ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΣΙΤΑΣ, Μανώλης Χιώτης, ο μάγκας που έβαλε κολόνια στο τραγούδι(μαζί, σε μορφή DVD, το ομώνυμο ντοκιμαντέρ), εκδόσεις ΚΨΜ, σελ. 215
Στη μνήμη του Πάνου Γεραμάνη
Στην μνήμη λοιπόν του Πάνου, που ως δάσκαλος μας γαλούχησε χρόνια και χρόνια, με τους «Λαϊκούς Βάρδους» του από το Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΑ, και του οποίου ιδέα ήταν το να φτιαχτεί ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Μανώλη Χιώτη. Η φιλική επιμονή του, με έφερε να εμπλακώ και προσωπικά με όλο το εγχείρημα, όντας μη μουσικολόγος. Εμπλοκή που μου γνώρισε έναν ολόκληρο και πολυσύνθετο κόσμο. Ένα κόσμο για τον οποίο συνεχίζουμε να συζητάμε και να διερευνάμε, εδώ και εξήντα χρόνια, από τα μέσα της δεύτερης πενταετίας εκείνης της τόσο σημαντικής και τραυματικής δεκαετίας του 1940, όταν ο Φοίβος Ανωγειαννάκης με άρθρο του στον Ριζοσπάστη του 1947 άνοιξε τη συζήτηση, για να την συνεχίσει και διευρύνει ο Μάνος Χατζιδάκις με τη διάλεξή του στο υπόγειο του Κουν το 1949.
Η δυσκολία -υποκειμενική μα νομίζω και αντικειμενική- γίνεται πιο έντονη, αν σκεφτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα είδος μουσικής, που πέρα από τον ρυθμό, τον ήχο, το τόσο λειτουργικό δέσιμο στίχου και μουσικής, το κύριο όργανο εκφοράς του, κουβαλάει και κάτι πιο βαθύ συναισθηματικό, κάτι άπιαστο, που μας συνεπαίρνει όλους, παλιότερους μα και το σημαντικότερο και πολύ νεώτερους, που ζήσαμε και ζούμε στη χαρά και τη λύπη με τα τραγούδια του.
Στόχος βέβαια αυτής της κριτικής παρουσίασης δεν είναι η μελέτη της πορείας και της σημασίας του ρεμπέτικου, αλλά η κριτική παρουσίαση του βιβλίου για τον Χιώτη, αυτόν τον πολυτάλαντο Ναυπλιώτη μάγκα, που όπως πετυχημένα η ευαισθησία του Σταμάτη Κραουνάκη αποτύπωσε δίνοντας και τον τίτλο του ομώνυμου ντοκιμαντέρ και του βιβλίου: «Έβαλε κολόνια στο τραγούδι»!
Και τον σκηνοθέτη Αντώνη Κασίτα, που με αυτό το βιβλίο κάνει την εμφάνισή του και ως συγγραφέας-ερευνητής. Καρπός της έρευνάς του για το ντοκιμαντέρ και του τεράστιου και σε μεγάλο βαθμό άγνωστου υλικού που συγκέντρωσε γι' αυτό, το βιβλίο του δεν αποτελεί απλά μια βιογραφία ενός ταλαντούχου, πολυσύνθετου, αριστερού πολίτη και μουσικού, αλλά ένα εργαλείο που εμπλουτίζει το corpus της ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας του λαϊκού μας τραγουδιού, με όλη την εργογραφία του Χιώτη, τη συμμετοχή του σε ιστορικές ηχογραφήσεις άλλων συνθετών, σπάνιες φωτογραφίες, αφίσες, προγράμματα παραστάσεων, αποκόμματα εφημερίδων, σε μια άψογη έκδοση.
Ενώ ταυτόχρονα αποτελεί μια κατάθεση πόνου και ελπίδας, μέσα από την αγνότητα της οποίας, όπως γράφει για το ρεμπέτικο ο Κασίτας, αλλά ισχύει και για τον ίδιο και για την γραφή που μας έδωσε, και πολύ ευρύτερα για τους ασυμβίβαστους αριστερούς «αντιλαμβάνεσαι αυτό που λέει ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης: 'σαν καρφιά οι λέξεις' μπήγονται μέσα στο μυαλό σου. Λεπίδι η πένα, ξεσκίζει τη γραμμή του χρόνου της ζωής και χαράζει τα μάγουλα. Και μέσα από κει αναβλύζουν τα αρώματα της πενιάς μαζί με τις μνήμες τις υπέροχες των παιδικών σου χρόνων, κάπου εκεί στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στην Αυστραλία, αντάμωμα με τον αγώνα του κόσμου για μια καλύτερη ζωή, μετά την απώλεια της ελπίδας, με πιο πολύ χαμόγελο. Για αυτούς που πίστεψαν σε μια υπόθεση και πρόσφεραν το είναι τους και που τόσο προδόθηκαν»
Ένα και μόνο παράδειγμα αρκεί: η Μπέλλου, πριν βγει στο πάλκο -οι γυναίκες αποκλείονταν από τις παλιές ρεμπέτικες κομπανίες-, πούλαγε Ριζοσπάστη στην Ομόνοια... Γιατί και ο Κασίτας και ο Γεραμάνης και ο Χιώτης και τόσοι ακόμη που εμφανίζονται μέσα στο κείμενο, είναι αριστεροί πολίτες που δεν διεκδίκησαν παρά την τιμιότητα του χώρου δουλειάς τους, όχι καρέκλες της κομματικής ιεραρχίας. Μια που επιτέλους αριστερά δεν είναι τα αριστερά κόμματα και κομματίδια. Αριστερά είναι οι άνθρωποι που μπορούν να ψηφίζουν ή να μην ψηφίζουν, αλλά βιώνουν την εκμετάλλευση, την αδικία, την αλλοτρίωση. Ακόμα και αν δεν την ξέρουν τούτη την έννοια καν ως λέξη, έχουν έντονο το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης, της συντροφικότητας.
Και στο σημείο αυτό ψαύουμε ίσως κάτι πιο ουσιαστικό, το πιο αγνοημένο κομμάτι της αριστερής μας ρητορείας, τον λαϊκό πολιτισμό για τον οποίο κόπτονται λεκτικά όλες οι κομματικές εκφράσεις της αριστεράς, αλλά στην πράξη όχι μόνο αγνοούν αλλά και πολλές φορές και αντιστρατεύονται, όπως συνέβη με το τραγούδι των περιθωριοποιημένων στρωμάτων των πόλεων, το ρεμπέτικο. «Ένας βασικός λόγος για αυτή την στάση της Αριστεράς ήταν (φοβάμαι ότι και είναι) ότι οι ηγεσίες της, πάντα φοβούνταν τους ανθρώπους που αμφισβητούσαν θεσμούς και καταστάσεις...».
Και χρειάστηκε η καταλυτική παρουσία τη δεκαετία του '60 του Μάνου Χατζιδάκι, και για την αριστερά κυρίως του Μίκη Θεοδωράκη, για να αντιστραφεί αυτό το αρνητικό κλίμα, για το οποίο η ευαισθησία και πάλι ενός αριστερού, του Ανωγειανάκη, τόσο έγκαιρα είχε μιλήσει και μάλιστα από τις στήλες της κομματικής εφημερίδας.
Αυτόν το λαϊκό πολιτισμό παρακολουθεί ο συγγραφέας, μέσα από το πιο βιωματικό του είδος, το τραγούδι του λαού, λιτά αλλά και πολλές φορές και με αναπαραγωγή στερεότυπων που, ανεξάρτητα αν αποδεικνύονται ή όχι, τον διατρέχουν, και τα οποία ο πειρασμός του κοινωνικού επιστήμονα να τα απομυθοποιήσει, δεν αίρει την ιδεολογικο-πολιτική και κοινωνική τους αναπαραγωγή. Μέσα σ' αυτόν τον λαϊκό πολιτισμό τοποθετεί την όλη πορεία του λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού και έτσι προσεγγίζει το «φαινόμενο» Χιώτη και τη διαδρομή του στο μουσικό στερέωμα. Και όπως συμβαίνει συχνά με τους ερευνητές, στο τέλος ερωτεύεται το αντικείμενο της έρευνάς του.
Και αν μάλιστα αυτό το αντικείμενο είναι ένας ζωντανός μύθος, ένας πολυπρισματικός καλλιτέχνης και άνθρωπος όπως ο Μανώλης Χιώτης, το φαινόμενο γίνεται ακόμη πιο έντονο και αναδεικνύεται σε κάθε γραμμή της τόσο επιμελημένης εκδοτικής αυτής προσπάθειας. Αυτό βέβαια δεν εμποδίζει τον συγγραφέα να καταγράψει και τις αρνητικές κριτικές που υπήρξαν για το είδωλό του. Αλλά φροντίζει αμέσως μετά να καταθέτει μία ακόμη πράξη του Χιώτη, που αναδεικνύει την σημασία του ως μουσικού, ευρύτατου φάσματος, όπως εκείνη η αναφορά του στον Τζίμι Χέντριξ, που τον θεωρούσε τον «πρώτο κιθαρίστα», ή εκείνη η τελευταία δημόσια πράξη του, που επιβάρυνε χωρίς επιστροφή την ήδη κλονισμένη του καρδιά. Αξίζει να τη θυμίσουμε:
Ήταν ένα Μαρτιάτικο απομεσήμερο του 1970 έξω από τις φυλακές του Ωροπού, όπου κρατιόνταν τότε από την Χούντα ο Μίκης Θεοδωράκης, όταν ο Χιώτης με την κιθάρα του στέκει κατάφατσα απέναντι στο καθεστώς και παίζει και τραγουδά για τον μεγάλο φίλο του: «σε πότισα ροδόσταμο». Γεγονός που του στοίχισε τέτοιο ξύλο από τα όργανα της Χούντας, που τον οδήγησε για μια βδομάδα στον «Ευαγγελισμό», σε πλήρη απομόνωση, την οποία μόνο ο Γιάννης Παπαϊωάννου με τον γνωστό «τσαμπουκά» του κατόρθωσε να σπάσει και να τον δει. Και εκείνο το Μάρτιο έφυγε...
Για όλα αυτά, η συγκεκριμένη έκδοση του «ΚΨΜ» αξίζει να διαβαστεί, πολύ περισσότερο που συνοδεύεται, σε μορφή DVD, με το βραβευμένο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ντοκιμαντέρ.
Πηγή: Εφημερίδα Η ΑΥΓΗ
No comments:
Post a Comment