Του Θανάση Πολλάτου
Τους τελευταίους μήνες έχει αναπτυχθεί από τους θιασώτες του εθνολαϊκισμού που κυβερνούν τις πλατείες, τα καφενεία και τις τηλεοράσεις της χώρας μια συγκεκριμένη αφήγηση αυτού που μας συμβαίνει. Όπως είναι αυτονόητο πρόκειται για ένα συμπίλημα από συντηρητικά στερεότυπα, παρανοϊκά σενάρια και ομιχλώδεις αναμνήσεις. Η διατύπωσή του δεν είναι σαφής και ξεκάθαρη, αλλά συνιστά μια φαιοκόκκινη αύρα του πλανιέται σαν φάντασμα πάνω από τη νοτιοανατολική άκρη της Ευρώπης. Μια αντίστοιχη ασάφεια χαρακτηρίζει κάθε ρητορική μίσους. Η στοχοποίηση και η προγραφές των εχθρών γίνονται με έναν αφηρημένο τρόπο και με «επιχειρήματα» που μπορεί να μην αντέχουν τη βάσανο της λογικής εξέτασης, αλλά είναι αρκετά για να υποδαυλίζουν τα πάθη του εξεγειρόμενου όχλου ή «λαού». Η θεωρία αυτή αρέσκεται να μιλά για «κατοχή της χώρας», για «προτεκτοράτα», για «αποικίες», για «χούντες», για «δωσίλογους», για «προδότες του Έθνους», για «ανθέλληνες», για «συνεργάτες των Γερμανών», για «διορισμένες κυβερνήσεις», για κρεμάλες κ.λπ. Στην ουσία πρόκειται για μια ακόμα ρητορική μίσους που έχει ως μοναδικό σκοπό να κατασκευάσει αποπροσωποποιημένους εχθρούς για να συσπειρώσει το ακροατήριό της.
Η ρητορική αυτή του μίσους έχει ως συνέπεια να υφίστανται λεκτική ή και σωματική βία όσοι πολίτες της χώρας και όσοι πολιτικοί δεν συντονίζονται επαρκώς με την κυριαρχούσα ιδεολογία του αντιμνημονιασμού. Η διατύπωση θετικών σχολίων για το περιεχόμενο των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων οδηγεί στην προσπάθεια τρομοκράτησής τους με κάθε –σχεδόν- μέσο. Τη θέση της παράθεσης επιχειρημάτων έχουν πάρει οι αυτόματες ιαχές μίσους. Για την ακρίβεια, η παράθεση επιχειρημάτων είναι αδύνατη, τόσο λόγω της ψυχολογίας της μάζας που επικρατεί μετατρέποντας τους ανθρώπους σε ζώα όσο και λόγω της παντελούς άγνοιας για το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων που κατά τ’ άλλα καταγγέλλονται.
Η ρητορική μίσους γίνεται τόσο έντονα πιστευτή από τους θιασώτες της τρομοκρατίας αυτού του τύπου ένεκα πολλών παραγόντων. Η άγνοια του περιεχομένου του Μνημονίου πρέπει να θεωρείται ολική λόγω της προπαγανδιστικής συσκοτιστικής συμβολής των ΜΜΕ και της ανεπάρκειας του πολιτικού συστήματος να το υποστηρίξει ρητά αφού αυτό υποσκάπτει τα συμφέροντα των πελατών του. Έπειτα, η άγνοια συνδυάζεται με την επίσης παντελή έλλειψη ορθολογικής σκέψης και ψυχραιμίας. Το μείγμα γίνεται εκρηκτικό με την εμπρηστική συμβολή των συντεχνιών που υπερασπίζονται τα προνόμιά τους και των τυχοδιωκτικών κομμάτων της Αριστεράς και της ακροδεξιάς που ψαρεύουν ψήφους στα θολά νερά του αντιμνημονιασμού. Τέλος, πολλοί από τους θιασώτες αυτής της ρητορικής μίσους έχουν οδηγηθεί και οι ίδιοι στα όρια της ψυχικής τους ισορροπίας. Πολλοί και πολλές ζουν με επαρκή γι’ αυτούς πειστικότητα μια αναβίωση του Εμφυλίου Πολέμου ή της Εθνικής Αντίστασης. Η εμφάνιση του Μανώλη Γλέζου είναι ως προς αυτό συμβολική. Η φαντασίωση της «αντίστασης ενάντια τον κατακτητή» παραπέμπει ευθέως στον υποτιθέμενο «γερμανό κατακτητή» και στα χρόνια του ΕΑΜ, στην κοιτίδα της εν Ελλάδι αριστεροφροσύνης. Η εποχή της Εθνικής Αντίστασης αποτελεί το τοτέμ της ελληνικής Αριστεράς καθώς συμβολίζει την ευκαιρία, την πραγματική ιστορική της δυνατότητα κατάκτησης της εξουσίας. Και καθώς η Αριστερά από τότε εισπράττει μονάχα ήττες και ματαιώσεις, τουτέστιν απωθείται στο χώρο του ουτοπικού προτάγματος, της αμφιβολίας, η αναφορά στην ιστορική εκείνη συγκυρία οφείλει να είναι εμμονική καθώς μόνο έτσι θεωρείται πως διαφυλάσσει την ίδια την πραγματικότητά της, τη δυνατότητα εγγραφής της στο πεδίο του πραγματικού δηλαδή.
Στα πλαίσια αυτής της αναβίωσης, η σημερινή μεγέθυνση της Αριστεράς γεννά αντίστοιχες αξιώσεις κατάκτησης της εξουσίας και επιβολής των κανόνων του παιχνιδιού, καθώς η αριστερά τίθεται επικεφαλής του αντιμνημονιακού αγώνα που μοιάζει να συμμερίζεται το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η βιωνώμενη φαντασίωση της παντοδυναμίας και της πολιτικής κατίσχυσης, οδηγεί πολλές φορές στα άκρα καθώς φέρνει στην επιφάνεια την επιθυμία της ολοκληρωτικής κυριαρχίας διά της εξόντωσης των αντιπάλων. Θέλω να πω ότι η εγγεγραμμένη στο φαντασιακό της αριστεράς ιστορική μνήμη (πολιτικές διώξεις, ήττα στον Εμφύλιο, αίσθηση ηθικής ανωτερότητας του ηττημένου) σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες συνθήκες που βιώνονται ως συνθήκες πολέμου προκαλούν την ανάδυση του αιτήματος του ολοκληρωτισμού το οποίο πιστεύω πως με τα υπάρχοντα δεδομένα η αριστερά αυτού του τύπου δεν μπορεί να αποφύγει.
Για να μην μείνουμε όμως στην Αριστερά , να πούμε πως η ρητορική μίσους είναι εξίσου ή και περισσότερο προσφιλής στην ακροδεξιά. Κατά τούτο, η προσθήκη του ΛΑΟΣ και του κόμματος Καμμένου στο αντιμνημονιακό μέτωπο, συμπληρώνουν το παζλ. Η σύγκλιση της ακροδεξιάς με την (ακρο)αριστερά δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού γίνεται πάνω στην κοινή όπως αποδεικνύεται βάση σύγκλισης: στη βάση του εθνικισμού. Ως στοιχεία αυτού του εθνικισμού πρέπει να θεωρούνται τόσο οι δηλώσεις Τσίπρα περί «πραγματικών Ελλήνων» όσο και η αντιγερμανική ρητορεία του Καρατζαφέρη, του Τράγκα ή του Αυτιά.
Η προσχώρηση ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας στο μπλοκ αυτό φαίνεται εξίσου φυσική. Η πνευματική καχεξία, η διανοητική νωθρότητα, η πολιτισμική καθυστέρηση, η απουσία ορθολογικής σκέψης, η εκπαιδευτική χρεοκοπία, η μικροαστική καταναλωτική κουλτούρα, η ιδιώτευση και ο ατομικισμός, ο τηλεοπτισμός κ.λπ. σε συνδυασμό με τους ψυχικούς και φαντασιακούς όρους με τους οποίους αναπτύσσεται ο ελληνικός εξαιρετισμός αποτελούν επαρκείς εγγυήσεις για μια τέτοια εξέλιξη. Η θεωρία συνομωσίας έρχεται πολύ εύκολα να υποκαταστήσει τη σκληρή πραγματικότητα. Ας μην αγνοήσουμε επίσης το ατομικό μέσα στο συλλογικό. Τα παρανοϊκά σενάρια προϊόντα της άνοιας, ο τυχοδιωκτισμός, ο αμοραλισμός, οι ματαιοδοξίες, ο κουτσαβακισμός, ο κωλοπαιδισμός αποκτούν σημασία καθώς εγγράφονται σε ένα πλαίσιο που επιδοτεί τις ήσσονες προσπάθειες, την αμορφωσιά, την αερολογία κ.λπ. και κλωτσάει τη μπάλα διαρκώς στην εξέδρα του «φταίνε κάποιοι άλλοι».
Η ρητορική μίσους είναι μολυσματική. Είναι πολύ δύσκολο να την αντικρούσεις χωρίς να παρασυρθείς κι εσύ σε υπερβολές και χαρακτηρισμούς που αρέσκεται -εκείνη πρώτη- να κάνει. Και καθώς σπάνια μόνο η σημερινή ρητορική του μίσους αναγνωρίζεται και απασχολεί τους «προοδευτικούς» διανοούμενους που ανησυχούν για την ποιότητα της υποβαθμιζόμενης δημοκρατίας -αφού οι πλατείες, τα συνδικάτα και τα πανεπιστήμια της χώρας είναι ζώνες καθαρές από την άλλη άποψη-, μένει το χρέος στους υπόλοιπους πολίτες της χώρας να ενημερώνονται, να διατηρούν την ψυχραιμία τους και να εκπροσωπούν τη φωνή της λογικής στα αποκαΐδια αυτής της κοινωνίας. Και κάτι άλλο: να κάνουν με τη σειρά τους μολυσματική μιαν άλλη ασθένεια: αυτή της αλήθειας, του ρεαλισμού, της ευθύνης, του ορθού λόγου και της κριτικής σκέψης. Εκτός κι αν θεωρηθούν ως θιασώτες του πνεύματος του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, για άλλη μια φορά, «δωσίλογοι» και «προδότες». Ας είναι.
Πηγη: Arguments.gr
Τους τελευταίους μήνες έχει αναπτυχθεί από τους θιασώτες του εθνολαϊκισμού που κυβερνούν τις πλατείες, τα καφενεία και τις τηλεοράσεις της χώρας μια συγκεκριμένη αφήγηση αυτού που μας συμβαίνει. Όπως είναι αυτονόητο πρόκειται για ένα συμπίλημα από συντηρητικά στερεότυπα, παρανοϊκά σενάρια και ομιχλώδεις αναμνήσεις. Η διατύπωσή του δεν είναι σαφής και ξεκάθαρη, αλλά συνιστά μια φαιοκόκκινη αύρα του πλανιέται σαν φάντασμα πάνω από τη νοτιοανατολική άκρη της Ευρώπης. Μια αντίστοιχη ασάφεια χαρακτηρίζει κάθε ρητορική μίσους. Η στοχοποίηση και η προγραφές των εχθρών γίνονται με έναν αφηρημένο τρόπο και με «επιχειρήματα» που μπορεί να μην αντέχουν τη βάσανο της λογικής εξέτασης, αλλά είναι αρκετά για να υποδαυλίζουν τα πάθη του εξεγειρόμενου όχλου ή «λαού». Η θεωρία αυτή αρέσκεται να μιλά για «κατοχή της χώρας», για «προτεκτοράτα», για «αποικίες», για «χούντες», για «δωσίλογους», για «προδότες του Έθνους», για «ανθέλληνες», για «συνεργάτες των Γερμανών», για «διορισμένες κυβερνήσεις», για κρεμάλες κ.λπ. Στην ουσία πρόκειται για μια ακόμα ρητορική μίσους που έχει ως μοναδικό σκοπό να κατασκευάσει αποπροσωποποιημένους εχθρούς για να συσπειρώσει το ακροατήριό της.
Η ρητορική αυτή του μίσους έχει ως συνέπεια να υφίστανται λεκτική ή και σωματική βία όσοι πολίτες της χώρας και όσοι πολιτικοί δεν συντονίζονται επαρκώς με την κυριαρχούσα ιδεολογία του αντιμνημονιασμού. Η διατύπωση θετικών σχολίων για το περιεχόμενο των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων οδηγεί στην προσπάθεια τρομοκράτησής τους με κάθε –σχεδόν- μέσο. Τη θέση της παράθεσης επιχειρημάτων έχουν πάρει οι αυτόματες ιαχές μίσους. Για την ακρίβεια, η παράθεση επιχειρημάτων είναι αδύνατη, τόσο λόγω της ψυχολογίας της μάζας που επικρατεί μετατρέποντας τους ανθρώπους σε ζώα όσο και λόγω της παντελούς άγνοιας για το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων που κατά τ’ άλλα καταγγέλλονται.
Η ρητορική μίσους γίνεται τόσο έντονα πιστευτή από τους θιασώτες της τρομοκρατίας αυτού του τύπου ένεκα πολλών παραγόντων. Η άγνοια του περιεχομένου του Μνημονίου πρέπει να θεωρείται ολική λόγω της προπαγανδιστικής συσκοτιστικής συμβολής των ΜΜΕ και της ανεπάρκειας του πολιτικού συστήματος να το υποστηρίξει ρητά αφού αυτό υποσκάπτει τα συμφέροντα των πελατών του. Έπειτα, η άγνοια συνδυάζεται με την επίσης παντελή έλλειψη ορθολογικής σκέψης και ψυχραιμίας. Το μείγμα γίνεται εκρηκτικό με την εμπρηστική συμβολή των συντεχνιών που υπερασπίζονται τα προνόμιά τους και των τυχοδιωκτικών κομμάτων της Αριστεράς και της ακροδεξιάς που ψαρεύουν ψήφους στα θολά νερά του αντιμνημονιασμού. Τέλος, πολλοί από τους θιασώτες αυτής της ρητορικής μίσους έχουν οδηγηθεί και οι ίδιοι στα όρια της ψυχικής τους ισορροπίας. Πολλοί και πολλές ζουν με επαρκή γι’ αυτούς πειστικότητα μια αναβίωση του Εμφυλίου Πολέμου ή της Εθνικής Αντίστασης. Η εμφάνιση του Μανώλη Γλέζου είναι ως προς αυτό συμβολική. Η φαντασίωση της «αντίστασης ενάντια τον κατακτητή» παραπέμπει ευθέως στον υποτιθέμενο «γερμανό κατακτητή» και στα χρόνια του ΕΑΜ, στην κοιτίδα της εν Ελλάδι αριστεροφροσύνης. Η εποχή της Εθνικής Αντίστασης αποτελεί το τοτέμ της ελληνικής Αριστεράς καθώς συμβολίζει την ευκαιρία, την πραγματική ιστορική της δυνατότητα κατάκτησης της εξουσίας. Και καθώς η Αριστερά από τότε εισπράττει μονάχα ήττες και ματαιώσεις, τουτέστιν απωθείται στο χώρο του ουτοπικού προτάγματος, της αμφιβολίας, η αναφορά στην ιστορική εκείνη συγκυρία οφείλει να είναι εμμονική καθώς μόνο έτσι θεωρείται πως διαφυλάσσει την ίδια την πραγματικότητά της, τη δυνατότητα εγγραφής της στο πεδίο του πραγματικού δηλαδή.
Στα πλαίσια αυτής της αναβίωσης, η σημερινή μεγέθυνση της Αριστεράς γεννά αντίστοιχες αξιώσεις κατάκτησης της εξουσίας και επιβολής των κανόνων του παιχνιδιού, καθώς η αριστερά τίθεται επικεφαλής του αντιμνημονιακού αγώνα που μοιάζει να συμμερίζεται το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η βιωνώμενη φαντασίωση της παντοδυναμίας και της πολιτικής κατίσχυσης, οδηγεί πολλές φορές στα άκρα καθώς φέρνει στην επιφάνεια την επιθυμία της ολοκληρωτικής κυριαρχίας διά της εξόντωσης των αντιπάλων. Θέλω να πω ότι η εγγεγραμμένη στο φαντασιακό της αριστεράς ιστορική μνήμη (πολιτικές διώξεις, ήττα στον Εμφύλιο, αίσθηση ηθικής ανωτερότητας του ηττημένου) σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες συνθήκες που βιώνονται ως συνθήκες πολέμου προκαλούν την ανάδυση του αιτήματος του ολοκληρωτισμού το οποίο πιστεύω πως με τα υπάρχοντα δεδομένα η αριστερά αυτού του τύπου δεν μπορεί να αποφύγει.
Για να μην μείνουμε όμως στην Αριστερά , να πούμε πως η ρητορική μίσους είναι εξίσου ή και περισσότερο προσφιλής στην ακροδεξιά. Κατά τούτο, η προσθήκη του ΛΑΟΣ και του κόμματος Καμμένου στο αντιμνημονιακό μέτωπο, συμπληρώνουν το παζλ. Η σύγκλιση της ακροδεξιάς με την (ακρο)αριστερά δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού γίνεται πάνω στην κοινή όπως αποδεικνύεται βάση σύγκλισης: στη βάση του εθνικισμού. Ως στοιχεία αυτού του εθνικισμού πρέπει να θεωρούνται τόσο οι δηλώσεις Τσίπρα περί «πραγματικών Ελλήνων» όσο και η αντιγερμανική ρητορεία του Καρατζαφέρη, του Τράγκα ή του Αυτιά.
Η προσχώρηση ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας στο μπλοκ αυτό φαίνεται εξίσου φυσική. Η πνευματική καχεξία, η διανοητική νωθρότητα, η πολιτισμική καθυστέρηση, η απουσία ορθολογικής σκέψης, η εκπαιδευτική χρεοκοπία, η μικροαστική καταναλωτική κουλτούρα, η ιδιώτευση και ο ατομικισμός, ο τηλεοπτισμός κ.λπ. σε συνδυασμό με τους ψυχικούς και φαντασιακούς όρους με τους οποίους αναπτύσσεται ο ελληνικός εξαιρετισμός αποτελούν επαρκείς εγγυήσεις για μια τέτοια εξέλιξη. Η θεωρία συνομωσίας έρχεται πολύ εύκολα να υποκαταστήσει τη σκληρή πραγματικότητα. Ας μην αγνοήσουμε επίσης το ατομικό μέσα στο συλλογικό. Τα παρανοϊκά σενάρια προϊόντα της άνοιας, ο τυχοδιωκτισμός, ο αμοραλισμός, οι ματαιοδοξίες, ο κουτσαβακισμός, ο κωλοπαιδισμός αποκτούν σημασία καθώς εγγράφονται σε ένα πλαίσιο που επιδοτεί τις ήσσονες προσπάθειες, την αμορφωσιά, την αερολογία κ.λπ. και κλωτσάει τη μπάλα διαρκώς στην εξέδρα του «φταίνε κάποιοι άλλοι».
Η ρητορική μίσους είναι μολυσματική. Είναι πολύ δύσκολο να την αντικρούσεις χωρίς να παρασυρθείς κι εσύ σε υπερβολές και χαρακτηρισμούς που αρέσκεται -εκείνη πρώτη- να κάνει. Και καθώς σπάνια μόνο η σημερινή ρητορική του μίσους αναγνωρίζεται και απασχολεί τους «προοδευτικούς» διανοούμενους που ανησυχούν για την ποιότητα της υποβαθμιζόμενης δημοκρατίας -αφού οι πλατείες, τα συνδικάτα και τα πανεπιστήμια της χώρας είναι ζώνες καθαρές από την άλλη άποψη-, μένει το χρέος στους υπόλοιπους πολίτες της χώρας να ενημερώνονται, να διατηρούν την ψυχραιμία τους και να εκπροσωπούν τη φωνή της λογικής στα αποκαΐδια αυτής της κοινωνίας. Και κάτι άλλο: να κάνουν με τη σειρά τους μολυσματική μιαν άλλη ασθένεια: αυτή της αλήθειας, του ρεαλισμού, της ευθύνης, του ορθού λόγου και της κριτικής σκέψης. Εκτός κι αν θεωρηθούν ως θιασώτες του πνεύματος του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, για άλλη μια φορά, «δωσίλογοι» και «προδότες». Ας είναι.
Πηγη: Arguments.gr
No comments:
Post a Comment