Tuesday, June 11, 2013

Για τον «δεύτερο Μπερλινγκουέρ»

Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ με τον Λούτσιο Μάγκρι (στο κέντρο)
Σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου του «Ο ράφτης της Ουλμ» που αναφέρεται στον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ο Λούτσιο Μάγκρι μιλάει για την πολιτική του γραμματέα του ΙΚΚ μετά την αποτυχία του ιστορικού συμβιβασμού.

Του Λούτσιο Μάγκρι
Στις παραμονές της δεκαετίας του ’80, το ΙΚΚ βρισκόταν ήδη σε μεγάλες δυσκολίες. Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του 1979 δεν ήταν τόσο δραματικό όσο το περιέγραφε ο τύπος. Το κόμμα διατηρούσε το 30% του εκλογικού σώματος, δύο μονάδες παραπάνω από το 1972. Όμως, μπορούσε κανείς να αντιληφθεί ένα σημάδι περισσότερο ανησυχητικό στην ανάλυση της ψήφου: η αποσκίρτηση είχε συμβεί στις μητροπολιτικές περιοχές και στο εργατικό και νεανικό εκλογικό σώμα, που συνιστούσαν τους πρωτοπόρους τομείς στις προηγούμενες επιτυχίες. Μα το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν άλλο, η πολιτική μετατόπιση των δύο μεγάλων συνομιλητών, πάνω στους οποίους το ΙΚΚ είχε οικοδομήσει το σχέδιό του: της Χριστιανικής Δημοκρατίας και του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που είχαν πάλι ενωθεί σε κυβερνητικό συνασπισμό, ανταγωνιστικό στο εσωτερικό του, αλλά που ήταν ρητά και σταθερά αποφασισμένος να κρατήσει έξω τους κομμουνιστές. Έτσι, το ΙΚΚ έχανε όχι μόνο μερικούς βουλευτές, αλλά και μια αξιόπιστη πολιτική προοπτική.

Αρχικά η ηγετική του ομάδα αρνήθηκε να το παραδεχτεί, λόγω της απροθυμίας της να κάνει μια ξεκάθαρη αυτοκριτική για το πρόσφατο παρελθόν, αλλά και επειδή ήταν πεπεισμένη ότι η νέα κεντροαριστερά ήταν υπερβολικά διαιρεμένη και ανίκανη να κυβερνήσει μια χώρα που βρισκόταν ακόμη σε κρίση, άρα ήταν μεταβατική. Έπρεπε να την παρακολουθούν στενά και να την ακολουθούν κατά πόδας, μέχρι τη στιγμή που η αναγκαιότητα ενός μεγάλου συνασπισμού, με ξεκαθαρισμένα όρια, θα προτεινόταν και πάλι.

Το τέλος του ιστορικού συμβιβασμού
Παρόλα αυτά στο εσωτερικό του κόμματος ξεκίνησε μια σύγκρουση, περισσότερο τακτική παρά στρατηγική, σε περιορισμένες συνεδριάσεις, αλλά συχνά σκληρή. Το κύριο αντικείμενό της ήταν η άποψη για την εξέλιξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος και για τη «νέα πορεία» που είχε ξεκινήσει ο Κράξι. Μέλη της ηγεσίας με κύρος πίστευαν ότι αυτή η πορεία ήταν αναστρέψιμη, χρησιμοποιώντας ως μοχλό τις εκτεταμένες συμμαχίες στο συνδικάτο, στους συνεταιρισμούς και στην τοπική αυτοδιοίκηση (κλείνοντας το ένα μάτι στο ηθικό ζήτημα) και ότι η κυβερνητική επανατοποθέτηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος θα μπορούσε, αντίθετα, στο τέλος να αποδειχτεί χρήσιμη για να φθείρει τη χριστιανοδημοκρατική υπεροχή, για να της αφαιρέσει τη συναίνεση της πιο σύγχρονης μεσαίας τάξης, να οικοδομήσει μια νέα ενότητα στα αριστερά και να βρει ένα δίαυλο επικοινωνίας με την ευρωπαϊκή αριστερά. Άλλα μέλη της ηγεσίας, που ήταν κοντά στον Μπερλινγκουέρ, έκριναν αντίθετα πολύ πιο αυστηρά τον κραξισμό, σχεδόν ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο, σαν ένα εργαστήριο ενός αντικομμουνισμού νέου τύπου και σύμπτωμα μιας αδηφάγας αναδιανομής της εξουσίας, και διατηρούσαν κάποιες ελπίδες για τις κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις του καθολικού κόσμου, που διέτρεχαν ακόμη την ίδια τη Χριστιανική Δημοκρατία.

Και οι δύο αυτές θέσεις ήταν αβάσιμες. Γιατί η στροφή τόσο του Σοσιαλιστικού Κόμματος όσο και της Χριστιανικής Δημοκρατίας δεν υπαγορευόταν μόνο από μια κατάσταση ανάγκης, ή από καθαρές συμβατικές ανάγκες εξουσίας, αλλά εξέφραζε πιο βαθιές τάσεις της κοινωνίας και πιο ριζωμένες πεποιθήσεις. Το να βάλουν στο κυβερνητικό παιχνίδι ένα ΙΚΚ ακόμη τόσο δυνατό και συνδεδεμένο με την ιδέα σημαντικών μεταρρυθμίσεων, συνεπαγόταν παραχωρήσεις που έβρισκαν πλέον αντίθετη την κυρίαρχη τάξη, ακόμη και την πιο σύγχρονη, και μια κυβέρνηση με τους κομμουνιστές θα συναντούσε την εχθρότητα τόσο των ατλαντικών κυβερνήσεων που είχαν πλέον μετατοπιστεί περισσότερο προς τα δεξιά, όσο και του Βατικανού, που βρισκόταν πλέον υπό την ακλόνητη ηγεσία του πολωνού πάπα. Ένας διάλογος θα μπορούσε να ανοίξει και πάλι μόνο αφού θα μειωνόταν η δύναμή του και θα άλλαζε η ταυτότητά του.

Η ανολοκλήρωτη στροφή
Η πραγματική κατάσταση έγινε αντιληπτή και δόθηκε ώθηση στην αντιπαράθεση με μια στροφή που πρότεινε ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ το 1980. Γι’ αυτή τη στροφή, για το περιεχόμενό της, για τον τρόπο που εφαρμόστηκε συγκεκριμένα, για την αξία της και για τα όριά της, για τις αρχικές επιτυχίες της και για την τελική της αποτυχία, δεν υπήρξε τότε, ούτε άλλοτε, πραγματική συζήτηση. Αντίθετα, συσσωρεύτηκαν πολλές παρεξηγήσεις που πνίγουν τα γεγονότα και διαστρεβλώνουν τις κρίσεις. Ακόμη χειρότερα: λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά αυτή τη στροφή σβήστηκε από τη μνήμη μέσα από έναν παράξενο μηχανισμό.

Ο συγκινητικός και ξαφνικός θάνατος του Μπερλινγκουέρ τον μετέτρεψε ταχύτατα σε μύθο. Στο θετικό μύθο που του άξιζε, ενός ακέραιου, σεμνού, επίμονου ανθρώπου, που υποστήριζε πραγματικά το δημοκρατικό σύνταγμα, το οποίο χρειαζόταν ακόμη και θα χρειαζόταν και στο μέλλον η Ιταλία. Γι’ αυτό το πολιτικό του έργο το προσλάμβαναν ως σύνολο. Οι υποστηρικτές του θεώρησαν προσβολή να τονισθεί αυτό που διαχωρίζει, στη σκέψη του Μπερλινγκουέρ, την ιδέα του «ιστορικού συμβιβασμού» από την έσχατη προσπάθεια που έκανε στα τελευταία χρόνια της ζωής του να ξαναδεί το όλο οικοδόμημα. Απ’ αυτό επωφελήθηκαν και όσοι είχαν κριτική στάση απέναντί του, για να τιμήσουν τις προσωπικές του αρετές, αλλά κυρίως για να υποστηρίξουν ότι αυτές οι ίδιες αρετές, στα τελευταία χρόνια, τον ώθησαν σε μια ιδεολογική ακαμψία και σε μια ηθικολογική μανία, που τον εμπόδιζαν να παίξει έναν πραγματικά αποτελεσματικό πολιτικό ρόλο. Για τους μεν και για τους δε, μια πραγματική στροφή στο ΙΚΚ ή του ΙΚΚ δεν υπήρξε ποτέ: ένας «δεύτερος Μπερλινγκουέρ» δεν υπήρξε ποτέ. Γι’ αυτό στα βιβλία ιστορίας αναφέρεται λίγο ή αναφέρεται με ηθοπλαστικό τρόπο.

Η ανάκτηση της ταξικής σύγκρουσης
Η γνώμη μου είναι σαφώς διαφορετική. Στην αρχή της δεκαετίας του ’80 ο Μπερλινγκουέρ προσπάθησε να κάνει μια πραγματική στροφή, στρατηγικής και όχι μόνο τακτικής σημασίας, πολιτισμική και όχι μόνο πολιτική.

(...) Η ουσιαστική στροφή άρχισε να εκδηλώνεται με κάποιες συγκεκριμένες πράξεις. Σε πρώτη φάση, στη νικηφόρα αντιπολίτευση που άσκησε το ΙΚΚ στην απόφαση της νέας κυβέρνησης να περικόψει ένα μικρό ποσοστό των μισθών για να χρηματοδοτήσει νέες επενδύσεις, τις οποίες τα συνδικάτα αποδέχτηκαν ενώ αντίθετα οι εργαζόμενοι τις απέρριπταν. Αμέσως μετά, και πολύ πιο δεσμευτική, έχουμε την άμεση παρουσία του Μπερλινγκουέρ στη σημαντικότερη διαφορά με την εργοδοσία που μπορεί να θυμηθεί κανείς.

Το καλοκαίρι του 1980, η Fiat έστειλε σε 15 χιλιάδες υπαλλήλους 15 χιλιάδες επιστολές απόλυσης. Οι εργάτες εξεγέρθηκαν μαζικά, σταμάτησαν την παραγωγή και έκλεισαν τις πύλες του εργοστασίου για 35 μέρες. Στηρίχθηκαν από μια απεργία αλληλεγγύης όλου του κλάδου. Ήταν ξεκάθαρο σε όλους ότι επρόκειτο για μια γενική πρόβα και ταυτόχρονα για την αναγγελία μιας αντεπίθεσης των αφεντικών, που στόχευε να ανακτήσει αυτό που το 1969 είχαν υποχρεωθεί να παραχωρήσουν ή να ανεχθούν.

Στο συνδικαλιστικό πεδίο ήταν από την αρχή σαφές ότι για τους εργαζομένους αυτή η σύγκρουση δεν επρόκειτο να έχει καλή κατάληξη. Για μια σειρά από λόγους. Η Fiat περνούσε πραγματικές δυσκολίες. Όχι λόγω μιας συγκυριακής κρίσης της αγοράς ή της παραγωγικότητας, που ήταν πραγματική αλλά μπορούσε να ξεπεραστεί, αλλά επειδή κι αυτή η ίδια είχε πια δημιουργήσει ένα πλεόνασμα εργατικών χεριών, χτίζοντας ένα δίκτυο επιχειρήσεων στις οποίες έδινε εργολαβίες με επισφαλή ή κακοπληρωμένη εργασία. (...)

Στην πόλη γύρω από το εργοστάσιο, η απλή πιθανότητα κλονισμού της Fiat, που ήταν πάντα το καύχημά της, επηρέαζε τον προσανατολισμό της σιωπηρής μα όχι αδιάφορης κοινής γνώμης.

Σε κάποια στιγμή, με τη συναίνεση της κυβέρνησης, έγινε πρόταση για μια συμφωνία-απάτη, που όμως είχε αποτελέσματα. Οι απολύσεις αποσύρθηκαν, αλλά στην ουσία διευρύνθηκαν με την πρόταση για ένταξη στο ταμείο ανεργίας για 23 χιλιάδων εργαζομένων. Γιατί λέω απάτη; Γιατί αυτό το κολοσσιαίο ταμείο ανεργίας δεν προέβλεπε καμία δέσμευση της επιχείρησης, ώστε να επαναπροσληφθεί αργότερα ένα μεγάλο μέρος από τους εργαζομένους που βρίσκονταν σε διαθεσιμότητα. Έτσι γινόταν στην ουσία μια προ-απόλυση, με ένα εισόδημα μερικά εγγυημένο από το κράτος, εν αναμονή μιας άλλης απασχόλησης και με χειρότερες συνθήκες. Σ’ αυτή τη βάση γεννιέται, οργανωμένη και αυθόρμητη ταυτόχρονα, η διαδήλωση των «σαράντα χιλιάδων» στο κέντρο του Τορίνου με αίτημα την ανάκτηση της εργασίας.

Μπροστά στην πύλη της Fiat
Κατέφυγα σε λεπτομέρειες για να φέρω στην επιφάνεια ένα βασικό ερώτημα. Γιατί, σε μια εργατική διαφορά που ήταν τόσο παρακινδυνευμένη ήδη από την αρχή, ο Μπερλινγκουέρ πήγε στις πύλες του εργοστασίου για να στηρίξει ανεπιφύλαχτα τους εργάτες; Γιατί, αφού αμφέβαλε και βρέθηκε μακριά από άλλους νικηφόρους αγώνες, τώρα είχε εκτεθεί σε μια σύγκρουση που ήταν πιθανό να χαθεί, συγκεντρώνοντας έναν συγκινητικό εργατικό ενθουσιασμό, αλλά ανοίγοντας μια τάφρο (όπως είπε αμέσως ο Ρομίτι {ΣτΜ διευθυντής της Fiat}) με το πιο σύγχρονο και ισχυρό τμήμα των αφεντικών; Αρκεί να διαβάσει κανείς αυτά που είπε μπροστά σ’ εκείνες τις πύλες για να το καταλάβει. Είναι ψέμα αυτό που δημοσίευσε ο τύπος. Εκείνος δεν παρακίνησε καθόλου τους εργαζομένους στην κατάληψη της Fiat. Είπε στους εργάτες: «Είναι δικό σας θέμα να αποφασίσετε για τη μορφή του αγώνα σας, δικό σας θέμα και των συνδικάτων σας να κρίνετε αποδεκτές συμφωνίες. Μα να ξέρετε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα θα είναι στο πλευρό σας, στις καλές και στις κακές στιγμές». Ήταν ένα λεξιλόγιο που είχε χρόνια ν’ ακουστεί. Ήταν η ανανεωμένη επιβεβαίωση του χαρακτήρα του κόμματος, εθνικού και ταξικού. Δεν ήταν όμως τυπικά λόγια. Εξέφραζαν μια μελετημένη και αποδεδειγμένη επιλογή, σιωπηρά αυτοκριτική. Όπως και να εξελισσόταν η πολιτική κατάσταση, ή οποιοσδήποτε δρόμος να ανοιγόταν για το ΙΚΚ, η αναγκαία προϋπόθεση ήταν να οικοδομηθεί και πάλι μια αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης με τους εργαζομένους, το κόμμα να βασιστεί πάνω στη μαχητικότητά τους, χωρίς να επηρεάσει τη συνδικαλιστική αυτονομία, αλλά χωρίς να υπάρχει παραίτηση του κόμματος από τους μαζικούς αγώνες.

Η μάχη των μισθών
Η επιλογή επιβεβαιώθηκε ακόμη σαφέστερα τα επόμενα χρόνια, κι αυτή τη φορά με μεγαλύτερη επιτυχία: με τη μάχη για την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή των μισθών (ΑΤΑ), που παρέμεινε στο κέντρο της προσοχής σε όλη τη διάρκεια των αρχών της δεκαετίας του ’80.

Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, η οικονομική κατάσταση, βοηθούμενη από τη μείωση της τιμής του πετρελαίου, φάνηκε να χαλαρώνει, μα οι αυταπάτες για μια ανάκαμψη έσβησαν γρήγορα. Ο πληθωρισμός παρέμενε διψήφιος, η αντιπληθωριστικοί περιορισμοί των Ηνωμένων Πολιτειών και η κρίση χρέους στις αναπτυσσόμενες χώρες έκαναν πιο σκληρό τον ανταγωνισμό στη διεθνή αγορά. Γι’ αυτό η εργατική ήττα στη Fiat βιώθηκε και προσλήφθηκε από ολόκληρη την τάξη των Ιταλών αφεντικών σαν ένα παράδειγμα και από τους εργαζομένους σαν ένας βαρύς εκβιασμός. Μειωνόταν ο χώρος για την επιχειρησιακή διαπραγμάτευση ακόμη και εκεί όπου η παραγωγικότητα αυξανόταν, μειώνοντας όμως την απασχόληση, πόσο μάλλον εκεί όπου δεν αυξανόταν η παραγωγικότητα και ο ανταγωνισμός επικεντρωνόταν στις τιμές.

Η φοροδιαφυγή, στο διευρυμένο πλέον κόσμο της αυτόνομης εργασίας, και η ανεξέλεγκτη πλέον πίεση του δημόσιου χρέους ωθούσαν προς τα πάνω τους φορολογικούς συντελεστές που επιβάρυναν κυρίως τη μισθωτή εργασία. Το μισθολογικό ζήτημα ξαναρχόταν σε πρώτο επίπεδο, και, ταυτόχρονα, η ανεργία, που συγκεντρωνόταν στους νέους, και η μαύρη εργασία, όχι μόνο αδυνάτιζαν τη διαπραγματευτική εξουσία του συνδικάτου, αλλά μετέφεραν τις συνέπειές τους στο οικογενειακό εισόδημα. Ένα μοναδικό ανάχωμα υπεράσπιζε μερικά την εργατική κατάσταση: η συμφωνία που είχε υπογραφεί λίγα χρόνια πριν από τον Ανιέλι και τον Λάμα για την ΑΤΑ. Ξεκίνησε, λοιπόν το 1981, στον Τύπο μια εκστρατεία «πειθούς», για να οικοδομήσει τη συναίνεση τουλάχιστον ενός τμήματος του συνδικάτου και της δημοκρατικής διανόησης. Δεν ζητούσε τη ριζική κατάργηση της ΑΤΑ, αλλά μια διόρθωση των στρεβλών πλευρών της. (...)

Η εκστρατεία «πειθούς» είχε διεισδύσει σε ορισμένους τομείς του συνδικάτου (στην Cisl και στο σοσιαλιστικό ρεύμα της Cgil) και σε ένα τμήμα της μεσαίας τάξης, όχι όμως ακόμη τόσο πολύ ώστε να επιτευχθεί η συναίνεση της εργατικής τάξης και της πιο οξυδερκούς δημοκρατικής διανόησης. Το 1982 ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων αύξησε την πίεση απειλώντας ότι θα αποχωρούσε μονομερώς από τη συμφωνία του 1975. Και από το Μέγαρο Κίτζι (έδρα της κυβέρνησης στη Ρώμη) ήρθε η ολέθρια απάντηση. Το 1983, μόλις έγινε πρωθυπουργός, ο Μπετίνο Κράξι εξέδωσε ένα διάταγμα που περιόριζε την ισχύ της ΑΤΑ. Οι εργαζόμενοι κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο μόνο για μερικές πενταροδεκάρες, αλλά για το δικαίωμα που παραχωρούνταν στην πολιτική εξουσία να ορίζει τη μισθολογική δυναμική, δηλαδή σήμαινε το τέλος της ΑΤΑ που ρυθμιζόταν από τους κοινωνικούς εταίρους. Ένα κύμα αυθόρμητων απεργιών διέτρεξε στη συνέχεια την Ιταλία, και τα εργασιακά συμβούλια κάλεσαν σε πανιταλική διαδήλωση στη Ρώμη. Ο Μπερλινγκουέρ όχι μόνο συμμερίστηκε και παρακίνησε αυτές τις διαμαρτυρίες, αλλά κατάγγειλε και την έλλειψη συνταγματικής νομιμοποίησης του διατάγματος. Η Cgil, με κίνδυνο διάσπασης, αποφάσισε να αναλάβει την πατρότητα της διαδήλωσης, η οποία πράγματι υπήρξε μεγαλειώδης και στην οποία συμμετείχαν και τοπικές οργανώσεις της Cisl. Το ΙΚΚ έφερε το θέμα στη Βουλή, προσφεύγοντας στο εργαλείο της κωλυσιεργίας (που είχε χρησιμοποιήσει μόνο δύο φορές στο παρελθόν, ενάντια στο νόμο- απάτη και ενάντια στο Ατλαντικό Σύμφωνο) και αναγγέλλοντας μια ενδεχόμενη προσφυγή σε δημοψήφισμα. (...)

Αν η στροφή ολοκληρωνόταν
Η στροφή που επιχείρησε ο Μπερλινγκουέρ εκκινούσε σαφώς από έναν φιλόδοξο μεσοπρόθεσμο στόχο: να συμβάλει με ένα πραγματικό βήμα προς τα εμπρός στην κατεύθυνση του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό στην Ιταλία και στην Ευρώπη. Μια παρόμοια φιλοδοξία, εξαιτίας αντικειμενικών λόγων και υποκειμενικής ανωριμότητας, δεν άντεχε στην εξονυχιστική εξέταση των γεγονότων, ο στόχος ήταν έξω από τις δυνατότητες του κόμματος, μολαταύτα, η δύναμη που είχε κατορθώσει να διατηρήσει, οι νέες επιλογές και οι νέες ιδέες που είχαν διεισδύσει μέσα στο κόμμα επέτρεπαν στο ΙΚΚ να μην συμπαρασυρθεί από την κρίση της Σοβιετικής Ένωσης, να αποφύγει τη διάλυση και την εξωμοσία, άρα να κρατήσει όρθια και να επανιδρύσει στην Ιταλία μια σημαντική και ζωντανή αριστερά κομμουνιστικής έμπνευσης. Αυτός ο στόχος ήταν δύσκολος, μα όχι ανέφικτος. Αν μια τέτοια αριστερά στεκόταν ακόμη στα πόδια της, η εξέλιξη όχι μόνο της ιστορίας του ΙΚΚ, αλλά και της ιταλικής δημοκρατίας θα είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που διαπιστώνουμε σήμερα.

Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς
Πηγή: Εποχή




No comments: