Αναζητώντας απάντηση σε έναν εύλογο προβληματισμό.
Η φράση αυτή, που ειπώθηκε σε ένα διάλειμμα χαλάρωσης από την πολλή δουλειά, έθεσε ένα ενδιαφέρον ζήτημα στην παρέα, αφού σαν εφημερίδα φαίνεται να δίνουμε άλλη απάντηση.
Δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς στην θέση αυτή. Δηλαδή είτε πει πως ισχύει η διαπίστωση και άρα η Αριστερά θα ξεπεραστεί από κάτι διαφορετικό, είτε ισχυριστεί πως «δεν τα έχει πει όλα» και επομένως υπάρχουν κύτταρα στο εσωτερικό της που πασχίζουν να πούνε κάτι καινούργιο, οφείλει να το αποδείξει και να μην αρκεστεί σε γενικολογίες.
Η απάντηση πρέπει να διατρέξει τρία τουλάχιστον επίπεδα: ένα φιλοσοφικό, κοσμοθεωρητικό, ένα ιστορικό, και ένα άμεσο πολιτικό-πραχτικό. Είναι απαραίτητες όμως ορισμένες προκαταρκτικές παραδοχές: α) Η αριστερά που γνωρίζουμε, δεν είναι ελκυστική, δεν τολμάει, έχει ξεκόψει σε μεγάλο βαθμό από αυτούς που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, έγινε τμήμα του συστήματος και όχι αντίπαλός του. Αυτή η εκδοχή αριστεράς λέει «τις τελευταίες της λέξεις» με τις συνδιαχειριστικές μεταμορφώσεις της. β) Την ίδια στιγμή, αυτή η ίδια η υπαρκτή αριστερά –αν δεν μεταμορφωθεί πλήρως σε μια ανοικτά σοσιαλδημοκρατική δύναμη- νοιώθει μεγάλες πιέσεις, γιατί η θέση που είχε στο μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο έχει αλλάξει ριζικά. Έχει υποβαθμιστεί, και ακόμα, στις συνθήκες της κρίσης, είναι αναγκασμένη –αν δεν θέλει να αυτοκτονήσει- κάτι να ψελλίζει. γ) Αυτή η αριστερά τρέφει αυταπάτες, δεν έχει πλήρη συνείδηση των ανακατατάξεων και σεισμών που θα προκαλέσει η παρούσα κρίση σε όλα τα κόμματα και δυνάμεις της αριστεράς, δεν θέλει να πιστέψει όσα γίνονται και νομίζει ότι κάπως θα τα κουτσοβολέψει. δ) Η «άλλη αριστερά», αναδιπλώνεται σε καθαρές θέσεις και γενικόλογες καταγγελίες του συστήματος, νομίζοντας ότι η αλλαγή της κατάστασης είναι θέμα πλαισίων. Διαχωρισμός, αναδίπλωση και σεχταρισμός είναι η πρακτική έκφραση της στάσης αυτής.
Όμως, για να συνεννοηθούμε πάλι, σε όλες τις εκδοχές της αριστεράς συναντάμε μια μάζα αγωνιστών που δεν είναι ευχαριστημένοι με την γραμμή που ακολουθείται από τον φορέα στον οποίο ανήκουν, δεν ικανοποιούνται από την στάση της Αριστεράς μέσα στην κρίση, δεν πιστεύουν ότι μπορούν να έρθουν καλύτερες μέρες με τις ηγεσίες που υπάρχουν, νοιώθουν το τεράστιο έλλειμμα αριστεράς στην κοινωνία. Τέλος σε όποιους σημαντικούς αγώνες εκδηλώνονται, έχουν κάποια εμπλοκή οι δυνάμεις που αναφέρονται γενικά στην αριστερά.
Δυνάμεις επιζητούν μια μεγάλη αλλαγή
Ο μαρξισμός είναι επίσης μια αγωνιστική κοσμοαντίληψη που δίνει έμφαση στην αέναη αλλαγή των πάντων και βλέπει τις αλλαγές σαν αποτέλεσμα των αντιθέσεων που υπάρχουν σε όλα τα φαινόμενα. Είναι γνωστό πως η Αριστερά ήταν υπέρμαχος του καινούργιου, του προοδευτικού, διακήρυσσε μια αγωνιστική στάση, καλούσε τον κόσμο να αγωνιστεί για να υπάρξουν καλύτερες μέρες, καλύτερος κόσμος. Όπως είναι γνωστό, έκφρασε την ζωντανή εργασία, τους εργαζόμενους του χεριού και του μυαλού(1).
Ο Μάο σε ένα ευχετήριο γράμμα προς τον Στάλιν (στα 60στά γενέθλια του) έθεσε κάπως έτσι το ζήτημα: Ο μαρξισμός έχει αρκετές αρχές. Αν θέλουμε όμως να τον συνοψίσουμε σε μία, τότε μπορούμε να το διατυπώσουμε έτσι: «είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι». Αυτή η διατύπωση έχει ένα μεγάλο φιλοσοφικό περιεχόμενο και μπορεί να είναι οδηγός για τον προσανατολισμό και τη δράση κάθε αριστερού σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Γιατί μπορεί να βρεθεί σε πολύ διαφορετικές καταστάσεις, όπως συνέβη στον αιώνα που πέρασε. (Στην αντιπολίτευση, στην παρανομία, στις φυλακές, σε κοινοβούλια, σε νέες μορφές λαϊκής εξουσίας, σε κρατικές θέσεις κ.λπ.).
Από αυτήν την άποψη δεν έχει ειπωθεί η τελευταία λέξη της Αριστεράς. Ακόμα κι αν απομακρύνθηκε από αυτόν τον μαρξισμό η Αριστερά στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ακόμα κι αν γνωρίσαμε την μεγάλη ήττα του 89-91, μέσα στους κόλπους της υπάρχουν πολλές δυνάμεις που υποκειμενικά επιζητούν μια μεγάλη αλλαγή. Από άλλους χώρους, π.χ. τον αναρχισμό και τον νεοαναρχισμό, προβάλλονται κάποιες ιδέες για την εξέγερση και την σύγκρουση αλλά δεν μπορεί να προβληθεί ένα άλλο κοινωνικό σχέδιο.
Τέλος, μόνο μέσα στο χώρο της Αριστεράς, με την πιο ευρεία έννοια του όρου, υπάρχει μια ανάγνωση του Μαρξ με όρους που μπορούν να ξαναφέρουν ή να ανακαλύψουν ένα πραγματικά επαναστατικό περιεχόμενο για την ανθρώπινη χειραφέτηση.
Όταν λέμε ιστορικό επίπεδο δεν εννοούμε να πάμε πολύ μακριά στο παρελθόν. Βέβαια στην ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος υπήρξαν περίοδες μεγάλης οπισθοχώρησης που το σημάδεψαν. Στην περίπτωσή μας, ζούμε τις συνέπειες μιας νικηφόρας αντεπανάστασης που δρομολογήθηκε με συστηματικό τρόπο από τις «απαντήσεις του κεφαλαίου» μέσα στην παρατεταμένη κρίση (από το 1973 μέχρι και τις μέρες μας). Διαδικασία που οδήγησε σε μια μεγάλη τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα σε εργασία και κεφάλαιο υπέρ του δεύτερου, όπως σε μεγάλες πολιτικές και γεωπολιτικές αλλαγές, ανακατατάξεις, πολέμους. Οι δυνάμεις της αριστεράς δέχτηκαν μεγάλα πλήγματα, δεν μπόρεσαν να δώσουν καν μάχες οπισθοφυλακών και χρεώθηκαν με πολλά ζητήματα για το πώς συμπεριφέρθηκαν όταν βρέθηκαν στην εξουσία. Φυσικά δεν έχει γίνει μια μεγάλη και πραγματική αυτοκριτική για τα ζητήματα αυτά. Έτσι όμως δόθηκαν μεγάλες ιδεολογικές ανάσες στην αστική τάξη σε όλο τον κόσμο και κυρίως αφοπλίστηκαν οι εργαζόμενοι από ένα όραμα για ένα διαφορετικό μέλλον, αφού «όλοι είναι ίδιοι»(2).
Τα πρόσφατα παραδείγματα και η συγκυρία
Στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα διαπιστώνουμε πως η αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης ήρθε από τα κάτω, από μεγάλα μαζικά κινήματα. Το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση από το Σιάτλ και πέρα, βοήθησε πολύ στο να δημιουργηθούν όροι για μια απονομιμοποίηση των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Μέσα από το κίνημα αυτό και τις διαδικασίες που τροφοδότησε, φάνηκε πως σε πλανητικό επίπεδο υπάρχουν δυνάμεις, κινήματα και διανοούμενοι που αντιστέκονταν και έδιναν με τη δράση τους νέα περιεχόμενα στην πάλη των λαών και των κινημάτων. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, η Λατινική Αμερική έγινε πεδίο εφαρμογής μεγάλων λαϊκών συμμαχιών και ρήξεων με τον ιμπεριαλισμό και στην Ευρώπη ορισμένα κόμματα της Αριστεράς που ανακατεύτηκαν με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα (όσο και όπως έγινε αυτό), μετατοπίστηκαν πιο αριστερά. Τα ενωτικά παραδείγματα της Λίνκε στην Γερμανία, του Μπλόκο στην Πορτογαλία και γιατί όχι του ΣΥΡΙΖΑ(3) στην Ελλάδα, δείχνουν ότι υπάρχουν και υπήρχαν δυνατότητες μιας ελπιδοφόρας συσπείρωσης. Δυνατότητες και όχι βεβαιότητες, γιατί μέσα στα ίδια αυτά τα εγχειρήματα υπάρχουν και δυνάμεις που φοβούνται τα αντισυστημικά χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα στην σύγχρονη αριστερά. Όλα αυτά δεν συνέβησαν σε ένα μακρινό παρελθόν, για το οποίο δεν μπορούμε να έχουμε κάποιο λόγο. Τα ζήσαμε, πήραμε μέρος σε αυτά, μπορούμε να δούμε πιο καθαρά τις δυνατότητες και τα ελλείμματα που υπάρχουν.
Το πολιτικο – πραχτικό επίπεδο σχετίζεται με την συγκυρία που βρισκόμαστε, την επίθεση που γίνεται στην ζωντανή εργασία και τους λαούς, την ανάγκη αντίστασης και επιβίωσης, την ανάγκη οργάνωσης και στήριξης μιας διαφορετικής προοπτικής. Οι ιδέες του αγώνα, της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης, του κοινωνικού σχεδίου, της υπέρβασης του καπιταλισμού, υπάρχουν σε ένα βαθμό μέσα στο κόσμο, στα μέλη, στους φίλους, στους ψηφοφόρους της υπαρκτής αριστεράς.
Σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης με τις αναταράξεις και εκρήξεις που αυτή φέρνει, η Αριστερά έχει πολλά να κάνει για να υπερασπίσει και να οργανώσει την ζωντανή εργασία, να δείξει ότι υπάρχει άλλη προοπτική, να ανοίξει νέους δρόμους. Οι πραγματικές και εκρηκτικές αντιθέσεις και οι ασίγαστες ανάγκες θα δώσουν πολλές ευκαιρίες και δυνατότητες να πούμε όχι την τελευταία κουβέντα μας αλλά να κάνουμε το καθήκον και το χρέος μας που προκύπτει από την κοσμοθεωρία μας, την ιστορική διαδρομή, την επιβίωσή μας. Μέσα από αυτήν την πολιτικο –πρακτική εμπλοκή θα προκύψουν οι νέες συνθέσεις και η νέα θεωρία που είναι απαραίτητες για τις νέες «εφόδους στον ουρανό»(4).
Επομένως, ακόμα κι αν τα μορφώματα της παλιάς αριστεράς, της συστημικής αριστεράς, είναι υπαρκτά και δίνουν τον τόνο, πόση βεβαιότητα μπορεί να υπάρχει σε μια φράση που δηλώνει πως η Αριστερά, ολόκληρη η Αριστερά ό,τι είχε να πει το έχει ήδη πει. Η βεβαιότητα μοιάζει με ταφόπλακα για ένα σώμα που δεν είμαστε σίγουροι ότι έχει πεθάνει. Αντί να την τοποθετούμε, γιατί να μην στρωθούμε στη δουλειά, να αφουγκραστούμε τα νέα στοιχεία, τις νέες τομές, που θα κάνουν την σύγχρονη Αριστερά ελκυστική, χρήσιμη, αποτελεσματική, ελπιδοφόρα;
Ένα επόμενο πρακτικό ερώτημα –με σημασία- είναι πώς ο Δρόμος μπορεί να συμβάλλει στην διαδικασία αυτή;
(1) Μερικοί συνδυάζουν την «τελευταία λέξη της Αριστεράς» με το τέλος της εργασίας, το τέλος του προλεταριάτου, το τέλος της εργατικής τάξης. Η επιμονή της αστικής μέσα στην κρίση να πληρώσουν οι εργαζόμενοι, η φοβερή της προσπάθεια να μειώσει το εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος σε παγκόσμια κλίμακα, μαρτυρούν ακριβώς το αντίθετο.
(2) Το ότι δεν υπήρξε πουθενά μια κίνηση υποστήριξης ή αντίστασης των καθεστώτων που έπεφταν σαν τραπουλόχαρτα στο δίχρονο 89-90 αποδεικνύει το πόσο είχαν αποξενωθεί από τους εργαζόμενους των χωρών τους, το πόσο τα κόμματα αυτά που ήταν εξουσία είχαν απομακρυνθεί από τις διακηρύξεις τους.
(3) Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να σηκώσει από τον καναπέ χιλιάδες ανένταχτους και απογοητευμένους αριστερούς, όπως κατάφερε να έχει σημαντική επιρροή στη νεολαία. Βέβαια η κρίση που τον διαπερνά επηρέασε και απογοήτευσε ξανά ένα δυναμικό που έχει ταλαιπωρηθεί αρκετά…
(4) Ήδη η πρώτη δεκαετία του 21ου έδωσε αρκετό «υλικό» για τις συνθέσεις που πρέπει να γίνουν. Στο χώρο της διανόησης αυτό εκφράστηκε με σημαντικές τοποθετήσεις και με την αναζωογόνηση της συζήτησης για τον κομμουνισμό. Βέβαια το πώς θα κυλήσει η δεύτερη δεκαετία, ποιο θα είναι το γενικό ιδεολογικό περιβάλλον της, θα καθορίσει την συνέχεια των συνθέσεων και της θεωρίας. Πρακτικά αν υπάρξουν αξιόλογα εγχειρήματα, αν υπάρξουν εξεγέρσεις και μεγάλα κινήματα θα δούμε άλματα και στο χώρο της θεωρίας και των συνθέσεων.
Πηγή: Εφημερίδα Δρόμος
Η φράση αυτή, που ειπώθηκε σε ένα διάλειμμα χαλάρωσης από την πολλή δουλειά, έθεσε ένα ενδιαφέρον ζήτημα στην παρέα, αφού σαν εφημερίδα φαίνεται να δίνουμε άλλη απάντηση.
Δεν είναι εύκολο να απαντήσει κανείς στην θέση αυτή. Δηλαδή είτε πει πως ισχύει η διαπίστωση και άρα η Αριστερά θα ξεπεραστεί από κάτι διαφορετικό, είτε ισχυριστεί πως «δεν τα έχει πει όλα» και επομένως υπάρχουν κύτταρα στο εσωτερικό της που πασχίζουν να πούνε κάτι καινούργιο, οφείλει να το αποδείξει και να μην αρκεστεί σε γενικολογίες.
Η απάντηση πρέπει να διατρέξει τρία τουλάχιστον επίπεδα: ένα φιλοσοφικό, κοσμοθεωρητικό, ένα ιστορικό, και ένα άμεσο πολιτικό-πραχτικό. Είναι απαραίτητες όμως ορισμένες προκαταρκτικές παραδοχές: α) Η αριστερά που γνωρίζουμε, δεν είναι ελκυστική, δεν τολμάει, έχει ξεκόψει σε μεγάλο βαθμό από αυτούς που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, έγινε τμήμα του συστήματος και όχι αντίπαλός του. Αυτή η εκδοχή αριστεράς λέει «τις τελευταίες της λέξεις» με τις συνδιαχειριστικές μεταμορφώσεις της. β) Την ίδια στιγμή, αυτή η ίδια η υπαρκτή αριστερά –αν δεν μεταμορφωθεί πλήρως σε μια ανοικτά σοσιαλδημοκρατική δύναμη- νοιώθει μεγάλες πιέσεις, γιατί η θέση που είχε στο μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο έχει αλλάξει ριζικά. Έχει υποβαθμιστεί, και ακόμα, στις συνθήκες της κρίσης, είναι αναγκασμένη –αν δεν θέλει να αυτοκτονήσει- κάτι να ψελλίζει. γ) Αυτή η αριστερά τρέφει αυταπάτες, δεν έχει πλήρη συνείδηση των ανακατατάξεων και σεισμών που θα προκαλέσει η παρούσα κρίση σε όλα τα κόμματα και δυνάμεις της αριστεράς, δεν θέλει να πιστέψει όσα γίνονται και νομίζει ότι κάπως θα τα κουτσοβολέψει. δ) Η «άλλη αριστερά», αναδιπλώνεται σε καθαρές θέσεις και γενικόλογες καταγγελίες του συστήματος, νομίζοντας ότι η αλλαγή της κατάστασης είναι θέμα πλαισίων. Διαχωρισμός, αναδίπλωση και σεχταρισμός είναι η πρακτική έκφραση της στάσης αυτής.
Όμως, για να συνεννοηθούμε πάλι, σε όλες τις εκδοχές της αριστεράς συναντάμε μια μάζα αγωνιστών που δεν είναι ευχαριστημένοι με την γραμμή που ακολουθείται από τον φορέα στον οποίο ανήκουν, δεν ικανοποιούνται από την στάση της Αριστεράς μέσα στην κρίση, δεν πιστεύουν ότι μπορούν να έρθουν καλύτερες μέρες με τις ηγεσίες που υπάρχουν, νοιώθουν το τεράστιο έλλειμμα αριστεράς στην κοινωνία. Τέλος σε όποιους σημαντικούς αγώνες εκδηλώνονται, έχουν κάποια εμπλοκή οι δυνάμεις που αναφέρονται γενικά στην αριστερά.
Δυνάμεις επιζητούν μια μεγάλη αλλαγή
Ο μαρξισμός είναι επίσης μια αγωνιστική κοσμοαντίληψη που δίνει έμφαση στην αέναη αλλαγή των πάντων και βλέπει τις αλλαγές σαν αποτέλεσμα των αντιθέσεων που υπάρχουν σε όλα τα φαινόμενα. Είναι γνωστό πως η Αριστερά ήταν υπέρμαχος του καινούργιου, του προοδευτικού, διακήρυσσε μια αγωνιστική στάση, καλούσε τον κόσμο να αγωνιστεί για να υπάρξουν καλύτερες μέρες, καλύτερος κόσμος. Όπως είναι γνωστό, έκφρασε την ζωντανή εργασία, τους εργαζόμενους του χεριού και του μυαλού(1).
Ο Μάο σε ένα ευχετήριο γράμμα προς τον Στάλιν (στα 60στά γενέθλια του) έθεσε κάπως έτσι το ζήτημα: Ο μαρξισμός έχει αρκετές αρχές. Αν θέλουμε όμως να τον συνοψίσουμε σε μία, τότε μπορούμε να το διατυπώσουμε έτσι: «είναι δίκαιο να εξεγείρεσαι». Αυτή η διατύπωση έχει ένα μεγάλο φιλοσοφικό περιεχόμενο και μπορεί να είναι οδηγός για τον προσανατολισμό και τη δράση κάθε αριστερού σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Γιατί μπορεί να βρεθεί σε πολύ διαφορετικές καταστάσεις, όπως συνέβη στον αιώνα που πέρασε. (Στην αντιπολίτευση, στην παρανομία, στις φυλακές, σε κοινοβούλια, σε νέες μορφές λαϊκής εξουσίας, σε κρατικές θέσεις κ.λπ.).
Από αυτήν την άποψη δεν έχει ειπωθεί η τελευταία λέξη της Αριστεράς. Ακόμα κι αν απομακρύνθηκε από αυτόν τον μαρξισμό η Αριστερά στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ακόμα κι αν γνωρίσαμε την μεγάλη ήττα του 89-91, μέσα στους κόλπους της υπάρχουν πολλές δυνάμεις που υποκειμενικά επιζητούν μια μεγάλη αλλαγή. Από άλλους χώρους, π.χ. τον αναρχισμό και τον νεοαναρχισμό, προβάλλονται κάποιες ιδέες για την εξέγερση και την σύγκρουση αλλά δεν μπορεί να προβληθεί ένα άλλο κοινωνικό σχέδιο.
Τέλος, μόνο μέσα στο χώρο της Αριστεράς, με την πιο ευρεία έννοια του όρου, υπάρχει μια ανάγνωση του Μαρξ με όρους που μπορούν να ξαναφέρουν ή να ανακαλύψουν ένα πραγματικά επαναστατικό περιεχόμενο για την ανθρώπινη χειραφέτηση.
Όταν λέμε ιστορικό επίπεδο δεν εννοούμε να πάμε πολύ μακριά στο παρελθόν. Βέβαια στην ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος υπήρξαν περίοδες μεγάλης οπισθοχώρησης που το σημάδεψαν. Στην περίπτωσή μας, ζούμε τις συνέπειες μιας νικηφόρας αντεπανάστασης που δρομολογήθηκε με συστηματικό τρόπο από τις «απαντήσεις του κεφαλαίου» μέσα στην παρατεταμένη κρίση (από το 1973 μέχρι και τις μέρες μας). Διαδικασία που οδήγησε σε μια μεγάλη τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα σε εργασία και κεφάλαιο υπέρ του δεύτερου, όπως σε μεγάλες πολιτικές και γεωπολιτικές αλλαγές, ανακατατάξεις, πολέμους. Οι δυνάμεις της αριστεράς δέχτηκαν μεγάλα πλήγματα, δεν μπόρεσαν να δώσουν καν μάχες οπισθοφυλακών και χρεώθηκαν με πολλά ζητήματα για το πώς συμπεριφέρθηκαν όταν βρέθηκαν στην εξουσία. Φυσικά δεν έχει γίνει μια μεγάλη και πραγματική αυτοκριτική για τα ζητήματα αυτά. Έτσι όμως δόθηκαν μεγάλες ιδεολογικές ανάσες στην αστική τάξη σε όλο τον κόσμο και κυρίως αφοπλίστηκαν οι εργαζόμενοι από ένα όραμα για ένα διαφορετικό μέλλον, αφού «όλοι είναι ίδιοι»(2).
Τα πρόσφατα παραδείγματα και η συγκυρία
Στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα διαπιστώνουμε πως η αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης ήρθε από τα κάτω, από μεγάλα μαζικά κινήματα. Το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση από το Σιάτλ και πέρα, βοήθησε πολύ στο να δημιουργηθούν όροι για μια απονομιμοποίηση των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Μέσα από το κίνημα αυτό και τις διαδικασίες που τροφοδότησε, φάνηκε πως σε πλανητικό επίπεδο υπάρχουν δυνάμεις, κινήματα και διανοούμενοι που αντιστέκονταν και έδιναν με τη δράση τους νέα περιεχόμενα στην πάλη των λαών και των κινημάτων. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, η Λατινική Αμερική έγινε πεδίο εφαρμογής μεγάλων λαϊκών συμμαχιών και ρήξεων με τον ιμπεριαλισμό και στην Ευρώπη ορισμένα κόμματα της Αριστεράς που ανακατεύτηκαν με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα (όσο και όπως έγινε αυτό), μετατοπίστηκαν πιο αριστερά. Τα ενωτικά παραδείγματα της Λίνκε στην Γερμανία, του Μπλόκο στην Πορτογαλία και γιατί όχι του ΣΥΡΙΖΑ(3) στην Ελλάδα, δείχνουν ότι υπάρχουν και υπήρχαν δυνατότητες μιας ελπιδοφόρας συσπείρωσης. Δυνατότητες και όχι βεβαιότητες, γιατί μέσα στα ίδια αυτά τα εγχειρήματα υπάρχουν και δυνάμεις που φοβούνται τα αντισυστημικά χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα στην σύγχρονη αριστερά. Όλα αυτά δεν συνέβησαν σε ένα μακρινό παρελθόν, για το οποίο δεν μπορούμε να έχουμε κάποιο λόγο. Τα ζήσαμε, πήραμε μέρος σε αυτά, μπορούμε να δούμε πιο καθαρά τις δυνατότητες και τα ελλείμματα που υπάρχουν.
Το πολιτικο – πραχτικό επίπεδο σχετίζεται με την συγκυρία που βρισκόμαστε, την επίθεση που γίνεται στην ζωντανή εργασία και τους λαούς, την ανάγκη αντίστασης και επιβίωσης, την ανάγκη οργάνωσης και στήριξης μιας διαφορετικής προοπτικής. Οι ιδέες του αγώνα, της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης, του κοινωνικού σχεδίου, της υπέρβασης του καπιταλισμού, υπάρχουν σε ένα βαθμό μέσα στο κόσμο, στα μέλη, στους φίλους, στους ψηφοφόρους της υπαρκτής αριστεράς.
Σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης με τις αναταράξεις και εκρήξεις που αυτή φέρνει, η Αριστερά έχει πολλά να κάνει για να υπερασπίσει και να οργανώσει την ζωντανή εργασία, να δείξει ότι υπάρχει άλλη προοπτική, να ανοίξει νέους δρόμους. Οι πραγματικές και εκρηκτικές αντιθέσεις και οι ασίγαστες ανάγκες θα δώσουν πολλές ευκαιρίες και δυνατότητες να πούμε όχι την τελευταία κουβέντα μας αλλά να κάνουμε το καθήκον και το χρέος μας που προκύπτει από την κοσμοθεωρία μας, την ιστορική διαδρομή, την επιβίωσή μας. Μέσα από αυτήν την πολιτικο –πρακτική εμπλοκή θα προκύψουν οι νέες συνθέσεις και η νέα θεωρία που είναι απαραίτητες για τις νέες «εφόδους στον ουρανό»(4).
Επομένως, ακόμα κι αν τα μορφώματα της παλιάς αριστεράς, της συστημικής αριστεράς, είναι υπαρκτά και δίνουν τον τόνο, πόση βεβαιότητα μπορεί να υπάρχει σε μια φράση που δηλώνει πως η Αριστερά, ολόκληρη η Αριστερά ό,τι είχε να πει το έχει ήδη πει. Η βεβαιότητα μοιάζει με ταφόπλακα για ένα σώμα που δεν είμαστε σίγουροι ότι έχει πεθάνει. Αντί να την τοποθετούμε, γιατί να μην στρωθούμε στη δουλειά, να αφουγκραστούμε τα νέα στοιχεία, τις νέες τομές, που θα κάνουν την σύγχρονη Αριστερά ελκυστική, χρήσιμη, αποτελεσματική, ελπιδοφόρα;
Ένα επόμενο πρακτικό ερώτημα –με σημασία- είναι πώς ο Δρόμος μπορεί να συμβάλλει στην διαδικασία αυτή;
(1) Μερικοί συνδυάζουν την «τελευταία λέξη της Αριστεράς» με το τέλος της εργασίας, το τέλος του προλεταριάτου, το τέλος της εργατικής τάξης. Η επιμονή της αστικής μέσα στην κρίση να πληρώσουν οι εργαζόμενοι, η φοβερή της προσπάθεια να μειώσει το εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος σε παγκόσμια κλίμακα, μαρτυρούν ακριβώς το αντίθετο.
(2) Το ότι δεν υπήρξε πουθενά μια κίνηση υποστήριξης ή αντίστασης των καθεστώτων που έπεφταν σαν τραπουλόχαρτα στο δίχρονο 89-90 αποδεικνύει το πόσο είχαν αποξενωθεί από τους εργαζόμενους των χωρών τους, το πόσο τα κόμματα αυτά που ήταν εξουσία είχαν απομακρυνθεί από τις διακηρύξεις τους.
(3) Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να σηκώσει από τον καναπέ χιλιάδες ανένταχτους και απογοητευμένους αριστερούς, όπως κατάφερε να έχει σημαντική επιρροή στη νεολαία. Βέβαια η κρίση που τον διαπερνά επηρέασε και απογοήτευσε ξανά ένα δυναμικό που έχει ταλαιπωρηθεί αρκετά…
(4) Ήδη η πρώτη δεκαετία του 21ου έδωσε αρκετό «υλικό» για τις συνθέσεις που πρέπει να γίνουν. Στο χώρο της διανόησης αυτό εκφράστηκε με σημαντικές τοποθετήσεις και με την αναζωογόνηση της συζήτησης για τον κομμουνισμό. Βέβαια το πώς θα κυλήσει η δεύτερη δεκαετία, ποιο θα είναι το γενικό ιδεολογικό περιβάλλον της, θα καθορίσει την συνέχεια των συνθέσεων και της θεωρίας. Πρακτικά αν υπάρξουν αξιόλογα εγχειρήματα, αν υπάρξουν εξεγέρσεις και μεγάλα κινήματα θα δούμε άλματα και στο χώρο της θεωρίας και των συνθέσεων.
Πηγή: Εφημερίδα Δρόμος
No comments:
Post a Comment