Ένα από τα σαφέστατα μαθήματα των τελευταίων λίγων δεκαετιών είναι ότι ο καπιταλισμός είναι άφθαρτος. Ο Μαρξ τον συνέκρινε με βρικόλακα κι ένα από τα εμφανέστατα σημεία της σύγκρισης εμφανίζεται τώρα να είναι το γεγονός ότι οι βρικόλακες πάντοτε ξαναζωντανεύουν μετά τον σκοτωμό τους. Ακόμη κι η προσπάθεια του Μάο, στην Πολιτιστική Επανάσταση, να εξαλείψει όλα τα ίχνη του καπιταλισμού, τερματίστηκε με τη νικηφόρα επιστροφή του.
Η σημερινή αριστερά αντιδρά με πολυποίκιλους τρόπους στην ηγεμονία του παγκόσμιου καπιταλισμού και του πολιτικού συμπληρώματός του, της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μπορεί, για παράδειγμα, να αποδεχθεί την ηγεμονία του, αλλά να συνεχίσει να μάχεται για μεταρρυθμίσεις μέσα στο πλαίσιο των κανόνων του (αυτή είναι η σοσιαλδημοκρατία του Τρίτου Δρόμου).
Ή να αποδεχθεί ότι η ηγεμονία (του καπιταλισμού) βρίσκεται εδώ για να μείνει, αλλά εντούτοις θα πρέπει (η αριστερά) να αντισταθεί σ’ αυτή μέσα από τις ‘ρωγμές’ της (του καπιταλισμού).
Ή να αποδεχθεί τη ματαιότητα όλων των αγώνων, αφού η ηγεμονία (του καπιταλισμού) περικλείει τα πάντα κι, άρα, τίποτε άλλο δεν μπορεί να γίνει παρά να περιμένει να συμβεί η έκρηξη κάποιας ‘θεϊκής βίας’ – η Χαϊντεγγεριανή εκδοχή του ‘μόνο ο Θεός μπορεί να μας σώσει.’
Ή να αναγνωρίσει την προσωρινή ματαιότητα των αγώνων. Μέσα στο πλαίσιο του σημερινού θρίαμβου του καπιταλισμού, ισχυρίζεται (αυτή η αριστερά), η γνήσια αντίσταση δεν είναι δυνατή κι, έτσι, το μόνο που μπορεί να κάνει μέχρις ότου ξαναγεννηθεί το επαναστατικό πνεύμα της παγκόσμιας εργατικής τάξης είναι να υπερασπίζεται τα υπολείμματα του κράτους πρόνοιας, να αντιμετωπίζει αυτούς που κατέχουν την εξουσία με αιτήματα, που ξέρει ότι δεν μπορούν να τα ικανοποιήσουν και, κατά τα άλλα, να αποσύρεται στις πολιτιστικές μελέτες, μέσα στις οποίες μπορεί με την ησυχία της να επιδίδεται στο έργο της κριτικής.
Ή να δίνει την έμφαση στο γεγονός ότι το πρόβλημα είναι κάτι πιο θεμελιώδες, ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι, σε τελευταία ανάλυση, το αποτέλεσμα των βασικών αρχών της τεχνολογίας ή του ‘εργαλειακού λόγου.’
Ή να προϋποθέτει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός κι η κρατική εξουσία μπορούν να υπονομευθούν, όχι από μια άμεση επίθεση, αλλά από την εστίαση του πεδίου των αγώνων στις καθημερινές πρακτικές, όπου μπορεί να “κτισθεί ένας νέος κόσμος.” Με τον τρόπο αυτό, θα υπονομευθούν βαθμιαία τα θεμέλια της εξουσίας του κεφάλαιου και του κράτους, έτσι ώστε, σε κάποιο σημείο, να καταρρεύσει το κράτος (για παράδειγμα, όπως με το κίνημα των Ζαπατίστας).
Ή να ακολουθήσει τον ‘μεταμοντέρνο’ δρόμο, μετατοπίζοντας τον τόνο από τους αντικαπιταλιστικούς αγώνες προς τις πολλαπλές μορφές των πολιτικο-ιδεολογικών αγώνων για ηγεμονία και δίνοντας την έμφαση στην σημασία της διαλογικής επαναδιάρθρωσης.
Ή να στοιχηματίσει ότι μπορεί να επαναληφθεί στο μεταμοντέρνο επίπεδο η κλασική Μαρξιστική στάση, που επαγγέλλεται την ‘οριστική άρνηση’ του καπιταλισμού: με τη σημερινή άνοδο της ‘γνωσιακής εργασίας,’ έχει γίνει πιο ξεκάθαρη από ποτέ άλλοτε η αντίφαση μεταξύ της κοινωνικής παραγωγής και των καπιταλιστικών σχέσεων, καθιστώντας δυνατή, για πρώτη φορά, την ‘απόλυτη δημοκρατία’ (αυτή θα ήταν η θέση των Χαρντ και Νέγκρι).
Οι τοποθετήσεις αυτές δεν παρουσιάζονται για να αγνοηθεί η τοποθέτηση μιας ‘αληθινής’ ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής – στην πραγματικότητα, αυτό που επιχειρούν να αναδείξουν είναι η ανυπαρξία μιας τέτοιας τοποθέτησης. Όμως, αυτή η ήττα της αριστεράς δεν είναι όλη η ιστορία των τελευταίων τριάντα ετών. Υπάρχει κι ένα άλλο, όχι λιγότερο ενδιαφέρον, μάθημα που βγαίνει από την διαχείριση των Κινέζων Κουμουνιστών μιας από τις εκρηκτικότερες εξελίξεις του καπιταλισμού στην ιστορία κι από την ανάπτυξη της Δυτικο-Ευρωπαϊκής Τριτο-Δρομικής σοσιαλδημοκρατίας. Με λίγα λόγια, είναι το εξής: μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα. Στην Μεγάλη Βρετανία, η επανάσταση της Θάτσερ ήταν, στα χρόνια της, χαοτική κι αλόγιστη, σημαδεμένη με απρόβλεπτες επιπτώσεις. Ο Τόνυ Μπλαιρ ήταν αυτός που κατάφερε να την θεσμοποιήσει ή, με τα λόγια του Έγελου, να πάρει (αυτό που αρχικά φαινόταν σαν) μια τυχαία επίπτωση, ένα ιστορικό ατύχημα, και να το ανυψώσει σε μια αναγκαιότητα. Η Θάτσερ δεν ήταν (γνήσια) Θατσερική, ήταν απλώς ο εαυτός της. Ο Μπλαιρ (περισσότερο απ’ τον Μέιτζορ) ήταν αυτός που έδωσε αληθινή σάρκα κι οστά στον Θατσερισμό.
Η απάντηση κάποιων κριτικών, που προέρχονται απ’ τον χώρο της μεταμοντέρνας αριστεράς, σ’ αυτό το πρόβλημα είναι η επίκληση για μια νέα πολιτική της αντίστασης. Εκείνοι που εξακολουθούν να επιμένουν να αγωνίζονται εναντίον της κρατικής εξουσίας, κι όχι μόνο να προσβλέπουν να την καταλάβουν, κατηγορούνται για προσκόλληση στο ‘παλιό παράδειγμα’: το καθήκον σήμερα, λένε οι επικριτές τους, είναι η αντίσταση στην κρατική εξουσία με την απόσυρση απ’ το έδαφός της και την δημιουργία νέων χώρων έξω απ’ τον έλεγχό της. Αλλά, προφανώς, αυτό δεν είναι παρά η άλλη όψη της αποδοχής του θρίαμβου του καπιταλισμού. Η πολιτική της αντίστασης δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ηθικόλογο συμπλήρωμα της Τριτο-Δρομικής αριστεράς.
Το πρόσφατο βιβλίο του Simon Critchley, με τίτλο “Άπειρα Αιτήματα” (“Infinitely Demanding”), αποτελεί μια σχεδόν τέλεια ενσάρκωση αυτής της τοποθέτησης. Για τον Critchley, το φιλελεύθερο-δημοκρατικό κράτος είναι εδώ για να μείνει. Οι απόπειρες για την κατάργησή του απέτυχαν παταγωδώς. Κατά συνέπεια, η νέα πολιτική πρέπει να τοποθετηθεί σε μια απόσταση απ’ αυτό (το κράτος): στα αντιπολεμικά κινήματα, τις οικολογικές οργανώσεις, τις ομάδες που διαδηλώνουν εναντίον των ρατσιστικών ή των σεξουαλικών κακοποιήσεων και σ’ άλλες μορφές τοπικής αυτο-οργάνωσης. Πρέπει να είναι μια πολιτική αντίστασης προς το κράτος, βομβαρδισμού του κράτους με απίθανα αιτήματα, καταγγελίας των περιορισμών των κρατικών μηχανισμών. Το κύριο επιχείρημα για την άσκηση αυτής της πολιτικής της αντίστασης σ’ απόσταση απ’ το κράτος επαφίεται στην ηθική διάσταση μιας επίκλησης για δικαιοσύνη, που έχει ‘άπειρα αιτήματα’: κανένα κράτος δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε μια τέτοια επίκληση, αφού ο απώτερος σκοπός του (του κράτους) είναι ο ‘ρεαλιστικός-πολιτικός’ σκοπός της εξασφάλισης της δικής του της αναπαραγωγής (σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη, την δημόσια ασφάλεια κ.λπ.). “Βέβαια,” λέει ο Critchley, “η ιστορία συνήθως γράφεται από άνθρωπους με όπλα και μαχαίρια και δεν μπορεί κανείς να προσδοκά να τους νικήσει μ’ αστείες σάτιρες και με φτερωτά ξεσκονιστήρια. Έλα όμως που, όπως τόσο πειστικά δείχνει η ιστορία της μηδενιστικής ακρο-αριστερής δράσης, χάνεται κανείς απ’ τη στιγμή που διαλέγει τα όπλα και τα μαχαίρια του. Η αναρχική πολιτική αντίσταση δεν πρέπει να επιδιώκει να μιμείται και να αντικατοπτρίζει την πανάρχαια βίαιη κυριαρχική δύναμη, προς την οποία αντιτίθεται.”
Επομένως, τι πρέπει να κάνουν, ας πούμε, οι Δημοκρατικοί των ΗΠΑ; Να σταματήσουν να ανταγωνίζονται για την κρατική εξουσία και να αποσυρθούν στα ανοίγματα, που τους αφήνει το κράτος, εγκαταλείποντας την κρατική εξουσία στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων και ξεκινώντας μια εκστρατεία αναρχικής αντίστασης σ’ αυτούς; Και τι θα έκανε ο Critchley, αν έπρεπε να αντιμετωπίσει κάποιον εχθρό σαν τον Χίτλερ; Δηλαδή, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν πρέπει κανείς να “μιμείται και να αντικατοπτρίζει την πανάρχαια βίαιη κυριαρχική δύναμη,” προς την οποία αντιτίθεται; Δεν θα έπρεπε η αριστερά να βάλει μια διάκριση μεταξύ των περιστάσεων, που μπορεί κανείς να καταφεύγει στην βία αντιμέτωπος με το κράτος, κι εκείνων, που όταν το μόνο που μπορεί και πρέπει να κάνει είναι να χρησιμοποιεί “αστείες σάτιρες και φτερωτά ξεσκονιστήρια”; Η ασάφεια της τοποθέτησης του Critchley βρίσκεται σε μια περίεργη κατάσταση ανακολουθίας (non sequitur): αν το κράτος είναι εδώ για να μείνει, αν είναι αδύνατο να το καταργήσουμε (ή τον καπιταλισμό), γιατί να αποτραβηχθούμε απ’ αυτό; Γιατί να μην δράσουμε μέσα στο κράτος; Γιατί να μην δεχτούμε την βασική πρόταση του Τρίτου Δρόμου; Γιατί να περιορισθούμε σε μια πολιτική, η οποία, όπως το θέτει ο Critchley, “αμφισβητεί το κράτος και καλεί την κατεστημένη τάξη να λογοδοτήσει, όχι με στόχο την εγκατάλειψη του κράτους, όσο επιθυμητό κι αν φαίνεται αυτό με κάποια ουτοπιστική έννοια, αλλά με στόχο την βελτίωση ή τον μετριασμό των κακόβουλων συνεπειών του”;
Με τα λόγια αυτά αποδεικνύεται το γεγονός ότι το σημερινό φιλελεύθερο-δημοκρατικό κράτος κι η χίμαιρα μιας αναρχικής πολιτικής των ‘άπειρων αιτημάτων’ συνυπάρχουν μέσα σε μια σχέση αμοιβαίου παρασιτισμού: οι παράγοντες της αναρχικής δράσης αναλαμβάνουν το έργο της ηθικόλογης σκέψης και το κράτος αναλαμβάνει το έργο της διαχείρισης και της ανάπλασης της κοινωνίας. Ο αναρχικός ηθικο-πολιτικός παράγοντας δράσης του Critchley ενεργεί σαν ένα υπερεγώ, βομβαρδίζοντας, με την άνεσή του το κράτος, με διάφορα αιτήματα. Κι όσο περισσότερο το κράτος προσπαθεί να ικανοποιήσει αυτά τα αιτήματα, τόσο περισσότερο ένοχο θεωρείται ότι είναι. Σε συμμόρφωση μ’ αυτήν την λογική, οι παράγοντες της αναρχικής δράσης εστιάζουν τις διαμαρτυρίες τους όχι πάνω στις ανοιχτές δικτατορίες, αλλά πάνω στην υποκρισία των φιλελεύθερων δημοκρατιών, οι οποίες κατηγορούνται ότι προδίδουν τις ίδιες τις δικές τους τις διακηρυγμένες αρχές.
Οι μεγάλες διαδηλώσεις στο Λονδίνο και την Ουάσινγκτον εναντίον της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ, πριν λίγα χρόνια, προσφέρουν ένα ωραίο παράδειγμα αυτής της περίεργης συμβιωτικής σχέσης μεταξύ εξουσίας κι αντίστασης. Η παράδοξη έκβασή τους άφησε και τις δυο πλευρές ικανοποιημένες. Οι διαδηλωτές έσωσαν τις καλές ψυχές τους: κατέστησαν σαφές ότι δεν συμφωνούν με τις πολιτικές των κυβερνήσεών τους για το Ιράκ. Οι άλλοι πάλι στην εξουσία το αποδέχθηκαν αυτό με ηρεμία, ακόμη κι επωφελήθηκαν απ’ αυτό: όχι μόνο με κανέναν τρόπο οι διαδηλώσεις δεν απέτρεψαν την ήδη ληφθείσα απόφαση εισβολής στο Ιράκ, αλλά επίσης βοήθησαν και στη νομιμοποίησή της. Όπως, πράγματι, αντέδρασε ο Τζωρτζ Μπους μπροστά στις μαζικές διαδηλώσεις στο Λονδίνο κατά την εκεί επίσκεψή του, λέγοντας: “Βλέπετε; Αυτό ακριβώς είναι εκείνο, για το οποίο αγωνιζόμαστε, έτσι ώστε αυτό που κάνουν οι άνθρωποι εδώ – να διαμαρτύρονται εναντίον των κυβερνητικών πολιτικών – να μπορεί να γίνει δυνατό και στο Ιράκ επίσης!”
Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι η πορεία, την οποία ακολούθησε ο Ούγκο Τσάβες μετά το 2006, είναι ακριβώς το αντίθετο από τις επιλογές της μεταμοντέρνας αριστεράς: εντελώς αντίθετα με το να αντισταθεί στην κρατική εξουσία, την άρπαξε στα χέρια του (πρώτα επιχειρώντας ένα πραξικόπημα, μετά με δημοκρατικό τρόπο), χρησιμοποιώντας ανελέητα τους κρατικούς μηχανισμούς της Βενεζουέλας για να προωθήσει τους στόχους του. Επιπρόσθετα, στρατιωτικοποίησε τους κάτοικους των αστικών κέντρων (τους ‘barrios’) κι οργάνωσε την εκπαίδευση στρατιωτικών μονάδων στις πόλεις. Και η τελευταία φοβέρα: τώρα που αισθάνεται τις οικονομικές συνέπειες της καπιταλιστικής ‘αντίστασης’ απέναντι στην εξουσία του (με προσωρινές ελλείψεις ορισμένων αγαθών στα κρατικά επιδοτούμενα σούπερ-μάρκετ), εξήγγειλε σχέδια για την συνένωση σ’ ένα μοναδικό κόμμα των 24 κομμάτων που τον στηρίζουν. Ακόμη και κάποιοι απ’ τους σύμμαχούς του αντιμετωπίζουν αυτήν την κίνησή με σκεπτικισμό: μήπως τελικά θα αποβεί σε βάρος των λαϊκών κινημάτων, που έδωσαν στην επανάσταση της Βενεζουέλας το σφρίγος της; Αλλά όμως, η κίνηση αυτή, μολονότι επικίνδυνη, πρέπει να υποστηριχθεί πλήρως: η προσπάθεια γίνεται για να μπορεί το νέο κόμμα να λειτουργεί, όχι σαν ένα τυπικό κρατικό σοσιαλιστικό (ή Περονιστικό) κόμμα, αλλά σαν ένας φορέας κινητοποίησης των νέων μορφών πολιτικής (όπως με τα τοπικά συμβούλια των φτωχογειτονιών). Τι πρέπει τότε να πούμε σε κάποιον σαν τον Τσάβες; “Όχι, μην αρπάζεις την κρατική εξουσία, αλλά να παραιτηθείς απ’ αυτή, να αφήσεις το κράτος και την τρέχουσα κατάσταση έτσι όπως είναι”; Ο Τσάβες συχνά απορρίπτεται σαν κλόουν – αλλά αν επιχειρούσε μια τέτοια παραίτηση, αυτό θα τον έκανε κάτι σαν τον Subcomandante Μάρκος, τον οποίον πολλοί Μεξικάνοι αριστεροί τώρα αποκαλούν ‘Subcomediante Μάρκος’; Σήμερα, αυτοί που ‘αντιστέκονται’ στο κράτος είναι οι μεγάλοι καπιταλιστές – όπως ο Μπιλ Γκέητς, οι εταιρίες που μολύνουν το περιβάλλον, οι κυνηγοί ζώων που κινδυνεύουν με αφανισμό.
Το μάθημα εδώ μας λέει ότι δεν είναι αληθινά ανατρεπτική η επιμονή στα ‘άπειρα’ αιτήματα, τα οποία ξέρουμε ότι αυτοί που κατέχουν την εξουσία δεν μπορούν να ικανοποιήσουν. Επειδή γνωρίζουν ότι το ξέρουμε, μια τέτοια στάση με ‘άπειρα αιτήματα’ δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα στην εξουσία: “Πολύ ωραία λοιπόν που με τα κρίσιμα αιτήματά σας μας θυμίζετε σε τι είδους κόσμο θα θέλαμε όλοι να ζούμε. Δυστυχώς όμως, ζούμε στον πραγματικό κόσμο, όπου πρέπει να ασχολούμαστε μ’ αυτά που είναι δυνατά.” Αντίθετα, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να βομβαρδίζουμε όσους κατέχουν την εξουσία με στρατηγικά και καλά διαλεγμένα, συγκεκριμένα, πεπερασμένα αιτήματα, τα οποία δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με τα ίδια προσχήματα.
Η σημερινή αριστερά αντιδρά με πολυποίκιλους τρόπους στην ηγεμονία του παγκόσμιου καπιταλισμού και του πολιτικού συμπληρώματός του, της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μπορεί, για παράδειγμα, να αποδεχθεί την ηγεμονία του, αλλά να συνεχίσει να μάχεται για μεταρρυθμίσεις μέσα στο πλαίσιο των κανόνων του (αυτή είναι η σοσιαλδημοκρατία του Τρίτου Δρόμου).
Ή να αποδεχθεί ότι η ηγεμονία (του καπιταλισμού) βρίσκεται εδώ για να μείνει, αλλά εντούτοις θα πρέπει (η αριστερά) να αντισταθεί σ’ αυτή μέσα από τις ‘ρωγμές’ της (του καπιταλισμού).
Ή να αποδεχθεί τη ματαιότητα όλων των αγώνων, αφού η ηγεμονία (του καπιταλισμού) περικλείει τα πάντα κι, άρα, τίποτε άλλο δεν μπορεί να γίνει παρά να περιμένει να συμβεί η έκρηξη κάποιας ‘θεϊκής βίας’ – η Χαϊντεγγεριανή εκδοχή του ‘μόνο ο Θεός μπορεί να μας σώσει.’
Ή να αναγνωρίσει την προσωρινή ματαιότητα των αγώνων. Μέσα στο πλαίσιο του σημερινού θρίαμβου του καπιταλισμού, ισχυρίζεται (αυτή η αριστερά), η γνήσια αντίσταση δεν είναι δυνατή κι, έτσι, το μόνο που μπορεί να κάνει μέχρις ότου ξαναγεννηθεί το επαναστατικό πνεύμα της παγκόσμιας εργατικής τάξης είναι να υπερασπίζεται τα υπολείμματα του κράτους πρόνοιας, να αντιμετωπίζει αυτούς που κατέχουν την εξουσία με αιτήματα, που ξέρει ότι δεν μπορούν να τα ικανοποιήσουν και, κατά τα άλλα, να αποσύρεται στις πολιτιστικές μελέτες, μέσα στις οποίες μπορεί με την ησυχία της να επιδίδεται στο έργο της κριτικής.
Ή να δίνει την έμφαση στο γεγονός ότι το πρόβλημα είναι κάτι πιο θεμελιώδες, ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός είναι, σε τελευταία ανάλυση, το αποτέλεσμα των βασικών αρχών της τεχνολογίας ή του ‘εργαλειακού λόγου.’
Ή να προϋποθέτει ότι ο παγκόσμιος καπιταλισμός κι η κρατική εξουσία μπορούν να υπονομευθούν, όχι από μια άμεση επίθεση, αλλά από την εστίαση του πεδίου των αγώνων στις καθημερινές πρακτικές, όπου μπορεί να “κτισθεί ένας νέος κόσμος.” Με τον τρόπο αυτό, θα υπονομευθούν βαθμιαία τα θεμέλια της εξουσίας του κεφάλαιου και του κράτους, έτσι ώστε, σε κάποιο σημείο, να καταρρεύσει το κράτος (για παράδειγμα, όπως με το κίνημα των Ζαπατίστας).
Ή να ακολουθήσει τον ‘μεταμοντέρνο’ δρόμο, μετατοπίζοντας τον τόνο από τους αντικαπιταλιστικούς αγώνες προς τις πολλαπλές μορφές των πολιτικο-ιδεολογικών αγώνων για ηγεμονία και δίνοντας την έμφαση στην σημασία της διαλογικής επαναδιάρθρωσης.
Ή να στοιχηματίσει ότι μπορεί να επαναληφθεί στο μεταμοντέρνο επίπεδο η κλασική Μαρξιστική στάση, που επαγγέλλεται την ‘οριστική άρνηση’ του καπιταλισμού: με τη σημερινή άνοδο της ‘γνωσιακής εργασίας,’ έχει γίνει πιο ξεκάθαρη από ποτέ άλλοτε η αντίφαση μεταξύ της κοινωνικής παραγωγής και των καπιταλιστικών σχέσεων, καθιστώντας δυνατή, για πρώτη φορά, την ‘απόλυτη δημοκρατία’ (αυτή θα ήταν η θέση των Χαρντ και Νέγκρι).
Οι τοποθετήσεις αυτές δεν παρουσιάζονται για να αγνοηθεί η τοποθέτηση μιας ‘αληθινής’ ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής – στην πραγματικότητα, αυτό που επιχειρούν να αναδείξουν είναι η ανυπαρξία μιας τέτοιας τοποθέτησης. Όμως, αυτή η ήττα της αριστεράς δεν είναι όλη η ιστορία των τελευταίων τριάντα ετών. Υπάρχει κι ένα άλλο, όχι λιγότερο ενδιαφέρον, μάθημα που βγαίνει από την διαχείριση των Κινέζων Κουμουνιστών μιας από τις εκρηκτικότερες εξελίξεις του καπιταλισμού στην ιστορία κι από την ανάπτυξη της Δυτικο-Ευρωπαϊκής Τριτο-Δρομικής σοσιαλδημοκρατίας. Με λίγα λόγια, είναι το εξής: μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα. Στην Μεγάλη Βρετανία, η επανάσταση της Θάτσερ ήταν, στα χρόνια της, χαοτική κι αλόγιστη, σημαδεμένη με απρόβλεπτες επιπτώσεις. Ο Τόνυ Μπλαιρ ήταν αυτός που κατάφερε να την θεσμοποιήσει ή, με τα λόγια του Έγελου, να πάρει (αυτό που αρχικά φαινόταν σαν) μια τυχαία επίπτωση, ένα ιστορικό ατύχημα, και να το ανυψώσει σε μια αναγκαιότητα. Η Θάτσερ δεν ήταν (γνήσια) Θατσερική, ήταν απλώς ο εαυτός της. Ο Μπλαιρ (περισσότερο απ’ τον Μέιτζορ) ήταν αυτός που έδωσε αληθινή σάρκα κι οστά στον Θατσερισμό.
Η απάντηση κάποιων κριτικών, που προέρχονται απ’ τον χώρο της μεταμοντέρνας αριστεράς, σ’ αυτό το πρόβλημα είναι η επίκληση για μια νέα πολιτική της αντίστασης. Εκείνοι που εξακολουθούν να επιμένουν να αγωνίζονται εναντίον της κρατικής εξουσίας, κι όχι μόνο να προσβλέπουν να την καταλάβουν, κατηγορούνται για προσκόλληση στο ‘παλιό παράδειγμα’: το καθήκον σήμερα, λένε οι επικριτές τους, είναι η αντίσταση στην κρατική εξουσία με την απόσυρση απ’ το έδαφός της και την δημιουργία νέων χώρων έξω απ’ τον έλεγχό της. Αλλά, προφανώς, αυτό δεν είναι παρά η άλλη όψη της αποδοχής του θρίαμβου του καπιταλισμού. Η πολιτική της αντίστασης δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ηθικόλογο συμπλήρωμα της Τριτο-Δρομικής αριστεράς.
Το πρόσφατο βιβλίο του Simon Critchley, με τίτλο “Άπειρα Αιτήματα” (“Infinitely Demanding”), αποτελεί μια σχεδόν τέλεια ενσάρκωση αυτής της τοποθέτησης. Για τον Critchley, το φιλελεύθερο-δημοκρατικό κράτος είναι εδώ για να μείνει. Οι απόπειρες για την κατάργησή του απέτυχαν παταγωδώς. Κατά συνέπεια, η νέα πολιτική πρέπει να τοποθετηθεί σε μια απόσταση απ’ αυτό (το κράτος): στα αντιπολεμικά κινήματα, τις οικολογικές οργανώσεις, τις ομάδες που διαδηλώνουν εναντίον των ρατσιστικών ή των σεξουαλικών κακοποιήσεων και σ’ άλλες μορφές τοπικής αυτο-οργάνωσης. Πρέπει να είναι μια πολιτική αντίστασης προς το κράτος, βομβαρδισμού του κράτους με απίθανα αιτήματα, καταγγελίας των περιορισμών των κρατικών μηχανισμών. Το κύριο επιχείρημα για την άσκηση αυτής της πολιτικής της αντίστασης σ’ απόσταση απ’ το κράτος επαφίεται στην ηθική διάσταση μιας επίκλησης για δικαιοσύνη, που έχει ‘άπειρα αιτήματα’: κανένα κράτος δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε μια τέτοια επίκληση, αφού ο απώτερος σκοπός του (του κράτους) είναι ο ‘ρεαλιστικός-πολιτικός’ σκοπός της εξασφάλισης της δικής του της αναπαραγωγής (σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη, την δημόσια ασφάλεια κ.λπ.). “Βέβαια,” λέει ο Critchley, “η ιστορία συνήθως γράφεται από άνθρωπους με όπλα και μαχαίρια και δεν μπορεί κανείς να προσδοκά να τους νικήσει μ’ αστείες σάτιρες και με φτερωτά ξεσκονιστήρια. Έλα όμως που, όπως τόσο πειστικά δείχνει η ιστορία της μηδενιστικής ακρο-αριστερής δράσης, χάνεται κανείς απ’ τη στιγμή που διαλέγει τα όπλα και τα μαχαίρια του. Η αναρχική πολιτική αντίσταση δεν πρέπει να επιδιώκει να μιμείται και να αντικατοπτρίζει την πανάρχαια βίαιη κυριαρχική δύναμη, προς την οποία αντιτίθεται.”
Επομένως, τι πρέπει να κάνουν, ας πούμε, οι Δημοκρατικοί των ΗΠΑ; Να σταματήσουν να ανταγωνίζονται για την κρατική εξουσία και να αποσυρθούν στα ανοίγματα, που τους αφήνει το κράτος, εγκαταλείποντας την κρατική εξουσία στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων και ξεκινώντας μια εκστρατεία αναρχικής αντίστασης σ’ αυτούς; Και τι θα έκανε ο Critchley, αν έπρεπε να αντιμετωπίσει κάποιον εχθρό σαν τον Χίτλερ; Δηλαδή, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν πρέπει κανείς να “μιμείται και να αντικατοπτρίζει την πανάρχαια βίαιη κυριαρχική δύναμη,” προς την οποία αντιτίθεται; Δεν θα έπρεπε η αριστερά να βάλει μια διάκριση μεταξύ των περιστάσεων, που μπορεί κανείς να καταφεύγει στην βία αντιμέτωπος με το κράτος, κι εκείνων, που όταν το μόνο που μπορεί και πρέπει να κάνει είναι να χρησιμοποιεί “αστείες σάτιρες και φτερωτά ξεσκονιστήρια”; Η ασάφεια της τοποθέτησης του Critchley βρίσκεται σε μια περίεργη κατάσταση ανακολουθίας (non sequitur): αν το κράτος είναι εδώ για να μείνει, αν είναι αδύνατο να το καταργήσουμε (ή τον καπιταλισμό), γιατί να αποτραβηχθούμε απ’ αυτό; Γιατί να μην δράσουμε μέσα στο κράτος; Γιατί να μην δεχτούμε την βασική πρόταση του Τρίτου Δρόμου; Γιατί να περιορισθούμε σε μια πολιτική, η οποία, όπως το θέτει ο Critchley, “αμφισβητεί το κράτος και καλεί την κατεστημένη τάξη να λογοδοτήσει, όχι με στόχο την εγκατάλειψη του κράτους, όσο επιθυμητό κι αν φαίνεται αυτό με κάποια ουτοπιστική έννοια, αλλά με στόχο την βελτίωση ή τον μετριασμό των κακόβουλων συνεπειών του”;
Με τα λόγια αυτά αποδεικνύεται το γεγονός ότι το σημερινό φιλελεύθερο-δημοκρατικό κράτος κι η χίμαιρα μιας αναρχικής πολιτικής των ‘άπειρων αιτημάτων’ συνυπάρχουν μέσα σε μια σχέση αμοιβαίου παρασιτισμού: οι παράγοντες της αναρχικής δράσης αναλαμβάνουν το έργο της ηθικόλογης σκέψης και το κράτος αναλαμβάνει το έργο της διαχείρισης και της ανάπλασης της κοινωνίας. Ο αναρχικός ηθικο-πολιτικός παράγοντας δράσης του Critchley ενεργεί σαν ένα υπερεγώ, βομβαρδίζοντας, με την άνεσή του το κράτος, με διάφορα αιτήματα. Κι όσο περισσότερο το κράτος προσπαθεί να ικανοποιήσει αυτά τα αιτήματα, τόσο περισσότερο ένοχο θεωρείται ότι είναι. Σε συμμόρφωση μ’ αυτήν την λογική, οι παράγοντες της αναρχικής δράσης εστιάζουν τις διαμαρτυρίες τους όχι πάνω στις ανοιχτές δικτατορίες, αλλά πάνω στην υποκρισία των φιλελεύθερων δημοκρατιών, οι οποίες κατηγορούνται ότι προδίδουν τις ίδιες τις δικές τους τις διακηρυγμένες αρχές.
Οι μεγάλες διαδηλώσεις στο Λονδίνο και την Ουάσινγκτον εναντίον της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ, πριν λίγα χρόνια, προσφέρουν ένα ωραίο παράδειγμα αυτής της περίεργης συμβιωτικής σχέσης μεταξύ εξουσίας κι αντίστασης. Η παράδοξη έκβασή τους άφησε και τις δυο πλευρές ικανοποιημένες. Οι διαδηλωτές έσωσαν τις καλές ψυχές τους: κατέστησαν σαφές ότι δεν συμφωνούν με τις πολιτικές των κυβερνήσεών τους για το Ιράκ. Οι άλλοι πάλι στην εξουσία το αποδέχθηκαν αυτό με ηρεμία, ακόμη κι επωφελήθηκαν απ’ αυτό: όχι μόνο με κανέναν τρόπο οι διαδηλώσεις δεν απέτρεψαν την ήδη ληφθείσα απόφαση εισβολής στο Ιράκ, αλλά επίσης βοήθησαν και στη νομιμοποίησή της. Όπως, πράγματι, αντέδρασε ο Τζωρτζ Μπους μπροστά στις μαζικές διαδηλώσεις στο Λονδίνο κατά την εκεί επίσκεψή του, λέγοντας: “Βλέπετε; Αυτό ακριβώς είναι εκείνο, για το οποίο αγωνιζόμαστε, έτσι ώστε αυτό που κάνουν οι άνθρωποι εδώ – να διαμαρτύρονται εναντίον των κυβερνητικών πολιτικών – να μπορεί να γίνει δυνατό και στο Ιράκ επίσης!”
Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι η πορεία, την οποία ακολούθησε ο Ούγκο Τσάβες μετά το 2006, είναι ακριβώς το αντίθετο από τις επιλογές της μεταμοντέρνας αριστεράς: εντελώς αντίθετα με το να αντισταθεί στην κρατική εξουσία, την άρπαξε στα χέρια του (πρώτα επιχειρώντας ένα πραξικόπημα, μετά με δημοκρατικό τρόπο), χρησιμοποιώντας ανελέητα τους κρατικούς μηχανισμούς της Βενεζουέλας για να προωθήσει τους στόχους του. Επιπρόσθετα, στρατιωτικοποίησε τους κάτοικους των αστικών κέντρων (τους ‘barrios’) κι οργάνωσε την εκπαίδευση στρατιωτικών μονάδων στις πόλεις. Και η τελευταία φοβέρα: τώρα που αισθάνεται τις οικονομικές συνέπειες της καπιταλιστικής ‘αντίστασης’ απέναντι στην εξουσία του (με προσωρινές ελλείψεις ορισμένων αγαθών στα κρατικά επιδοτούμενα σούπερ-μάρκετ), εξήγγειλε σχέδια για την συνένωση σ’ ένα μοναδικό κόμμα των 24 κομμάτων που τον στηρίζουν. Ακόμη και κάποιοι απ’ τους σύμμαχούς του αντιμετωπίζουν αυτήν την κίνησή με σκεπτικισμό: μήπως τελικά θα αποβεί σε βάρος των λαϊκών κινημάτων, που έδωσαν στην επανάσταση της Βενεζουέλας το σφρίγος της; Αλλά όμως, η κίνηση αυτή, μολονότι επικίνδυνη, πρέπει να υποστηριχθεί πλήρως: η προσπάθεια γίνεται για να μπορεί το νέο κόμμα να λειτουργεί, όχι σαν ένα τυπικό κρατικό σοσιαλιστικό (ή Περονιστικό) κόμμα, αλλά σαν ένας φορέας κινητοποίησης των νέων μορφών πολιτικής (όπως με τα τοπικά συμβούλια των φτωχογειτονιών). Τι πρέπει τότε να πούμε σε κάποιον σαν τον Τσάβες; “Όχι, μην αρπάζεις την κρατική εξουσία, αλλά να παραιτηθείς απ’ αυτή, να αφήσεις το κράτος και την τρέχουσα κατάσταση έτσι όπως είναι”; Ο Τσάβες συχνά απορρίπτεται σαν κλόουν – αλλά αν επιχειρούσε μια τέτοια παραίτηση, αυτό θα τον έκανε κάτι σαν τον Subcomandante Μάρκος, τον οποίον πολλοί Μεξικάνοι αριστεροί τώρα αποκαλούν ‘Subcomediante Μάρκος’; Σήμερα, αυτοί που ‘αντιστέκονται’ στο κράτος είναι οι μεγάλοι καπιταλιστές – όπως ο Μπιλ Γκέητς, οι εταιρίες που μολύνουν το περιβάλλον, οι κυνηγοί ζώων που κινδυνεύουν με αφανισμό.
Το μάθημα εδώ μας λέει ότι δεν είναι αληθινά ανατρεπτική η επιμονή στα ‘άπειρα’ αιτήματα, τα οποία ξέρουμε ότι αυτοί που κατέχουν την εξουσία δεν μπορούν να ικανοποιήσουν. Επειδή γνωρίζουν ότι το ξέρουμε, μια τέτοια στάση με ‘άπειρα αιτήματα’ δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα στην εξουσία: “Πολύ ωραία λοιπόν που με τα κρίσιμα αιτήματά σας μας θυμίζετε σε τι είδους κόσμο θα θέλαμε όλοι να ζούμε. Δυστυχώς όμως, ζούμε στον πραγματικό κόσμο, όπου πρέπει να ασχολούμαστε μ’ αυτά που είναι δυνατά.” Αντίθετα, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να βομβαρδίζουμε όσους κατέχουν την εξουσία με στρατηγικά και καλά διαλεγμένα, συγκεκριμένα, πεπερασμένα αιτήματα, τα οποία δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με τα ίδια προσχήματα.
Μετάφραση στα Ελληνικά του άρθρου του Slavoj Zizek, "Resistance Is Surrender," στο London Review of Books της 15/11/2007
3 comments:
Οι τρομερές επιλογές συνεχίζονται.Οποιος διαβάζει τον Zizek και δεν τον παραφράζει έχει μόνο να κερδίσει
Φίλε Left Liberal Synthesis,
Πολύ θα με ενδιέφερε να μάθω, τι έχει πει σε σένα η ανάγνωση του Zizek. Εδώ, ή στο blog σου.
Χαιρετώ.
Φιλε Δρακονάριε
Κατ'αρχάς μάλλον υπερτιμάς την διαθεσιμότητα μου ,που δεν επιτρέπει να απαντώ σε όλα.Αν αυτό εκλαμβάνεται ως αδιαφορία είναι λάθος,και τέλος πάντων αν σε στεναχώρησα ζητώ συγνώμη.
Εχω στις παράλληλες αναρτήσεις στο LLS (αριστερά στο ιστολόγιο) μια συνοπτική εκτίμηση μου.
Επίσης έχω σε ανάρτηση πριν λίγες εβδιμάδες μια μικρή παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του ,στο οποίο συμπτωματικά παρουσιάζεται ένα μέρος του άρθρου αυτού.
Τέλος το LLS νομίζω πρώτο επισημανε την ραδιοφωνική παρέμβασ του για την κρίση.
Επιτρεψε μου να σε ενημερώσω ότο όλες οι ομιλίες του Ζιζεκ ευρίσκονται στο youtube.
Για μένα ο Ζ είναι ο πιο πληθωρικός διανοούμενος της Αριστεράς,με πολύ ανοικτούς ορίζοντες.Είναι προφανως ότι διατυπώνει κατα καιρούς ισχυρισμούς που ξαφνιάζουν (πχ "φασιστική αριστερά" στην ραδιοφωνική συνέντευξη του)
Δεν μπορώ ειλικρινά να παρουσιάσω κωδικά τις θέσεις του.Δεν είμαι ικανός απλα.
Πάντως το πνεύμα του ,ο διανοητικός πολυσυλλεκτισμός του μου είναι ενα παράδειγμα εντιμης αναζήτησης,που σημαίνει η αριστερά πρέπει να ψάχνει τα πάντα.
Post a Comment