με χερούλι, γρατσουνισμένα ταγκό, κι όπως σφίγγαμε πάνω μας τα κορίτσια, εκείνα κοίταζαν σα μαρμαρωμένα το κενό ή μας έσπρωχναν κι έφευγαν πανικόβλητα —αμέτρητες σελίδες που δε γράφτηκαν ποτέ — ποιος ποιητής θα σε τραγουδήσει, φτωχή λυπημένη συνοικία, ή ποιος θα μιλήσει για κείνα τ' άλλα που συμβαίνουν λίγο πιο εκεί απ’ την πραγματική ζωή, αν μπορούσα να ξαναρχίσω απ’ την οδό Κεραμέων, τότε που περιδιάβαζα κάτω απ’ τις πιπεριές μ' έναν Σοπενάουερ στην τσέπη σ' εκείνον το ρομαντικό ρόλο που «έπαιζα» τότε, ανακαλύπτω τώρα ότι υπήρξε ο πιο αληθινός εαυτός μου απ’ το λόφο φυσούσε εν' απαλό αεράκι που σου 'φερνε δάκρυα κι ο ουρανός την άνοιξη ήταν τόσο γαλάζιος, που ήθελες να πεθάνεις γιατί ο θάνατος είναι πάντα η συνέχεια ενός μεγάλου ονείρου —συνοικία με τις παιδικές ψείρες που δε μας ταπείνωναν γιατί μας θύμιζαν τις ωραίες διηγήσεις του θείου που είχε κάνει αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία με τα «Μικρά Μυστικά» των κοριτσιών, που εξαφανίζονταν μυστηριωδώς μόλις γίνονταν γυναίκεςή τον Ιούλιο Καίσαρα που διάβαινε καμιά φορά στο βάθος, ξεφεύγοντας το ανιαρό μάθημα της Ιστορίας και τ' ωραίο κορίτσι της οδού Νηλέως που πλάγιαζα μαζί της έφηβος, όταν έμεινε έγκυος τη χτύπησα, εκείνη απελπισμένη πήγε σ' ένα σκιτζή γιατρό και πέθανε από αιμορραγία. Άλλα τώρα έρχεται κάθε νύχτα φέρνοντας μαζί της μια ολόκληρη χορωδία αγγέλων — ίσως γι' αυτό δεν μπορώ τις νύχτες να κοιμηθώ. Συνοικία, που απ’ τ' ανοιχτά παράθυρα των καπηλειών ερχόταν η μυρουδιά του κρασιού σαν θεία συγχώρεση. Όμως, ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβωγιατί δεν πραγματοποιούνται τα ανθρώπινα όνειρα.
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ (1922-1988)
1 comment:
Post a Comment