Η "Κόκκινη Πιπεριά" ως συμβολή στην ενημέρωση δημοσιεύει την τοποθέτηση του σ. Χρήστου Μπίστη (γραμματέα του ΕΚΚΕ), οι σκέψεις του οποίου "ακουμπάνε" στις απόψεις της "Κ.Π.". Διαβάστε: "Κάθε ταξικά συνειδητός εργαζόμενος και νέος σ’ αυτό τον τόπο βλέπει και συναισθάνεται πίσω από τις «κοινωνικές ευαισθησίες» και τα φιλοδωρήματα των αστικών κομμάτων Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ εν όψει εκλογών, τον αντιλαϊκό οδοστρωτήρα που έρχεται να ισοπεδώσει καταχτήσεις και δικαιώματα αφού κλείσουν οι κάλπες.
Όπως διαπιστώνεται αρκετά καθαρά στην Πρόταση του ΜΕΡΑ, η διαχειριστική Αριστερά του ΣΥΝ και του ΚΚΕ ούτε θέλει, ούτε μπορεί να αντισταθεί σε μια τέτοια επίθεση. Δεν θέλει και δεν μπορεί ν’ ανοίξει το δρόμο για μια Αριστερά που θα σηκώσει κεφάλι στην καπιταλιστική – ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα, θα προχωρήσει κριτικά στην αναγέννηση των επαναστατικών ιδεών, θα ξαναγράψει στις σημαίες της την προοπτική για μια άλλη σοσιαλιστική και κομμουνιστική κοινωνία.
Σ’ αυτές τις συνθήκες η ανάγκη της συσπείρωσης και της ενίσχυσης των δυνάμεων της ριζοσπαστικής – επαναστατικής Αριστεράς αποτελεί πρωταρχική αναγκαιότητα. Γιατί είναι αυτές οι δυνάμεις που, παρά τον κατακερματισμό και τις αδυναμίες τους, όπως έχουν αποδείξει από τα χρόνια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου μέχρι σήμερα, ήταν οι μόνες που οδήγησαν σε ορισμένες σημαντικές ανατροπές και καταχτήσεις. Οι μόνες που θα ήταν σε θέση να πρωτοστατήσουν για την απόκρουση και των σημερινών επιθέσεων. Και δεν έχουμε το δικαίωμα, συντρόφισσες και σύντροφοι, να διαψεύσουμε τις ελπίδες που γέννησαν, με σημαντική ως καθοριστική τη συμβολή της ριζοσπαστικής – επαναστατικής Αριστεράς, το μεγαλειώδες φοιτητικό και εκπαιδευτικό κίνημα και μια σειρά αγώνες των εργαζόμενων τα τελευταία χρόνια.
Σ’ αυτό το πνεύμα εγώ θα συνυπέγραφα και με τα δυο μου χέρια μια θέση που διατυπώνεται στο «κάλεσμα» για την Πρωτοβουλία της 9 του Ιούνη με στόχο την παρέμβαση στις εκλογές και που λέει:«Εκτιμούμε ότι ήρθε η ώρα όλο το δυναμικό που αναζητά τη δυνατότητα μιας αριστεράς αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής, όλοι οι αγωνιστές αλλά και οι πολιτικές δυνάμεις που είχαν πρωτοπόρο ρόλο στο κίνημα και στήριξαν τη νίκη των αγώνων, να βρεθούν και να συζητήσουν δρόμους και τρόπους ενωτικής πολιτικής παρέμβασης»
Δυστυχώς όμως - χωρίς να παραβλέπουμε τις αδυναμίες και καθυστερήσεις και του ίδιου του ΜΕΡΑ – τα έργα της εν λόγω Πρωτοβουλίας δεν τίμησαν τα λόγια και τις διακηρύξεις της. Γιατί ήταν ακριβώς ορισμένες από τις κύριες συνιστώσες των ΕΑΑΚ, των Παρεμβάσεων στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, της Πρωτοβουλίας Αγώνα 2003, των συζητήσεων για τον Πόλο της επαναστατικής Αριστεράς, δυνάμεις που πρωτοστάτησαν σε σημαντικούς αγώνες της περιόδου, αυτές που παρακάμφθηκαν, στο όνομα μιας απροσδιόριστης «ευρύτητας». Για να τραυματίσουν και διασπάσουν, για την ώρα τουλάχιστον, μια ενιαία κεντρική πολιτική παρέμβαση και τη δύναμη κρούσης της επαναστατικής Αριστεράς.
Να γιατί το ΜΕΡΑ όπως υποστήριξε από την αρχή θα υποστηρίξει και στη συνέχεια, χωρίς να υποτιμά την αυτοτέλειά του, μια αποφασιστική στροφή και διόρθωση σ’ αυτή τη διχαστική – χωριστική πορεία, για μια πρωτοβουλία του συνόλου της επαναστατικής Αριστεράς χωρίς αποκλεισμούς και επιλεκτικές συνεννοήσεις, χωρίς «προαπαιτούμενα» και καπέλα, στα πλαίσια από κοινού συμφωνημένων δημοκρατικών διαδικασιών.
Το πρόβλημα της διαδικασίας δεν ήταν όμως το μόνο, ούτε το σοβαρότερο που έχει ως τώρα μπει εμπόδιο για μια κοινή παρέμβαση. Ακόμα σπουδαιότερες ήταν μια σειρά από σοβαρές πολιτικές διαφωνίες στο κάλεσμα που μας προτάθηκε να συνυπογράψουμε χωρίς να το έχουμε συνδιαμορφώσει λίγες μέρες πριν τις 9-6.
Το γεγονός ότι στο κείμενο αυτό αρχικά (με κάποιες ανεπαρκείς οριοθετήσεις στη συνέχεια) το ΠΑΣΟΚ καταγγέλλονταν μόνο σ’ ότι αφορά τη «σύγκλισή» του με τη ΝΔ, πράγμα που θα μπορούσε ίσως κατά ορισμένες απόψεις να μετατραπεί και σε «απόκλιση», παραβλέποντας την αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική των κυβερνήσεων μιας εικοσαετίας και του σημερινού του προγράμματος.
Εμείς δεν αρνούμαστε την προσέλκυση νέων δυνάμεων, όπως είναι το ΣΕΚ, στην κοινή δράση και τις προσπάθειες για μια άλλη επαναστατική αριστερά. Όχι όμως με απαράδεκτες παραχωρήσεις σαν την παραπάνω. Και βέβαια σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις του ΣΕΚ περί «Σοσιαλδημοκρατίας» και τη συγκεκριμένη πρακτική του απέναντί της .
Γιατί αν η Σοσιαλδημοκρατία του 1920, στην οποία αναφέρονταν ο Λένιν, αποτελούσε την ρεφορμιστική μετάλλαξη παλιότερων εργατικών – επαναστατικών κομμάτων, η σημερινή «Σοσιαλδημοκρατία» αποτελεί παραπέρα μετάλλαξη των ανεδαφικών επαγγελιών για «κοινωνική μεταρρύθμιση» χωρίς ανατροπή, σε καθαρά αστικό σοσιαλφιλελεύθερο πυλώνα των σημερινών αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου. Σ’ ότι δε αφορά το ΠΑΣΟΚ που δεν υπήρξε καν εργατικό ρεφορμιστικό, αλλά κεντρώο αστικό και μικροαστικό κόμμα έχει περάσει κι’ αυτό από τα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και τα «Σοσιαλισμός στις 18», σε κόμμα των «ευχαριστώ στους Αμερικάνους», στήριξης με όλα τα μέσα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην περιοχή και της υιοθέτησης όλων των τρομονόμων ΗΠΑ – Ε.Ε., κόμμα του «Ναι στο σχέδιο Ανάν», της ελαστασφάλειας, των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, της ολόπλευρης στήριξης του κεφαλαίου για τη δημιουργία «ελληνικών πολυεθνικών» κ.λπ.
Αυτό που κύρια χαρακτηρίζει τις διαθέσεις των μαζών απέναντί του δεν είναι πια «οι ρεφορμιστικές αυταπάτες» αλλά οι οδυνηρές διαψεύσεις και απογοητεύσεις η βαθιά αναξιοπιστία για τα λόγια και τα έργα του. Έτσι η «κριτική ψήφος» στο κόμμα αυτό σε «πρώτους», «δεύτερους» η «τρίτους γύρους» όπως κάνει το ΣΕΚ είναι μια εντελώς δεξιά και λαθεμένη τακτική που ενώ τείνει να διασκεδάσει την αναξιοπιστία προς το ΠΑΣΟΚ στο όνομα του «μικρότερου κακού», καλλιεργεί αντίθετα και ενισχύει την έλλειψη εμπιστοσύνης, την αναξιοπιστία της Αριστεράς ως δύναμης υπεράσπισης κατακτήσεων και δικαιωμάτων και ανατροπής της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Στο ίδιο πνεύμα η προσέλκυση της λαϊκής βάσης και των εργαζόμενων του ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να γίνει με εκκλήσεις προς τις εκφυλισμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες του να «αναλάβουν τις ευθύνες τους» όπως κάνει το ΣΕΚ, αλλά με την αυτοτελή παρέμβαση και δράση και με την ενιαιομετωπική συσπείρωση της νεολαίας και των εργαζόμενων απ’ τα κάτω, όπως έδειξαν περίτρανα και οι πρόσφατοι μεγάλοι αγώνες φοιτητών και εργαζόμενων.
Γι’ αυτό και αποτελεί για μας βασική προϋπόθεση για όποια πολιτική συνεργασία η δέσμευση στην κατεύθυνση της πλήρους απόρριψης κάθε «κεντροαριστερού» σεναρίου σαν αυτά που προετοιμάζονται ως «φύλο συκής» για τη συνέχιση και κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής στο άμεσο μέλλον. Γι’ αυτό και ρωτάμε καθαρά και ξάστερα: είναι σε θέση το ΣΕΚ απορρίπτοντας την ως τώρα πρακτική του να δεσμευτεί σε μια τέτοια κατεύθυνση;
Βέβαια οι σ. της ΑΡΑΣ μιλούν μια άλλη γλώσσα στην τελευταία Συνδιάσκεψή τους όταν διαπιστώνουν ότι «Δεν υπάρχει σήμερα στις χώρες του δυτικοευρωπαϊκού καπιταλισμού περιθώριο για μια συνολική αντινεοφιλελεύθερη κοινωνική στρατηγική, για μια επαναφορά του κοινωνικού συμβολαίου με τη μορφή της σοσιαλδημοκρατίας…». Όπως και οι σ. της ΑΡΑΝ που στο κάλεσμά τους για εκλογική ενότητα το Μάη διαπιστώνουν ότι «Οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ ευθυγραμμίζονται πλήρως στη νεοφιλελεύθερη πολιτική…». Γιατί όμως είχαν εγκαταλειφθεί αυτού του τύπου οι διατυπώσεις στο κάλεσμα για τις 9 του Ιούνη; Και πώς θα μπορούσαμε να το συνυπογράψουμε χωρίς αυτές;
Οι διαφωνίες όμως δεν σταματούν εδώ:
Εμείς δεν οριοθετούμαστε μόνο απέναντι σε «ορισμένα στελέχη» του ΣΥΝ που έχουν ως ιδεολογία τους τον «προοδευτικό εκσυγχρονισμό» αλλά απέναντι στο ίδιο τον πυρήνα της ρεφορμιστική λογικής και της ευρωλαγνείας που τον χαρακτηρίζει σαν σύνολο.
Δεν αρκεί να καταδείχνουμε μόνο τον διασπαστικό ρόλο του ΚΚΕ αλλά και την πλήρη υποταγή του, πίσω από «αριστερές» διακηρύξεις, στον κοινοβουλευτικό δρόμο, στην αυστηρή προσαρμογή της «λαϊκής εξουσία – λαϊκής οικονομίας» του στο έδαφος του καπιταλισμού και της αστικής «νομιμότητας», την αδυναμία του να αποσπαστεί κριτικά από τα χρεοκοπημένα πρότυπα του εκφυλισμένου «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Για μας η αναφορά σε μια άλλη κοινωνία δεν μπορεί να περιορίζεται στο αίτημα του «δημοκρατικού ελέγχου» των εργαζόμενων και του «εργατικού ελέγχου στην παραγωγή», αλλά προϋποθέτει την κοινωνική ιδιοκτησία και την εργατική εξουσία αν δε θέλουμε να πέσουμε στα ολέθρια απατηλά μοντέλα της «συνδιαχείρισης» και «συνδιοίκησης» της ρεφορμιστικής Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας.
Και βέβαια δεν νοείται για μας αντιιμπεριαλισμός που παράλληλα με την καταδίκη όλων των επιθέσεων κατά των λαών της περιοχής δεν καταφέρεται και κατά του «Σχεδίου Ανάν» και των πολύπλευρων διεργασιών για επανέκδοσή του με τη συνενοχή δυνάμεων όπως Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΑΚΕΛ, ΔΗΣΥ και ΣΥΝ.
Μόνο σε κατευθύνσεις σαν τις παραπάνω μπορεί και πρέπει να γίνει σε βάθος και η συζήτηση για το πρόγραμμα πάλης που να εκφράζει τους εργαζόμενους και τη νεολαία και που εντελώς ελλειπτικά αναφέρεται στο κάλεσμα – πλαίσιο της 9 του Ιούνη.
Τέλος για μας κάθε εκλογική παρέμβαση δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, πρώτη προτεραιότητα, ούτε απλά «ευκαιρία». Πρέπει αντίθετα να προσπαθεί να ενισχύσει και εκφράσει πολιτικά τους ως τώρα αγώνες και τις ριζοσπαστικές επιδιώξεις τους, να υπηρετεί πρώτα και κύρια τη συσπείρωση δυνάμεων στην προοπτική του Πόλου, του Μετώπου των δυνάμεων της επαναστατικής Αριστεράς, στην υπηρεσία των αγώνων της επόμενης μέρας. Και αποτελεί πρωταρχικό καθήκον μας ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη των αγώνων αυτών και στην ευαίσθητη προεκλογική περίοδο όπου θα μπορούσαν να πετύχουν ορισμένους απ’ τους στόχους τους, όπως έχει γίνει κι’ άλλες φορές στο παρελθόν, και όχι μόνο η εκλογολογία και η ψηφοθηρία.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Πράγματι όλοι έχουμε κάνει λάθη και αυτό δεν μπορεί να είναι λόγος για να μην προωθήσουμε την επαναστατική μας ενότητα. Ωστόσο δεν μπορούμε να ενωθούμε με βάση τα λάθη μας, αλλά με βάση τα όποια σωστά και τις κατακτήσεις του επαναστατικού μας κινήματος. Και είναι πραγματικά ανάγκη να ξεπεράσουμε λάθη και ιδιοτέλειες για να μπορέσουμε πραγματικά να ενωθούμε. Σ’ ότι δε αφορά την ευρύτερη ενότητα της εργατικής τάξης, των λαϊκών μαζών και του συνόλου της Αριστεράς στη χώρα μας, αυτή θα είναι σκέτο ευχολόγιο αν δεν αναγνωρίζει ως προϋπόθεση την πρωτοπόρα παρέμβαση μιας συσπειρωμένης και αναγεννημένης επαναστατικής Αριστεράς.
Γι’ αυτό ας κάνουμε το γρηγορότερο την στροφή για να ανταποκριθούμε και να τιμήσουμε τις προσδοκίες και τις ελπίδες των εργαζόμενων και της νεολαίας, για μια κοινή και ισότιμη Πρωτοβουλία του συνόλου της επαναστατικής Αριστεράς με τις αναγκαίες πολιτικές δεσμεύσεις και οριοθετήσεις. Με ειλικρινή διάθεση για υπέρβαση των αδυναμιών του και συλλογικοποίηση των όποιων του κατακτήσεων, το ΜΕΡΑ θα κάνει ότι περνάει απ’ το χέρι του σε μια τέτοια κατεύθυνση".
Όπως διαπιστώνεται αρκετά καθαρά στην Πρόταση του ΜΕΡΑ, η διαχειριστική Αριστερά του ΣΥΝ και του ΚΚΕ ούτε θέλει, ούτε μπορεί να αντισταθεί σε μια τέτοια επίθεση. Δεν θέλει και δεν μπορεί ν’ ανοίξει το δρόμο για μια Αριστερά που θα σηκώσει κεφάλι στην καπιταλιστική – ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα, θα προχωρήσει κριτικά στην αναγέννηση των επαναστατικών ιδεών, θα ξαναγράψει στις σημαίες της την προοπτική για μια άλλη σοσιαλιστική και κομμουνιστική κοινωνία.
Σ’ αυτές τις συνθήκες η ανάγκη της συσπείρωσης και της ενίσχυσης των δυνάμεων της ριζοσπαστικής – επαναστατικής Αριστεράς αποτελεί πρωταρχική αναγκαιότητα. Γιατί είναι αυτές οι δυνάμεις που, παρά τον κατακερματισμό και τις αδυναμίες τους, όπως έχουν αποδείξει από τα χρόνια της εξέγερσης του Πολυτεχνείου μέχρι σήμερα, ήταν οι μόνες που οδήγησαν σε ορισμένες σημαντικές ανατροπές και καταχτήσεις. Οι μόνες που θα ήταν σε θέση να πρωτοστατήσουν για την απόκρουση και των σημερινών επιθέσεων. Και δεν έχουμε το δικαίωμα, συντρόφισσες και σύντροφοι, να διαψεύσουμε τις ελπίδες που γέννησαν, με σημαντική ως καθοριστική τη συμβολή της ριζοσπαστικής – επαναστατικής Αριστεράς, το μεγαλειώδες φοιτητικό και εκπαιδευτικό κίνημα και μια σειρά αγώνες των εργαζόμενων τα τελευταία χρόνια.
Σ’ αυτό το πνεύμα εγώ θα συνυπέγραφα και με τα δυο μου χέρια μια θέση που διατυπώνεται στο «κάλεσμα» για την Πρωτοβουλία της 9 του Ιούνη με στόχο την παρέμβαση στις εκλογές και που λέει:«Εκτιμούμε ότι ήρθε η ώρα όλο το δυναμικό που αναζητά τη δυνατότητα μιας αριστεράς αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής, όλοι οι αγωνιστές αλλά και οι πολιτικές δυνάμεις που είχαν πρωτοπόρο ρόλο στο κίνημα και στήριξαν τη νίκη των αγώνων, να βρεθούν και να συζητήσουν δρόμους και τρόπους ενωτικής πολιτικής παρέμβασης»
Δυστυχώς όμως - χωρίς να παραβλέπουμε τις αδυναμίες και καθυστερήσεις και του ίδιου του ΜΕΡΑ – τα έργα της εν λόγω Πρωτοβουλίας δεν τίμησαν τα λόγια και τις διακηρύξεις της. Γιατί ήταν ακριβώς ορισμένες από τις κύριες συνιστώσες των ΕΑΑΚ, των Παρεμβάσεων στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, της Πρωτοβουλίας Αγώνα 2003, των συζητήσεων για τον Πόλο της επαναστατικής Αριστεράς, δυνάμεις που πρωτοστάτησαν σε σημαντικούς αγώνες της περιόδου, αυτές που παρακάμφθηκαν, στο όνομα μιας απροσδιόριστης «ευρύτητας». Για να τραυματίσουν και διασπάσουν, για την ώρα τουλάχιστον, μια ενιαία κεντρική πολιτική παρέμβαση και τη δύναμη κρούσης της επαναστατικής Αριστεράς.
Να γιατί το ΜΕΡΑ όπως υποστήριξε από την αρχή θα υποστηρίξει και στη συνέχεια, χωρίς να υποτιμά την αυτοτέλειά του, μια αποφασιστική στροφή και διόρθωση σ’ αυτή τη διχαστική – χωριστική πορεία, για μια πρωτοβουλία του συνόλου της επαναστατικής Αριστεράς χωρίς αποκλεισμούς και επιλεκτικές συνεννοήσεις, χωρίς «προαπαιτούμενα» και καπέλα, στα πλαίσια από κοινού συμφωνημένων δημοκρατικών διαδικασιών.
Το πρόβλημα της διαδικασίας δεν ήταν όμως το μόνο, ούτε το σοβαρότερο που έχει ως τώρα μπει εμπόδιο για μια κοινή παρέμβαση. Ακόμα σπουδαιότερες ήταν μια σειρά από σοβαρές πολιτικές διαφωνίες στο κάλεσμα που μας προτάθηκε να συνυπογράψουμε χωρίς να το έχουμε συνδιαμορφώσει λίγες μέρες πριν τις 9-6.
Το γεγονός ότι στο κείμενο αυτό αρχικά (με κάποιες ανεπαρκείς οριοθετήσεις στη συνέχεια) το ΠΑΣΟΚ καταγγέλλονταν μόνο σ’ ότι αφορά τη «σύγκλισή» του με τη ΝΔ, πράγμα που θα μπορούσε ίσως κατά ορισμένες απόψεις να μετατραπεί και σε «απόκλιση», παραβλέποντας την αντεργατική και αντιλαϊκή πολιτική των κυβερνήσεων μιας εικοσαετίας και του σημερινού του προγράμματος.
Εμείς δεν αρνούμαστε την προσέλκυση νέων δυνάμεων, όπως είναι το ΣΕΚ, στην κοινή δράση και τις προσπάθειες για μια άλλη επαναστατική αριστερά. Όχι όμως με απαράδεκτες παραχωρήσεις σαν την παραπάνω. Και βέβαια σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις του ΣΕΚ περί «Σοσιαλδημοκρατίας» και τη συγκεκριμένη πρακτική του απέναντί της .
Γιατί αν η Σοσιαλδημοκρατία του 1920, στην οποία αναφέρονταν ο Λένιν, αποτελούσε την ρεφορμιστική μετάλλαξη παλιότερων εργατικών – επαναστατικών κομμάτων, η σημερινή «Σοσιαλδημοκρατία» αποτελεί παραπέρα μετάλλαξη των ανεδαφικών επαγγελιών για «κοινωνική μεταρρύθμιση» χωρίς ανατροπή, σε καθαρά αστικό σοσιαλφιλελεύθερο πυλώνα των σημερινών αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου. Σ’ ότι δε αφορά το ΠΑΣΟΚ που δεν υπήρξε καν εργατικό ρεφορμιστικό, αλλά κεντρώο αστικό και μικροαστικό κόμμα έχει περάσει κι’ αυτό από τα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και τα «Σοσιαλισμός στις 18», σε κόμμα των «ευχαριστώ στους Αμερικάνους», στήριξης με όλα τα μέσα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην περιοχή και της υιοθέτησης όλων των τρομονόμων ΗΠΑ – Ε.Ε., κόμμα του «Ναι στο σχέδιο Ανάν», της ελαστασφάλειας, των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, της ολόπλευρης στήριξης του κεφαλαίου για τη δημιουργία «ελληνικών πολυεθνικών» κ.λπ.
Αυτό που κύρια χαρακτηρίζει τις διαθέσεις των μαζών απέναντί του δεν είναι πια «οι ρεφορμιστικές αυταπάτες» αλλά οι οδυνηρές διαψεύσεις και απογοητεύσεις η βαθιά αναξιοπιστία για τα λόγια και τα έργα του. Έτσι η «κριτική ψήφος» στο κόμμα αυτό σε «πρώτους», «δεύτερους» η «τρίτους γύρους» όπως κάνει το ΣΕΚ είναι μια εντελώς δεξιά και λαθεμένη τακτική που ενώ τείνει να διασκεδάσει την αναξιοπιστία προς το ΠΑΣΟΚ στο όνομα του «μικρότερου κακού», καλλιεργεί αντίθετα και ενισχύει την έλλειψη εμπιστοσύνης, την αναξιοπιστία της Αριστεράς ως δύναμης υπεράσπισης κατακτήσεων και δικαιωμάτων και ανατροπής της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Στο ίδιο πνεύμα η προσέλκυση της λαϊκής βάσης και των εργαζόμενων του ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να γίνει με εκκλήσεις προς τις εκφυλισμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες του να «αναλάβουν τις ευθύνες τους» όπως κάνει το ΣΕΚ, αλλά με την αυτοτελή παρέμβαση και δράση και με την ενιαιομετωπική συσπείρωση της νεολαίας και των εργαζόμενων απ’ τα κάτω, όπως έδειξαν περίτρανα και οι πρόσφατοι μεγάλοι αγώνες φοιτητών και εργαζόμενων.
Γι’ αυτό και αποτελεί για μας βασική προϋπόθεση για όποια πολιτική συνεργασία η δέσμευση στην κατεύθυνση της πλήρους απόρριψης κάθε «κεντροαριστερού» σεναρίου σαν αυτά που προετοιμάζονται ως «φύλο συκής» για τη συνέχιση και κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής στο άμεσο μέλλον. Γι’ αυτό και ρωτάμε καθαρά και ξάστερα: είναι σε θέση το ΣΕΚ απορρίπτοντας την ως τώρα πρακτική του να δεσμευτεί σε μια τέτοια κατεύθυνση;
Βέβαια οι σ. της ΑΡΑΣ μιλούν μια άλλη γλώσσα στην τελευταία Συνδιάσκεψή τους όταν διαπιστώνουν ότι «Δεν υπάρχει σήμερα στις χώρες του δυτικοευρωπαϊκού καπιταλισμού περιθώριο για μια συνολική αντινεοφιλελεύθερη κοινωνική στρατηγική, για μια επαναφορά του κοινωνικού συμβολαίου με τη μορφή της σοσιαλδημοκρατίας…». Όπως και οι σ. της ΑΡΑΝ που στο κάλεσμά τους για εκλογική ενότητα το Μάη διαπιστώνουν ότι «Οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ ευθυγραμμίζονται πλήρως στη νεοφιλελεύθερη πολιτική…». Γιατί όμως είχαν εγκαταλειφθεί αυτού του τύπου οι διατυπώσεις στο κάλεσμα για τις 9 του Ιούνη; Και πώς θα μπορούσαμε να το συνυπογράψουμε χωρίς αυτές;
Οι διαφωνίες όμως δεν σταματούν εδώ:
Εμείς δεν οριοθετούμαστε μόνο απέναντι σε «ορισμένα στελέχη» του ΣΥΝ που έχουν ως ιδεολογία τους τον «προοδευτικό εκσυγχρονισμό» αλλά απέναντι στο ίδιο τον πυρήνα της ρεφορμιστική λογικής και της ευρωλαγνείας που τον χαρακτηρίζει σαν σύνολο.
Δεν αρκεί να καταδείχνουμε μόνο τον διασπαστικό ρόλο του ΚΚΕ αλλά και την πλήρη υποταγή του, πίσω από «αριστερές» διακηρύξεις, στον κοινοβουλευτικό δρόμο, στην αυστηρή προσαρμογή της «λαϊκής εξουσία – λαϊκής οικονομίας» του στο έδαφος του καπιταλισμού και της αστικής «νομιμότητας», την αδυναμία του να αποσπαστεί κριτικά από τα χρεοκοπημένα πρότυπα του εκφυλισμένου «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Για μας η αναφορά σε μια άλλη κοινωνία δεν μπορεί να περιορίζεται στο αίτημα του «δημοκρατικού ελέγχου» των εργαζόμενων και του «εργατικού ελέγχου στην παραγωγή», αλλά προϋποθέτει την κοινωνική ιδιοκτησία και την εργατική εξουσία αν δε θέλουμε να πέσουμε στα ολέθρια απατηλά μοντέλα της «συνδιαχείρισης» και «συνδιοίκησης» της ρεφορμιστικής Αριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας.
Και βέβαια δεν νοείται για μας αντιιμπεριαλισμός που παράλληλα με την καταδίκη όλων των επιθέσεων κατά των λαών της περιοχής δεν καταφέρεται και κατά του «Σχεδίου Ανάν» και των πολύπλευρων διεργασιών για επανέκδοσή του με τη συνενοχή δυνάμεων όπως Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΑΚΕΛ, ΔΗΣΥ και ΣΥΝ.
Μόνο σε κατευθύνσεις σαν τις παραπάνω μπορεί και πρέπει να γίνει σε βάθος και η συζήτηση για το πρόγραμμα πάλης που να εκφράζει τους εργαζόμενους και τη νεολαία και που εντελώς ελλειπτικά αναφέρεται στο κάλεσμα – πλαίσιο της 9 του Ιούνη.
Τέλος για μας κάθε εκλογική παρέμβαση δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, πρώτη προτεραιότητα, ούτε απλά «ευκαιρία». Πρέπει αντίθετα να προσπαθεί να ενισχύσει και εκφράσει πολιτικά τους ως τώρα αγώνες και τις ριζοσπαστικές επιδιώξεις τους, να υπηρετεί πρώτα και κύρια τη συσπείρωση δυνάμεων στην προοπτική του Πόλου, του Μετώπου των δυνάμεων της επαναστατικής Αριστεράς, στην υπηρεσία των αγώνων της επόμενης μέρας. Και αποτελεί πρωταρχικό καθήκον μας ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη των αγώνων αυτών και στην ευαίσθητη προεκλογική περίοδο όπου θα μπορούσαν να πετύχουν ορισμένους απ’ τους στόχους τους, όπως έχει γίνει κι’ άλλες φορές στο παρελθόν, και όχι μόνο η εκλογολογία και η ψηφοθηρία.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Πράγματι όλοι έχουμε κάνει λάθη και αυτό δεν μπορεί να είναι λόγος για να μην προωθήσουμε την επαναστατική μας ενότητα. Ωστόσο δεν μπορούμε να ενωθούμε με βάση τα λάθη μας, αλλά με βάση τα όποια σωστά και τις κατακτήσεις του επαναστατικού μας κινήματος. Και είναι πραγματικά ανάγκη να ξεπεράσουμε λάθη και ιδιοτέλειες για να μπορέσουμε πραγματικά να ενωθούμε. Σ’ ότι δε αφορά την ευρύτερη ενότητα της εργατικής τάξης, των λαϊκών μαζών και του συνόλου της Αριστεράς στη χώρα μας, αυτή θα είναι σκέτο ευχολόγιο αν δεν αναγνωρίζει ως προϋπόθεση την πρωτοπόρα παρέμβαση μιας συσπειρωμένης και αναγεννημένης επαναστατικής Αριστεράς.
Γι’ αυτό ας κάνουμε το γρηγορότερο την στροφή για να ανταποκριθούμε και να τιμήσουμε τις προσδοκίες και τις ελπίδες των εργαζόμενων και της νεολαίας, για μια κοινή και ισότιμη Πρωτοβουλία του συνόλου της επαναστατικής Αριστεράς με τις αναγκαίες πολιτικές δεσμεύσεις και οριοθετήσεις. Με ειλικρινή διάθεση για υπέρβαση των αδυναμιών του και συλλογικοποίηση των όποιων του κατακτήσεων, το ΜΕΡΑ θα κάνει ότι περνάει απ’ το χέρι του σε μια τέτοια κατεύθυνση".
* Εδώ διαβάστε την τοποθέτηση της Ο.Κ.Δ.Ε για την εκλογική κάθοδο: http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=729574
No comments:
Post a Comment