Όλοι οι μελετητές του αστικο-λαϊκού τραγουδιού υποστηρίζουν ή παραδέχονται ότι η μελέτη του είδους πρέπει να είναι διεπιστημονική. Να βασίζεται δηλαδή, εκτός από τη Μουσικολογία, τη Φιλολογία, τη Μετρική και τα συναφή και σε όλες τις άλλες επιστήμες που είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική πολιορκία και άλωση του κάστρου που λέγεται αστικο-λαϊκό τραγούδι ή ρεμπέτικο και κυρίως στις κοινωνικές επιστήμες.
Ωστόσο, σχεδόν όλοι αποφεύγουν συστηματικά να το μελετήσουν από τη σκοπιά της Πολιτικής Επιστήμης. Πού οφείλεται αυτό; Οφείλεται στο ότι έχουνε πλάσει μια γελοιογραφία του λαϊκού τραγουδοποιού και καλλιτέχνη, μια καρικατούρα που την αποκαλούν Ρεμπέτη. Σύμφωνα με αυτό το χοντροειδές σκίτσο ο Ρεμπέτης είναι υποκοσμικό και περιθωριακό στοιχείο, ένας άνθρωπος ακοινώνητος και αντικοινωνικός, αγράμματος και αμόρφωτος, αδιάφορος για τα κοινά και απολίτικος. Συνεπώς, μια προσέγγιση του αστικο-λαϊκού τραγουδιού από τη σκοπιά της Πολιτικής Επιστήμης θα τους κατάστρεφε αυτή τη στερεότυπη κι αναληθή εικόνα.
Όμως τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά από ό,τι τα αντιλαμβάνονται οι ρεμπετο-σκιτσογράφοι. Πολιτική είναι η δραστηριότητα και οι καταστάσεις που επηρεάζουν τη ζωή όλων των πολιτών μιας χώρας, από τη φορολογία, την κατοικία, την υγεία, το κατά κεφαλήν εισόδημα, τον πλούτο και τη φτώχεια, μέχρι τον πόλεμο, την ειρήνη και γενικά τη ζωή και το θάνατο. Όπως το σύνολο των Ελλήνων πολιτών και ιδιαίτερα των κατοίκων των πόλεων, έτσι και οι τραγουδοποιοί είχαν πολιτικό ενδιαφέρον, συχνά μάλιστα και έντονο. Πολλοί από τους Μικρασιάτες συνθέτες ήταν βενιζελικοί, με δράση ή με τραγούδια που αναφέρονταν στο Βενιζέλο, αλλά και σε κοινωνικές καταστάσεις. Άλλοι, κυρίως Παλαιοελλαδίτες, ήταν βασιλόφρονες σε κάποια φάση της ζωής τους, έγραψαν τραγούδια για το βασιλιά Γεώργιο Β΄, αλλά και για άλλα πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Τέλος, άλλοι ανήκαν στον χώρο της Αριστεράς, συμμετείχαν στο κίνημα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν και έγραψαν αντιστασιακά, πολιτικά και κοινωνικά τραγούδια.
Ιστορία, όπως προσφυώς ελέχθη, είναι η πολιτική του παρελθόντος και πολιτική είναι η Ιστορία του παρόντος. Συνεπώς, όποιος αρνείται να εξετάσει το αστικο-λαϊκό τραγούδι από τη σκοπιά της Πολιτικής Επιστήμης, αδυνατεί να το δει και από τη σκοπιά της Ιστορίας. Αδυνατεί λοιπόν να το πολιορκήσει και να το καταλάβει κι έτσι καταλήγει σε απλοϊκές προσεγγίσεις, με γραφικές περιγραφές που ικανοποιούν μόνο την αγάπη για τον εξωτισμό και την τουριστική περιέργεια. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, μανιώδης αναγνώστης όλων των πολιτικών εφημερίδων και πρώην εφημεριδοπώλης (όπως ακριβώς και ο Μάρκος Βαμβακάρης), είχε έντονο ενδιαφέρον για την πολιτική και έγραψε αρκετά τραγούδια, με αναφορές στην Αντίσταση, την πολιτική και τα κοινωνικά προβλήματα. Εκτός από τα άλλα του τραγούδια, που αναφέρονται στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, κάποια απ’ τα οποία έχουν ήδη δισκογραφηθεί («Μπλόκος», «Αιώνες περάσαν»), τώρα θα φέρουμε στο φως και ένα αντιστασιακό του τραγούδι αδισκογράφητο. Η μουσική του δεν ανευρέθη. Βρέθηκαν ωστόσο οι στίχοι του και -σύμφωνα με τη μαρτυρία του αυτήκοου μάρτυρα και παλιού αντάρτη Σπύρου Οικονόμου- είχε χρώμα ρεμπέτικο και ήταν παιγμένο με μπουζούκια από την ίδια την ορχήστρα του Βασίλη Τσιτσάνη.
Το Σεπτέμβρη του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι άντρες της ιταλικής μεραρχίας Πινερόλο παραδόθηκαν στους αντάρτες μαζί με τον οπλισμό τους. Αρκετοί μάλιστα προσχώρησαν στο Αντάρτικο και πολεμήσανε μαζί με τους Έλληνες εναντίον των Γερμανών. Για να γιορτάσουν το γεγονός οι αντάρτες της περιοχής Τρικκάλων πήγανε στην Πύλη (Πόρτα) Τρικάλων, όπου μαζεύτηκε και πολύς κόσμος για να τους υποδεχτεί. Επικεφαλής των ανταρτών εκείνων ήταν ο καπετάν Κόζιακας, το τμήμα του οποίου ήτανε ντυμένο με φουστανέλες, γι’ αυτό το ονομάζανε Ευζωνικό.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, μαζί με την κομπανία του, έφυγε απ’ τη Θεσσαλονίκη όπου εργαζόταν κι έφτασε στην Πύλη για την υποδοχή των ανταρτών. Ο Τσιτσάνης και οι μουσικοί του παίξανε και τραγουδήσανε και χορέψαν οι αντάρτες μαζί με τον κόσμο. Εκτός από τον Τσιτσάνη τραγουδούσε και ο Δημήτρης Ασβεστάς, μέλος της κομπανίας. Εκτός από τα ρεμπέτικα, τα συρτά, τα καλαματιανά και τα τσάμικα που παίξανε εκείνη την ημέρα, ο Τρικαλινός συνθέτης συνέθεσε κι ένα τραγούδι ειδικά για την περίσταση. Το τραγούδι αυτό, που διασώθηκε στη μνήμη του αντάρτη Σπύρου Οικονόμου, έχει φανερά τα ίχνη του αυτοσχεδιασμού, αλλά και κάποιες έννοιες που χαρακτηρίζουν το έργο του Τσιτσάνη. Για παράδειγμα, η λέξη ελευθερία ή λευτεριά, που τη χρησιμοποίησε ο συνθέτης σε μισή ντουζίνα τραγούδια του. Ιδού λοιπόν οι στίχοι του άγνωστου μέχρι τώρα αντιστασιακού τραγουδιού, που συνέθεσε ο Τσιτσάνης εκείνη την ημέρα:
Καλώς τα τα ανταρτόπουλα απ’ τα νερά τα κρύα
που πολεμάνε στα βουνά για την ελευθερία.
Κατέβηκε κι ο Κόζιακας απάνω απ’ το βουνό
παρέλαση να κάνει με το Ευζωνικό.
Εδιάλεξε παιδάκια με μάτια γαλανά
ξέρουν να πολεμάνε για την ελευθεριά.
Ο καπετάν Κόζιακας καταδικάστηκε τρις εις θάνατον από στρατοδικείο και εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Τις πληροφορίες μου τις άντλησα τόσο από τον παλιό αντάρτη Σπύρο Οικονόμου όσο και από το γιο του, Μίμη Οικονόμου, φωτογράφο και κινηματογραφιστή από τα Τρίκαλα.
Πηγή: Η Κλίκα
1 comment:
Σας χαρίζω τον Τσιτσάνη του μπουζουκιού, τον Τσιτσάνη-τραγουδιστή, τον Τσιτσάνη-"λαϊκό βάρδο". Δεν ήτανε κι αυτός παρά ένας από τους τόσους αποκοιμιστές του λαού που πληρωνόταν αδρά για τα νανουρίσματά του. Εγώ κρατώ τον Τσιτσάνη που άκουσα τον ίδιο να λέει ότι ξενύχτισε ψάχνοντας να βρει τη λέξη που θα ταίριαζε να μπει μετά το "Κυριακή" στους στίχους της "Συννεφιασμένης Κυριακής", έτσι ώστε να μην επαναλαμβάνεται η λέξη "Κυριακή" πάλι (μιλώ γις τον στίχο "Συννεφιασμένη Κυριακή...Κυριακή..."). Και ότι αφού είχε βασανιστεί ολονυχτίς, κατάλαβε ότι έπρεπε να μείνει η ίδια λέξη: Κυριακή. Και, ας προχωρήσω να πω, ότι αυτό το ξενύχτισμα είναι που έκανε το τραγούδι αυτό μεγάλο.
Γιώργης Χολιαστός.
Post a Comment