Μήνυμα νίκης του Μπαράκ Ομπάμα έστειλαν την Κυριακή οι ψηφοφόροι του Πόρτλαντ στο Ορεγκον, που κατέκλυσαν το κεντρικό πάρκο της πόλης για να ακούσουν τον μαύρο υποψήφιο.
Από τον Φρανκ Ριτς*
Εντέλει πήγε στράφι η λαϊκιστική «στροφή» της Χίλαρι Κλίντον (Hillary Clinton), με στόχο να εντυπωσιάσει το «λαουτζίκο» που λατρεύει τα ράλι και τα όπλα κι έχει πληγεί από την οικονομία: όταν ρωτήθηκαν ποιος υποψήφιος «μοιράζεται περισσότερο τις αξίες σας», οι ψηφοφόροι στη Βόρειο Καρολίνα αλλά και στην Iντιάνα προτίμησαν τον εκπρόσωπο της ελίτ κι εκείνων που παραγγέλλουν σαλάτα ρόκα.
Η «αρπαχτή» του Μπιλ Κλίντον (Bill Clinton) στις μικρές πόλεις της Βορείου Καρολίνας, που παρουσιάστηκε σαν αναβίωση του παλιού καλού καιρού, με τις γνωστές αυθόρμητες κουβεντούλες με τους περαστικούς, τελικά λειτούργησε ως μία ακόμα επιχείρηση υπονόμευσης της συζύγου του, καθώς καλλιέργησε φρούδες προσδοκίες περί της (καταστροφικής όπως αποδείχτηκε) εκλογικής της επίδοσής στην πολιτεία.
Η άνευρη εμφάνιση του Μπάρακ Ομπάμα (Barack Obama) στην τελευταία τηλεμαχία του, -για να μην αναφερθούμε στην απόπειρα εκλογικής δολοφονίας του από τον πάστορα Τζερεμάια Ράιτ (Jeremiah Wright)- δε στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν την αναπότρεπτη πορεία του προς το χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος.
«Είναι νωρίς ακόμα», δήλωσε η κ. Κλίντον την Τετάρτη (7/5/2008). Έχει κάποιο δίκιο, αν και για την ίδια είναι πια πολύ αργά. Βρισκόμαστε πράγματι μόλις στο τέλος της αρχής αυτού που θα είναι μια καταπληκτική (εκλογική) χρονιά.
Ενώ αναμένουμε την αυτοκαταστροφική κατρακύλα της Χίλαρι έξω από τη διεκδίκηση του χρίσματος του κόμματός της, έχουμε λίγο χρόνο να πάρουμε μια ανάσα από τη συνεχή τρεχάλα των τελευταίων μηνών -και να ρίξουμε μια ματιά για το πού βρισκόμαστε.
Ο λόγος που οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι έπεσαν φέτος τόσο συχνά έξω, έχει να κάνει με το ότι ξεχνάνε σε ποια χρονιά βρισκόμαστε. Μόνο αν δούμε καλά πως το ημερολόγιο γράφει «2008», θα αντιληφθούμε πως έχουν νόημα όλα όσα συμβαίνουν στην κούρσα προς τις εκλογές του Νοεμβρίου.
Δε βρισκόμαστε π.χ. στο 1968, που η χώρα ήταν τόσο διχασμένη στο ζήτημα του πολέμου και των φυλετικών διακρίσεων που οι πόλεις και τα πανεπιστήμιά μας έσκαζαν κάθε τόσο σε βίαια ξεσπάσματα. Αν έχετε αμφιβολίες περί αυτού, ρίξτε μια ματιά στις περιορισμένες αντιδράσεις για την αθώωση τριών αστυνομικών που πυροβόλησαν και σκότωσαν με 50 σφαίρες έναν άοπλο μαύρο άνδρα, ονόματι Σον Μπελ (Sean Bell).
Δεν βρισκόμαστε ούτε στο 1988, όταν ένας μέτριος αριστερίζων Δημοκρατικός πολιτικός από τη Μασαχουσέτη κατεδαφίστηκε με ευκολία, χάρη σε μερικές ρατσιστικές τηλεοπτικές διαφημίσεις, ενώ ένας αντιπρόεδρος εξελέγη πρόεδρος παριστάνοντας πως ήταν η... τρίτη θητεία ενός μεγάλου προέδρου.
Επίσης δεν βρισκόμαστε στο 1998, όταν οι «τεφάλ» Κλίντον θριάμβευαν κατά της προσπάθειας καθαίρεσής τους. Και δεν βρισκόμαστε στο 2004, όταν ένας ακόμα Δημοκρατικός από τη Μασαχουσέτη βούλιαξε αύτανδρος με το ουιντ-σερφ του.
Σχεδόν όλες οι προβλέψεις για το τι θα γίνει στις φετινές εκλογές έγιναν από τύπους που προσπαθούσαν να ζουλήξουν τον πλαστικό κύλινδρο της φετινής συγκυρίας μέσα στα τετραγωνάκια των περασμένων εκλογών.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι παρατηρητές εξακολουθούν να περιμένουν την πτώση του Ομπάμα: χμμμ, αυτός ο Τζερεμάια Ράιτ θα είναι ο δικός του Ουίλι Χόρτον (Willie Horton)! Τόσο το χειρότερο για τους ψηφοφόρους, που δεν παύουν να τους διαψεύδουν!
Έτσι εξηγείται που το δημοσιογραφικό και πολιτικό κατεστημένο έφτασε να πιστεύει στις μαγικές ικανότητες του ακατανίκητου επιτελείου, της οργάνωσης και του χρηματοδοτικού μηχανισμού της Κλίντον. Αυτός είναι ο λόγος που μερικοί φαντάζονται πως ο Τζον Μακ Κέιν (John McCain) θα κατορθώσει να αξιοποιήσει προς όφελός του το φιάσκο του Ιράκ, ακριβώς όπως τα κατάφερε (το 1968) ο Νίξον (Nixon) με το Βιετνάμ.
Το 2008 όμως είναι πολύ πιο περίπλοκο και συναρπαστικό από ότι μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε οι αναλογίες με το παρελθόν. Φυσικά, περνάμε δυσκολίες. Σήμερα πιστεύουν πως «η χώρα βρίσκεται σε λάθος πορεία» περισσότεροι ψηφοφόροι από τότε που οι «Νιου Γιορκ τάιμς» και το CBS συμπεριέλαβαν τη συγκεκριμένη ερώτηση στις δημοσκοπήσεις τους. Όσο για τον Τζορτζ Μπους (George W. Bush), είναι ο λιγότερο δημοφιλής πρόεδρος που γνώρισαν ποτέ οι εν ζωή Αμερικανοί.
Κι όμως, παραδόξως, υπάρχει μια αδιόρατη αίσθηση: όλοι μας ξέρουμε πως τελικά η σελίδα θα γυρίσει. Παρ' όλα τα άγχη και την αγωνία για την έκβαση του πολέμου και της οικονομικής κρίσης, παρά την τραχύτητα της προεκλογικής εκστρατείας, η ανυπομονησία να τελειώνουμε με την εποχή Μπους είναι αισθητή κι επιβάλλεται επί κάθε αισθήματος ηττοπάθειας.
Το υπόγειο ρεύμα της ελπίδας που κυλά κάτω από την εθνική κατήφεια μπορεί κανείς να το αντιληφθεί στο ρεκόρ εγγραφής νέων ψηφοφόρων στους εκλογικούς καταλόγους και στην εξωφρενικά υψηλή συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογικές διαδικασίες του Δημοκρατικού κόμματος.
Ο κ. Ομπάμα λίγα έκανε για να δημιουργήσει αυτή τη συγκυρία. Τα έργα και οι μέρες του Μπους ήταν εκείνα που επώασαν την ισχυρή προσδοκία της αλλαγής γενιάς. Ο Ομπάμα όμως είχε την εξυπνάδα να εκμεταλλευτεί αυτό το αίσθημα. Το να είναι υποψήφιος το 2008 -αντί να περιμένει άλλα τέσσερα χρόνια- ήταν πιθανότατα η εξυπνότερη πολιτική απόφαση που πήρε ποτέ (και ναι, έχει πάρει κάμποσες ανόητες).
Η δεύτερη πιο έξυπνη απόφασή του ήταν να κατανοήσει και να υπογραμμίσει αυτό το υπόγειο, σχεδόν παλλαϊκό αίσθημα υπέρ της αλλαγής, αντί να βολευτεί στην πολύ πιο στενή και δύσπεπτη αντιπολίτευση στα πεπραγμένα του Μπους. Ακόμα δεν ξέρουμε (και δε θα το μάθουμε μέχρι να μπει στο Λευκό Οίκο) αν θα είναι πράγματι ο άνθρωπος της συγκυρίας, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως η συγκυρία βοήθησε στην ανάδειξή του.
Επί πέντε χρόνια οι μεσήλικες «μπούμερς» ρωτούσαν: «μα γιατί δεν κατεβαίνουν οι νέοι στους δρόμους να φωνάζουν κατά του πολέμου, όπως το κάναμε εμείς;». Η απάντηση είναι απλή: προαιρετική στρατιωτική θητεία!
Όπως όμως δείχνουν οι Μόρλι Ουίνογκραντ (Morley Winograd) και Μάικλ Χάις (Michael D. Hais) στο βιβλίο τους για τη μετά το 1982 γενιά, η πολιτική ενέργειά αυτής της νεολαίας δαπανάται σε πιο αθόρυβους τρόπους κοινωνικού ακτιβισμού και πιο ευρείες (δια) δικτυώσεις, συχνά μέσα από την ίδια ιστοσελίδα.
Αυτή η «από τα κάτω» ψηφιακή βάση των παιδιών της νέας χιλιετίας, υπήρχε και ανέμενε εκείνον που θα την εκμεταλλευόταν, για πολιτική οργάνωση, χρηματοδότηση και... διασκέδαση -και το επιτελείο του Ομπάμα ήξερε ακριβώς πώς να το κάνει. Αντιθέτως, το τμήμα του τύπου που δεν ξεχωρίζει το «φέις μπουκ» από το AOL, ήταν πολύ απασχολημένο να σαλιαρίζει με τους γνωστούς από τη δεκαετία του '90 καλοταϊσμένους δωρητές των Κλίντον, ώστε να μπορέσει να ακούσει το μπουμπουνητό του υπόγειου σεισμού που εξελισσόταν κάτω από τα πόδια τους.
Όσο για τις δημογραφικές ανακατατάξεις του εκλογικού χάρτη, αν και απασχόλησαν πολύ περισσότερο τον τύπο, εξακολουθούν να μην έχουν γίνει πλήρως κατανοητές. Από το Οχάιο της «ζώνης της σκουριάς» έως τις εσωκομματικές εκλογές της περασμένης Τρίτης, οι σχολιαστές έχουν εμμονή με την κοινωνική ομάδα των μεσήλικων, λευκών, εργαζόμενων.
Η αχαρακτήριστη (και μεροληπτική) υπόθεση εργασίας τους (που αργότερα την υιοθέτησε και η ίδια η Κλίντον) είναι πως αυτοί οι ψηφοφόροι είναι «ριγκανικοί Δημοκρατικοί», που μυστηριωδώς παρέμεναν καταψυγμένοι από τη δεκαετία του '80, και που τώρα τους ξεπάγωσαν και κυκλοφορούν σε δύο γεύσεις: τους «χαζούς», που ο κάθε πολιτικός μπορεί να τους ξεγελάσει με μερικές φοροαπαλλαγές στη βενζίνη και τους «ρατσιστές», που βρίσκονται εκτός της εμβέλειας του κ. Ομπάμα.
Λοιπόν: πράγματι υπάρχουν ρατσιστές στην Αμερική, όπως και αρκετοί χαζοί (πολλοί από τους οποίους ψηφίζουν Ομπάμα). Μερικοί ανάμεσά τους πράγματι μπορεί να κατοικούν στην Ιντιάνα και να μην έχουν ψηφίσει Δημοκρατικό για πρόεδρο από το 1964.
Αλλά υπάρχουν πολύ περισσότεροι λευκοί εργάτες -οπαδοί της Κλίντον, αλλά και του Ομπάμα- που μετά από επτά χρόνια Ρεπουμπλικανικής αποτυχίας νοσταλγούν τις Δημοκρατικές πολιτικές. Όσο για τους ρατσιστές, λίγα στοιχεία υπάρχουν πως είναι τόσο πολυάριθμοι ώστε να βαρύνουν αποφασιστικά στο εκλογικό αποτέλεσμα τον επόμενο Νοέμβριο, ιδίως στις αμφίρροπες πολιτείες.
Όπως έδειξε ο γραφίστας των «τάιμς» Τσαρλς Μπλόου (Charles Blow) το περασμένο Σαββατοκύριακο, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση «τάιμς»/CBS οι θετικές γνώμες του Ομπάμα στους λευκούς Δημοκρατικούς ανέβηκαν κατά 5% από το περασμένο καλοκαίρι (αντιθέτως, οι θετικές γνώμες της Κλίντον στους μαύρους έπεσαν κατά 36%, ενώ οι αρνητικές γνώμες για το πρόσωπό της ανέβηκαν κατά 17%).
Το ινστιτούτο «γκάλοπ» την περασμένη εβδομάδα βρήκε πως -μετά το σόου του Ράιτ- τα ποσοστά του Ομπάμα εναντίον του Μακ Κέιν δεν είναι χειρότερα από εκείνα του Κέρι (Kerry) εναντίον του Μπους το 2004.
Αλλά δεν βρισκόμαστε στο 2004 και η εμμονή με αυτό το δέντρο της σύγκρουσης Κλίντον-Ομπάμα δε μας αφήνει να δούμε το δάσος: η άνοδος της συμμετοχής των μαύρων και των νέων ψηφοφόρων στις εσωκομματικές εκλογές του Δημοκρατικού κόμματος δείχνει πως αλλάζει το ειδικό βάρος αυτών των κατηγοριών στο σύνολο του εκλογικού σώματος.
Στο Οχάιο π.χ. εδώ και τέσσερα χρόνια ο Κέρι έχασε με διαφορά 119,000 ψήφων. Φέτος οι μαύροι ψηφοφόροι αντιπροσώπευαν το 18% των ψηφοφόρων στις εσωκομματικές εκλογές του Δημοκρατικού κόμματος, έναντι 14% το 2004, που σημαίνει 230,000 παραπάνω ψηφοφόροι, σε σύνολο μιας αύξησης κατά 1,000,000 ψηφοφόρους. Οι νέοι ψηφοφόροι, κάτω των 30 ετών (που αυξήθηκαν κατά 245,000 περίπου) αντιπροσώπευσαν το 16% του εκλογικού σώματος, έναντι 9% το 2004. Στο Οχάιο, αυτοί οι νέοι ξεπέρασαν σε συμμετοχή ακόμα και την ομάδα των άνω των 65 ετών, που παραδοσιακά ψηφίζει περισσότερο από κάθε άλλη ηλικιακή κατηγορία.
Για τους Δημοκρατικούς όμως και τον Ομπάμα, ακόμα καλύτερο νέο από αυτά τα δημογραφικά στοιχεία είναι το ότι τόσο πολλοί Ρεπουμπλικάνοι εκλογομάγειροι παραπονιούνται πως δεν πιάνουν πια τόσο καλά όσο 4 ή 8 χρόνια πριν οι αλάνθαστες συνταγές του Καρλ Ρόουβ (Karl Rove)... Αν σερφάρεις στα δεξιά μπλογκ ή κοιτάς το «φοξ» όλο και κάποιος θα αναφερθεί στον κ. Ράιτ ή θα χιμήξει στον άλλο προβλέψιμο στόχο των δεξιών, την Μισέλ Ομπάμα (Michelle Obama).
Αυτά ίσως να βοηθήσουν στη συσπείρωση της ψήφου κατά του Ομπάμα. Αλλά το Νοέμβριο η επιρροή τους θα επισκιαστεί με άνεση από την κινητοποίηση των πολυάριθμων ενθουσιασμένων νεολαίων, των μαύρων, των γυναικών, μεταξύ των οποίων θα βρίσκονται πολλοί Δημοκρατικοί υποστηρικτές της Κλίντον, αλλά και Ρεπουμπλικάνοι, και ανεξάρτητοι, αποφασισμένοι να καταρρίψουν έναν Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο με τόσο αψεγάδιαστο ιστορικό καταψήφισης των αμβλώσεων.
Το περασμένο Σαββατοκύριακο οι Δημοκρατικοί κέρδισαν άλλη μια «σίγουρη» ρεπουμπλικανική βουλευτική έδρα στη Λουιζιάνα, όταν ο συντηρητικός υποψήφιος βάσισε ολόκληρη την προεκλογική του εκστρατεία στο να παρουσιάζει τον Ομπάμα σαν μπαμπούλα.
Λίγοι συντηρητικοί υποψιάζονται πως οι κανόνες του παιχνιδιού άλλαξαν. Ο Τζορτζ Ουιλ (George Will) έγραψε την περασμένη εβδομάδα πως ο κ. Ομπάμα θυμίζει τον Ρέιγκαν (Reagan) υπό την έννοια πως «οι τρόποι του καθησυχάζουν τους αντιπάλους του και τους οδηγούν να υποτιμήσουν τη μαχητικότητά του, την ατσάλινη γροθιά που κρύβει κάτω από τα απαλά του σακάκια». Ο Τζον και η Σίντι Μακ Κέιν (Cindy McCain) μοιάζει να είναι πιο πονηρεμένοι, όπως φάνηκε από όσα είπαν κατά της αρνητικής προεκλογικής διαφήμισης (αυτός στο «δε ντέιλι σόου», αυτή στο «τουντέι»).
Ακόμα όμως κι αν ο Μακ Κέιν αλλάξει ρότα και πάψει να παρουσιάζει τον Ομπάμα ως τον « άνθρωπο της χαμάς», δεν είναι σε θέση να αποκηρύξει τη σχολή του Λίμπο (Limbaugh) και των υπόλοιπων εμπόρων του συντηρητισμού. Αυτοί εξάλλου είναι ό,τι του έχει απομείνει από τη άλλοτε κραταιά κομματική του βάση.
Τώρα που τελείωσε η διαμάχη μεταξύ Ομπάμα-Κλίντον, στα κυριλέ δημοσιογραφικά και πολιτικά γραφεία η νέα μόδα είναι να θεωρείται πως ο «ανεξάρτητος» Τζον Μακ Κέιν (τόσο ανεξάρτητος που σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του κογκρέσου υποστήριξε τον Μπους στο 95% των περσινών ψηφοφοριών), είναι εις θέση να ξεπεράσει τα οικονομικά προβλήματα, τον πόλεμο, την αηδία για τον Μπους και τη χρεοκοπία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και να ανταγωνιστεί «στα ίσα» τον Ομπάμα.
Τα πάντα μπορεί να γίνουν στην πολιτική και να αλλάξουν τα δεδομένα: από τα -αδημοσίευτα ακόμα- στοιχεία της κατάστασης της υγείας του Μακ Κέιν έως νέες αποκαλύψεις για το παρελθόν του Ομπάμα στο Σικάγο.
Αλλά όμως, εφόσον ο Δημοκρατικός υποψήφιος συνεχίσει να βρίσκεται στο 2008, αφήνοντας όλους τους άλλους να δίνουν διάφορες μάχες του παρελθόντος, όλοι θα συνεχίσουν να κάνουν το μοιραίο λάθος να τον υποτιμούν, έως τη στιγμή που θα κλείσουν οι κάλπες.
*O Frank Rich είναι επιφυλλιδογράφος των «Νιου Γιορκ τάιμς». Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στις 12-5-2008. Η μετάφραση έγινε από την ομάδα του PPOL.
Εντέλει πήγε στράφι η λαϊκιστική «στροφή» της Χίλαρι Κλίντον (Hillary Clinton), με στόχο να εντυπωσιάσει το «λαουτζίκο» που λατρεύει τα ράλι και τα όπλα κι έχει πληγεί από την οικονομία: όταν ρωτήθηκαν ποιος υποψήφιος «μοιράζεται περισσότερο τις αξίες σας», οι ψηφοφόροι στη Βόρειο Καρολίνα αλλά και στην Iντιάνα προτίμησαν τον εκπρόσωπο της ελίτ κι εκείνων που παραγγέλλουν σαλάτα ρόκα.
Η «αρπαχτή» του Μπιλ Κλίντον (Bill Clinton) στις μικρές πόλεις της Βορείου Καρολίνας, που παρουσιάστηκε σαν αναβίωση του παλιού καλού καιρού, με τις γνωστές αυθόρμητες κουβεντούλες με τους περαστικούς, τελικά λειτούργησε ως μία ακόμα επιχείρηση υπονόμευσης της συζύγου του, καθώς καλλιέργησε φρούδες προσδοκίες περί της (καταστροφικής όπως αποδείχτηκε) εκλογικής της επίδοσής στην πολιτεία.
Η άνευρη εμφάνιση του Μπάρακ Ομπάμα (Barack Obama) στην τελευταία τηλεμαχία του, -για να μην αναφερθούμε στην απόπειρα εκλογικής δολοφονίας του από τον πάστορα Τζερεμάια Ράιτ (Jeremiah Wright)- δε στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν την αναπότρεπτη πορεία του προς το χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος.
«Είναι νωρίς ακόμα», δήλωσε η κ. Κλίντον την Τετάρτη (7/5/2008). Έχει κάποιο δίκιο, αν και για την ίδια είναι πια πολύ αργά. Βρισκόμαστε πράγματι μόλις στο τέλος της αρχής αυτού που θα είναι μια καταπληκτική (εκλογική) χρονιά.
Ενώ αναμένουμε την αυτοκαταστροφική κατρακύλα της Χίλαρι έξω από τη διεκδίκηση του χρίσματος του κόμματός της, έχουμε λίγο χρόνο να πάρουμε μια ανάσα από τη συνεχή τρεχάλα των τελευταίων μηνών -και να ρίξουμε μια ματιά για το πού βρισκόμαστε.
Ο λόγος που οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι έπεσαν φέτος τόσο συχνά έξω, έχει να κάνει με το ότι ξεχνάνε σε ποια χρονιά βρισκόμαστε. Μόνο αν δούμε καλά πως το ημερολόγιο γράφει «2008», θα αντιληφθούμε πως έχουν νόημα όλα όσα συμβαίνουν στην κούρσα προς τις εκλογές του Νοεμβρίου.
Δε βρισκόμαστε π.χ. στο 1968, που η χώρα ήταν τόσο διχασμένη στο ζήτημα του πολέμου και των φυλετικών διακρίσεων που οι πόλεις και τα πανεπιστήμιά μας έσκαζαν κάθε τόσο σε βίαια ξεσπάσματα. Αν έχετε αμφιβολίες περί αυτού, ρίξτε μια ματιά στις περιορισμένες αντιδράσεις για την αθώωση τριών αστυνομικών που πυροβόλησαν και σκότωσαν με 50 σφαίρες έναν άοπλο μαύρο άνδρα, ονόματι Σον Μπελ (Sean Bell).
Δεν βρισκόμαστε ούτε στο 1988, όταν ένας μέτριος αριστερίζων Δημοκρατικός πολιτικός από τη Μασαχουσέτη κατεδαφίστηκε με ευκολία, χάρη σε μερικές ρατσιστικές τηλεοπτικές διαφημίσεις, ενώ ένας αντιπρόεδρος εξελέγη πρόεδρος παριστάνοντας πως ήταν η... τρίτη θητεία ενός μεγάλου προέδρου.
Επίσης δεν βρισκόμαστε στο 1998, όταν οι «τεφάλ» Κλίντον θριάμβευαν κατά της προσπάθειας καθαίρεσής τους. Και δεν βρισκόμαστε στο 2004, όταν ένας ακόμα Δημοκρατικός από τη Μασαχουσέτη βούλιαξε αύτανδρος με το ουιντ-σερφ του.
Σχεδόν όλες οι προβλέψεις για το τι θα γίνει στις φετινές εκλογές έγιναν από τύπους που προσπαθούσαν να ζουλήξουν τον πλαστικό κύλινδρο της φετινής συγκυρίας μέσα στα τετραγωνάκια των περασμένων εκλογών.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι παρατηρητές εξακολουθούν να περιμένουν την πτώση του Ομπάμα: χμμμ, αυτός ο Τζερεμάια Ράιτ θα είναι ο δικός του Ουίλι Χόρτον (Willie Horton)! Τόσο το χειρότερο για τους ψηφοφόρους, που δεν παύουν να τους διαψεύδουν!
Έτσι εξηγείται που το δημοσιογραφικό και πολιτικό κατεστημένο έφτασε να πιστεύει στις μαγικές ικανότητες του ακατανίκητου επιτελείου, της οργάνωσης και του χρηματοδοτικού μηχανισμού της Κλίντον. Αυτός είναι ο λόγος που μερικοί φαντάζονται πως ο Τζον Μακ Κέιν (John McCain) θα κατορθώσει να αξιοποιήσει προς όφελός του το φιάσκο του Ιράκ, ακριβώς όπως τα κατάφερε (το 1968) ο Νίξον (Nixon) με το Βιετνάμ.
Το 2008 όμως είναι πολύ πιο περίπλοκο και συναρπαστικό από ότι μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε οι αναλογίες με το παρελθόν. Φυσικά, περνάμε δυσκολίες. Σήμερα πιστεύουν πως «η χώρα βρίσκεται σε λάθος πορεία» περισσότεροι ψηφοφόροι από τότε που οι «Νιου Γιορκ τάιμς» και το CBS συμπεριέλαβαν τη συγκεκριμένη ερώτηση στις δημοσκοπήσεις τους. Όσο για τον Τζορτζ Μπους (George W. Bush), είναι ο λιγότερο δημοφιλής πρόεδρος που γνώρισαν ποτέ οι εν ζωή Αμερικανοί.
Κι όμως, παραδόξως, υπάρχει μια αδιόρατη αίσθηση: όλοι μας ξέρουμε πως τελικά η σελίδα θα γυρίσει. Παρ' όλα τα άγχη και την αγωνία για την έκβαση του πολέμου και της οικονομικής κρίσης, παρά την τραχύτητα της προεκλογικής εκστρατείας, η ανυπομονησία να τελειώνουμε με την εποχή Μπους είναι αισθητή κι επιβάλλεται επί κάθε αισθήματος ηττοπάθειας.
Το υπόγειο ρεύμα της ελπίδας που κυλά κάτω από την εθνική κατήφεια μπορεί κανείς να το αντιληφθεί στο ρεκόρ εγγραφής νέων ψηφοφόρων στους εκλογικούς καταλόγους και στην εξωφρενικά υψηλή συμμετοχή στις εσωκομματικές εκλογικές διαδικασίες του Δημοκρατικού κόμματος.
Ο κ. Ομπάμα λίγα έκανε για να δημιουργήσει αυτή τη συγκυρία. Τα έργα και οι μέρες του Μπους ήταν εκείνα που επώασαν την ισχυρή προσδοκία της αλλαγής γενιάς. Ο Ομπάμα όμως είχε την εξυπνάδα να εκμεταλλευτεί αυτό το αίσθημα. Το να είναι υποψήφιος το 2008 -αντί να περιμένει άλλα τέσσερα χρόνια- ήταν πιθανότατα η εξυπνότερη πολιτική απόφαση που πήρε ποτέ (και ναι, έχει πάρει κάμποσες ανόητες).
Η δεύτερη πιο έξυπνη απόφασή του ήταν να κατανοήσει και να υπογραμμίσει αυτό το υπόγειο, σχεδόν παλλαϊκό αίσθημα υπέρ της αλλαγής, αντί να βολευτεί στην πολύ πιο στενή και δύσπεπτη αντιπολίτευση στα πεπραγμένα του Μπους. Ακόμα δεν ξέρουμε (και δε θα το μάθουμε μέχρι να μπει στο Λευκό Οίκο) αν θα είναι πράγματι ο άνθρωπος της συγκυρίας, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως η συγκυρία βοήθησε στην ανάδειξή του.
Επί πέντε χρόνια οι μεσήλικες «μπούμερς» ρωτούσαν: «μα γιατί δεν κατεβαίνουν οι νέοι στους δρόμους να φωνάζουν κατά του πολέμου, όπως το κάναμε εμείς;». Η απάντηση είναι απλή: προαιρετική στρατιωτική θητεία!
Όπως όμως δείχνουν οι Μόρλι Ουίνογκραντ (Morley Winograd) και Μάικλ Χάις (Michael D. Hais) στο βιβλίο τους για τη μετά το 1982 γενιά, η πολιτική ενέργειά αυτής της νεολαίας δαπανάται σε πιο αθόρυβους τρόπους κοινωνικού ακτιβισμού και πιο ευρείες (δια) δικτυώσεις, συχνά μέσα από την ίδια ιστοσελίδα.
Αυτή η «από τα κάτω» ψηφιακή βάση των παιδιών της νέας χιλιετίας, υπήρχε και ανέμενε εκείνον που θα την εκμεταλλευόταν, για πολιτική οργάνωση, χρηματοδότηση και... διασκέδαση -και το επιτελείο του Ομπάμα ήξερε ακριβώς πώς να το κάνει. Αντιθέτως, το τμήμα του τύπου που δεν ξεχωρίζει το «φέις μπουκ» από το AOL, ήταν πολύ απασχολημένο να σαλιαρίζει με τους γνωστούς από τη δεκαετία του '90 καλοταϊσμένους δωρητές των Κλίντον, ώστε να μπορέσει να ακούσει το μπουμπουνητό του υπόγειου σεισμού που εξελισσόταν κάτω από τα πόδια τους.
Όσο για τις δημογραφικές ανακατατάξεις του εκλογικού χάρτη, αν και απασχόλησαν πολύ περισσότερο τον τύπο, εξακολουθούν να μην έχουν γίνει πλήρως κατανοητές. Από το Οχάιο της «ζώνης της σκουριάς» έως τις εσωκομματικές εκλογές της περασμένης Τρίτης, οι σχολιαστές έχουν εμμονή με την κοινωνική ομάδα των μεσήλικων, λευκών, εργαζόμενων.
Η αχαρακτήριστη (και μεροληπτική) υπόθεση εργασίας τους (που αργότερα την υιοθέτησε και η ίδια η Κλίντον) είναι πως αυτοί οι ψηφοφόροι είναι «ριγκανικοί Δημοκρατικοί», που μυστηριωδώς παρέμεναν καταψυγμένοι από τη δεκαετία του '80, και που τώρα τους ξεπάγωσαν και κυκλοφορούν σε δύο γεύσεις: τους «χαζούς», που ο κάθε πολιτικός μπορεί να τους ξεγελάσει με μερικές φοροαπαλλαγές στη βενζίνη και τους «ρατσιστές», που βρίσκονται εκτός της εμβέλειας του κ. Ομπάμα.
Λοιπόν: πράγματι υπάρχουν ρατσιστές στην Αμερική, όπως και αρκετοί χαζοί (πολλοί από τους οποίους ψηφίζουν Ομπάμα). Μερικοί ανάμεσά τους πράγματι μπορεί να κατοικούν στην Ιντιάνα και να μην έχουν ψηφίσει Δημοκρατικό για πρόεδρο από το 1964.
Αλλά υπάρχουν πολύ περισσότεροι λευκοί εργάτες -οπαδοί της Κλίντον, αλλά και του Ομπάμα- που μετά από επτά χρόνια Ρεπουμπλικανικής αποτυχίας νοσταλγούν τις Δημοκρατικές πολιτικές. Όσο για τους ρατσιστές, λίγα στοιχεία υπάρχουν πως είναι τόσο πολυάριθμοι ώστε να βαρύνουν αποφασιστικά στο εκλογικό αποτέλεσμα τον επόμενο Νοέμβριο, ιδίως στις αμφίρροπες πολιτείες.
Όπως έδειξε ο γραφίστας των «τάιμς» Τσαρλς Μπλόου (Charles Blow) το περασμένο Σαββατοκύριακο, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση «τάιμς»/CBS οι θετικές γνώμες του Ομπάμα στους λευκούς Δημοκρατικούς ανέβηκαν κατά 5% από το περασμένο καλοκαίρι (αντιθέτως, οι θετικές γνώμες της Κλίντον στους μαύρους έπεσαν κατά 36%, ενώ οι αρνητικές γνώμες για το πρόσωπό της ανέβηκαν κατά 17%).
Το ινστιτούτο «γκάλοπ» την περασμένη εβδομάδα βρήκε πως -μετά το σόου του Ράιτ- τα ποσοστά του Ομπάμα εναντίον του Μακ Κέιν δεν είναι χειρότερα από εκείνα του Κέρι (Kerry) εναντίον του Μπους το 2004.
Αλλά δεν βρισκόμαστε στο 2004 και η εμμονή με αυτό το δέντρο της σύγκρουσης Κλίντον-Ομπάμα δε μας αφήνει να δούμε το δάσος: η άνοδος της συμμετοχής των μαύρων και των νέων ψηφοφόρων στις εσωκομματικές εκλογές του Δημοκρατικού κόμματος δείχνει πως αλλάζει το ειδικό βάρος αυτών των κατηγοριών στο σύνολο του εκλογικού σώματος.
Στο Οχάιο π.χ. εδώ και τέσσερα χρόνια ο Κέρι έχασε με διαφορά 119,000 ψήφων. Φέτος οι μαύροι ψηφοφόροι αντιπροσώπευαν το 18% των ψηφοφόρων στις εσωκομματικές εκλογές του Δημοκρατικού κόμματος, έναντι 14% το 2004, που σημαίνει 230,000 παραπάνω ψηφοφόροι, σε σύνολο μιας αύξησης κατά 1,000,000 ψηφοφόρους. Οι νέοι ψηφοφόροι, κάτω των 30 ετών (που αυξήθηκαν κατά 245,000 περίπου) αντιπροσώπευσαν το 16% του εκλογικού σώματος, έναντι 9% το 2004. Στο Οχάιο, αυτοί οι νέοι ξεπέρασαν σε συμμετοχή ακόμα και την ομάδα των άνω των 65 ετών, που παραδοσιακά ψηφίζει περισσότερο από κάθε άλλη ηλικιακή κατηγορία.
Για τους Δημοκρατικούς όμως και τον Ομπάμα, ακόμα καλύτερο νέο από αυτά τα δημογραφικά στοιχεία είναι το ότι τόσο πολλοί Ρεπουμπλικάνοι εκλογομάγειροι παραπονιούνται πως δεν πιάνουν πια τόσο καλά όσο 4 ή 8 χρόνια πριν οι αλάνθαστες συνταγές του Καρλ Ρόουβ (Karl Rove)... Αν σερφάρεις στα δεξιά μπλογκ ή κοιτάς το «φοξ» όλο και κάποιος θα αναφερθεί στον κ. Ράιτ ή θα χιμήξει στον άλλο προβλέψιμο στόχο των δεξιών, την Μισέλ Ομπάμα (Michelle Obama).
Αυτά ίσως να βοηθήσουν στη συσπείρωση της ψήφου κατά του Ομπάμα. Αλλά το Νοέμβριο η επιρροή τους θα επισκιαστεί με άνεση από την κινητοποίηση των πολυάριθμων ενθουσιασμένων νεολαίων, των μαύρων, των γυναικών, μεταξύ των οποίων θα βρίσκονται πολλοί Δημοκρατικοί υποστηρικτές της Κλίντον, αλλά και Ρεπουμπλικάνοι, και ανεξάρτητοι, αποφασισμένοι να καταρρίψουν έναν Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο με τόσο αψεγάδιαστο ιστορικό καταψήφισης των αμβλώσεων.
Το περασμένο Σαββατοκύριακο οι Δημοκρατικοί κέρδισαν άλλη μια «σίγουρη» ρεπουμπλικανική βουλευτική έδρα στη Λουιζιάνα, όταν ο συντηρητικός υποψήφιος βάσισε ολόκληρη την προεκλογική του εκστρατεία στο να παρουσιάζει τον Ομπάμα σαν μπαμπούλα.
Λίγοι συντηρητικοί υποψιάζονται πως οι κανόνες του παιχνιδιού άλλαξαν. Ο Τζορτζ Ουιλ (George Will) έγραψε την περασμένη εβδομάδα πως ο κ. Ομπάμα θυμίζει τον Ρέιγκαν (Reagan) υπό την έννοια πως «οι τρόποι του καθησυχάζουν τους αντιπάλους του και τους οδηγούν να υποτιμήσουν τη μαχητικότητά του, την ατσάλινη γροθιά που κρύβει κάτω από τα απαλά του σακάκια». Ο Τζον και η Σίντι Μακ Κέιν (Cindy McCain) μοιάζει να είναι πιο πονηρεμένοι, όπως φάνηκε από όσα είπαν κατά της αρνητικής προεκλογικής διαφήμισης (αυτός στο «δε ντέιλι σόου», αυτή στο «τουντέι»).
Ακόμα όμως κι αν ο Μακ Κέιν αλλάξει ρότα και πάψει να παρουσιάζει τον Ομπάμα ως τον « άνθρωπο της χαμάς», δεν είναι σε θέση να αποκηρύξει τη σχολή του Λίμπο (Limbaugh) και των υπόλοιπων εμπόρων του συντηρητισμού. Αυτοί εξάλλου είναι ό,τι του έχει απομείνει από τη άλλοτε κραταιά κομματική του βάση.
Τώρα που τελείωσε η διαμάχη μεταξύ Ομπάμα-Κλίντον, στα κυριλέ δημοσιογραφικά και πολιτικά γραφεία η νέα μόδα είναι να θεωρείται πως ο «ανεξάρτητος» Τζον Μακ Κέιν (τόσο ανεξάρτητος που σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του κογκρέσου υποστήριξε τον Μπους στο 95% των περσινών ψηφοφοριών), είναι εις θέση να ξεπεράσει τα οικονομικά προβλήματα, τον πόλεμο, την αηδία για τον Μπους και τη χρεοκοπία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος και να ανταγωνιστεί «στα ίσα» τον Ομπάμα.
Τα πάντα μπορεί να γίνουν στην πολιτική και να αλλάξουν τα δεδομένα: από τα -αδημοσίευτα ακόμα- στοιχεία της κατάστασης της υγείας του Μακ Κέιν έως νέες αποκαλύψεις για το παρελθόν του Ομπάμα στο Σικάγο.
Αλλά όμως, εφόσον ο Δημοκρατικός υποψήφιος συνεχίσει να βρίσκεται στο 2008, αφήνοντας όλους τους άλλους να δίνουν διάφορες μάχες του παρελθόντος, όλοι θα συνεχίσουν να κάνουν το μοιραίο λάθος να τον υποτιμούν, έως τη στιγμή που θα κλείσουν οι κάλπες.
*O Frank Rich είναι επιφυλλιδογράφος των «Νιου Γιορκ τάιμς». Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στις 12-5-2008. Η μετάφραση έγινε από την ομάδα του PPOL.
No comments:
Post a Comment