Friday, July 30, 2010

Το παιδί του γείτονα

της Αρτέμιδος Καπούλα

Στο διπλανό διαμέρισμα μένει μια οικογένεια από την Αλβανία. Μια μάνα με ένα εφτάχρονο παιδί. Πατέρας δεν υπάρχει. Μετακόμισαν πριν από 5 μήνες, το διαμέρισμα είναι 38 τετραγωνικά, ένα δωμάτιο όλο και όλο και αυτό παιδικό. Φτιαγμένο με αγάπη από ότι είδα μια μέρα που η πόρτα έμεινε ανοιχτή.
Δεν ξέρω τα ονόματα τους. Ανταλλάσσουμε μια καλημέρα στο διάδρομο και καμιά φορά μου χτυπά για να δανειστεί την σκάλα ή για να με ρωτήσει για τους λογαριασμούς, που μπορεί να τους πληρώσει.

Σήμερα το κουδούνισμα ήταν επίμονο. Στεκόταν στην πόρτα μου, σκυφτή, συννεφιασμένη με την αγωνία της μάνας στα μάτια.
«Πρέπει να πάω στην δουλειά και ο μικρός είναι λίγο άρρωστος, θα μπορούσες να έχεις τον νου σου; Δεν ξέρω κανέναν άλλο στην πολυκατοικία» μου λέει με τα σπασμένα ελληνικά της. Πήγα μαζί στης στο διαμέρισμα. Μου έφτιαξε καφέ και όπως μιλούσε σηκωνόταν και έπιανε το μέτωπο του παιδιού που κοιμόταν. Ήρθε πριν από 9 χρόνια στην Ελλάδα. Πέρσι κατόρθωσε να βγάλει χαρτιά και να είναι νόμιμη. Δουλεύει καθαρίστρια, φεύγει στις 7 το πρωί και γυρνά στις 5 το απόγευμα. Από τότε που κλείσανε τα σχολεία ο μικρός μένει μόνος του στο σπίτι μέχρι να γυρίσει η μάνα. Περνάει την μέρα του με την τηλεόραση, έχει μάθει να ζεσταίνει το φαγητό του το μεσημέρι. Καμιά φορά συμμαζεύει το σπίτι, μπορεί και να σκουπίσει ή να απλώσει τα ρούχα που δεν πρόλαβε εκείνη.

«Είναι καλό παιδί και καλός μαθητής» μου λέει με περηφάνια. «Στεναχωριέμαι πολύ που τον αφήνω τόσες ώρες μόνο του, φοβάμαι, το μυαλό μου μέχρι να γυρίσω είναι συνέχεια σε αυτόν, μην πάθει κάτι, μην συμβεί κανα ατύχημα στο σπίτι. Μόνο όταν γυρίζω και βάζω το κλειδί στην πόρτα και ακούω την φωνή του ησυχάζω. Μα τι να κάνω; δεν έχω που να τον αφήσω, δεν έχω κανέναν συγγενή και έχουμε ανάγκη τα λεφτά. Του πήρα ένα κινητό για να μπορεί να με βρει αν συμβεί κάτι. Πιο πολύ στεναχωριέμαι που αναγκάζεται να μεγαλώσει πριν την ώρα του, που τον βάζω από μικρό στα βάσανα και δεν χαίρεται σαν παιδί, να βγει να παίξει, που δεν τον έχω πάει ποτέ στην θάλασσα τώρα που είναι καλοκαίρι, κλειδωμένο μέσα σε τέσσερις τοίχους, προχθές με ρώτησε τι είναι οι διακοπές.»

Φεύγει για την δουλειά με το βλέμμα γεμάτο ενοχές και αγωνία. Της υπόσχομαι ότι θα τον προσέχω, ότι αν ανέβει ο πυρετός θα την ειδοποιήσω. Ακούω τα βήματα της βαριά στις σκάλες, αναποφάσιστα. Ο μικρός έχει ξυπνήσει και με κοιτά με περιέργεια.
«Θέλεις να σου διαβάσω ένα παραμύθι;» τον ρωτάω. Γνέφει ντροπαλά. Μικρό αντράκι.
«Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια μαμά κατσίκα και είχε 3 κατσικάκια…..»

Πηγή:
www.protagon.gr

1 comment:

Condoras said...

Αφιερωμένο σε αυτούς που πιστεύουν ότι η αξιοπρέπεια έχει χρώμα και θρησκεία.....