Monday, November 21, 2011

Μνήμη Μιχάλη Κατσαρού

Μὴν ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Τὸ μέλλον μας θὰ ἔχει πολὺ ξηρασία.


Ο Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το 1919 και πέθανε σαν σήμερα 21 Νοεμβρίου του 1998 στην Αθήνα. Στην αποθέωση του σταλινισμού, εγκρέμισε τον Στάλιν από το βάθρο του. Ιδεολόγος κομμουνιστής, ζούσε κάθε μέρα την επανάσταση σε γη και ουρανό, οραματιζόταν έναν κόσμο, όπου η δικαισύνη των ανθρώπων δεν θα 'ναι σακάτικη, πίστευε ότι έφερε μέσα όλες τις αρχαίες μνήμες, από κτίσεως κόσμου. Σαφής και ξεκάθαρος με τους φίλους του, παραληρηματικός και ιδιόρρυθμος στις συνεντεύξεις του. Μπορούσες να του δώσεις χίλιους δυο χαρακτηρισμούς, όπως εκκεντρικός, αιρετικός, «φευγάτος». Αλλά τι μ' αυτό: ψυχή τε και σώματι ήταν ποιητής. Ζούσε την ποίηση σωματικά, καιγόταν μέσα στις φλόγες της, και μέσα εκεί αναβαπτιζόταν καθαρός. Ο Μιχάλης Κατσαρός του Ευσταθίου εκ Κυπαρισσίας Τριφυλίας (όπως αυτοπαρουσιαζόταν στην τελευταία ποιητική του συλλογή «Κορέκτ / Φόβος ποιητή», «Μανδραγόρας») δεν ήταν μόνο τα ποιήματά του. Ηταν και η εν γένει καθημερινή εμφάνισή του: πουκάμικο λερό, γραβάτα, ένα δερμάτινο από επάνω, μαύρα γυαλιά, κασκέτο. Τον έβλεπες να περπατά στους δρόμους πέριξ της πλατείας Συντάγματος, με ανεμίζοντα την γκρίζα κόμη του.

Μ' ένα τσιγάρο μόνιμα σφηνωμένο ανάμεσα στα χείλη του. Εάν κοντοστεκόσουν και του μιλούσες, διαπίστωνες ότι ο δάκτυλος και ο παράμεσος είχαν κιτρινίσει από τη χρόνια χρήση της νικοτίνης. Στέκια και παρέες Στέκια του, η πρώην καφετέρια «Εβριντέι», το «Ζόναρς», το «Νέον» της Ομονοίας και του Συντάγματος, ο «Μεγαλέξανδρος» της Ομονοίας. Εκεί έδινε τα άτυπα ραντεβού του με τους φίλους του, εκεί συναντούσε τους νεότερούς του ποιητές. Και μιλούσε και μιλούσε με τις ώρες. Μετέφερε την πραγματικότητα των ονείρων του στην καθημερινότητα, επινοούσε φανταστικές δημοκρατίες, καλλιεργούσε παραδείσους των λέξεων, επικοινωνούσε με τους μικρούς και μεγάλους θεούς, ανατίναζε τη σύνταξη των προτάσεων, έβαζε φωτιά στην ετυμολογία των λέξεων. Και την ίδια στιγμή, όταν τον «προσγείωναν», μπορούσε, με σαφήνεια, να αναφερθεί στην χαμένη Επανάσταση, στους παλιούς συντρόφους, στα μεράκια της ποίησης, στο αιώνιο του εφήμερου των εφημερίδων, στο εφιαλτικό παρόν ενός κόσμου εν πτώσει.

Ο Μιχάλης Κατσαρός είχε δυο προσωπικότητες; Οχι. Ηταν μία, ενιαία, συμπαγής και μοναδική. Δραπέτευε με το ένα προσωπείο από την πραγματικότητα και με το έτερο επέστρεφε σ' αυτήν. Είχε πάρει το βάφτισμα στα Γράμματα, με τη δημοσίευση του ποιήματος «Μπαρμπερίνικο καράβι», στα «Ελληνικά Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη (1946). Στο ίδιο περιοδικό και στη στήλη «Νέοι Ποιητές» τυπώθηκε η «Βγενιώ»: «Λάλατο Βιολιτζή μου, λάλατο / σ' ούλα τα περιβόλια / ρίξε και πέντε μπαταριές / ρίξε και πέντε βόλια...». Τα χρόνια της νεότητάς του τα πέρασε μέσα στην κάμινο της ΕΠΟΝ και της Εθνικής Αντίστασης, εκδίδοντας, μάλιστα, και το βραχύβιο περιοδικό «Στόχος» και υστερότερα το «Θεμέλιο» και το «Σύστημα».

Σύντροφοί του, οι Μίκης Θεοδωράκης, Νίκος Κούνδουρος, οι Κύρκοι, Mιχάλης και Λεωνίδας, ο αείμνηστος Μίμης Δεσποτίδης. Συνελήφθη από τα Ες-Ες, βασανίστηκε και φυλακίστηκε πολλούς μήνες στις φυλακές Χατζηκώστα.H Ορθια Διανόηση «Μετά την απελευθέρωση», όπως αφηγείται ο ίδιος, «ήμουν στο Ταμείο της Αεροπορίας. Μετά πήγα στο Ραδιοφωνικό Σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων και δούλεψα εκεί. Παντρεύτηκα και πήρα γυναίκα από την Καραγεώργη Σερβίας. Είχε κει ένα μέγαρο, ένα αυτοκρατορικό, που ήταν η οικογένειά της. Η ιστορία είναι ότι έζησα στο Σύνταγμα γιατί είχα σπίτι και καθόμουνα στο Στάδιο. Γι' αυτό γνωρίζω όλους τους ραφτάδες. Εδώ όμως η ιστορία είναι ότι η Ορθια Διανόηση ήταν στη Βουκουρεστίου, όπου σύχναζε κάθε πολιτικός και λόγιος.

Η Ορθια Διανόηση ήταν όρθιοι έντεκα με δώδεκα στου "Λουμίδης". Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με μαρτυρία του Γιώργου Χρονά, ήταν ένστολος δημοσιογράφος της Πολεμικής Αεροπορίας και εκφωνητής του στρατιωτικού ραδιοφώνου. Μάλιστα, κάποτε, εκφωνώντας ένα δελτίο ειδήσεων, αντί να πει «Αρχισε η περιοδεία της βασιλίσσης Φρειδερίκης», είπε «Αρχισε η περίοδος της βασιλίσσης Φρειδερίκης»! Ωσπου φτάνουμε στα 1953. Εχει σημάνει το έτος έκδοσης του βιβλίου-σταθμού, του «Κατά Σαδδουκαίων», με εξώφυλλο του Νίκου Κούνδουρου. Ακολούθησαν πολλαπλές επανεκδόσεις: η δεύτερη το 1971 και η τρίτη το 1973 από τα «Κείμενα», η τέταρτη από τον «Κέδρο», το 1977, η πέμπτη και η έκτη από το «Θεμέλιο», το 1982 και το 1983, και οι τελευταίες, από τις εκδόσεις «Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος». Συγκάτοικος με τον Mίκη Ο Μίκης Θεοδωράκης εμπνεύστηκε από τη σύνθεση και έγραψε την καντάτα «Κατά Σαδδουκαίων Πάθη», που πρωτοπαρουσιάστηκε στο πρώην Ανατολικό Βερολίνο και αφιερώθηκε στον Δημήτρη Δεσποτίδη: «Τον είχα συναντήσει (σ.σ. τον Μίκη Θεοδωράκη) μια φορά καθισμένο σ' ένα σκαλί στη Σόλωνος. Του λέω τι κάνεις εδώ.

Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Θεμέλιο" (1947), "Ποιητική Τέχνη", "Τα Νέα Ελληνικά", "Αθηναϊκά Γράμματα" και "Στόχος" (1950) και το 1975 εξέδωσε το περιοδικό "Σύστημα", όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος "Το Μπαρμπερίνικο καράβι" στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα". Tον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα "Βγενιώ" στο ίδιο περιοδικό. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Μεσολόγγι". Παντρεύτηκε τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Μεσολόγγι", 1949, "Κατά Σαδδουκαίων", 1953, "Οροπέδιο", 1956, "Σύγγραμμα", 1975, "Πρόβα και ωδές", 1975, "Ενδύματα", 1977, "Αλφαβητάριο - ποιήματα Α-Ω", 1978, "Ονόματα", 1980, "3Μ+3Μ=6Μ", 1981, "4 μαζινό", 1982, "Μείον ωά", 1985, "Ο πατέρας του ποιητή", 1987, "Κορέκτ, φόβος του ποιητή", 1996, "Εννέα το επτά", 1997, τα δοκίμια "Πας-Λακίς Michelet", 1973, "Σύγχρονες μπροσούρες", 1977-78, "Αυτοκρατορική πραγματικότητα", 1995, "Το κράτος εργοδότης", 1996, και το μυθιστόρημα "Οι συλλέκται της Μονόχρα", 1980. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και μελοποιήθηκαν από τους Μ. Θεοδωράκη, Γ. Μαρκόπουλο και Α. Κουνάδη. Το "Κατά Σαδδουκαίων" παρουσιάστηκε μελοποιημένο από γερμανό συνθέτη στο "Κουήν Ελίζαμπεθ Χωλ", στο Σάουθ Μπανκ του Λονδίνου (ο αγγλικός τύπος τον παρέβαλε με τους ποιητές Μπρεχτ, Χο Τσι Μινχ και Παντίλα).

ΕΔΩ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟΥ

No comments: