Tuesday, November 3, 2009

Το αίμα νερό δε γίνεται

Της ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Αφιερώνεται στη μητέρα μου και σε όσους θυσιάστηκαν για το δίκαιο του αγώνα

Κάποτε η μητέρα μου είχε εξιστορήσει μια συνάντηση που είχε στα νιάτα της. Τότε που ήταν στο αντάρτικο. Εκεί ψηλά, στα βουνά της Ροδόπης. Στον Εμφύλιο. Τότε που η χώρα μας είχε μοιραστεί στα δύο. Τότε που έγινε το μακελειό. Οι μισοί, που ήταν Έλληνες αντάρτες, θεωρήθηκαν εχθροί. Οι άλλοι μισοί, που ήταν Έλληνες πατριώτες, εθνικόφρονες και θεωρήθηκαν φίλοι. Σε χρόνους δίσεκτους, το μίσος κυριαρχούσε σε όλα τα επίπεδα. Η κάθε μεριά επέμενε ότι είχε καθήκον και δίκιο να κάνει ό,τι έχει κάνει. Και σαν στόχους και σαν θυσίες. Χύθηκε τόσο αθώο αίμα. Αυτοί που δεν σκοτώθηκαν επί τόπου δικάστηκαν και φτάσανε σε εξορίες και φυλακές. Πάνω από 10.000 ακολούθησαν τους δρόμους της προσφυγιάς. Φιλοξενήθηκαν στις χώρες του σοσιαλισμού. Οι άλλοι παρασημοφορήθηκαν και ανταμείφτηκαν καλά για το αδελφικό αίμα που χύσανε. Πήρανε συντάξεις και μετάλλια. Μερικοί αμετανόητοι εθνικόφρονες επιμένουν, ακόμη και σήμερα, ότι σωστά έπραξαν ενάντια στους συμμορίτες όταν ένιωσαν στο πετσί τους τα δεινά των κομμουνιστών που θέλαν να τους σφάξουνε με τα κονσερβοκούτια.

Η νεαρή τότε μητέρα μου, ενώ γυρνούσε από μια αποστολή, βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από τον εχθρό. Ποιον εχθρό; Τον χωροφύλακα. Τον ξάδερφό της. Αρματωμένοι και οι δύο τους. Ντυμένοι στρατιωτικά, αλλά σε διαφορετικά μέτωπα. Κρατούσανε πολυβόλα, αλλά η λογική πρυτάνεψε και δεν προχώρησαν. Στον σκοτωμό. Κάνανε σημάδια αναγνώρισης ο ένας στον άλλον. Τους χώριζαν λίγα μέτρα γης και πολλά χιλιόμετρα νοοτροπίας και πολιτικής στάσης. Είχανε μεγαλώσει μαζί, στο ίδιο χωριό. Σε διπλανά σπίτια. Πώς να τη σκοτώσει την κοπέλα, το δεκαεξάχρονο που πήρε τόσο θαρραλέα τα βουνά; Για τη δημοκρατία και τη λευτεριά. Πώς να τον σκοτώσει, αφού δεν ήταν εχθρός της; Δεν της είχε κάνει τίποτα και ούτε την απειλούσε; Κοιταχτήκανε για λίγο και μετά φύγανε. Ο καθένας για τον δρόμο του. Αυτή για την άνω πλαγιά, να φτάσει στους συντρόφους, τους συναγωνιστές. Αυτός για το χωριό. Κανένας τους, όταν έδωσε την προφορική του αναφορά για το τι είδαν και έκαναν στην περιπολία τους, δεν αναφέρθηκε στη στιγμιαία συνάντησή τους. Και πέρασαν τα χρόνια. Πολλά χρόνια προσφυγιάς γι' αυτήν. Χρόνια φτώχειας και πείνας γι' αυτόν. Χάσανε τα ίχνη τους. Κάποτε, αφού η μητέρα μου επαναπατρίστηκε, τον συνάντησε. Τυχαία, στους δρόμους της Αλεξανδρούπολης. Γερασμένοι και οι δυο τους, αλλά ακόμη με καλή μνήμη. Αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν. Πέρασαν τόσα χρόνια και όμως παρέμειναν αγαπημένοι. Το αίμα νερό δεν γίνεται!

Όλα αυτά τα θυμήθηκα όταν είδα την ταινία του Π. Βούλγαρη “Ψυχή βαθιά”. Από την αρχή και μέχρι τις τελευταίες στιγμές ξαναέζησα τη μεγάλη θλίψη της μάνας Ελλάς εκείνη την περίοδο. Ένιωσα δυσβάστακτο πόνο βλέποντας νέους και παιδιά, στρατιώτες και αντάρτες, με πολυβόλα. Όπλα που σκορπούν τον θάνατο. Θέρισαν ψυχές. Άνθρωποι που θυσιάστηκαν χωρίς να καταφέρουν να πουν ότι η σφαγή δεν έπρεπε να γίνει.

Η λιτή μουσική του Γ. Αγγελάκα συμπλήρωσε σωστά την έντονη συναισθηματική φόρτιση της ταινίας. Φεύγοντας, σκούπισα τα δάκρυά μου. Ευχήθηκα μέσα μου να μην ξαναφτάσει ποτέ η Ελλάδα σε τέτοιο εμφύλιο σπαραγμό.

Πηγή: Εφημερίδα ΑΥΓΗ

2 comments:

αστυάνακτας said...

εκπληκτική η κ. Ηλιοπούλου...
εκπληκτική και αποστομωτική για όσους νομίζουν ότι η ταινία δεν περιγράφει την πραγματικότητα....

ΕΥΓΕΝΙΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ said...

sas evharisto ia tin fyloxenia ke gia to sholio.ΕΥΓΕΝΙΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ