Saturday, February 12, 2022

#LetUsTalk: η αγανάκτηση των γυναικών που αρνούνται τη μαντίλα


της Inna Shevchenko

Πρόκειται για το #MeToo της ενδυματολογικής παρενόχλησης. Φωνές γυναικών της Μέσης Ανατολής υψώνονται, γυναικών που ζουν –ή όχι– στη Δύση και οι οποίες αναγκάστηκαν να φορέσουν τη μαντίλα – ή εξακολουθούν να την φορούν. Φωνάζουν ότι η ισλαμική μαντίλα δεν είναι ένα αθώο ένδυμα και ακόμη λιγότερο μια ελευθερία για τις γυναίκες. Ελπίζοντας ότι κάποτε θα εισακουστούν από κάποιες φεμινίστριες που επαναλαμβάνουν στερεότυπα ότι η μαντίλα είναι μια επιλογή.

Όλα ξεκίνησαν ως άλλο ένα επεισόδιο διανοητικής δειλίας και συνθηκολόγησης μπροστά στις κατηγορίες περί ισλαμοφοβίας. Όταν το περιοδικό του καναδικού Ιατρικού Συλλόγου δημοσίευσε στο εξώφυλλό του μια φωτογραφία παιδιών όπου ένα κοριτσάκι φορούσε μαντίλα, ο παιδοχειρουργός δρ Sherif Emil, έστειλε επιστολή προς τη συντακτική ομάδα με τίτλο «Μην χρησιμοποιείτε ένα όργανο καταπίεσης ως σύμβολο διαφορετικότητας και συμπερίληψης». Ο γιατρός διαμαρτυρήθηκε για την καθημερινή χρήση τέτοιων εικόνων στο μεγαλύτερο ιατρικό περιοδικό του Καναδά: «Θεωρείται “φιλελεύθερο” το να βλέπουμε το χιτζάμπ ως σύμβολο διαφορετικότητας και συμπερίληψης… Το χιτζάμπ, το νικάμπ και η μπούρκα είναι όργανα καταπίεσης για εκατομμύρια κορίτσια και γυναίκες σε όλο τον κόσμο που δεν τους επιτρέπεται να επιλέξουν». Η επιστολή αποσύρθηκε αμέσως και η αρχισυντάκτρια ζήτησε συγγνώμη για τη δημοσιοποίηση των «λανθασμένων, οδυνηρών και προσβλητικών» λόγων του γιατρού.

Αυτή τη φορά, ωστόσο, η δειλία ορισμένων αποκάλυψε εκ του αντιθέτου τη γενναιότητα πολλών άλλων. Πολλές γυναίκες, καταγόμενες από τη Μέση Ανατολή, που ζουν στη Δύση, αντέδρασαν στο περιστατικό, ξεκινώντας μια μεγάλη καμπάνια στα κοινωνικά δίκτυα και απαιτώντας να εισακουστούν σε ζητήματα που επηρεάζουν τη ζωή τους, όπως οι θρησκευτικοί ενδυματολογικοί κώδικες. Η εκστρατεία #LetUsTalk έγινε viral μέσα σε λίγες ημέρες.

«Στο Ιράν, μου είπαν ότι, αν δεν φορούσα το χιτζάμπ, θα με απέβαλλαν από το σχολείο, θα με φυλάκιζαν, θα με μαστίγωναν, θα με χτυπούσαν και θα με απέλαυναν από τη χώρα μου. Στη Δύση, μου λένε ότι αν διηγηθώ την ιστορία μου θα προκαλέσω ισλαμοφοβία. Είμαι μια γυναίκα από τη Μέση Ανατολή και φοβάμαι την ισλαμική ιδεολογία. Αφήστε μας να μιλήσουμε». Με αυτό το tweet, η γνωστή Ιρανή ακτιβίστρια κατά της υποχρεωτικής μαντίλας, Masih Alinejad, αντέδρασε στη λογοκρισία της επιστολής του γιατρού. Με αυτά τα λόγια, συνοδευόμενα από μια παιδική φωτογραφία της με μαντίλα, ενέπνευσε μια χιονοστιβάδα από παρόμοιες εξομολογήσεις. Το tweet της δέχτηκε likes από περισσότερα από 30.000 άτομα και το hashtag #LetUsTalk άρχισε να διαδίδεται.

«Συνήθιζα να βγάζω κρυφά το χιτζάμπ μου μόνο και μόνο για να νιώσω τον αέρα στα μαλλιά μου. Αυτή η ιδεολογία μου έκλεψε τη ζωή», έγραψε στο Twitter μια εξόριστη γυναίκα από τη Σαουδική Αραβία, η Rana Ahmad. «Μια άλλη μέρα, στη Γερμανία, όπου περπατούσα κάτω από τον ήλιο χωρίς αυτό το χιτζάμπ, που με κάνει να νιώθω πολίτης δεύτερης κατηγορίας, όπως ήμουν όταν ζούσα στη Σαουδική Αραβία…», γράφει μια άλλη εξόριστη, η Λουτζαΐν. «Στην Υεμένη, υποχρεώθηκα να φορέσω το χιτζάμπ σε ηλικία έξι ετών και το νικάμπ σε ηλικία δεκατριών ετών, και όταν αποφάσισα να το βγάλω, η μισή οικογένειά μου με εγκατέλειψε, και στη συνέχεια, όταν έβγαλα το χιτζάμπ και την αμπάγια, έχασα τα πάντα», εξομολογείται η Basma Nasser, η οποία ζει τώρα στη Γαλλία.

Εκατοντάδες παρόμοιες ιστορίες αναρτώνται τώρα και μοιράζονται στο Twitter, διαψεύδοντας τόσο τους υπερασπιστές του ισλαμισμού, οι οποίοι στήνουν δίκες για ισλαμοφοβία, όσο και ορισμένες δυτικές φεμινίστριες, οι οποίες έχουν υιοθετήσει τυφλά το μάντρα «το χιτζάμπ είναι επιλογή».

«Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα ότι το μήνυμά μου θα ξεσήκωνε τέτοιο κύμα σε όλο τον κόσμο», εξομολογήθηκε η Masih Alinejad στο Charlie Hebdo. «Αυτή τη φορά δεν είναι μόνο οι Ιρανές γυναίκες που μιλούν. Βλέπω πόσο αυτή η καμπάνια ένωσε πολλές γυναίκες από μουσουλμανικές χώρες ή μουσουλμανικές κοινότητες στη Δύση. Όλες αυτές οι ιστορίες είναι γεμάτες πόνο. Προσπαθούμε να κάνουμε τον υπόλοιπο κόσμο να καταλάβει ότι εμείς, οι γυναίκες που έχουμε ζήσει κάτω από τον νόμο της σαρία, είμαστε αυτές που γνωρίζουμε καλύτερα τις ισλαμικές ιδεολογίες και ότι έχουμε το δικαίωμα να φοβόμαστε με όλες αυτές τις βαρβαρότητες που έχουμε υποστεί. Έχω δικαίωμα να διηγηθώ την ιστορία μου!»

Θέλουν να μπορούν να διηγούνται την ιστορία τους χωρίς να κατηγορούνται για ισλαμοφοβία. Αλλά θέλουν επίσης να ακουστούν από τις δυτικές φεμινίστριες, πολλές από τις οποίες έχουν υιοθετήσει τους σεξιστικούς θρησκευτικούς κανόνες σεμνότητας και τους έχουν μεταβάλει σε σύμβολα «ενδυνάμωσης». «Το #LetUsTalk απευθύνεται στους Δυτικούς, ιδίως στις φεμινίστριες, ζητώντας τους να σταθούν αλληλέγγυες στις γυναίκες που καταπιέζονται από τον ισλαμικό νόμο», λέει στο Charlie μια άλλη Ιρανή που ζει στη Γαλλία, η Aghdas Khanoom (ψευδώνυμο). «Έχω φιμωθεί στη χώρα μου και τώρα φιμώνομαι και στον ελεύθερο κόσμο. Και αυτό είναι ακόμα πιο οδυνηρό». Ένα συναίσθημα που μοιράζεται και η Shammi Haque, μια δημοσιογράφος από το Μπαγκλαντές που ζει εξόριστη στη Γερμανία: «Αποφάσισα να συμμετάσχω σε αυτή την καμπάνια με την ελπίδα ότι οι φεμινίστριες της Δύσης θα κατανοήσουν τον πόνο και τα βάσανά μας, θα καταλάβουν τι σημαίνει πραγματικά η μαντίλα/χιτζάμπ και θα σταματήσουν να την προωθούν. Στο όνομα της διαφορετικότητας ή της προστασίας των μειονοτήτων, οι Γερμανίδες φεμινίστριες τυφλώνονται από τα προνόμιά τους». Η Basma Nasser, φοιτήτρια από την Υεμένη, εξόριστη στη Γαλλία, επιμένει επίσης στο γεγονός ότι «υπάρχουν ορισμένα πολιτικά ρεύματα στη Γαλλία που θεωρούν το χιτζάμπ ως επιλογή και το βλέπουν ως μια αραβική κουλτούρα, κάτι που δεν είναι αλήθεια· πώς μπορούμε να πούμε ότι το χιτζάμπ είναι “προσωπική επιλογή”, όταν δεν υπάρχουν άλλες επιλογές, όταν η εξέγερση κατά του χιτζάμπ θεωρείται έγκλημα σε πολλές χώρες».

Και ενώ στη Δύση η εξέγερση κατά του χιτζάμπ δεν αποτελεί έγκλημα βάσει του νόμου, οι εξομολογήσεις που δημοσιεύονται μέσω του #LetUsTalk αποκαλύπτουν ότι πολλές γυναίκες δεν βιώνουν το χιτζάμπ ως «επιλογή» ούτε στις δυτικές χώρες. «Προσηλυτίστηκα στο ισλάμ σε ηλικία 28 ετών. Αποδέχτηκα πλήρως όλους τους κανόνες και τις πρακτικές. Το χιτζάμπ δεν υπήρξε ποτέ επιλογή. Δεν το αμφισβήτησα ποτέ παρά μόνο μετά τον γάμο μου, όταν άρχισα να το βγάζω μερικές φορές όταν ήμουν μόνη. Όταν το ανακάλυψε ο σύζυγός μου, μου είπε ότι αυτό ήταν λόγος διαζυγίου», γράφει η Deborah από το Ηνωμένο Βασίλειο. «Στον Καναδά, υποχρεώθηκα να φορέσω το χιτζάμπ σε ηλικία 9 ετών και το νικάμπ σε ηλικία 19 ετών. Με έχουν αποκηρύξει και με έχουν απειλήσει με θάνατο επειδή επιλέγω εγώ τι θα φοράω», λέει η Yasmine Mohammed, η οποία διέφυγε από έναν αναγκαστικό γάμο και έγινε ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών. Επισημαίνει ότι στη Δύση, οι γυναίκες στις μουσουλμανικές κοινότητες μπορεί να αναγκαστούν να καλυφθούν όχι με τον νόμο, αλλά με δόλιες μεθόδους, «όπως με το να τους λένε ότι μόνο οι πόρνες δεν καλύπτονται και να τις απειλούν ότι θα καούν στην κόλαση για πάντα».

Πράγματι, τη στιγμή που οι γυναίκες του Ιράν συνεχίζουν να φυλακίζονται επειδή βγάζουν το χιτζάμπ τους, τη στιγμή που οι γυναίκες του Αφγανιστάν αντιστέκονται στους Ταλιμπάν οι οποίοι, για άλλη μια φορά, εξαφανίζουν τις γυναίκες από τον δημόσιο χώρο, στη Δύση, ασχολούμαστε με το να προωθούμε τη χρήση του χιτζάμπ στη μόδα, στη διαφήμιση και στα μέσα ενημέρωσης, ενώ ταυτόχρονα συγχαίρουμε τους εαυτούς μας για την ανεκτικότητά μας… Και οι γυναίκες από τη Μέση Ανατολή που ζουν στη Δύση, όταν τολμούν να εκφραστούν ενάντια στον ενδυματολογικό κώδικα της σεμνότητας, φιμώνονται στα δεξιά μεν από τους ισλαμιστές και στα αριστερά από τους «προοδευτικούς». Αφήστε τες να μιλήσουν!

Δημοσιεύτηκε στις 14 Ιανουαρίου 2022 (Charlie Hebdo)

Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου

Friday, February 4, 2022

«Χαβιαροαγκυλώσεις»


Ο Θ. Σκυλακάκης, οι τιμές των καυσίμων και η κυβερνητική πολιτική για την μαζική μετακίνηση

Μεγάλη αναταραχή έχουν προκαλέσει οι δηλώσεις του υφυπουργού Θ. Σκυλακάκη ότι ενδεχόμενη μείωση του φόρου καυσίμων δεν θα αποσυμπίεζε το εισόδημα των ασθενέστερων στην Ελλάδα, γιατί –τάχα– οι φτωχοί δεν έχουν καν αυτοκίνητο στην χώρα μας. Συμβαίνει, προφανώς, το ακριβώς αντίθετο όπως και στις υπόλοιπες χώρες: Όσο χαμηλότερο είναι το εισόδημα, τόσο παλαιότερης τεχνολογίας, κι άρα περισσότερο ενεργοβόρο είναι το αυτοκίνητο που χρησιμοποιεί ο κάτοχος για προσωπική ή επαγγελματική χρήση. Τα δε στατιστικά ευρήματα στα οποία αναφέρεται ο υφυπουργός έχουν να κάνουν ως επί το πλείστον με φτωχά νοικοκυριά συνταξιούχων που δεν οδηγούν πια· πρόκειται για μια κατηγορία στατιστικά υπολογίσιμη, καθώς ως γνωστόν η ελληνική κοινωνία γερνάει ταχύτατα…

Η αύξηση των τιμών στα καύσιμα, επομένως, επιβαρύνουν κυρίως τους ασθενέστερους –νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις που αγωνίζονται για την επιβίωση, και όχι τους ευκατάστατους οι οποίοι έχουν πρόσβαση σε αυτοκίνητα υβριδικά, ηλεκτρικά, ή συμβατικά που έχουν ενσωματώσει νέες τεχνολογίες εξοικονόμησης της κατανάλωσης καυσίμων.

Η δε τοποθέτηση του υφυπουργού, καταδεικνύει πόσο μακριά από την πραγματικότητα βρίσκεται ο ίδιος, και χειρότερα, το πνεύμα της πολιτικής του. Στην κυβέρνηση, δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει επαρκώς πως ο τρόπος που χειρίζονται την ενεργειακή μετάβαση εν γένει, φορτώνει δυσανάλογα μεγάλο βάρος στις πλάτες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων της μεσαίας και της κατώτερης τάξης, καθώς είναι εκείνες που καλούνται «να πληρώσουν το μάρμαρο» των πολιτικών της ‘πράσινης μετάβασης’.

Η οποία, βέβαια, είναι μόνο «τύποις» και επιφανειακά περιβαλλοντική, γιατί προφανώς δεν νοείται οικολογική μετάβαση με μέτρα που πλήττουν και προκαλούν την αντίθεση της μαζικής κοινωνίας. Η οικολογική πολιτική ή θα είναι κοινωνικά δίκαιη, και άρα θα κατανέμει αναλογικά το κόστος των απαιτούμενων μετασχηματισμών, ή θα καταλήξει στην αυτοϋπονόμευση καθώς θα καταστεί πηγή σφοδρών κοινωνικών συγκρούσεων. Όπως εξ άλλου έγινε με τα Κίτρινα Γιλέκα στην Γαλλία, κίνημα που ξέσπασε όταν η κυβέρνηση Μακρόν πραγματοποίησε στροφή 180ο και από την επιδότηση της ντιζελοκίνησης, στράφηκε με πρόσθετους φόρους σε μια πολιτική που την αποθαρρύνει.

Επί του προκειμένου, είναι γνωστό πως οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά επιλέγουν να ενισχύουν τους έμμεσους φόρους προϊόντων γενικής χρήσης, γιατί με αυτόν τον τρόπο δημιουργούν έσοδα δίχως να επωμίζονται το πολιτικό κόστος που θα συνεπάγονταν μια διαφορετική πολιτική στο επίπεδο της άμεσης φορολογίας. Η πολιτική αυτή έχει οδηγήσει ως προς τα καύσιμα στο εξής παράδοξο: Οι τιμές τους είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, την ίδια στιγμή που η χώρα μεταποιεί και εξάγει σημαντική ποσότητα πετρελαιοειδών.

Αντιφατική, όμως, είναι και η πάγια πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων σε ό,τι αφορά στις υποδομές που ενθαρρύνουν την χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου ιδίως στο αστικό και το περιαστικό περιβάλλον: Έτσι για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις πρόκριναν στο παρελθόν την κατασκευή της Αττικής Οδού, και όχι την δημιουργία ενός δεύτερου προαστιακού σιδηροδρόμου στην ίδια χάραξη. Μια επιλογή που θα δημιουργούσε μια εναλλακτική λύση μαζικής μετακίνησης και θα οδηγούσε στην περαιτέρω αποσυμφόρηση των οδικών αρτηριών της Αθήνας και της ευρύτερης Αττικής. Στο ίδιο πνεύμα –και παρ όλο που η βενζίνη προσεγγίζει απειλητικά τα 2€/λίτρο– η κυβέρνηση προκρίνει την κατασκευή 2ης, υπερυψωμένης περιφερειακής οδού στην Θεσσαλονίκη, την έχει δε αναδείξει σε εμβληματικό αναπτυξιακό έργο για την συμπρωτεύουσα.

Ίσως γιατί, παραμένει αθεράπευτα καθηλωμένη σε μια παρασιτική νοοτροπία που δίνει προτεραιότητα στην αύξηση του κύκλου εργασιών των κατασκευαστικών ή των εισαγωγέων αυτοκινήτων. Την ίδια στιγμή όμως, οι πολιτικές που τόσο η ίδια όσο και οι κεντρικοί Δήμοι υλοποιούν στρέφονται ενάντια στην μαζική χρήση του Ι.Χ., αυξάνοντας σημαντικά το γενικό της κόστος, αλλά και την ταλαιπωρία που αυτή συνεπάγεται στις μεγάλες πόλεις.

Το αποτέλεσμα αυτής της αντίφασης; Μια τρύπα στο νερό: Ούτε η χρήση των ΙΧ περιορίζεται, η πριμοδότηση των υποδομών της αυτοκίνησης συνεχίζει να δεσμεύει μεγάλο ποσοστό των δημόσιων επενδύσεων, αν και οι πόροι αυτοί θα ήταν πολύ πιο χρήσιμοι για την ολοκλήρωση του σιδηροδρομικού δικτύου, την υπογειοποίηση των δικτύων, ή την συντήρηση του υπάρχοντος οδικού δικτύου ιδίως στην περιφέρεια. Το μόνο δε που μένει στο πηλίκο, είναι η γενική αύξηση του κόστους μετακίνησης, κάτι που προσθέτει περισσότερη πίεση στις μεσαίες και τις κατώτερες τάξεις.

«Δεκεμβριστής»

Πηγη: Αρδην-Ρήξη