Αυτό που ορίζω ως φαύλο κύκλο της Μεταπολίτευσης σηματοδοτείται από την πλήρη καθιέρωση του λαϊκίστικου συνθήματος «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα» και τη δημιουργία μιας πολιτικής κουλτούρας, που βλέπει το κράτος ως λάφυρο. Την πολιτική αυτή ακολούθησαν τελικά όλα τα κόμματα και πολλοί πολιτικοί της μεταπολίτευσης, παρά τους διαφορετικούς τους ρόλους. Χαρακτηριστικά, παρά το ότι η χώρα μας είχε ήδη ένα δυσβάσταχτο χρέος, σε εποχή παγκόσμιας κρίσης, το έλλειμμα ήταν το 2007: -6,4 έναντι -0,7, του μέσου όρου της Ευρωζώνης, το 2008: -9,8 έναντι: -2,0 και το 2009: -15,4 έναντι: -4,3. Η ευθύνη βέβαια βαρύνει τις κυβερνήσεις και τα κόμματα εξουσίας. Ομως –ενάντια στην Αριστερά των Φλωράκη, Κύρκου, Μ. Παπαγιαννάκη και Φ. Κουβέλη– η σημερινή ηγεσία της μείζονος Αριστεράς τείνει να νομιμοποιεί, ιδεολογικά και ηθικά, τους πελατειακούς διορισμούς στο Δημόσιο, τις λογής λογής παροχές από το κράτος και τη δημιουργία νέων κρατικών φορέων μόνο για ψηφοθηρικούς λόγους. Ενώ στην ιδιωτική οικονομία, η σπατάλη και η έλλειψη παραγωγικότητας τιμωρούνται από την αγορά και πληρώνονται από την τσέπη του επιχειρηματία, οι ψηφοθηρικοί διορισμοί και οι σπατάλες στο Δημόσιο πληρώνονται, όχι από τους κομματάρχες και τους εξαρτημένους απ’ αυτούς «κρατικούς λειτουργούς», αλλά από όσους φορολογούνται. Με τον τρόπο αυτό, ιδιαίτερα οι ΔΕΚΟ γίνονται ζημιογόνες και επαχθές βάρος του προϋπολογισμού και των πολιτών που πληρώνουν τα σπασμένα. Η υπονόμευση του Δημοσίου από τις πελατειακές σχέσεις των κομμάτων φαίνεται ακόμη και στις Ανώτατες Σχολές που ιδρύθηκαν, είτε ψηφοθηρικά, στην εκλογική περιφέρεια των εκάστοτε υπουργών Παιδείας, είτε για να βολέψουν «ημετέρους».
Το υπερτροφικό και σπάταλο κράτος, για να συμπληρώσει τα οικονομικά ελλείμματά του, δανείζεται και χαρατσώνει, σαν κακή μητριά, όσους δεν φοροδιαφεύγουν, πολίτες και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Με τα υπερμεγέθη ελλείμματα και τη γραφειοκρατία του κράτους δεν αφήνονται οι επιχειρήσεις να προκόψουν. Ετσι ανατροφοδοτείται και οξύνεται ο φαύλος κύκλος: όσο πιο πολύ παρεμποδίζονται και επιβαρύνονται από το κράτος η ιδιωτική οικονομία και η επιχειρηματικότητα, τόσο πιο πολύ συρρικνώνονται τα κρατικά έσοδα και οι ανάλογες εργασιακές ευκαιρίες και τόσο περισσότερο παραμένει ως κύρια διέξοδος στη νεολαία και στους εργαζομένους το να «τρυπώσουν» και να «αράξουν» (με μέσον) κάπου στη σιγουριά του κράτους. Η αναγκαιότητα αυτή αυξάνει την πίεση για το γιγάντωμα του δημόσιου τομέα, άρα και για νέα δάνεια και επαχθείς φόρους - επιβαρύνσεις και των επιχειρήσεων, γεγονός που ανατροφοδοτεί και κορυφώνει την κρίση.
Κι άλλες χώρες έχουν προβλήματα. Η διαφορά είναι πως όταν οι οικονομικοί δείκτες βρίσκονταν στο κόκκινο, οι κυβερνήσεις –σε συνεννόηση με την αντιπολίτευση– αναλαμβάνουν την ευθύνη να διορθώσουν την πορεία, χωρίς να πτοούνται από το προσωρινό πολιτικό κόστος. Ο Σοσιαλδημοκράτης Σρέντερ πήρε π.χ. μέτρα το 2000 ενάντια στην Αριστερά του κόμματός του, τα οποία αναγνωρίζονται σήμερα από όλους ότι έσωσαν τη γερμανική οικονομία. Αντίθετα, στην Ελλάδα, κάθε φορά που υπήρξαν πρωτοβουλίες για παρόμοια, αναγκαία μέτρα –όπως π.χ. το ασφαλιστικό του τότε υπουργού Γιαννίτση– πνίγονταν από μια χιονοστιβάδα παλλαϊκών αντιδράσεων που υποκινούνταν κυρίως από βολεμένους συνδικαλιστές και πολιτευτές.
Μετά ένα χρόνο Μνημονίου, δεν φθάσαμε μεν σε μια πραγματική στάση πληρωμών και το έλλειμμα του Δημοσίου έπεσε κατά 5%, ωστόσο είναι δικαιολογημένη η κριτική για τη μη πλήρωση αρχικών, βασικών στόχων. Για την αποτυχία αυτή δεν έχουν μόνο ευθύνη οι ανακολουθίες και οι καθυστερήσεις. Πρέπει να συνεξεταστεί και η ευθύνη εκείνων των πολιτικών και των κομματικών ηγεσιών που μάλλον συνεχίζουν τη στείρα άρνηση σε κάθε προσπάθεια απεγκλωβισμού από τον φαύλο κύκλο. Αν η μονολιθική αντιπολιτευτική πρακτική τους προερχόταν μόνο από κοινωνική ευαισθησία προς τους οικονομικά αδυνάτους, τότε θα είχαν θυσιάσει, αυτοί πρώτοι, μερικά από τα προνόμιά τους. Οσο περισσότερο καθυστερούν και δεν αποδίδουν τα μέτρα, τόσο πιο πολύ πλήττονται, ιδιαίτερα οι οικονομικά αδύνατοι. Εφόσον η ευμάρειά μας βασιζόταν στη φούσκα των δανεικών και τα δανεικά τέλειωσαν, είναι αναπόφευκτο να χάσουμε το κομμάτι που αναλογούσε στην εισοδηματική φούσκα: είτε με το ευρώ, όπως γίνεται τώρα, είτε με αλματώδη υποτίμηση, αν επιστρέψουμε στη δραχμή. Η εισοδηματική αυτή απώλεια δεν πρέπει να φορτωθεί σε όσους έχουν βασικές ανάγκες επιβίωσης. Εδώ έχουν τεράστια πολιτική ευθύνη και η αξιωματική αντιπολίτευση και ο αρχηγός της: Η δική του εμμονή στη μαξιμαλιστική λογική τού «ή όλα ή τίποτα» αποδείχθηκε ήδη εθνικά επιζήμια: θυμίζω την απόρριψη της ονομασίας «Νεαμακεδονία» για τη FYROM κατά τη θητεία του ως υπουργού Εξωτερικών.
Είναι απόλυτα δικαιολογημένες οι αντιδράσεις και η αγανάκτηση για το ότι η χώρα μας και εμείς ζούμε τη μεγαλύτερη κρίση. Πρέπει, όμως, να μην παρασυρόμαστε από παραπλανητικές ιδεολογίες και θεωρίες συνωμοσίας και να δούμε ξεκάθαρα ότι τα αίτια της κρίσης συνδέονται κυρίως με τον φαύλο κύκλο της μεταπολίτευσης και το πελατειακό κράτος. Πρέπει να δούμε στην πράξη αν ο υπερμεγέθης δημόσιος τομέας και ιδιαίτερα οι ΔΕΚΟ είναι πράγματι «επιχειρήσεις κοινής ωφελείας» ή μάλλον «παράπλευρα πελατειακά καταστήματα», που μας χρεοκοπούν ως άτομα και ως σύγχρονη κοινωνία και χώρα.
* Ο Στέλιος Χιωτάκης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
No comments:
Post a Comment