Είναι πρόδηλη η διαπίστωση πως η αριστερά σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο πορεύεται με τρόπο ελλειμματικό και αμυντικό. Δεν είναι τόσο οι εκλογικές της αποτυχίες και η εν γένει ποσοτική της συρρίκνωση τα κυριότερα στοιχεία αυτής της συνθήκης. Και άλλες φορές στο παρελθόν βρέθηκε σε πολύ μειοψηφική θέση. Το σημαντικό σήμερα είναι πως πολύ λίγα έχει να προτείνει για την αλλαγή του κόσμου.
Για το μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας του εργατικού κινήματος ο σοσιαλισμός ήταν ένα πραγματικό πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού – σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση, μιά λέξη. Η ανάταξη αυτής της κατάστασης δεν μπορεί παρά να απαιτεί την εκ νέου ιδιοποίηση της μαρξιστικής θεωρητικής κληρονομιάς μαζί με τη διερεύνηση των χαρακτηριστικών του σύγχρονου καπιταλισμού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ξανά τον αντίπαλο, να τον γνωρίσουμε, να εντοπίσουμε τις αντιφάσεις του, να εκμεταλλευτούμε την κρίση του. Και όλα αυτά να γίνουν γρήγορα. Δεν είναι βέβαιο πως οι ευκαιρίες για το κίνημα της ανθρώπινης χειραφέτησης θα είναι απεριόριστες στο μέλλον, όπως και δεν είναι βέβαιο πως το μέλλον θα είναι απεριόριστο. Και δεν είναι μόνο το θέμα της οικολογικής κρίσης: το καταστροφικό δυναμικό του καπιταλισμού εκδηλώνεται σε όλο και περισσότερα πεδία.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι σε εξέλιξη μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση την οποία ο αρχιερέας του νεοφιλελευθερισμού, ο Alan Greenspan, έχει χαρακτηρίσει τη χειρότερη που έχει αντιμετωπίσει στην καριέρα του. Ο οίκος Lehman Brothers κατέρρευσε, η Bank of America «αναγκάστηκε» να σώσει την Merrill Lynch, και την τελευταία στιγμή η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε να δώσει χέρι βοήθειας στην AIG παρά τα προηγούμενα ηθικοπλαστικά κηρύγματα πως οι φορολογούμενοι δεν μπορούν συνέχεια να καλούνται να σώζουν τη κατάσταση και ότι οι χρηματαγορές πρέπει να πάρουν το μάθημα τους.
Δεν θα μπορούσε,συνεπώς να υπάρχει καταλληλότερη στιγμή για να επανεξετάσουμε τις θεωρίες μας περί κρίσεων. Χρειάζεται να κοιτάξουμε βαθιά στις ρίζες μας: η επισκόπηση του Θανάση Μανιάτη για τις τρεις βασικές προσεγγίσεις στη μαρξιστική παράδοση αυτόν τον σκοπό έχει. Παράλληλα χρειάζεται να εξετάσουμε τις νέες τάσεις στο σύγχρονο καπιταλισμό και ιδιαίτερα στο χρηματοπιστωτικό τομέα: το άρθρο της Ρίκης Βορειάδου αυτό επιχειρεί.
Βέβαια, όπως μας θυμίζει ο Γιάννης Δραγασάκης, οι κρίσεις του καπιταλισμού δεν μπορούν να εξεταστούν μόνο από τη σκοπιά της οικονομίας στο μέτρο που όλες, εν τέλει, επιλύονται μέσω πολιτικής διαμεσολάβησης. Χρειάζεται να εξετάσουμε κάθε κρίση ξεχωριστά, με τα ιδιαίτερά της χαρακτηριστικά και σε σχέση με τα στρατηγικά ζητήματα που δημιουργούνται για την αριστερά.
Ιδιαίτερα, όπως καλά ξεκαθαρίζεται στα κείμενα του αφιερώματος, δεν μπορούμε να προσδοκάμε σε καμιά περισσότερο ή λιγότερο αυθόρμητη «ριζοσπαστικοποίηση των μαζών» ένεκα της καπιταλιστικής κρίσης. Είναι πολύ πιθανό να έχει δίκιο ο μετά το 1858 Μαρξ, όταν ισχυρίζεται πως η κρίση μάλλον διαιρεί την εργατική τάξη και ρίχνει το ηθικό της, παρά διευκολύνει αφεαυτής τον αγώνα για κοινωνικό μετασχηματισμό. Υπάρχει, ωστόσο, ένα στοιχείο στη σημερινή καπιταλιστική κρίση που διαφοροποιεί τα πράγματα από άλλες προηγούμενες. Αυτή η πρώτη μείζων κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού δεν ακολουθεί μια προηγούμενη βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων, αλλά έρχεται να επικαθήσει πάνω σε μια πορεία ενός τετάρτου του αι. βαθμιαίας επιδείνωσης αυτών των συνθηκών. Στη σημερινή κρίση δεν ταιριάζει καθόλου, μάλλον, η διαπίστωση του Μαρξ πως «... κάθε φορά οι κρίσεις προετοιμάζονται ... από μιά περίοδο, όπου ανεβαίνει γενικά ο μισθός εργασίας και η εργατική τάξη παίρνει realiter (πράγματι) μεγαλύτερη μερίδα από το μέρος εκείνο του χρονιάτικου προϊόντος που προορίζεται για κατανάλωση». Και δεν ξέρουμε πόσο υπερβολικό είναι να θεωρούμε μαζί με τον Simon Clarke το Μαρξ ως τον «πρώτο και πιο ριζοσπαστικό θεωρητικό της μεταμοντέρνας συνθήκης», αλλά είναι αλήθεια πως η πόλωση του πλούτου και της φτώχειας, της υπερεργασίας και της ανεργίας κτλ. επιβεβαιώνουν απολύτως την ισχυρή του πεποίθηση για τη «μόνιμη αστάθεια της κοινωνικής ύπαρξης στον καπιταλισμό».
Σήμερα, λοιπόν, στο πλαίσιο ενός καπιταλισμού που προσομοιάζει όλο και περισσότερο σε αυτόν του 19ου αι., ίσως διαμορφώνονται συνθήκες μιας εξ υπαρχής ίδρυσης της κομμουνιστικής υπόθεσης. Οι προσπάθειες υλοποίησής της που μεσολάβησαν οδήγησαν, πολύ πριν από την κατάληξή τους, το κίνημα σε δύσκολη θέση σε ό,τι αφορά τις μακροχρόνιες προοπτικές του. Η επίδρασή τους, ωστόσο, είχε και άλλες πλευρές. Μια από αυτές ήταν ο «μεγάλος φόβος» που ενέσπειραν στην άρχουσα τάξη και που υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση μιας πολιτικής, η οποία έπαιρνε περισσότερο παρά ποτέ υπόψη τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Ο εφαρμοσμένος κεϋνσιανισμός θα ήταν μάλλον αδιανόητος χωρίς αυτή τη συνθήκη. Αυτό που ονομάστηκε «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση», η golden age του μεταπολεμικού καπιταλισμού, είχε ως κύρια αιτία τη μεγάλη σκιά της ριζοσπαστικής αριστεράς που έπεφτε σε ολόκληρο τον πλανήτη από την δεύτερη δεκαετία του 20ου αι. Αυτή η συνθήκη επιτυχίας είναι μόνο ένα από τα στοιχεία που αγνοεί η κεϋνσιανή θεωρητική παράδοση. Δεν είναι η μόνη. Επιπλέον, δεν έχει τα θεωρητικά εργαλεία να εξετάσει γιατί η κεϋνσιανή χρυσή εποχή εξάντλησε το δυναμισμό της στη δεκαετία του ’70. Δεν μπορεί να κατανοήσει, δηλαδή, αυτό που είχε προβλέψει ο M Kalecki από το 1944: ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αντέξει για μακρά χρονική περίοδο την πλήρη απασχόληση χωρίς ριζικές αλλαγές στους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς. Και αυτό γιατί η πλήρης απασχόληση ενδυναμώνει τον κόσμο της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο και χαλαρώνει την πειθαρχία της αγοράς, σε βαθμό απαγορευτικό για την απρόσκοπτη συνέχιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Το γεγονός πως η δική μας θεωρητική παράδοση έχει τα εργαλεία να κατανοήσει αντιπαραθετικές παραδόσεις καλύτερα από ότι αυτές κατανοούν όχι μόνο την δική μας, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό, θα έπρεπε κανονικά να αποτελεί πηγή αυτοπεποίθησης για την αριστερά. Σήμερα, όμως, τα πράγματα είναι πολύ ανάποδα. Αυτό μας κάνει συχνά αμυντικούς περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε. Στα ζητήματα δε της οικονομίας μας κάνει εύκολα «κεϋνσιανούς». Έστω κι αν δεν το λέμε, φαίνεται πως στην αριστερά ισχύει το «είμαστε όλοι κεϋνσιανοί». Πρόκειται μάλλον για σφάλμα και έτσι θα πρέπει η φαντασία μας να τρέξει πολύ περισσότερο από ό,τι μέχρι σήμερα, γαι να είμαστε κάτι άλλο από αριστεροί κεϋνσιανοί. Γιατί, εκτός του γεγονότος πως η «κεϋνσιανή», σοσιαλδημοκρατική αριστερά έχει αποτύχει ιστορικά όσο και η ριζοσπαστική, κομμουνιστική εκδοχή της, πρέπει να κρατήσουμε καλά αυτό που ήδη επισημάνθηκε: ακόμη και οι ουσιαστικότατες βελτιώσεις που επιτεύχθηκαν στο πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης μεταπολεμικά δεν αποτέλεσαν και δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια σταθερή μακρόχρονη κατάσταση. Επί πλέον, υπαρχει και κάτι ακόμα: εμείς δεν μπορούμε να πάρουμε ως δεδομένο το μοντέλο ανάπτυξης. Για μας το πρόβλημα δεν μπορεί να περιοριστεί, όπως συμβουλεύουν παλαιοί και νέοι κεϋνσιανοί, στην κατάλληλη στήριξη της ζήτησης. Χρειάζεται να αμφισβητηθεί το ίδιο το μοντέλο ανάπτυξης, τα πρότυπα κατανάλωσης (βλ. άρθρο Σαββίδη) και πολλά άλλα.
Εν κατακλείδει: οι μεταρρυθμίσεις φαίνεται πως έχουν προοπτική, όταν η επανάσταση αποτελεί βάσιμη προσδοκία και βάσιμο φόβο μαζί. Αυτό είναι, λοιπόν, το θέμα μας σήμερα. Να δημιουργήσουμε εκ νέου, αλλά όχι εντελώς ex nihilo, μια μαζική ριζοσπαστική αριστερά, που θα έχει την ικανότητα να επιβάλλει άμεσα τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, ακριβώς επειδή θα στοχεύει στο σοσιαλισμό, ακριβώς επειδή θα εμπνέει ελπίδα και φόβο.
Για το μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας του εργατικού κινήματος ο σοσιαλισμός ήταν ένα πραγματικό πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού – σήμερα, στην καλύτερη περίπτωση, μιά λέξη. Η ανάταξη αυτής της κατάστασης δεν μπορεί παρά να απαιτεί την εκ νέου ιδιοποίηση της μαρξιστικής θεωρητικής κληρονομιάς μαζί με τη διερεύνηση των χαρακτηριστικών του σύγχρονου καπιταλισμού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ξανά τον αντίπαλο, να τον γνωρίσουμε, να εντοπίσουμε τις αντιφάσεις του, να εκμεταλλευτούμε την κρίση του. Και όλα αυτά να γίνουν γρήγορα. Δεν είναι βέβαιο πως οι ευκαιρίες για το κίνημα της ανθρώπινης χειραφέτησης θα είναι απεριόριστες στο μέλλον, όπως και δεν είναι βέβαιο πως το μέλλον θα είναι απεριόριστο. Και δεν είναι μόνο το θέμα της οικολογικής κρίσης: το καταστροφικό δυναμικό του καπιταλισμού εκδηλώνεται σε όλο και περισσότερα πεδία.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι σε εξέλιξη μια παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση την οποία ο αρχιερέας του νεοφιλελευθερισμού, ο Alan Greenspan, έχει χαρακτηρίσει τη χειρότερη που έχει αντιμετωπίσει στην καριέρα του. Ο οίκος Lehman Brothers κατέρρευσε, η Bank of America «αναγκάστηκε» να σώσει την Merrill Lynch, και την τελευταία στιγμή η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε να δώσει χέρι βοήθειας στην AIG παρά τα προηγούμενα ηθικοπλαστικά κηρύγματα πως οι φορολογούμενοι δεν μπορούν συνέχεια να καλούνται να σώζουν τη κατάσταση και ότι οι χρηματαγορές πρέπει να πάρουν το μάθημα τους.
Δεν θα μπορούσε,συνεπώς να υπάρχει καταλληλότερη στιγμή για να επανεξετάσουμε τις θεωρίες μας περί κρίσεων. Χρειάζεται να κοιτάξουμε βαθιά στις ρίζες μας: η επισκόπηση του Θανάση Μανιάτη για τις τρεις βασικές προσεγγίσεις στη μαρξιστική παράδοση αυτόν τον σκοπό έχει. Παράλληλα χρειάζεται να εξετάσουμε τις νέες τάσεις στο σύγχρονο καπιταλισμό και ιδιαίτερα στο χρηματοπιστωτικό τομέα: το άρθρο της Ρίκης Βορειάδου αυτό επιχειρεί.
Βέβαια, όπως μας θυμίζει ο Γιάννης Δραγασάκης, οι κρίσεις του καπιταλισμού δεν μπορούν να εξεταστούν μόνο από τη σκοπιά της οικονομίας στο μέτρο που όλες, εν τέλει, επιλύονται μέσω πολιτικής διαμεσολάβησης. Χρειάζεται να εξετάσουμε κάθε κρίση ξεχωριστά, με τα ιδιαίτερά της χαρακτηριστικά και σε σχέση με τα στρατηγικά ζητήματα που δημιουργούνται για την αριστερά.
Ιδιαίτερα, όπως καλά ξεκαθαρίζεται στα κείμενα του αφιερώματος, δεν μπορούμε να προσδοκάμε σε καμιά περισσότερο ή λιγότερο αυθόρμητη «ριζοσπαστικοποίηση των μαζών» ένεκα της καπιταλιστικής κρίσης. Είναι πολύ πιθανό να έχει δίκιο ο μετά το 1858 Μαρξ, όταν ισχυρίζεται πως η κρίση μάλλον διαιρεί την εργατική τάξη και ρίχνει το ηθικό της, παρά διευκολύνει αφεαυτής τον αγώνα για κοινωνικό μετασχηματισμό. Υπάρχει, ωστόσο, ένα στοιχείο στη σημερινή καπιταλιστική κρίση που διαφοροποιεί τα πράγματα από άλλες προηγούμενες. Αυτή η πρώτη μείζων κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού δεν ακολουθεί μια προηγούμενη βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων, αλλά έρχεται να επικαθήσει πάνω σε μια πορεία ενός τετάρτου του αι. βαθμιαίας επιδείνωσης αυτών των συνθηκών. Στη σημερινή κρίση δεν ταιριάζει καθόλου, μάλλον, η διαπίστωση του Μαρξ πως «... κάθε φορά οι κρίσεις προετοιμάζονται ... από μιά περίοδο, όπου ανεβαίνει γενικά ο μισθός εργασίας και η εργατική τάξη παίρνει realiter (πράγματι) μεγαλύτερη μερίδα από το μέρος εκείνο του χρονιάτικου προϊόντος που προορίζεται για κατανάλωση». Και δεν ξέρουμε πόσο υπερβολικό είναι να θεωρούμε μαζί με τον Simon Clarke το Μαρξ ως τον «πρώτο και πιο ριζοσπαστικό θεωρητικό της μεταμοντέρνας συνθήκης», αλλά είναι αλήθεια πως η πόλωση του πλούτου και της φτώχειας, της υπερεργασίας και της ανεργίας κτλ. επιβεβαιώνουν απολύτως την ισχυρή του πεποίθηση για τη «μόνιμη αστάθεια της κοινωνικής ύπαρξης στον καπιταλισμό».
Σήμερα, λοιπόν, στο πλαίσιο ενός καπιταλισμού που προσομοιάζει όλο και περισσότερο σε αυτόν του 19ου αι., ίσως διαμορφώνονται συνθήκες μιας εξ υπαρχής ίδρυσης της κομμουνιστικής υπόθεσης. Οι προσπάθειες υλοποίησής της που μεσολάβησαν οδήγησαν, πολύ πριν από την κατάληξή τους, το κίνημα σε δύσκολη θέση σε ό,τι αφορά τις μακροχρόνιες προοπτικές του. Η επίδρασή τους, ωστόσο, είχε και άλλες πλευρές. Μια από αυτές ήταν ο «μεγάλος φόβος» που ενέσπειραν στην άρχουσα τάξη και που υπήρξε καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση μιας πολιτικής, η οποία έπαιρνε περισσότερο παρά ποτέ υπόψη τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Ο εφαρμοσμένος κεϋνσιανισμός θα ήταν μάλλον αδιανόητος χωρίς αυτή τη συνθήκη. Αυτό που ονομάστηκε «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση», η golden age του μεταπολεμικού καπιταλισμού, είχε ως κύρια αιτία τη μεγάλη σκιά της ριζοσπαστικής αριστεράς που έπεφτε σε ολόκληρο τον πλανήτη από την δεύτερη δεκαετία του 20ου αι. Αυτή η συνθήκη επιτυχίας είναι μόνο ένα από τα στοιχεία που αγνοεί η κεϋνσιανή θεωρητική παράδοση. Δεν είναι η μόνη. Επιπλέον, δεν έχει τα θεωρητικά εργαλεία να εξετάσει γιατί η κεϋνσιανή χρυσή εποχή εξάντλησε το δυναμισμό της στη δεκαετία του ’70. Δεν μπορεί να κατανοήσει, δηλαδή, αυτό που είχε προβλέψει ο M Kalecki από το 1944: ο καπιταλισμός δεν μπορεί να αντέξει για μακρά χρονική περίοδο την πλήρη απασχόληση χωρίς ριζικές αλλαγές στους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς. Και αυτό γιατί η πλήρης απασχόληση ενδυναμώνει τον κόσμο της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο και χαλαρώνει την πειθαρχία της αγοράς, σε βαθμό απαγορευτικό για την απρόσκοπτη συνέχιση της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Το γεγονός πως η δική μας θεωρητική παράδοση έχει τα εργαλεία να κατανοήσει αντιπαραθετικές παραδόσεις καλύτερα από ότι αυτές κατανοούν όχι μόνο την δική μας, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό, θα έπρεπε κανονικά να αποτελεί πηγή αυτοπεποίθησης για την αριστερά. Σήμερα, όμως, τα πράγματα είναι πολύ ανάποδα. Αυτό μας κάνει συχνά αμυντικούς περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε. Στα ζητήματα δε της οικονομίας μας κάνει εύκολα «κεϋνσιανούς». Έστω κι αν δεν το λέμε, φαίνεται πως στην αριστερά ισχύει το «είμαστε όλοι κεϋνσιανοί». Πρόκειται μάλλον για σφάλμα και έτσι θα πρέπει η φαντασία μας να τρέξει πολύ περισσότερο από ό,τι μέχρι σήμερα, γαι να είμαστε κάτι άλλο από αριστεροί κεϋνσιανοί. Γιατί, εκτός του γεγονότος πως η «κεϋνσιανή», σοσιαλδημοκρατική αριστερά έχει αποτύχει ιστορικά όσο και η ριζοσπαστική, κομμουνιστική εκδοχή της, πρέπει να κρατήσουμε καλά αυτό που ήδη επισημάνθηκε: ακόμη και οι ουσιαστικότατες βελτιώσεις που επιτεύχθηκαν στο πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης μεταπολεμικά δεν αποτέλεσαν και δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια σταθερή μακρόχρονη κατάσταση. Επί πλέον, υπαρχει και κάτι ακόμα: εμείς δεν μπορούμε να πάρουμε ως δεδομένο το μοντέλο ανάπτυξης. Για μας το πρόβλημα δεν μπορεί να περιοριστεί, όπως συμβουλεύουν παλαιοί και νέοι κεϋνσιανοί, στην κατάλληλη στήριξη της ζήτησης. Χρειάζεται να αμφισβητηθεί το ίδιο το μοντέλο ανάπτυξης, τα πρότυπα κατανάλωσης (βλ. άρθρο Σαββίδη) και πολλά άλλα.
Εν κατακλείδει: οι μεταρρυθμίσεις φαίνεται πως έχουν προοπτική, όταν η επανάσταση αποτελεί βάσιμη προσδοκία και βάσιμο φόβο μαζί. Αυτό είναι, λοιπόν, το θέμα μας σήμερα. Να δημιουργήσουμε εκ νέου, αλλά όχι εντελώς ex nihilo, μια μαζική ριζοσπαστική αριστερά, που θα έχει την ικανότητα να επιβάλλει άμεσα τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, ακριβώς επειδή θα στοχεύει στο σοσιαλισμό, ακριβώς επειδή θα εμπνέει ελπίδα και φόβο.
1 comment:
Τι ωράια επιλογή!!
Η Κυριακάτικη Εποχή,και το σχετικό αφιέρωμα ήταν μια καταπληκτική θετική έκπληξη.
Σε πολά άρθρα,επισημαίνεται ο κίνδυνος να γίνει ένας γενικός ευρύχωρος "αντινεοφιλελευθερισμός" όπλο στα χέρια μιας δυναμικής Ακροδεξιάς.
Οι γερόλυκοι του ΚΚΕ ,το αντελήφθηκαν αμέσως,(λογω τρομερού ιστορικού DNA που έχει αυτο κόμμα) και έκαναν κατα την γνώμη μου μια πολύ εύστοχη ανακοίνωση.
Ταπεινή γνώμη του ιστολογίου μου είναι ότι η έννοια του "νεοφιλελευθερισμού΄" ήταν και είναι ακατάλληλη για μια κριτική παρέμβαση,αλλά αυτό είναι δευτερεύον.
Νιώθουμε τόσο ωράια όταν πολίτες και ιστολόγια σαν το red pepper εχουν καραίες τεντωμένες παντού και επιστρατεύουν την κοινή λογική πρίν την κοινότυπη ανάλυση
Post a Comment