Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή
Τις απόκριες αποφάσισα να μασκαρευτώ. Θα γινόταν και η εκδήλωση των Φιλοπροόδων και φυσικά κανείς δεν έπρεπε να λείψει. Από μέρες προετοιμάστηκα και κανόνισα ακόμη και το τραπέζι που θα με φιλοξενούσε τη μεγάλη βραδιά.
Το μόνο που με απασχολούσε ήταν η στολή. Τι να ντυνόμουνα; Είχα ήδη αποκλείσει παλαιότερες εμφανίσεις μου. Άλλωστε δεν μου έκανε τίποτα. Πάχυνα τον τελευταίο χρόνο και ακόμη και η στολή του κλόουν που είχε περιθώρια μέσης μού έμπαινε με ζόρι. Ήμουνα σε δεινή κατάσταση. Έπρεπε να διαλέξω προσωπικότητα έξω από τετριμμένα και μακριά από κοινοτυπίες. Κάτι που να υποδηλοί νόημα και να κλείνει το μάτι σε όλα τα κακώς κείμενα της εποχής. Να γίνω το σύμβολο των φετινών αποκρεών και να παραλάβω το βραβείο από τα χέρια του ίδιου του Δημάρχου. Κάτι συγκεκριμένο δεν μου έβγαινε με τίποτα. Μπροστά στο χάλι της γελοιοποίησης αποφάσισα να συγκεντρώσω τη σκέψη μου.
Έπρεπε να γίνω ο καρνάβαλος της χρονιάς και σαν τέτοιος αποκλείεται να παρουσιαστώ σαν γελαδάρης της δύσης, πρίγκιπας, ή Ρωμαίος στρατιώτης. Φυσικά άγγελος, δαίμονας ή παπάς δεν μου το επέτρεπε η συνείδησή μου. Φυλακισμένος ήταν τόσο αποτρόπαιο, ειδικά μετά τις εκμυστηρεύσεις του φίλου μου του Φωτεινού, που έμεινε κάμποσο στο σωφρονιστήριο της Αθήνας. Να ντυνόμουνα ιπτάμενο αντικείμενο; Απαιτούσε δύσκολο και ακριβό εξοπλισμό και τα χρήματα που είχα δεν το επέτρεπαν. Δημοσιογράφος ήταν κάτι προκλητικό μα ταυτόχρονα έπρεπε να μεταφέρω συνέχεια εκείνο το μαρκούτσι και να παίρνω ασταμάτητα συνεντεύξεις από τους παρευρισκόμενους. Άσε που κινδύνευα από τους κουκουλοφόρους της βραδιάς, που υπέθετα ότι θα ήταν αρκετοί. Να ντυθώ αστυνόμος;
Μπα, τραγωδία, σκέφτηκα. Πού να κουβαλάω ασπίδα και ρόπαλο και να φοβάμαι να εκτεθώ σε δημόσια θέα. Επιπλέον θα έπρεπε να ανταποδίδω, τουλάχιστον για να είμαι πειστικός, κάθε τι που θα μου πετούσαν. Να ντυθώ Εβραίος, Άραβας ή μαύρος; Αποκλείεται. Πρώτον δεν είμαι ρατσιστής και δεύτερον στην εποχή μας τίποτα από τα παραπάνω δεν βγάζει γέλιο. Τα δύο πρώτα σφάζονται μεταξύ και το τρίτο διοικεί τον πλανήτη. Τι να ντυθώ επομένως; Πόλεμος ή αιτία πολέμου; Ψηλός όμως δεν είμαι, ούτε γυμνασμένος και προπάντων δε λέω με ρητορικό τρόπο απίθανα πράγματα. Άσε που έχω αλλεργία στο κάρβουνο που έπρεπε να βάλω στο πρόσωπό μου. Τι να υποκριθώ λοιπόν; Ότι θα αλλάξω τον κόσμο και να κρύβω το μαστίγιο κάτω από το κουστούμι μου όλο το βράδυ; Εκτός από επώδυνο θα ήταν και επικίνδυνο. Κάτι ο ιδρώτας, κάτι η ανατομία του πράγματος… Ανατρίχιαζα με την πιθανότητα. Να ντυθώ χρηματιστήριο; σκέφτηκα. Υπήρχε ο φόβος κάποια στιγμή να βρεθώ γυμνός από την κατρακύλα που έπρεπε να έχουν τα ρούχα μου. Όσες τιράντες και να έβαζα η πτώση θα ήταν σίγουρη. Να ντυθώ πιστωτική κάρτα!
Έλαμψε μέσα μου η ιδέα. Ποιος όμως θα γελούσε με την παρουσία μου; Κανένας δεν θα ήθελε να κάτσει δίπλα μου και ίσως κάποιος πιωμένος μπορεί να μου ριχνόταν με μίσος για να με σκίσει. Δεν ήμουνα για τέτοια. Θα ντυθώ στεγαστικό δάνειο! Αναφώνησα. Θα βάλω μια στέγη από χαρτόνι στο κεφάλι μου, φόρμα εργοταξίου, γαλότσες και θα κρατάω ένα μάτσο επιταγές με την φωτογραφία των κληρονόμων μου επάνω τους. Χρειάζομαι όμως και παρτενέρ. Να κάνει τον τραπεζιτικό υπάλληλο και να κρατάει χειροπέδες. Άντε να τον βρεις, είπα και απογοητεύτηκα. Θα ντυθώ μαγαζί, κατέληξα. Δεν θα έχει γούστο όπως. Όλη η στολή δύο χαρτόνια περασμένα με σκοινί από το κεφάλι. Εκπτώσεις και διάλυση. Μπα, θα φορέσω στολή πρωθυπουργού. Είναι λίγο κοινοτυπία αλλά έχει εκείνη τη μάσκα που σε τρελαίνει. Κάτι μεταξύ ούφο και ξένου τουρίστα. Θα είναι και πολιτικοί στην εκδήλωση. Φαντάσου κάποιος από αυτούς να μου κάνει υπόκλιση. Δεν θα το αντέξω. Σχέσεις με μασκαράδες περιωπής δεν είχα ποτέ. Ίσως γιατί κατά βάση πάντοτε φοβόμουνα τις μπούλες.
Ήμουνα σε αδιέξοδο. Τίποτα δεν μου έκανε και τίποτα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την επιθυμία μου. Έψαχνα ανέλπιδα για κάτι ιδιαίτερο και πετυχημένο. Τι άραγε; Βοήθεια δεν είχα από κανένα για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν μαρτυρούσε από πριν την ιδέα του και κανένας δεν κουβέντιαζε τέτοιο σπουδαίο γεγονός στο παραπέντε της προετοιμασίας. Κινδύνευα να μην παραστώ, όταν δέχθηκα το τηλεφώνημα της ξαδέλφης μου της Ασπασίας.
Να ντυθείς ΑΤΜ, μου είπε και μάλλον γέλαγε και μετά το τέλος της συνδιάλεξης. Όλοι θα θέλουν να σε πλησιάσουν. Λίγοι θα τα καταφέρουν και ακόμη πιο λίγοι θα τολμήσουν να κάνουν ανάληψη. Ακόμη και τότε, με την ένδειξη πρόβλημα στο μηχάνημα, επιστρέφεις την κάρτα και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Στην έσχατη πλαστική κάρτα σου δίνουν, τα χρήματα της Μονόπολης τους επιστρέφεις. Μην το σκέφτεσαι, θα είσαι το σύμβολο της γιορτής.
Ενθουσιάστηκα με την υπόδειξη. Το πρόβλημα ήταν πώς να φτιάξω την στολή. Δεν είχα περιθώρια χρόνου και έτσι βρέθηκα να πίνω πορτοκαλάδα έξω από μια μεγάλη τράπεζα. Περιεργάστηκα το μηχάνημα, σχεδίασα πρόχειρα τη στολή και γύρισα στην αποθήκη μου για τα περαιτέρω. Πράγματι είχα όλα τα υλικά. Πάντοτε φύλαγα σκουπίδια με την υπόθεση ότι ίσως κάποτε τα χρειαστώ. Και είχα δίκιο. Πίσω από το ντεπόζιτο με το λάδι βρήκα το τεράστιο κουτί από το ψυγείο που είχαμε αγοράσει πρόσφατα. Το πήρα, το άνοιξα και το χάζευα με περίσκεψη. Του κόλλησα μια οθόνη, ένα πληκτρολόγιο, άνοιξα μια σχισμή για τις κάρτες και άλλη μια ψηλά για να βλέπω. Επίσης δύο τρύπες για τα χέρια μου που αποφάσισα να τα επενδύσω με μαύρο πανί ίδιο με αυτό που είχαν παλιά οι υπάλληλοι για να μην τρίβονται τα μανίκια. Θα φόραγα και γάντια γυναικεία ώστε να υπάρχει τόνος γοητείας αλλά και κανείς να μην καταλάβει το φύλο μου. Επιτέλους ήμουν έτοιμος. Συνεννοήθηκα με τον γείτονα να με πάει με το αγροτικό ώστε να μην ταλαιπωρηθώ και με την προϋπόθεση ότι δεν θα με προδώσει.
Η γιορτή άρχιζε στις δέκα. Περίμενα περίπου μια ώρα και αφού υπέθεσα ότι ο κόσμος θα έχει γεμίσει το μαγαζί φορτώθηκα στην καρότσα και με οδηγό έναν κοινότυπο καουμπόι βρέθηκα υπό τους ήχους κλαρίνων και βιολιών. Με άνεση στάθηκα μπροστά από μια κολόνα ώστε να μην ενοχλώ και φυσικά να μην κινδυνεύω να τσαλαπατηθώ από κανέναν. Είχα προνοήσει και είχα κάτω από την αμφίεση και μια καρέκλα σπαστή από αυτές που παίρνει κανείς μαζί του στο ψάρεμα. Καθόμουν λοιπόν και ψάρευα πελάτες. Έρχονταν παρέες και με πείραζαν. Συνήθως τους ευχαριστούσα με χειραψία μετά την είσοδο και έξοδο της κάρτας στην υποδοχή μου. Κάποιοι με κλωτσούσαν και άλλοι με έφτυναν, ενώ ορισμένοι μου έλεγαν τον πόνο τους. Εγώ βράχος, δεν έβγαζα λέξη για να μην προδοθώ.
Ακόμη και όταν ο πιωμένος ναύτης μου πρότεινε να βάλει την κάρτα του στην οπή μου με πονηρά χαμόγελα. Προτίμησα να του δείξω τα πέντε μου δάχτυλα ως απάντηση και λίγο έλειψε να παρεξηγηθούμε. Κάποιος ψύχραιμος του εξήγησε ότι είμαι μόνο ένα ΑΤΜ και μάλιστα απροστάτευτο στην μέση του πουθενά. Ηρέμησε και συνέχισε να χορεύει τσάμικο. Ένας αστυφύλακας ήρθε και ακούμπησε πάνω μου για προστασία. Ένιωσα ήρεμος. Δεν είναι και λίγο να σε αγγίζει η δημόσια ασφάλεια. Τι το ΄θελε;
Τα κουτάκια της μπύρας που δέχθηκα μέχρι να φύγει ο τύπος δεν μετριώνται. Τα απέφευγε και κρυβόταν προς στιγμήν πίσω μου. Μετά έβγαζε το κεφάλι, έβριζε και ανταπέδιδε τα βόλια. Απέναντι μια παρέα με σπανιόλες χόρευε τρελά και παρέσυρε και τον αστυνόμο μου. Οι μισές ήταν έγκριτοι πολίτες της πόλης και προφανώς ξέδιναν κάτω από τις μάσκες. Τι κέφι! Όλο το μαγαζί στον αέρα. Ο δήμαρχος ντυμένος Ομπάμα έβγαζε λόγο και δίπλα του ο αντιδήμαρχος ντυμένος με ένα σεντόνι και κρατώντας ένα φλεγόμενο, δήθεν, σταυρό το έπαιζε οπαδός του. Δίπλα γνωστός κρεοπώλης ντυμένος αρνάκι βέλαζε και ο πρόεδρος του κυνηγετικού συλλόγου, ντυμένος κοκκινοσκουφίτσα έτρεχε να τον πιάσει. Η κυρία Μαρίκα, επώνυμη της ενορίας, είχε ντυθεί τροτέζα και ο κύριος Σάκης ο μανάβης, ως αμερικάνος πεζοναύτης, την ρωτούσε μάλλον για την τιμή. Η κυρία Νίτσα, γνωστή για την ελευθεριότητά της, είχε ντυθεί κατηχητόπουλο και μοίραζε την «φωνή Κυρίου» και ο Κυριάκος, γνωστός αντιεξουσιαστής της περιφέρειας, παπάς. Με την διαφορά ότι αντί για λιβανιστήρι κρατούσε μια μπουκάλα με ένα στουπί.
Γύρω στη μία η μουσική σταμάτησε. Η πρόεδρος του Συλλόγου Φιλοπροόδων, ντυμένη τσολιάς ανέβηκε στο πάλκο. Ήταν η ώρα για τις βραβεύσεις. Στα ουρητήρια συνωστίστηκε κόσμος πολύς. Η ουρά έφτανε μέχρι τη σάλα. Βρήκα την ευκαιρία λοιπόν και κινήθηκα με προσοχή προς τα εμπρός. Βρέθηκα στην πρώτη σειρά του ακροατηρίου. Πράγματι άξιζε τον κόπο η κίνηση. Είχα την εποπτεία και σε γωνιές που μέχρι τότε δεν μπορούσα να ελέγξω. Ο γραμματέας του συλλόγου ντυμένος παπάκι άνοιξε τον φάκελο και άρχισε να διαβάζει τις βραβεύσεις. Φωνές, χειροκροτήματα, φελλοί από σαμπάνια να πετάγονται στον αέρα. Βρισκόμουνα στο κέντρο της προσοχής. Είχα πάρει το πρώτο βραβείο. Ήμουνα ο καρνάβαλος της χρονιάς. «Στον ΑΤΜ, το σύμβολο της εποχής», τόνισε ο γραμματέας. Έβαλα τα κλάματα και κόντεψε να χαλάσει το χαρτόκουτο από την υγρασία. Ευτυχώς κανείς δεν το υποψιάστηκε και όλοι συνέχισαν με κέφι να επαινούν την επιτυχή αμφίεσή μου.
«Βγάλε την κούτα. Ωεο, βγάλε την κούτα ...», φώναζε ρυθμικά ο κόσμος και νομίζω ότι κανείς δεν μπορούσε να του χαλάσει το κέφι. Απέναντί μου ο δήμαρχος Ομπάμα ετοιμαζόταν να μου παραδώσει το βραβείο. Προσεκτικά λοιπόν έβγαλα την αμφίεση. Πρώτα απεγκλώβισα τα χέρια και ύστερα με μια κίνηση δύο παρευρισκόμενοι, ο Κινέζος και ο Πούτιν με ξεσκέπασαν. Με ένα χαμόγελο όλο περηφάνια, απελευθερωμένος από την αφόρητη ζέστη κοιτούσα το πλήθος. Μα αντί για αποθέωση έβλεπα πρόσωπα τεντωμένα και μάτια κόκκινα να με κοιτούν με έκπληξη. Το μάτι μου πήγε στον καθρέφτη απέναντι. Ω, Θεέ μου! Ήμουν σχεδόν γυμνός. Στην φούρια μου είχα ξεχάσει την πιθανότητα της επιτυχίας και τα παρεπόμενά της. Για να μην σκάσω είχα φορέσει μόνο το κάτω εσώρουχό μου που έκρυβε αχνά τη φύση μου. Το σύμβολο ήταν γυμνό και ΄γώ κατακόκκινος από ντροπή. Πρόλαβα και κρύφτηκα κάτω από την μπέρτα του φίλου μου του Ζορό και τρέχοντας γλύτωσα το κάψιμο που επιβάλλει το έθιμο για τον καρνάβαλο.
Τις απόκριες αποφάσισα να μασκαρευτώ. Θα γινόταν και η εκδήλωση των Φιλοπροόδων και φυσικά κανείς δεν έπρεπε να λείψει. Από μέρες προετοιμάστηκα και κανόνισα ακόμη και το τραπέζι που θα με φιλοξενούσε τη μεγάλη βραδιά.
Το μόνο που με απασχολούσε ήταν η στολή. Τι να ντυνόμουνα; Είχα ήδη αποκλείσει παλαιότερες εμφανίσεις μου. Άλλωστε δεν μου έκανε τίποτα. Πάχυνα τον τελευταίο χρόνο και ακόμη και η στολή του κλόουν που είχε περιθώρια μέσης μού έμπαινε με ζόρι. Ήμουνα σε δεινή κατάσταση. Έπρεπε να διαλέξω προσωπικότητα έξω από τετριμμένα και μακριά από κοινοτυπίες. Κάτι που να υποδηλοί νόημα και να κλείνει το μάτι σε όλα τα κακώς κείμενα της εποχής. Να γίνω το σύμβολο των φετινών αποκρεών και να παραλάβω το βραβείο από τα χέρια του ίδιου του Δημάρχου. Κάτι συγκεκριμένο δεν μου έβγαινε με τίποτα. Μπροστά στο χάλι της γελοιοποίησης αποφάσισα να συγκεντρώσω τη σκέψη μου.
Έπρεπε να γίνω ο καρνάβαλος της χρονιάς και σαν τέτοιος αποκλείεται να παρουσιαστώ σαν γελαδάρης της δύσης, πρίγκιπας, ή Ρωμαίος στρατιώτης. Φυσικά άγγελος, δαίμονας ή παπάς δεν μου το επέτρεπε η συνείδησή μου. Φυλακισμένος ήταν τόσο αποτρόπαιο, ειδικά μετά τις εκμυστηρεύσεις του φίλου μου του Φωτεινού, που έμεινε κάμποσο στο σωφρονιστήριο της Αθήνας. Να ντυνόμουνα ιπτάμενο αντικείμενο; Απαιτούσε δύσκολο και ακριβό εξοπλισμό και τα χρήματα που είχα δεν το επέτρεπαν. Δημοσιογράφος ήταν κάτι προκλητικό μα ταυτόχρονα έπρεπε να μεταφέρω συνέχεια εκείνο το μαρκούτσι και να παίρνω ασταμάτητα συνεντεύξεις από τους παρευρισκόμενους. Άσε που κινδύνευα από τους κουκουλοφόρους της βραδιάς, που υπέθετα ότι θα ήταν αρκετοί. Να ντυθώ αστυνόμος;
Μπα, τραγωδία, σκέφτηκα. Πού να κουβαλάω ασπίδα και ρόπαλο και να φοβάμαι να εκτεθώ σε δημόσια θέα. Επιπλέον θα έπρεπε να ανταποδίδω, τουλάχιστον για να είμαι πειστικός, κάθε τι που θα μου πετούσαν. Να ντυθώ Εβραίος, Άραβας ή μαύρος; Αποκλείεται. Πρώτον δεν είμαι ρατσιστής και δεύτερον στην εποχή μας τίποτα από τα παραπάνω δεν βγάζει γέλιο. Τα δύο πρώτα σφάζονται μεταξύ και το τρίτο διοικεί τον πλανήτη. Τι να ντυθώ επομένως; Πόλεμος ή αιτία πολέμου; Ψηλός όμως δεν είμαι, ούτε γυμνασμένος και προπάντων δε λέω με ρητορικό τρόπο απίθανα πράγματα. Άσε που έχω αλλεργία στο κάρβουνο που έπρεπε να βάλω στο πρόσωπό μου. Τι να υποκριθώ λοιπόν; Ότι θα αλλάξω τον κόσμο και να κρύβω το μαστίγιο κάτω από το κουστούμι μου όλο το βράδυ; Εκτός από επώδυνο θα ήταν και επικίνδυνο. Κάτι ο ιδρώτας, κάτι η ανατομία του πράγματος… Ανατρίχιαζα με την πιθανότητα. Να ντυθώ χρηματιστήριο; σκέφτηκα. Υπήρχε ο φόβος κάποια στιγμή να βρεθώ γυμνός από την κατρακύλα που έπρεπε να έχουν τα ρούχα μου. Όσες τιράντες και να έβαζα η πτώση θα ήταν σίγουρη. Να ντυθώ πιστωτική κάρτα!
Έλαμψε μέσα μου η ιδέα. Ποιος όμως θα γελούσε με την παρουσία μου; Κανένας δεν θα ήθελε να κάτσει δίπλα μου και ίσως κάποιος πιωμένος μπορεί να μου ριχνόταν με μίσος για να με σκίσει. Δεν ήμουνα για τέτοια. Θα ντυθώ στεγαστικό δάνειο! Αναφώνησα. Θα βάλω μια στέγη από χαρτόνι στο κεφάλι μου, φόρμα εργοταξίου, γαλότσες και θα κρατάω ένα μάτσο επιταγές με την φωτογραφία των κληρονόμων μου επάνω τους. Χρειάζομαι όμως και παρτενέρ. Να κάνει τον τραπεζιτικό υπάλληλο και να κρατάει χειροπέδες. Άντε να τον βρεις, είπα και απογοητεύτηκα. Θα ντυθώ μαγαζί, κατέληξα. Δεν θα έχει γούστο όπως. Όλη η στολή δύο χαρτόνια περασμένα με σκοινί από το κεφάλι. Εκπτώσεις και διάλυση. Μπα, θα φορέσω στολή πρωθυπουργού. Είναι λίγο κοινοτυπία αλλά έχει εκείνη τη μάσκα που σε τρελαίνει. Κάτι μεταξύ ούφο και ξένου τουρίστα. Θα είναι και πολιτικοί στην εκδήλωση. Φαντάσου κάποιος από αυτούς να μου κάνει υπόκλιση. Δεν θα το αντέξω. Σχέσεις με μασκαράδες περιωπής δεν είχα ποτέ. Ίσως γιατί κατά βάση πάντοτε φοβόμουνα τις μπούλες.
Ήμουνα σε αδιέξοδο. Τίποτα δεν μου έκανε και τίποτα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την επιθυμία μου. Έψαχνα ανέλπιδα για κάτι ιδιαίτερο και πετυχημένο. Τι άραγε; Βοήθεια δεν είχα από κανένα για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν μαρτυρούσε από πριν την ιδέα του και κανένας δεν κουβέντιαζε τέτοιο σπουδαίο γεγονός στο παραπέντε της προετοιμασίας. Κινδύνευα να μην παραστώ, όταν δέχθηκα το τηλεφώνημα της ξαδέλφης μου της Ασπασίας.
Να ντυθείς ΑΤΜ, μου είπε και μάλλον γέλαγε και μετά το τέλος της συνδιάλεξης. Όλοι θα θέλουν να σε πλησιάσουν. Λίγοι θα τα καταφέρουν και ακόμη πιο λίγοι θα τολμήσουν να κάνουν ανάληψη. Ακόμη και τότε, με την ένδειξη πρόβλημα στο μηχάνημα, επιστρέφεις την κάρτα και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Στην έσχατη πλαστική κάρτα σου δίνουν, τα χρήματα της Μονόπολης τους επιστρέφεις. Μην το σκέφτεσαι, θα είσαι το σύμβολο της γιορτής.
Ενθουσιάστηκα με την υπόδειξη. Το πρόβλημα ήταν πώς να φτιάξω την στολή. Δεν είχα περιθώρια χρόνου και έτσι βρέθηκα να πίνω πορτοκαλάδα έξω από μια μεγάλη τράπεζα. Περιεργάστηκα το μηχάνημα, σχεδίασα πρόχειρα τη στολή και γύρισα στην αποθήκη μου για τα περαιτέρω. Πράγματι είχα όλα τα υλικά. Πάντοτε φύλαγα σκουπίδια με την υπόθεση ότι ίσως κάποτε τα χρειαστώ. Και είχα δίκιο. Πίσω από το ντεπόζιτο με το λάδι βρήκα το τεράστιο κουτί από το ψυγείο που είχαμε αγοράσει πρόσφατα. Το πήρα, το άνοιξα και το χάζευα με περίσκεψη. Του κόλλησα μια οθόνη, ένα πληκτρολόγιο, άνοιξα μια σχισμή για τις κάρτες και άλλη μια ψηλά για να βλέπω. Επίσης δύο τρύπες για τα χέρια μου που αποφάσισα να τα επενδύσω με μαύρο πανί ίδιο με αυτό που είχαν παλιά οι υπάλληλοι για να μην τρίβονται τα μανίκια. Θα φόραγα και γάντια γυναικεία ώστε να υπάρχει τόνος γοητείας αλλά και κανείς να μην καταλάβει το φύλο μου. Επιτέλους ήμουν έτοιμος. Συνεννοήθηκα με τον γείτονα να με πάει με το αγροτικό ώστε να μην ταλαιπωρηθώ και με την προϋπόθεση ότι δεν θα με προδώσει.
Η γιορτή άρχιζε στις δέκα. Περίμενα περίπου μια ώρα και αφού υπέθεσα ότι ο κόσμος θα έχει γεμίσει το μαγαζί φορτώθηκα στην καρότσα και με οδηγό έναν κοινότυπο καουμπόι βρέθηκα υπό τους ήχους κλαρίνων και βιολιών. Με άνεση στάθηκα μπροστά από μια κολόνα ώστε να μην ενοχλώ και φυσικά να μην κινδυνεύω να τσαλαπατηθώ από κανέναν. Είχα προνοήσει και είχα κάτω από την αμφίεση και μια καρέκλα σπαστή από αυτές που παίρνει κανείς μαζί του στο ψάρεμα. Καθόμουν λοιπόν και ψάρευα πελάτες. Έρχονταν παρέες και με πείραζαν. Συνήθως τους ευχαριστούσα με χειραψία μετά την είσοδο και έξοδο της κάρτας στην υποδοχή μου. Κάποιοι με κλωτσούσαν και άλλοι με έφτυναν, ενώ ορισμένοι μου έλεγαν τον πόνο τους. Εγώ βράχος, δεν έβγαζα λέξη για να μην προδοθώ.
Ακόμη και όταν ο πιωμένος ναύτης μου πρότεινε να βάλει την κάρτα του στην οπή μου με πονηρά χαμόγελα. Προτίμησα να του δείξω τα πέντε μου δάχτυλα ως απάντηση και λίγο έλειψε να παρεξηγηθούμε. Κάποιος ψύχραιμος του εξήγησε ότι είμαι μόνο ένα ΑΤΜ και μάλιστα απροστάτευτο στην μέση του πουθενά. Ηρέμησε και συνέχισε να χορεύει τσάμικο. Ένας αστυφύλακας ήρθε και ακούμπησε πάνω μου για προστασία. Ένιωσα ήρεμος. Δεν είναι και λίγο να σε αγγίζει η δημόσια ασφάλεια. Τι το ΄θελε;
Τα κουτάκια της μπύρας που δέχθηκα μέχρι να φύγει ο τύπος δεν μετριώνται. Τα απέφευγε και κρυβόταν προς στιγμήν πίσω μου. Μετά έβγαζε το κεφάλι, έβριζε και ανταπέδιδε τα βόλια. Απέναντι μια παρέα με σπανιόλες χόρευε τρελά και παρέσυρε και τον αστυνόμο μου. Οι μισές ήταν έγκριτοι πολίτες της πόλης και προφανώς ξέδιναν κάτω από τις μάσκες. Τι κέφι! Όλο το μαγαζί στον αέρα. Ο δήμαρχος ντυμένος Ομπάμα έβγαζε λόγο και δίπλα του ο αντιδήμαρχος ντυμένος με ένα σεντόνι και κρατώντας ένα φλεγόμενο, δήθεν, σταυρό το έπαιζε οπαδός του. Δίπλα γνωστός κρεοπώλης ντυμένος αρνάκι βέλαζε και ο πρόεδρος του κυνηγετικού συλλόγου, ντυμένος κοκκινοσκουφίτσα έτρεχε να τον πιάσει. Η κυρία Μαρίκα, επώνυμη της ενορίας, είχε ντυθεί τροτέζα και ο κύριος Σάκης ο μανάβης, ως αμερικάνος πεζοναύτης, την ρωτούσε μάλλον για την τιμή. Η κυρία Νίτσα, γνωστή για την ελευθεριότητά της, είχε ντυθεί κατηχητόπουλο και μοίραζε την «φωνή Κυρίου» και ο Κυριάκος, γνωστός αντιεξουσιαστής της περιφέρειας, παπάς. Με την διαφορά ότι αντί για λιβανιστήρι κρατούσε μια μπουκάλα με ένα στουπί.
Γύρω στη μία η μουσική σταμάτησε. Η πρόεδρος του Συλλόγου Φιλοπροόδων, ντυμένη τσολιάς ανέβηκε στο πάλκο. Ήταν η ώρα για τις βραβεύσεις. Στα ουρητήρια συνωστίστηκε κόσμος πολύς. Η ουρά έφτανε μέχρι τη σάλα. Βρήκα την ευκαιρία λοιπόν και κινήθηκα με προσοχή προς τα εμπρός. Βρέθηκα στην πρώτη σειρά του ακροατηρίου. Πράγματι άξιζε τον κόπο η κίνηση. Είχα την εποπτεία και σε γωνιές που μέχρι τότε δεν μπορούσα να ελέγξω. Ο γραμματέας του συλλόγου ντυμένος παπάκι άνοιξε τον φάκελο και άρχισε να διαβάζει τις βραβεύσεις. Φωνές, χειροκροτήματα, φελλοί από σαμπάνια να πετάγονται στον αέρα. Βρισκόμουνα στο κέντρο της προσοχής. Είχα πάρει το πρώτο βραβείο. Ήμουνα ο καρνάβαλος της χρονιάς. «Στον ΑΤΜ, το σύμβολο της εποχής», τόνισε ο γραμματέας. Έβαλα τα κλάματα και κόντεψε να χαλάσει το χαρτόκουτο από την υγρασία. Ευτυχώς κανείς δεν το υποψιάστηκε και όλοι συνέχισαν με κέφι να επαινούν την επιτυχή αμφίεσή μου.
«Βγάλε την κούτα. Ωεο, βγάλε την κούτα ...», φώναζε ρυθμικά ο κόσμος και νομίζω ότι κανείς δεν μπορούσε να του χαλάσει το κέφι. Απέναντί μου ο δήμαρχος Ομπάμα ετοιμαζόταν να μου παραδώσει το βραβείο. Προσεκτικά λοιπόν έβγαλα την αμφίεση. Πρώτα απεγκλώβισα τα χέρια και ύστερα με μια κίνηση δύο παρευρισκόμενοι, ο Κινέζος και ο Πούτιν με ξεσκέπασαν. Με ένα χαμόγελο όλο περηφάνια, απελευθερωμένος από την αφόρητη ζέστη κοιτούσα το πλήθος. Μα αντί για αποθέωση έβλεπα πρόσωπα τεντωμένα και μάτια κόκκινα να με κοιτούν με έκπληξη. Το μάτι μου πήγε στον καθρέφτη απέναντι. Ω, Θεέ μου! Ήμουν σχεδόν γυμνός. Στην φούρια μου είχα ξεχάσει την πιθανότητα της επιτυχίας και τα παρεπόμενά της. Για να μην σκάσω είχα φορέσει μόνο το κάτω εσώρουχό μου που έκρυβε αχνά τη φύση μου. Το σύμβολο ήταν γυμνό και ΄γώ κατακόκκινος από ντροπή. Πρόλαβα και κρύφτηκα κάτω από την μπέρτα του φίλου μου του Ζορό και τρέχοντας γλύτωσα το κάψιμο που επιβάλλει το έθιμο για τον καρνάβαλο.
No comments:
Post a Comment