"...Στον δρόμο προς το Χαλάνδρι ούτε ένα αυτοκίνητο ούτε γάτα αδέσποτη και μια ησυχία πανικού λίγο πριν την πάνω πλατεία έξω από ’να καφενείο ήταν μαζεμένοι πεντ’ έξη είπα στη Στέλλα να σταματήσει και πετάχτηκα έξω πίσω μου κι αυτή μη χάσει - τι γίνεται ρε παιδιά;
Κατεβήκανε τα τανκς στην Αθήνα –μας δέσαν οι συνταγματάρχες– ποιοι συνταγματάρχες ρε οι στρατηγοί με τον βασιλιά…
- Αντώνη έλα αμέσως μέσα τσίριξε μια γυναίκα απ’ τον δεύτερο όροφο και φύγαμε. Της είπα να μη βγει στους κεντρικούς δρόμους και πάμε για Σύνταγμα. Χωθήκαμε στα στενά μέχρι που πέσαμε σε μια διασταύρωση έξω από ’να τμήμα να βγαίνουν τρεχαλητοί στο μισοσκόταδο μπάτσοι με γκρίζα κράνη κι οπλισμένοι –φεύγα της φώναξα και περάσαμε πατημένοι το σταυροδρόμι και μετά σκέφτηκα ότι είχα ξεχάσει να ξεφορτώσω απ’ το αμάξι το φιλμ του Στάθη– έτσι και μας πιάσουνε την βάψαμε.
ΡΕΟ από το Γουδί
Κοντά στους Αμπελόκηπους, γκρουπάκια μούρες σκοτεινές προφυλαγμένες στις γωνιές σκάγανε μύτη κολλητά στους τοίχους προς τη λεωφόρο και κόβαν την κίνηση της ερημιάς – μύριζε πανικός και άνοιξη τα σινεμά είχανε σβήσει τα φώτα τους με τα ρολλά κατεβασμένα μας προσπέρασε ένα χακί στρατιωτικό τζιπάκι έδωσα μια τζούρα απ’ το τσιγάρο μου στη Στέλλα το πρόσωπό της είχε σκληρύνει τέρμα τσιτωμένη. Στα διακόσια μέτρα έκοβε η Αλεξάνδρας και τότε σκάσανε από Γουδί μεριά τρία πατημένα ΡΕΟ προς τα κάτω. Στρίψαμε γρήγορα σε μια παράλληλο και βγήκαμε στην πλατεία – κάτι τύποι εκεί κάτω καμμιά εικοσαριά αλλού γι’ αλλού το ψάχνανε αραχτοί στις πολυθρόνες του μπιντέ και γενικά στα παπάρια τους παρκάραμε πρόχειρα στο πεζοδρόμιο βγήκαμε και κολλήσαμε σε κάτι όρθιους πηγαδάτους… και ξαφνικά άρχισε η πλατεία να τρέμει μετά βουητό μεταλλικό ερχότανε βαρύ απ’ τη Βασιλίσσης Σοφίας –σκορπίσανε μερικοί κάτω προς Σκουφά κι άλλοι φωνάξανε– έρχονται τα τανκς και την κάναν πίσω για την ανηφόρα αφήνοντας τα ποτά τους απλήρωτα.
Επιασα τη Στέλλα μετά αυτή γλίστρησε το χέρι της και μ’ άρπαξε απ’ το μανίκι κι ανοίγοντας δρόμο μες απ’ τον πανικό χωθήκαμε στο Μόρρις –κάνε το γύρο και βγες στη Λεωφόρο της είπα περάσαμε μπροστά απ’ το κλειστό Βυζάντιο ένας ανέβαινε τρέχοντας κι έπεσε δίπλα στ’ αμάξι– που πάτε ρε παιδιά, κατεβαίνουν τανκς τη φωνή του έσκισε το ουρλιαχτό μιας σειρήνας ή άσφαλτος νόμιζες θα σπάσει –και φάνηκε το πρώτο τανκς με τους προβολείς του αναμμένους και πίσω του άλλα τέσσερα– μέσα απ’ τα ανοιχτά κουβούκλια σκάγανε κάτι μαυροσκούφηδες μ’ ακουστικά στ’ αυτιά βλοσυροί και τσιτωμένοι λες και κάναν απόβαση στην Ιζοβίμα οι καραγκιόζηδες – πήγαιναν κάτω για το Σύνταγμα… Οταν περάσανε, πήραμε το δρόμο πίσω – της είπα να βρούμε ένα περίπτερο να πάρουμε μπαταρίες για το τρανζιστοράκι της.
Πάμε σπίτι; Με ρώτησε.
Αυτό να κάνουμε γιατί κουβαλάμε και το φιλμ του Στάθη και μετά την κοίταξα και γέλασα - φιλενάδα στούπιτ-κιούπιτ τους πιάσανε στον ύπνο άσ’ τους τώρα να καθαρίσουνε εμείς πάμε στο ποταμάκι μας. Κι έτσι μέσα από στενάκια έρημες ανθισμένες πλατειούλες εφιαλτικές λεωφόρους με στρατιωτικά να περνάν σφυρίζοντας τζιπάκια ΡΕΟ πλατφόρμες φορτωμένες τα ερπυστριοφόρα φτάσαμε μετά δυο ώρες στον χωματόδρομο οι πόθοι μας μαζί και τα όνειρά μας –στα μάτια της φεγγίζανε του φεγγαριού οι αναλαμπές κι η αφρισμένη θάλασσα ή ολόγυρά μας που λέει κι ο ποιητής– μπαταρίες βέβαια δε βρήκαμε πουθενά.
Η Στέλλα είχε ψιλολαλήσει… περπατούσε πάνω κάτω κάθε τόσο σήκωνε το ακουστικό και μετά το κοπάναγε με δύναμη πάνω στη συσκευή. Εφτιαξα δυο ουίσκι και την φώναξα δίπλα μου στον καναπέ. Στη μέση του ποτηριού μου ’ρθε η νύστα και κοιμήθηκα κι όταν ξύπνησα έξω είχε ξημερώσει και βρήκα τη Στέλλα στον κήπο ακουμπισμένη πέρα σε μια παλιά πέργκολα τη ρώτησα αν κοιμήθηκε καθόλου μου είπε λίγο γιατί ροχάλιζα μπήκα μέσα άναψα τον θερμοσίφωνα κι έφτιαξα δυο καφέδες της πήγα τον έναν έξω και πήρα τον άλλον και χώθηκα στην τουαλέττα ξυρίστηκα γδύθηκα και χώθηκα στο μπάνιο να πλυθώ να λουστώ να φύγει η μπίχλα της κακιάς νύχτας.
Μετά φόρεσα καθαρά ρούχα έβαλα τον Ντιουκ Ελινγκτον στο πικ-απ πήρα τον υπόλοιπο καφέ μου και την άραξα στο περβάζι στο παράθυρο του κήπου άναψα ένα τσιγάρο και μείνανε εννιά μες στο πακέτο μου.
Ακουσε τη μουσική και ήρθε μέσα κοίταξε το πικ-απ μετά εμένα –έκανες μπάνιο; Με ρώτησε– ναι άφησες καθόλου νερό; – πολύ και μετά έφυγε και χώθηκε στην τουαλέτα μόνο που πάντα άφηνε ανοιχτή την πόρτα να μιλάμε αυτήν την φορά την έκλεισε. – Θα της περάσει κι αν δεν της περάσει με βλέπω να κόβω ρόδα μυρωμένα εδώ μέσα γιατί αρχίζω και βαριέμα τα μουτράκια της. –Αρκετά..."
Κατεβήκανε τα τανκς στην Αθήνα –μας δέσαν οι συνταγματάρχες– ποιοι συνταγματάρχες ρε οι στρατηγοί με τον βασιλιά…
- Αντώνη έλα αμέσως μέσα τσίριξε μια γυναίκα απ’ τον δεύτερο όροφο και φύγαμε. Της είπα να μη βγει στους κεντρικούς δρόμους και πάμε για Σύνταγμα. Χωθήκαμε στα στενά μέχρι που πέσαμε σε μια διασταύρωση έξω από ’να τμήμα να βγαίνουν τρεχαλητοί στο μισοσκόταδο μπάτσοι με γκρίζα κράνη κι οπλισμένοι –φεύγα της φώναξα και περάσαμε πατημένοι το σταυροδρόμι και μετά σκέφτηκα ότι είχα ξεχάσει να ξεφορτώσω απ’ το αμάξι το φιλμ του Στάθη– έτσι και μας πιάσουνε την βάψαμε.
ΡΕΟ από το Γουδί
Κοντά στους Αμπελόκηπους, γκρουπάκια μούρες σκοτεινές προφυλαγμένες στις γωνιές σκάγανε μύτη κολλητά στους τοίχους προς τη λεωφόρο και κόβαν την κίνηση της ερημιάς – μύριζε πανικός και άνοιξη τα σινεμά είχανε σβήσει τα φώτα τους με τα ρολλά κατεβασμένα μας προσπέρασε ένα χακί στρατιωτικό τζιπάκι έδωσα μια τζούρα απ’ το τσιγάρο μου στη Στέλλα το πρόσωπό της είχε σκληρύνει τέρμα τσιτωμένη. Στα διακόσια μέτρα έκοβε η Αλεξάνδρας και τότε σκάσανε από Γουδί μεριά τρία πατημένα ΡΕΟ προς τα κάτω. Στρίψαμε γρήγορα σε μια παράλληλο και βγήκαμε στην πλατεία – κάτι τύποι εκεί κάτω καμμιά εικοσαριά αλλού γι’ αλλού το ψάχνανε αραχτοί στις πολυθρόνες του μπιντέ και γενικά στα παπάρια τους παρκάραμε πρόχειρα στο πεζοδρόμιο βγήκαμε και κολλήσαμε σε κάτι όρθιους πηγαδάτους… και ξαφνικά άρχισε η πλατεία να τρέμει μετά βουητό μεταλλικό ερχότανε βαρύ απ’ τη Βασιλίσσης Σοφίας –σκορπίσανε μερικοί κάτω προς Σκουφά κι άλλοι φωνάξανε– έρχονται τα τανκς και την κάναν πίσω για την ανηφόρα αφήνοντας τα ποτά τους απλήρωτα.
Επιασα τη Στέλλα μετά αυτή γλίστρησε το χέρι της και μ’ άρπαξε απ’ το μανίκι κι ανοίγοντας δρόμο μες απ’ τον πανικό χωθήκαμε στο Μόρρις –κάνε το γύρο και βγες στη Λεωφόρο της είπα περάσαμε μπροστά απ’ το κλειστό Βυζάντιο ένας ανέβαινε τρέχοντας κι έπεσε δίπλα στ’ αμάξι– που πάτε ρε παιδιά, κατεβαίνουν τανκς τη φωνή του έσκισε το ουρλιαχτό μιας σειρήνας ή άσφαλτος νόμιζες θα σπάσει –και φάνηκε το πρώτο τανκς με τους προβολείς του αναμμένους και πίσω του άλλα τέσσερα– μέσα απ’ τα ανοιχτά κουβούκλια σκάγανε κάτι μαυροσκούφηδες μ’ ακουστικά στ’ αυτιά βλοσυροί και τσιτωμένοι λες και κάναν απόβαση στην Ιζοβίμα οι καραγκιόζηδες – πήγαιναν κάτω για το Σύνταγμα… Οταν περάσανε, πήραμε το δρόμο πίσω – της είπα να βρούμε ένα περίπτερο να πάρουμε μπαταρίες για το τρανζιστοράκι της.
Πάμε σπίτι; Με ρώτησε.
Αυτό να κάνουμε γιατί κουβαλάμε και το φιλμ του Στάθη και μετά την κοίταξα και γέλασα - φιλενάδα στούπιτ-κιούπιτ τους πιάσανε στον ύπνο άσ’ τους τώρα να καθαρίσουνε εμείς πάμε στο ποταμάκι μας. Κι έτσι μέσα από στενάκια έρημες ανθισμένες πλατειούλες εφιαλτικές λεωφόρους με στρατιωτικά να περνάν σφυρίζοντας τζιπάκια ΡΕΟ πλατφόρμες φορτωμένες τα ερπυστριοφόρα φτάσαμε μετά δυο ώρες στον χωματόδρομο οι πόθοι μας μαζί και τα όνειρά μας –στα μάτια της φεγγίζανε του φεγγαριού οι αναλαμπές κι η αφρισμένη θάλασσα ή ολόγυρά μας που λέει κι ο ποιητής– μπαταρίες βέβαια δε βρήκαμε πουθενά.
Η Στέλλα είχε ψιλολαλήσει… περπατούσε πάνω κάτω κάθε τόσο σήκωνε το ακουστικό και μετά το κοπάναγε με δύναμη πάνω στη συσκευή. Εφτιαξα δυο ουίσκι και την φώναξα δίπλα μου στον καναπέ. Στη μέση του ποτηριού μου ’ρθε η νύστα και κοιμήθηκα κι όταν ξύπνησα έξω είχε ξημερώσει και βρήκα τη Στέλλα στον κήπο ακουμπισμένη πέρα σε μια παλιά πέργκολα τη ρώτησα αν κοιμήθηκε καθόλου μου είπε λίγο γιατί ροχάλιζα μπήκα μέσα άναψα τον θερμοσίφωνα κι έφτιαξα δυο καφέδες της πήγα τον έναν έξω και πήρα τον άλλον και χώθηκα στην τουαλέττα ξυρίστηκα γδύθηκα και χώθηκα στο μπάνιο να πλυθώ να λουστώ να φύγει η μπίχλα της κακιάς νύχτας.
Μετά φόρεσα καθαρά ρούχα έβαλα τον Ντιουκ Ελινγκτον στο πικ-απ πήρα τον υπόλοιπο καφέ μου και την άραξα στο περβάζι στο παράθυρο του κήπου άναψα ένα τσιγάρο και μείνανε εννιά μες στο πακέτο μου.
Ακουσε τη μουσική και ήρθε μέσα κοίταξε το πικ-απ μετά εμένα –έκανες μπάνιο; Με ρώτησε– ναι άφησες καθόλου νερό; – πολύ και μετά έφυγε και χώθηκε στην τουαλέτα μόνο που πάντα άφηνε ανοιχτή την πόρτα να μιλάμε αυτήν την φορά την έκλεισε. – Θα της περάσει κι αν δεν της περάσει με βλέπω να κόβω ρόδα μυρωμένα εδώ μέσα γιατί αρχίζω και βαριέμα τα μουτράκια της. –Αρκετά..."
Γέννημα-θρέμμα των Εξαρχείων, ο Νικολαΐδης μας δίνει εδώ ένα γνήσιο αθηναϊκό μυθιστορηματικό χρονικό. Οπως σημειώνει στο επίμετρό του ο Μάνος Ελευθερίου: «Τα μικρά διηγήματα και οι ιστορίες που μας διάβαζε ο Νίκος Νικολαΐδης, πριν καν ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, στα πρώτα μετεφηβικά μας χρόνια, ήταν, αν μπορεί να τα πει κανείς έτσι, ολιγόλεπτα κινηματογραφικά μονόπρακτα. Θα περνούσαν πολλά χρόνια για να ξεχωρίσει τις δύο τέχνες και να τοποθετήσει την καθεμιά στα δικά της όρια… Στο τέλος της δεκαετίας του 1950, σε μία από τις παρέες του Χαλανδρίου, μας τον έφερε στο φιλόξενο σπίτι του ποιητή Κώστα Μιχόπουλου (Κώστα Μίχου) ο φίλος, ο συμμαθητής του στη Λεόντειο Σχολή και αργότερα σκηνοθέτης Θεοδόσης Θεοδοσόπουλος. Ελαμπαν και οι δύο. Ατελείωτες συζητήσεις μέχρι αργά το βράδυ, θέατρα, κινηματογράφος, εκθέσεις ζωγραφικής, συναυλίες και, φυσικά, ατελείωτες νεανικές απόψεις για καθετί, νομίζοντας ότι ατελείωτα θα είναι και τα χρόνια μπροστά μας. Η λογοτεχνία για τον Νίκο Νικολαΐδη δεν ήταν πάρεργο. Ηταν μια παράλληλη δράση της ψυχής του με τον κινηματογράφο. Δεν ξέρω πόσο επηρέασε η μία τέχνη την άλλη. Σίγουρα όμως είναι ότι διαβάζοντας τα έξοχα γραπτά του δεν παραπέμπουν στην κινηματογραφική γραφή. Γνώριζε τα όρια της κάθε τέχνης».
Μια βραδιά αφιερωμένη στο έργο του
Τη Δευτέρα 28 Ιανουαρίου στις 8 μ.μ. το Gagarin 205 παρουσιάζει ένα αφιέρωμα στον Νίκο Νικολαΐδη και το έργο του. Εκτός από την παρουσίαση του βιβλίου του «Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα» θα προβληθούν αποσπάσματα από ταινίες και συνεντεύξεις του, φίλοι και συνεργάτες του θα μιλήσουν γι’ αυτόν, ενώ θα πραγματοποιηθούν και αρκετά live από τους Γιώργο Χατζηνάσιο, Simon Bloom, The Last Drive, Βαλέρια Χριστοδουλίδου, Τζώνυ Βαβούρα κ.ά. Σκηνοθέτης και συντονιστής της εκδήλωσης είναι ο Νίκος Τριανταφυλλίδης. Η είσοδος για το κοινό θα είναι ελεύθερη. (Λιοσίων 205)
Tου Ηλια Μαγκλινη, Καθημερινή
No comments:
Post a Comment