων στρωμάτων ότι θα περιθωριοποιηθούν, ότι θα βρεθούν εκτός κοινωνίας. Κατά τη γνώμη μου ωστόσο οι αιτίες του δεκεμβριανού φαινομένου είναι πολύ πιο γηγενείς, όχι τόσο η κάθε μία ξεχωριστά, αλλά κυρίως στον τρόπο που διαπλέκονται ιστορικά όλες μαζί για να συγκροτήσουν μια νεοελληνική ιδιαιτερότητα. Ένας λόγος είναι η εγχώρια κρίση του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής γενικότερα, η περιφρόνηση, για να μην πούμε ο χλευασμός, της πολιτικής, ιδιαίτερα από τη νεολαία, πράγμα που συντελεί ώστε γι' αυτή τη νεολαία η πολιτική διέξοδος, η διέξοδος της έλλογης πολιτικής να είναι έξω από τις αναζητήσεις της. Αλλά με την έλλογη διέξοδο φραγμένη ο μόνος πρόσφορος, εύκολος --διότι είναι και σωματικός-- τρόπος να κάνουν πολιτική αυτά τα παιδιά, να προκαλέσουν πολιτικά γεγονότα και να αποκτήσουν πολιτική συμμετοχή (γιατί όλοι έχουμε ανάγκη να κάνουμε πολιτική --ακόμα και αυτοί που την περιφρονούν) είναι μέσα από πράξεις άναρθρης βίας και καταστροφής.

Αυτή λοιπόν η άναρθρη καταστροφή που αλλού, σε άλλες κοινωνίες, δεν είναι παρά πράξη αντεκδίκησης από εκείνους που βρίσκονται εκτός κοινωνίας, σε μας έχει σταδιακά καταλήξει να είναι ένας τρόπος, σχεδόν αποδεκτός θα έλεγα, πρόκλησης πολιτικών γεγονότων, ένας τρόπος εξωπολιτικής συμμετοχής στην πολιτική, ένας τρόπος που τείνει σχεδόν να ενσωματωθεί στο πάσχον πολιτικό σύστημα. Ο δεύτερος λοιπόν λόγος που μέσα σε ένα σκηνικό ελλείμματος πολιτικής παγιώνονται τέτοιου είδους συμπεριφορές έχει να κάνει με ένα ιστορικό. Ένα ιστορικό που ξεκινάει πριν μια-δύο δεκαετίες με τον αντιεξουσιαστικό χώρο να βρίσκεται απομονωμένος στο περιθώριο και μάλιστα να ονομάζεται έτσι, δηλαδή "πολιτικό περιθώριο", από μιαν Αριστερά που ακόμα έχει συγκεκριμένες στοχεύσεις και διατηρεί την παραδοσιακή της ταυτότητα. Μεσολαβεί ένα ενδιάμεσο στάδιο, ας πούμε της τελευταίας πενταετίας, όπου ο χώρος αυτός βγαίνει από την απομόνωση και ανάγεται σταδιακά σε εταίρο κάποιων κινητοποιήσεων, ιδίως των νεολαιίστικων που έχουν ως επίκεντρο τα εκπαιδευτικά. Για να φθάσουμε πια σήμερα, βοηθούσης και της φύσης του δολοφονικού περιστατικού που ήταν η αφορμή για το ξέσπασμα, όπου ο αντιεξουσιαστικός χώρος ανάγεται πια, έστω και για μια βδομάδα, σε πρωταγωνιστή των γεγονότων με την έννοια ότι επιβάλλει τις συμπεριφορές του, τον τρόπο του.

Θεωρώ λοιπόν ότι αν δεν είχε προηγηθεί το ενδιάμεσο στάδιο της σύμπραξης, που ουσιαστικά νομιμοποίησε, για να μην πω καθιέρωσε, στα μάτια της νεολαίας κάποιους τρόπους άσκησης πολιτικής, δεν θα είχαμε φθάσει στο τελευταίο, στο τρίτο στάδιο, όπου οι τρόποι αυτοί τείνουν να γίνουν κυρίαρχοι. Και θεωρώ επίσης ότι η συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ σ' αυτό το ενδιάμεσο στάδιο ήταν καθοριστική, καθώς ήταν ο πολιτικός χώρος που έστω και μη διαχωριζόμενος επαρκώς εντός του διαδηλωτικού συνεχούς από αυτές τις συμπεριφορές, στην ουσία υποδέχθηκε και αποδέχθηκε τους αντιεξουσιαστές ως εταίρους. Δεν λέω κάτι καινούργιο εδώ, στην Εποχή του Δεκεμβρίου υπάρχει άρθρο του Νίκου Γιαννόπουλου που στηρίζει αυτή τη συμμαχία.

Η αποδοχή αυτής της σύμπραξης έχει ως προϋπόθεση κάποιες ιδεολογικές διεργασίες, οι οποίες προηγήθηκαν. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η πλήρης επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, το θεωρητικό-ιδεολογικό ξεθώριασμα του σοσιαλιστικού προτύπου και το πολιτικό ξεθώριασμα της σοσιαλιστικής προοπτικής, με άλλα λόγια η υποχώρηση του εδάφους στο οποίο όλοι οι αριστεροί στεκόμασταν, συνετέλεσαν μεταξύ των άλλων και σε μια αναπροσαρμογή, μια μετάλλαξη θα λέγαμε, του Συνασπισμού από κόμμα θέσεων σε χώρο αρνήσεων. Πρωταρχικό ρόλο, καθώς το όραμα ξεθώριαζε, απέκτησε λοιπόν η άρνηση του παρόντος, η άρνηση του καπιταλισμού, του νεοφιλελευθερισμού, όλων όσων μας περιβάλλουν και εντός των οποίων ζούμε, είτε είναι η υπαρκτή Ελλάδα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, η παγκοσμιοποίηση κ.ο.κ. Η υποχώρηση των θέσεων προς χάριν των αρνήσεων έφερε σε δεύτερο πλάνο το ρόλο του κόμματος ως οργανωτή και διαμορφωτή πολιτικής και σε πρώτο πλάνο το ρόλο του κινήματος, ή μάλλον των κινημάτων διαμαρτυρίας προς ό,τι μας περιβάλλει, των κινημάτων άρνησης αυτού που μας περιβάλλει...

Αυτή η μετάλλαξη καθρεφτίστηκε στη μετατροπή του Συνασπισμού σε ΣΥΡΙΖΑ, στη συνάντηση δηλαδή και με άλλες συνιστώσες της Αριστεράς που ενώ μέχρι τότε διαχωρίζονταν μεταξύ τους με βάση τις αποκλίνουσες θέσεις τους για το αύριο, τώρα συναντώνται στη βάση των κοινών αρνήσεων του σήμερα. Σε αυτή τη βάση τέθηκε και το θέμα της σύμπραξης με το ΚΚΕ, αφού κι αυτός είναι ένας χώρος που αρνείται το σήμερα και τον καπιταλισμό --άσχετα βέβαια αν το ΚΚΕ λέει όχι στη σύμπραξη, καθώς εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως κόμμα σοσιαλιστικής θέσης, όσο αποκρουστική κι αν είναι για μας αυτή η θέση. Σε αυτή λοιπόν την ιδεολογική βάση της κοινής άρνησης, της κινηματικά κοινής άρνησης, δεν μπορεί να αποκλειστεί και η σύμπραξη στο δρόμο, η συνύπαρξη στο δρόμο, και με τον αντιεξουσιαστικό χώρο, αφού κι αυτός είναι ένας χώρος άρνησης του σήμερα. Μόνο που όπως απέδειξαν και οι εξελίξεις η σύμπραξη αυτή είναι μια λεόντειο σύμπραξη που φέρνει το παιγνίδι στο γήπεδο της άλλης, της αντιεξουσιαστικής πλευράς.

Η βία ως θέαμα

Η ιδεολογική μετάλλαξη που μόλις περιγράψαμε αποτελεί την αναγκαία αλλά όχι ίσως ικανή συνθήκη για μια τέτοια σύμπραξη, καθώς την επιτρέπει μεν, δεν την επιβάλλει όμως. Υπάρχει λοιπόν και μια δεύτερη συνθήκη, αρκετά πιο κυνική, που κάνει τη σύμπραξη αυτή να "κουμπώνει".

Πρόκειται για το εξής: εδώ και κάμποσα χρόνια οι οργανωτές κινητοποιήσεων, συνδικαλιστικών ή πολιτικών, έχουν έστω και εμπειρικά συνειδητοποιήσει ότι μια ορισμένη δόση άσκησης έμμεσης ή και λιγότερο έμμεσης βίας και μια ορισμένη δόση του αντίστοιχου θεάματος της βίας, συντελεί σε ένα μεγαλύτερο αντίκτυπο και ένα ευρύτερο ενδιαφέρον για την κινητοποίηση. Ειδικότερα μάλιστα η βία ως θέαμα εξασφαλίζει για την κινητοποίηση μια σίγουρη θέση στα τηλεοπτικά δελτία των οκτώ, πολλές φορές και πρώτο τραπέζι πίστα. Τα δελτία αυτά κρίνουν ότι μόνον το θέαμα της βίας, ή ο εκβιασμός που αυτή ασκεί, μπορεί να προκαλέσει, να κεντρίσει το ενδιαφέρον σε ένα κοινό που είναι κατά πλειοψηφία βυθισμένο σε μια θάλασσα εγωιστικής κοινωνικοπολιτικής αδιαφορίας. Με άλλα λόγια η βία και το θέαμά της συμβάλλουν στην επιτυχία μιας κινητοποίησης καθιστώντας την υπολογίσιμο γεγονός.

Αυτό έγινε φανερό και στις διαδηλώσεις για τα εκπαιδευτικά των δύο-τριών τελευταίων χρόνων. Ήταν απολύτως σαφές ότι μια φωτιά στον Άγνωστο Στρατιώτη, ένα θεαματικό σπάσιμο πεζοδρομίων με λοστάρια, λίγο πλιάτσικο, με λίγα λόγια ότι το θέαμα της βίας γινόταν πρώτο και αποκλειστικό θέμα στα δελτία της τηλεοπτικής μας δημοκρατίας, προσδίδοντας στη διαδήλωση μια δραστικότητα που παρόμοιά της, σε άλλες εποχές, θα απαιτούσε να μαζευτούν 500.000 άτομα στη διαδήλωση.

Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι ορισμένοι πολιτικοί χώροι αλλά και ορισμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν αντιληφθεί αυτή τη δραστικότητα και ότι άρρητα έχουν αποδεχθεί τη δράση του πάλαι ποτέ περιθωρίου προκειμένου να επωφεληθούν από τα αποτελέσματά της. Δεν συμμετέχουν βέβαια οι ίδιοι σε αυτού του είδους τη δράση, η οποία απλώς εξελίσσεται παράλληλα, αλλά και δεν κάνουν και κάτι ώστε να την εμποδίσουν, να την περιχαρακώσουν, έστω να την διαχωρίσουν από τη δική τους κινητοποίηση. Κινούνται όλοι εντός του συνεχούς, που λέει κι ο Μπαλτάς. Αλλά αυτό σημαίνει ότι το εν λόγω δεκεμβριανό συνεχές δεν είναι ένα τόσο αυτόνομο και αυθύπαρκτο κοινωνικό φαινόμενο, αλλά έχει πίσω του μια ιστορία, μια ιστορία την οποία αν κάποιοι σκύψουν για να την αφουγκρασθούν μπορεί να βρουν και τον εαυτό τους μέσα.

Γιατί σήμερα έχει μεγαλώσει μια γενιά παιδιών, αυτά που είναι μέχρι 20-22 χρονών, και διαπαιδαγωγείται και η αμέσως επόμενη, τα παιδιά που μόλις πριν ένα μήνα πρωτοβγήκαν στους δρόμους, η οποία έχει εξοικειωθεί πλέον με την ιδέα ότι έτσι γίνονται οι κινητοποιήσεις, αυτός είναι ο τρόπος πολιτικής ύπαρξης των νεολαιίστικων μαζών, έτσι προκαλούνται πολιτικά γεγονότα, άρα και έτσι ασκούμε πολιτική. Ο αντιεξουσιαστικός τρόπος άσκησης πολιτικής --ή να πούμε μη πολιτικής;-- διαδίδεται σε όλη τη νεολαία, κάθε χρόνο όλο και περισσότερο, με βίαια γεγονότα που θα πρέπει να γίνονται ολοένα και θεαματικότερα, όλο και εκρηκτικότερα, να ξεπερνούν τον εαυτό τους, σε έναν ιδιότυπο διάλογο κουφών με μια κοινωνία που με τη σειρά της βυθίζεται όλο και πιο πολύ στον δικό της εγωιστικό ατομικισμό. Σαν το ναρκομανή που πρέπει κάθε τόσο να αυξάνει τη δόση του μήπως και ανταποκριθεί όπως παλιά ο εθισμένος οργανισμός του.

Διπλό έλλειμμα κοινωνικότητας

Ας επανέλθουμε όμως στους καταρχάς γηγενείς λόγους για τη γενίκευση της αντιεξουσιαστικής συμπεριφοράς στην Ελλάδα. Η κρίση της πολιτικής, που είχαμε αναφέρει, δεν έχει βέβαια μόνο την εγχώριά της διάσταση. Είναι απόρροια της γενικότερης κρίσης της πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο, με την έννοια ότι η παραδοσιακή πολιτική που έχει για σκοπό την κατάληψη της εξουσίας του εθνικού κράτους έχει χάσει τη δραστικότητά της στο βαθμό που το ίδιο το εθνικό κράτος αποδυναμώνεται σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Με άλλα λόγια η πολιτική, η πολιτική που ξέραμε, δεν αλλάζει πια τα πράγματα --αυτό το διαπιστώνουμε καθημερινά, δεν είναι επομένως διέξοδος στα μάτια των νέων. Αλλά είναι η πολιτική αυτή που κοινωνικοποιεί στη συγχρονία τους ανθρώπους και άρα έλλειμμα πολιτικής σημαίνει έλλειμμα συγχρονικής κοινωνικοποίησης. Και απ' την άλλη μεριά είναι η παιδεία αυτή που κυρίως συντελεί στη διαχρονικού χαρακτήρα κοινωνικοποίηση των νέων, δεδομένου ότι σκοπός της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι η μετάδοση του μέχρι τώρα ιστορικά παραχθέντος πολιτισμού στη γενιά που έρχεται.. Η κρίση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και η μετατροπή του σε σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης α λα καρτ έχει λοιπόν ως αποτέλεσμα ένα αντίστοιχο έλλειμμα διαχρονικής, δηλαδή ιστορικής κοινωνικοποίησης. Και τα δύο μαζί, δηλαδή η κρίση στην παιδεία και η κρίση της πολιτικής, συντελούν σε ένα διπλό, ολοσχερές έλλειμμα κοινωνικοποίησης. Είναι ίσως αδύνατο να φανταστούμε πώς είναι να γεννιέσαι και να μεγαλώνεις μέσα σε μια τέτοια κατάσταση αυτού του διπλού ελλείμματος, σε μια κοινωνία άκρατου ατομικισμού που αδυνατεί να σου προσφέρει διόδους ένταξης σε ένα συνανήκειν, την τραγικότητα του να είσαι εκ γενετής έγκλειστος σε ένα περιβάλλον όπου ο καθένας ενεργεί για τον εαυτό του και ο θεός εναντίον όλων.

Αλλά είναι πάντως βέβαιο ότι οι κινητοποιήσεις της νεολαίας, είτε φέτος το Δεκέμβρη είτε παλιότερα με τις καταλήψεις, αποτελούν μια προσπάθεια νεανικής αντίδρασης σ' αυτό το διπλό έλλειμμα κοινωνικοποίησης, μια ενστικτώδης προσπάθεια να βρουν οι νέοι εξωθεσμικά τη χαμένη τους κοινωνικοποίηση στο επίπεδο της γενιάς τους. Τι άλλο άραγε μας δείχνει η αυθόρμητη κινητοποίηση όλων των παιδιών μόλις μαθεύτηκε η είδηση της δολοφονίας ενός απ' αυτά, του Αλέξη, παρά ότι ακριβώς υπάρχει ένα υπόβαθρο, αν όχι ένα περίσσευμα, αλληλεγγύης και άρα κοινωνικότητας που αγωνιά να εκφραστεί, να αρθρωθεί; Αλλά αν αυτός, η αναζήτηση της χαμένης κοινωνικότητας, είναι ο υπόρρητος στόχος των γεγονότων του Δεκέμβρη, τότε μπορούμε, νομίζω, να κρίνουμε, να μετρήσουμε τα γεγονότα αυτά όχι μόνον με το μέτρο της δικής μας πολιτικής συγκρότησης, που λέγαμε προηγουμένως, αλλά ακόμα και με το μέτρο των ίδιων των υπόρρητων στόχων της νεολαίας που πρωταγωνίστησε σ' αυτά.. Νομίζω άλλωστε ότι αυτά τα δύο, οι στόχοι δηλαδή των ίδιων των νέων και οι στόχοι μιας ιδεατής Αριστεράς στην πραγματικότητα συμπίπτουν ακριβώς πάνω στην έννοια της κοινωνικοποίησης. Γι' αυτό και θεωρώ ότι τα παιδιά που βγήκαν στους δρόμους είναι δικά μας παιδιά, παιδιά που μπαίνουν στην κοινωνία από την αριστερή πόρτα της αμφισβήτησης, παιδιά που σε άλλες εποχές θα εντάσσονταν και θα στελέχωναν την Αριστερά.

Δεκέμβρης και Αριστερά

Μπαίνουμε, έτσι, σε ένα μεγάλο κεφάλαιο, να κρίνουμε δηλαδή τα γεγονότα του Δεκέμβρη ανάλογα με τους στόχους τους και τους στόχους τους δικούς μας ως αριστεροί. Ένα σημείο θέλω να θίξω μόνον από το κεφάλαιο αυτό, το πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου, για να τελειώσω.

Αν τα παιδιά αυτά, η νέα γενιά, κι εμείς μαζί, αποζητούν και αναζητούν την κοινωνικοποίησή τους, τη συλλογικότητά τους, η υιοθέτηση του αναρχικού τρόπου διαλύει αυτή την κοινωνικοποίηση εν τη γενέσει της. Αυτή είναι η βασική αντίφαση του φετινού Δεκέμβρη και η τραγική μοίρα των πρωταγωνιστών του. Όλο αυτό το σκηνικό που στήνουν κάθε φορά οι αναρχικοί και εσχάτως υιοθετούν και τόσοι άλλοι με φωτιές, πέτρες, μολότοφ και κλέφτες κι αστυνόμους έχει για στόχο όχι μόνο το υπαρκτό κράτος και την υπαρκτή κοινωνία, αλλά τη διάλυση των ίδιων των συγκροτητικών διαδικασιών που δημιουργούν την κοινωνία, από την πιο στοιχειώδη κοινωνικότητα μέχρι βέβαια το επίσημο κράτος. Στόχος λοιπόν δεν είναι απλώς η κοινωνία αλλά αυτή καθεαυτή η κοινωνικότητα. Όμως ακριβώς αυτό, η κοινωνικότητα και η μέχρις έσχατης συνέπειας καλλιέργειά της είναι το πεδίο ορισμού της Αριστεράς. Η Αριστερά που βέβαια δεν βολεύεται με την υπάρχουσα κοινωνία και θέλει να την αλλάξει είναι καταδικασμένη να ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στην ανάγκη αλλαγής της κοινωνίας και διαφύλαξης, για να μην πούμε προαγωγής, της κοινωνικότητας, αν τουλάχιστον θέλει η κοινωνία στην οποία κατατείνουμε να διακρίνεται από μεγαλύτερη κοινωνικότητα από την υπάρχουσα.

Και βέβαια η ίδια δημιουργικά αντιφατική σχέση, η ίδια ακροβασία, ισχύει και για τη θεσμισμένη κοινωνία, για το κράτος. Το κράτος μπορεί να είναι ένας θεσμός σύνθετος που αποτυπώνει έναν υπό κυριαρχία συσχετισμό της πάλης των τάξεων, ταυτόχρονα όμως είναι και το όπλο της Αριστεράς για να μεταβληθεί αυτός ο συσχετισμός, για να αλλάξει η κυριαρχία.. Για να θυμηθούμε την Κασσιανή, το κράτος είναι για την Αριστερά και η αμαρτία αλλά κυρίως και η σωτηρία. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος δεν είναι απλώς ένας κατασταλτικός μηχανισμός, το απόλυτο εργαλείο καταπίεσης που υπάρχει μόνο διά των μπάτσων του, ιδεολογία διάχυτη πλέον σήμερα εντός του νεολαιίστικου συνεχούς, ακόμα και συριζιακής κοπής. Γιατί αν το κράτος ήταν μόνον αυτό, τι νόημα έχει να ζητάει απ' την άλλη ο Αλαβάνος την κρατικοποίηση κάποιων τραπεζών, την παραμονή του ΟΤΕ ή της Ολυμπιακής στο δημόσιο, το κράτος πρόνοιας, τη δημόσια δωρεάν παιδεία κ.ο.κ.;

Σε μια εποχή λοιπόν όπου ο ιδιωτικός χώρος αναπτύσσεται άνευ αντιστάσεων σε βάρος του δημόσιου, σε μια χώρα με ασθενικές συλλογικές δομές και έναν διάχυτο επελαύνοντα ατομικισμό, όποιος επικροτεί τη διάλυση της υπαρκτής κοινωνικότητας "και μετά βλέπουμε", θα πρέπει να εξηγήσει --αν τουλάχιστον επιμένει να δηλώνει αριστερός-- πώς και γιατί η διάλυση αυτή θα μας φέρει ιστορικά πιο κοντά σε μια κοινωνία αναπτυγμένης κοινωνικότητας --αν βέβαια εξακολουθούμε να έχουμε μια τέτοια επιδίωξη. Θα πρέπει να εξηγήσει ποιος και με ποιο τρόπο θα μπορέσει να αντλήσει τη θάλασσα του ατομικισμού που εισβάλλει ανεμπόδιστη στα κενά που δημιουργούνται, καθώς αποσυντίθενται τα υπολείμματα υπαρκτής κοινωνικότητας βαλλόμενα ένθεν κακείθεν από τη θρησκεία του ιδιωτικού και την αίρεση του αντιεξουσιασμού. Να εξηγήσει, γιατί πρέπει κι εμείς με τη σειρά μας, μαζί με τους αντιεξουσιαστές, να δώσουμε μια κλωτσιά ή να βάλουμε μια φωτιά στο εθνικό κράτος που μας κληροδότησε η Γαλλική Επανάσταση, σε μια εποχή που το κράτος αυτό, ούτως ή άλλως, δέχεται αλλεπάλληλες κλωτσιές και υποχωρεί αποδυναμωμένο από την επέλαση της παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Να εξηγήσει ποιο άλλο, έστω και κουτσουρεμένο, εργαλείο προστασίας, ανάπτυξης και κοινωνικής απελευθέρωσης διαθέτουμε εμείς οι αριστεροί, ώστε να προσχωρούμε αβασάνιστα στην ιδεολογία του διάχυτου αντικρατισμού, που τόσο εντυπωσιακά ξεδιπλώθηκε μπροστά μας τούτο τον Δεκέμβρη, όταν ο αντιεξουσιαστικού χαρακτήρα αντικρατισμός συνταυτίστηκε τόσο ταιριαστά και συνομίλησε τόσο αρμονικά με τον νεοελληνικό ραγιάδικο αντικρατισμό που εξακολουθεί να βλέπει το κράτος σαν ξεχωριστή οντότητα, έξω και πάνω απ' το λαό του, δηλαδή σα δυνάστη του λαού του που πρέπει να καταστραφεί. Να εξηγήσει, τέλος, πώς μια Αριστερά και κυρίως πώς οι αριστεροί, όταν εγκλωβίζουν τον ιδεολογικό τους ορίζοντα σε έναν αυτοαναφερόμενο κύκλο με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα να είναι το πεζοδρόμιο, το κίνημα, οι κάμερες και οι μπάτσοι --γιατί τέτοιοι αριστεροί παράγονται μαζικά τον τελευταίο καιρό, πώς λοιπόν μια τέτοια Αριστερά θα μπορέσει να αλλάξει τον κόσμο;

Εκτός κι αν το πάρουμε απόφαση ότι η καθ' ημάς Αριστερά δεν είναι δύναμη αλλαγής, αλλά σύμπτωμα των καιρών, φαινόμενο των καιρών. Ένα φαινόμενο που πρέπει κι αυτό να το αφουγκραστούμε και να το ερμηνεύσουμε.

To κείμενο είναι η παρέμβαση (με μικρές περικοπές, αναγκαίες για λόγους χώρου) του Δαμιανού Παπαδημητρόπουλου σε εκδήλωση της ανανεωτικής πτέρυγας του Συνασπισμού, με θέμα "Αριστερά και πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις", Αθήνα, 28.1.2008.

Το πλήρες κείμενο δημοσιεύεται στο τεύχος Φεβρουαρίου της "Νέας Εστίας", που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες.

Πηγή: Εφημερίδα Η ΑΥΓΗ

3 comments:

ΣΠΙΘΑΣ said...

"ΤΙ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΤΗ ΒΙΑ;"
Σεραφείμ Σεφεριάδης(ΤΟ ΒΗΜΑ)


"Οι καταβολές της βίαιης συμπεριφοράς είναι λοιπόν διττές:
α) Από τη μία υπάρχει ο καθ΄ ημάς νεοφιλελευθερισμός: περικοπές, ιδιωτικοποιήσεις, αδιαφανής μεταφορά πόρων στα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα- όπως έγραψε, ο Αθανάσιος Φωκάς, «η διαπλοκή, η διαφθορά, η ατιμωρησία... τα κυκλώματα». Αποτέλεσμά τουςκαι παρά τον διαταξικό χαρακτήρα της η νεολαιίστικης εξέγερσης- είναι η δημιουργία ενός στρώματος μακροχρόνια αποκλεισμένων από τα υλικά και συμβολικά αγαθά της εποχής μας. Οσο περισσότερα τα αγαθά (και όσο πιο προκλητική η προβολή τους) τόσο μεγαλύτερη η υλική στέρηση και η βίωση του κοινωνικού αποκλεισμού.

β) "Από την άλλη όμως η βία έρχεται να καλύψει και το καταθλιπτικό πολιτικό κενό που αφήνουν πίσω τους όσες από τις αντιπολιτευόμενες ηγεσίες είναι επιλήσμονες των καθηκόντων τους. Ηγεσίες που ενώ είναι δομικά επιφορτισμένες με την ανάδειξη των κακώς κειμένων παραβλέπουν τον ρόλο τους γενόμενες μέρος του προβλήματος αντί της λύσης." [ ]
............................................................................


Εξαιρετικός ο Παπαδημητρόπουλος και σ΄αυτό το άρθρο του.!

Αστερόεσσα said...

... Kαι την κατάλαβε την παρέμβαση του Παπαδημητρόπουλου η ιντελλιτζέντσια και μερικοί ακόμη νοματαίοι, και ζήσανε οι τραμπούκοι καλά φουφουλίζοντας βαγόνια κι εμείς χειρότερα...

Anonymous said...

Αρχισε η ανανεωτική αριστερά να στηρίζει το εθνικό κράτος;!
Πάει, χάλασε ο κόσμος....