«Και ιδού δράκων πυρρός (χρυσοκόκκινος) εκ πυρός (πύρινος)» -απ' τηνΑποκάλυψη του Ιωάννη, όταν άρχισε να μελετά το Ασφαλιστικό...
Ανδρείκελο (το): ομοίωμα ανθρώπου.Ή ζώου. Με αρθρωτά κινητά μέλη που επιτρέπουν διάφορες στάσεις.
Συνώνυμα: μαριονέτα, κούκλα.
Μεταφορικώς: Αυτός που στερείται αυτενέργειας, αυτοβουλίας και κατευθύνεται από άλλους.
Πιο χοντρά συνώνυμα: πιόνι, υποχείριο, φερέφωνο, αχυράνθρωπος, ενεργούμενο...
Ετυμολογία: αρχ.: ανδρείκελον-ανθρωπόμορφος εκ του ανήρ-ανδρός και είκελος, όμοιος...
Αντίθετα: ανδρείος, αντρείος, αντρειωμένος, τολμηρός, σθεναρός, παλληκάρι, γενικώς ο πούντζος του Καραϊσκάκη...
[Βεβαίως υπάρχει και η βυζαντινόφρων εκδοχή της «ανδρείας» ήτις περιορίζεται εις «την των ανδρών ηλικία» (Λεξικό Σουΐδα) -αν και παρακάτω αποκαθιστά την έννοια και ως «ανδρεία ψυχής»- μυστήριοι τύποι αυτοί οι Βυζαντινοί]...
***
Ραγιάς (ο): αραβική λέξη - ο μη μουσουλμάνος οθωμανός υπήκοος, κατά συνεκδοχήν ο δούλος -«να 'ρθουν να προσκυνήσουσι, ραγιάδες να γενούνε»- (από το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Δημήτριου Β. Δημητράκου το οποίον εγράφη ακριβώς επειδή οι ραγιάδες έχασαν το παιγνίδι το 1821, ασχέτως αν έκτοτε περιοδικώς επανέρχονται κι ενίοτε εκ νέου κάνουν κουμάντο).
Αντιθέτως, το Λεξικό Μπαμπινιώτη ετυμολογεί τη λέξη απ' το τουρκικό raya, αλλά συμφωνεί με το Λεξικό Δημητράκου ότι ραγιάς είναι ο μη μουσουλμάνος υπήκοος των Οθωμανών, μεταφορικώς αυτός που έχει δουλοπρεπή στάση.
Αρα, είναι δημοσιογραφικώς διασταυρωμένο (σε δύο Λεξικά) και άρα κάργα καρατσεκαρισμένο ότι ραγιάς είναι ο δουλοπρεπής, ο υποτέλειας, ο σφάξε με αγά μου να αγιάσω...
Κάτι σαν γραικύλος.
Γραικύλος (ο) (μειωτικό): ο Ελληνας που είναι ανάξιος της εθνικής του παραδόσεως, ο ξεπεσμένος, παρηκμασμένος Ελληνας, συνήθως δουλοπρεπής προς τους ξένους.
Ετυμολογία: λατινικό, Graeculus, επίθετο με το οποίον οι Ρωμαίοι χαρακτήριζαν ειρωνικά τον ελληνίζοντα συμπατριώτη τους, ο οποίος προσπαθούσε αδέξια να μιμηθεί τους Ελληνες (Λεξικό Μπαμπινιώτη).
Η λέξη στη συνέχεια εξέπεσε να αναφέρεται στους ίδιους τους Ελληνες, πλην όμως τους εκπεσόντες, τους ξεπεσμένους και δουλικούς.
Αντίθετο: Γραικός (ο): ο Ελληνας. «Ελληνες ωνομάσθησαν το πρότερον Γραικοί καλούμενοι», Αριστοτέλης (Λεξικό Liddell-Scott) - και δυο χιλιάδες χρόνια μετά: «εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέ' να πεθάνω». (Φράση πολύ συνηθισμένη κατά τους σκοτεινούς αιώνες της τουρκοκρατίας, ότε, κατά τους νεωτερικούς, η συνέχεια του ελληνισμού ελέγχεται).
Συνώνυμο: Ρωμιός (εκ του Ρωμαίος, καθώς πολιτικά κι ανεξαρτήτως καταγωγής προσδιόριζαν τον εαυτόν τους οι υπήκοοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας - του Βυζαντίου).
σημείωσις: νεότερον του γραικύλου είναι ο γραισκύλος - μια ευγενική (κι αφιλοκερδής) γλωσσοπλαστική προσφορά της στήλης στη μαμά ελληνική γλώσσα.
* * *
Κουίσλινγκ: η απόδειξη ότι για να 'ναι κανείς γραικύλος ή ραγιάς, δεν προϋποθέτει να 'ναι Ελληνας.
Δωσίλογος (ο): το τελευταίο κι έσχατο λήμμα (και λύμα, σκατό) του γράμματος δέλτα της ελληνικής γλώσσας: αυτός που υποχρεούται να λογοδοτήσει για τις παρανομίες του - αυτός που συνεργάσθηκε με τον εχθρό την περίοδο της Κατοχής - ίδιου
ετύμου (κατά τη σχέση του δίδω και του δώρου), με τη δωροδοκία, δωροδοκώ, δωροδόκος και τη δωροληψία, δωρολήπτης, δωροδοκούμαι...
Οι τελευταίοι, δωσίλογοι, δωροδόκοι και δωρολήπτες καλύπτονται από τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, που μόνον σε μια επικράτεια ραγιάδων, θα μπορούσαν να έχουν συντάξει γραικύλοι με κυβερνήσεις ανδρεικέλων.
Ανδρείκελα των ΗΠΑ.
Ανδρείκελα του ΔΝΤ.
Αλλωστε έτσι λύνεται και το συνεχές δίλημμα του νεώτερου Ελληνισμού (μετά τους Κομνηνούς) ανάμεσα στην «παπική τιάρα» ή το «τούρκικο φακιόλι»: και ανδρείκελο της Δύσης, και ραγιάς στον Τούρκο. Οπερ έδει δείξαι...
ΣΤΑΘΗΣ Σ. 13.V.2010 stathis@enet.gr
Πηγή: Ελευθεροτυπία
No comments:
Post a Comment