Η συζήτηση σχετικά με την ευρωπαϊκή ενοποίηση έχει ιστορία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, έχει παρελθόν και ασφαλώς έχει και…μέλλον, σε όλα τα επίπεδα, σε εκείνο της γενικής θεωρίας και σε εκείνο της πρακτικής διαμόρφωσης της προγραμματικής και πολιτικής παρέμβασης του κόμματος.
Δεν θα σταθώ στα θεωρητικά και γενικά πολιτικά ζητήματα που εδώ και καιρό θέτουν ξανά πάνω στο τραπέζι σύντροφοι, σύμμαχοι και φίλοι, οδηγώντας καμιά φορά σε πλήρη αναθεώρηση όσα έως τώρα θεωρούσανε και θεωρούμε κεκτημένα και βάση για παραπέρα επεξεργασία και ανάπτυξη της πολιτικής μας. Πρόκειται για σοβαρή συζήτηση που ασφαλώς πρέπει να συνεχιστεί χωρίς προκαταλήψεις και φοβίες. Στο κάτω κάτω δεν υπάρχει κανένα ιδιαίτερο όφελος από το να πορευόμαστε μαζί αποκρύπτοντας βαθιές διαφωνίες στρατηγικού και ιστορικού χαρακτήρα όπως διαφαίνονται σε ορισμένες τοποθετήσεις που αμφισβητούν την ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση (και μάλιστα ομοσπονδιακή…), την ανάγκη της ευρωπαϊκής αυτονομίας στη διεθνή και την αμυντική πολιτική, αλλά και γενικότερες βάσεις του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι από το Διαφωτισμό, τις βασικές αρχές της πολιτικής δημοκρατίας , έως τα δικαιώματα στη διαφορά, την αειφόρο ανάπτυξη, τις βαθιές αλλαγές παραγωγικού και κοινωνικού «μοντέλου» που αναφύονται μέσα από την απειλητικότατη κλιματική αλλαγή κλπ, κλπ. Σοβαρή συζήτηση, ακόμα και υπαρξιακή για κάθε Ευρωπαίο και κάθε αριστερό πολίτη. Στην προοπτική της συνέχισής της, θέλω όμως να επισημάνω, με συντομία και χωρίς φιλοδοξία βαθύτερης ανάλυσης (που όμως θα χρειαζόταν…), μια σειρά από «παράδοξα» ή «απρόσμενα» που αναδείχθηκαν πρόσφατα και που πιθανόν μπορούν να κλονίσουν πολλά από τα θέσφατα της έως τώρα θεωρητικής συζήτησης και να προβληματίσουν τους φορείς της.
Και καταρχήν η ίδια η «κρίση» που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Ειπώθηκε πολύ σωστά και από πολλούς υπεύθυνους παράγοντες της διεθνούς πολιτικής και, οικονομίας ότι πρόκειται για μια παγκοσμιοποιημένη πρόκληση που απαιτεί εξίσου παγκοσμιοποιημένη απάντηση. Ωραία αλλά από πού θα εκπορεύεται αυτή η απάντηση; Από μόνες τις ΗΠΑ και την δραματική τους στροφή από τα νεοφιλελεύθερα φληναφήματα των ηγεσιών τους; Προφανώς δεν άρκεσε η προσπάθεια. Χρειάστηκε να έλθει, ευτυχώς με ταχύτητα και τόλμη (κάτι απρόσμενο, με δεδομένο το έλλειμμα ηγεσίας στην ΕΕ), το βαρύ πυροβολικό της ΟΝΕ, του Ευρώ και του Γιουρογκρουπ για να εμφανιστεί μια πρώτη αλλαγή κλίματος. Όχι μόνο γιατί κινητοποίησε πολύ περισσότερους πόρους (τουλάχιστον διπλούς…) σε σχέση με τις ΗΠΑ, αλλά κυρίως γιατί έφερε στο προσκήνιο άποψη και σχέδιο: «κρατικοποίηση» τραπεζών, περιορισμός των διοικήσεών τους και των χρυσών τους αγοριών, εγγυήσεις της ρευστότητας, αλλά και γενικότερη πρόταση για αναδιαμόρφωση του διεθνούς νομισματικού συστήματος όπως μας το είχε κληροδοτήσει η μεταπολεμική προσπάθεια οικοδόμησης της διεθνούς οικονομίας και το είχε κλονίσει η πετρελαϊκή κρίση του 1971-73 και διαστρεβλώσει η μονομερής αμερικανική πολιτική. Η Ευρώπη, και για την ακρίβεια το τμήμα της που έχει σε ένα βαθμό μπει στην πορεία της ουσιαστικής ενοποίησης, δυστυχώς μόνο στη βάση του Ευρώ ενώ καθυστερούν άλλα στοιχεία όπως η κοινή οικονομική, φορολογική πολιτική και η κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα, πρωτοστάτησε, ώθησε, πέτυχε κάποιες πρώτες αποφάσεις και λύσεις. Και όλοι καταλαβαίνουν σιγά σιγά τί επανάσταση έφερε το Ευρώ, και όχι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική. Εκκρεμεί η ολοκλήρωσή της και στο θεσμικό επίπεδο με πολλούς τρόπους, ασφαλώς όμως ο καθένας μπορεί να φανταστεί πώς θα ήταν η κατάσταση χωρίς τα έως τώρα επιτεύγματα της ενοποίησης, τόσο για το σύνολο της ΕΕ, όσο και για την κάθε χώρα χωριστά.
Επέμεινα στα του Ευρώ, γιατί θεωρείται από πολλούς στην αριστερά ο πιο εύκολος στόχος κριτικής και καταγγελίας , με ανεξέλεγκτα γενικά υπονοούμενα και άνετες και ανέξοδες «προτάσεις» του τύπου «έξω από το Μάαστριχτ, την ΟΝΕ, το Ευρώ κλπ» ώστε να έχουμε λυτά τα χέρια μας για να ασκήσουμε πολιτική. Το πόσο λυτά θα ήσαν τα χέρια τους, ποιους πόρους θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν, σε ποιο και σε πόσο υποτιμημένο «εθνικό» νόμισμα, και άλλα δευτερεύοντα ζητήματα ας τα αφήσουμε για μελέτη και εργασία στο σπίτι…
Με ανάλογη προσέγγιση, καλό πάντως θα ήταν να θυμηθούμε, το πόσο όλοι ένοιωσαν έστω και ενστικτωδώς την έλλειψη κοινής άμυνας και στρατού της ΕΕ, όταν με τα Γιουγκοσλαβικά φάνηκε καθαρά ότι η αμερικανική παρέμβαση σκόπευε, και το έλεγε και καθαρά, την περιθωριοποίηση και ταπείνωση της Ευρώπης. Και πόσο μολαταύτα πολλοί ανακουφίστηκαν όταν η ευρωπαϊκή παρέμβαση έδωσε διέξοδο και τρόπο συμφωνίας ώστε να μην εξελιχτεί η Γεωργία στη διαμάχη της με τη Ρωσία και με στήριξη αμερικανών «συμβούλων», σε αφορμή για θερμότατες και ανεξέλεγκτες συγκρούσεις. Άλλη μέθοδος προσέγγισης των θεμάτων, άλλος τρόπος διαφύλαξης της ειρήνης, μέσω διαλόγου και ισορροπιών, κάτι που η αυτοκρατορία έχει μεγάλη δυσκολία να καταλάβει!
Ανάλογες σκέψεις εμπνέουν σίγουρα και οι παλαιότερες υποθέσεις των παγκόσμιων επιδημιών (τρελές αγελάδες, διοξίνες, ορμόνες, μεταλλαγμένα…) όπου η ΕΕ, όταν μίλησε με μια φωνή και ένα σχέδιο είχε αξιοσημείωτα και καινοτόμα αποτελέσματα για τη διεθνή πολιτική και οικονομία. Με αποκορύφωμα φυσικά την επιβολή στο διεθνές δίκαιο του Πρωτοκόλλου του Κυότο και της επιστημονικής ανάλυσης που οδηγεί σήμερα στη διαμόρφωση όλων των πολιτικών ενάντια στην κλιματική αλλαγή.
Και έρχονται και άλλα: χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και παγκόσμια ρύθμιση, διεθνής φορολογία (Τόμπιν, «πράσινη»…), ίδρυση Παγκόσμιου Οργανισμού Περιβάλλοντος (θεσμικά ισότιμου με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου), μεταναστευτικά ρεύματα και αναπτυξιακή βοήθεια στις χώρες προελεύσεώς τους, νέες επιδημίες και επαναφορά ξεχασμένων ασθενειών που αναβιώνουν, δικαιώματα των παιδιών, καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος κλπ, κλπ.
Για πολλά από αυτά τα ζητήματα υπάρχουν ήδη διεθνείς οργανισμοί στο λεγόμενο σύστημα ΟΗΕ ή και εκτός αυτού. Συχνά κάνουν καλή τεχνική δουλειά (π.χ. Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και άλλοι…). Όμως σχεδόν ποτέ δεν έχουν ως συστατικό της δράσης τους την πολιτική επιλογή, ευθύνη και λογοδοσία. Αυτά, τα απολύτως απαραίτητα για να διακυβερνηθεί πολιτικά, δημοκρατικά και αποτελεσματικά η παγκοσμιοποίηση, απαιτούν νομιμοποίηση πολιτική, που για την ώρα μόνο συμφωνίες κρατών, όπως αυτές που έχτισαν την ΕΕ, μπορούν να δώσουν, αναμένοντας καλύτερους τρόπους όπου οι ίδιοι οι πολίτες θα μπορούν να το κάνουν θεσμικά, αξιόπιστα και πειστικά.
Ας σταματήσουμε εδώ, και μόνο αυτά τα παραδείγματα των πρόσφατων εξελίξεων δείχνουν πόσο έρχονται τα πάνω κάτω στον κόσμο μας και πιθανότατα πόσο και πώς θα συνεχίσουν. Και εξηγούν, εν μέρει τουλάχιστον, τα δογματικά συνθήματα που αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω όταν σχετικές συζητήσεις εκτρέπονταν σε γενικολογίες : « η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης είναι η πιο αριστερή πρόταση που γνωρίζω όταν συζητάμε την πορεία του κόσμου.» Και «ακόμα κι αν 27 στις 27 κυβερνήσεις της ΕΕ ήσαν δεξιές και αποφάσιζαν να προωθήσουν τη Συνθήκη που αρχίζει δειλά δειλά να πολιτικοποιεί την Ένωση και τα προβλήματα, δικά της και του κόσμου», η εξέλιξη θα έπρεπε να χαιρετιστεί χωρίς επιφυλάξεις από την αριστερά…
Του Γιώργου Ρακκά* Η πανδημία του κορωνοϊού είναι από εκείνες τις ιστορικές τομές που αφήνουν βαθύ το αποτύπωμά τους σε παγκόσμια κλίμακα· ιδίως όταν ξεσπάει σε μια εποχή όπως η δική μας, όπου το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης βρίσκεται ήδη σε παρατεταμένη κρίση. Η εμφάνιση και η μετάδοση του ιού, που οφείλεται σε δύο από τα κύρια χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης –την υπερεντατικοποίηση στην εκμετάλλευση της βιόσφαιρας και τις καταιγιστικές ροές της ανθρώπινης κινητικότητας–, επιταχύνει την αποδόμησή της, γιατί φέρνει στο προσκήνιο τις αδυναμίες της: είναι εύκολο, για μια διεθνοποιημένη οικονομία, να καλπάζει ελέγχοντας τμήματα των εθνικών οικονομιών μια και τα εθνικά κράτη της διασφαλίζουν τις εξω-οικονομικές προϋποθέσεις της – δηλαδή, συνοχή των κοινωνιών, εκπαίδευση των πληθυσμών, σχετική εγγύηση της αναπαραγωγής τους. Αν όμως η ίδια η παγκοσμιοποίηση το παρακάνει στην κατεδάφισή αυτών των προϋποθέσεων, τότε μπλοκάρεται η ίδια η λειτουργία της – όπως αποκαλύφθηκε με την παγκόσμια υγειονομική κρίση της πανδημίας.
Διότι ποιος ιδιωτικός φορέας θα αναλάβει το κόστος για την προστασία των πληθυσμών και τις εγγυήσεις για τη λειτουργία της οικονομικής σφαίρας; Ως διά μαγείας, οι παντοδύναμες πολυεθνικές και οι άλλοι ιππότες της ξέφρενης χρηματιστηριοποίησης αναδιπλώνονται και απαιτούν από τα εθνικά κράτη να επανέλθουν στους παρεμβατισμούς που άλλοτε οι ίδιοι κατήγγελλαν –παράδειγμα, ο Τζωρτζ Σόρος που, στις προτάσεις του για την αντιμετώπιση της πανδημίας, θεωρεί ότι τα κράτη, ιδίως της Ε.Ε., δεν δαπανούν όσα θα έπρεπε!
H παντοδυναμία του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, επομένως, ήταν πραγματική μεν, εύθραυστη δε, καθώς εξαρτιόταν από κανονικότητες που δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι ίδιοι για λογαριασμό τους. Εξ ου και η αιφνίδια μεταστροφή υπέρ του κρατισμού, καθώς και η αντανακλαστική αποπαγκοσμιοποίηση που προέκυψε με το ξέσπασμα της πανδημίας: το εθνικό κράτος παραμένει ο μόνος αξιόπιστος οργανισμός που μπορεί να κινητοποιήσει τους ανθρώπους στη μεγάλη συλλογική κλίμακα.
Η μετάβαση, ωστόσο, δεν θα είναι ήπια. Καθώς η υπερπαγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός εκθέτουν τις κοινωνίες και τις οικονομίες σε τεράστιες αλληλεξαρτήσεις, η απότομη διάρρηξή τους βιώνεται επώδυνα απ’ όλους μας. Η περίοδος της πανδημίας ανήκει σε ένα μεσοβασίλειο χάους και αστάθειας, όπου ο υγειονομικός αντίκτυπος της κρίσης δίνει τη σκυτάλη στον οικονομικό και τον κοινωνικό.
Το χαλί τραβιέται βίαια κάτω από τα πόδια των ανθρώπων και, μέσα σε αυτή τη σύγχυση, οι ελίτ δοκιμάζουν να τροποποιήσουν τις στρατηγικές και τις ατζέντες διακυβέρνησης που υλοποιούν. Ο «τεχνοφασισμός» είναι μία από αυτές τις επιλογές, καθώς η ανάγκη της παγκόσμιας οικονομίας για γρήγορη εγκατάλειψη του λοκντάουν και για την εφαρμογή επιλεκτικών και όχι καθολικών μέτρων κοινωνικού περιορισμού προσφέρει το προβάδισμα στις νέες τεχνολογίες επιτήρησης, καθώς οι αρχές καλούνται να κάνουν το μέχρι σήμερα αδιανόητο: να στήσουν έναν μηχανισμό που σε πραγματικό χρόνο θα καταγράφει τα κρούσματα και τις κοινωνικές τους επαφές, ώστε η επέμβαση των υγειονομικών μηχανισμών να γίνεται «επί τόπου». Κάτι που προφανώς θα εντατικοποιήσει όλες τις τεχνολογίες επιτήρησης και ανάλυσης δεδομένων, που, ήδη όμως, έχουν την τελευταία δεκαετία ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Η κεφαλαιοποίηση της Google, που είναι ο μεγάλος παίκτης στη διαχείριση δεδομένων, ξεπερνάει το ΑΕΠ της Ολλανδίας (0,9 τρισ.$), και αυτή η οικονομική βαρύτητα εκφράζει χαρακτηριστικά το αποτύπωμα που αφήνουν οι τεχνολογίες αυτές στην καθημερινότητά μας.
Ο κοινωνικός δαρβινισμός της «ανοσίας αγέλης»
Απέναντι στην πραγματικότητα της παγκόσμιας πανδημίας, ορθώνεται ένα ρεύμα κοινωνικής καταγγελίας και κριτικής που διαπερνά οριζόντια τα πολιτικά στρατόπεδα και τις παρατάξεις, έχοντας καταφέρει να ενώσει ακόμα και κομμάτια της εθνομηδενιστικής Αριστεράς και των αντιεξουσιαστών με τη λαϊκιστική Δεξιά και μερίδες του πατριωτικού χώρου.
Το ρεύμα αυτό αμφισβητεί τη σοβαρότητα της κατάστασης, λέει ότι τα μέτρα που έλαβαν τα κράτη σε πλανητικό επίπεδο προς αντιμετώπιση του κορωνοϊού υπήρξαν υπερβολικά, ότι παράγοντες της παγκοσμιοποίησης σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τη διάχυτη ανασφάλεια για να πλήξουν τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των ανθρώπων μέσα στις προηγμένες κοινωνίες. Στην αιχμή αυτής της κριτικής βρίσκονται εναλλακτικές πολιτικές στρατηγικές «ανοσίας αγέλης» ή επιλεκτικού, προαιρετικού κοινωνικού περιορισμού.
Οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία προσπάθησαν να εφαρμόσουν την πρώτη επιλογή, η Σουηδία τη δεύτερη. Αξίζει να δούμε τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών για να δείξουμε ότι, αντί να αντιπροσωπεύουν πραγματικές εναλλακτικές λύσεις, οι πολιτικές αυτές διαποτίζονται από μια βαθύτατη κοινωνική αναλγησία, υλοποιώντας αρχές που πολύ συχνά βρίσκονται στον αντίποδα εκείνων που τις υιοθετούν. Ο Κορωνοϊός στις ΗΠΑ, υπόθεση των ‘παγκόσμιων πόλεων’: Τα περισσότερα κρούσματα εντοπίζονται στις πολιτείες που έχουν την μεγαλύτερη υπερεθνική κινητικότητα: Νέα Υόρκη (140.700), Καλιφόρνια (71.100) και Φλόριντα (41.900)
Αρχικώς, αξίζει να επαναλάβουμε κάτι που επισημαίνει ο Κ. Γεώρμας σε άρθρο του με τίτλο Η Γεωπολιτική του Κορονωϊού, το οποίο και περιλαμβάνεται στο 118ο τεύχος του Άρδην που μόλις δόθηκε σε κυκλοφορία: H ταχεία εξάπλωση του ιού προέκυψε αρχικώς καθώς τα κράτη καθυστέρησαν να αξιολογήσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης και να προχωρήσουν σε αυστηρά μέτρα. Τόσο στην Κίνα, αρχικώς, όσο και στην Ιταλία και την Ισπανία, οι ιθύνοντες δίστασαν αρχικώς να εφαρμόσουν μια πολιτική απαγορεύσεων, περιοριζόμενοι σε απλές συστάσεις, από τον φόβο του οικονομικού κόστους. Η κινεζική Πρωτοχρονιά είναι από μόνη της μια αγορά, καθώς τα εκατομμύρια των κινεζικών μεσοστρωμάτων εγκαταλείπουν τις γεμάτες από καυσαέριο πόλεις τους· ομοίως, για το Μιλάνο, οι αρχές αρνήθηκαν να βγουν από τον προγραμματισμό της ετήσιας εβδομάδας μόδας, με συνέπεια αυτή να μετεξελιχθεί σε έναν σημαντικό πόλο διασποράς, και το ίδιο συνέβη και με τα γεμάτα ποδοσφαιρικά γήπεδα στην Ισπανία. Με λίγα λόγια, ο κορωνοϊός επεκτάθηκε τόσο γρήγορα και η επιδημία του μετεξελίχθηκε σε πανδημία επειδή παγκόσμιες πόλεις-κόμβοι της πλανητικής υπερκινητικότητας καθυστέρησαν να αποκριθούν στις εκκλήσεις, ακολουθώντας την προτεραιότητα της οικονομίας και τον φόβο από την απώλεια κερδών.
Είναι πολύ πιθανόν αυτές οι καθυστερήσεις να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για να προσλάβει η κρίση του κορωνοϊού διαφορετική έκβαση από εκείνην της επιδημίας του 2008-2009, για παράδειγμα, που εν τέλει είχε περιφερειακό και όχι παγκόσμιο αντίκτυπο. Με τα λόγια του Πωλ Κρούγκμαν, νομπελίστα οικονομολόγου, «πέρασαν πολλές εβδομάδες στην άρνηση», και αυτό ήταν καίριας σημασίας ώστε να ξεφύγει από τον έλεγχο ο κορωνοϊός σε πολλές χώρες. Η παγκόσμια πόλη, λοιπόν, ήταν το πεδίο όπου κατ’ εξοχήν εξαπλώθηκε η πανδημία.
Νέα Υόρκη, ΗΠΑ και «ανοσία αγέλης» Η Νέα Υόρκη είναι η πρωτεύουσα των «παγκόσμιων πόλεων». Διόλου τυχαία, είναι και η πόλη που χτυπήθηκε περισσότερο από την πανδημία. Η πόλη της Νέας Υόρκης θα καταγράψει 15.000 επιβεβαιωμένους θανάτους από κορωνοϊό, και 5.000, επί πλέον, που συνδέονται με την ασθένεια. Ο συνολικός αριθμός των είκοσι χιλιάδων ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους αντιστοιχεί στο 0,2% του συνολικού πληθυσμού, και όχι μόνον των νοσούντων. (πηγή) Η φονικότητα του κορωνοϊού έχει τη δική της κοινωνική γεωγραφία. To περιοδικό TIME επιχείρησε να καταγράψει τα κρούσματα στις γειτονιές της Νέας Υόρκης. Ανακάλυψε ότι το 36% των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων προέρχεται από τις γειτονιές του φτωχότερου 25% της εισοδηματικής κλίμακας (μέσο εισόδημα 36.245$). Για τις γειτονιές όπου μένει το πλουσιότερο 25%, το αντίστοιχο ποσοστό μόλις που αγγίζει το 10% (πηγή). Η πανδημία χτυπάει τους φτωχότερους που, λόγω κακής διατροφής, έχουν και τις μεγαλύτερες πιθανότητες να παρουσιάσουν καρδιακά νοσήματα, μάλιστα νωρίτερα απ’ ότι συμβαίνει στους πιο ευκατάστατους, ενώ ταυτόχρονα ζουν σε μικρότερα σπίτια. Είναι το ίδιο κομμάτι του πληθυσμού που δεν έχει πρόσβαση στην περίθαλψη. Τα στατιστικά δεδομένα δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας: το 40% των Αμερικανών δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά μια έκτακτη ιατρική δαπάνη της τάξεως των 400$, 28,7 εκατομμύρια δεν έχουν πρόσβαση σε καμιάς μορφής ασφάλιση, ενώ το 47% εκείνων που εργάζονται στην κατώτερη εισοδηματική κλίμακα δεν δικαιούται άδεια μετ’ αποδοχών (πηγή).
Η στατιστική πέφτει και αυτή θύμα των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων, και της ελλιπούς πρόσβασης των κατώτερων στρωμάτων στο σύστημα υγείας: η πολιτεία της Νέας Υόρκης καταγράφει ως θανάτους από κόβιντ 19 τα περιστατικά που καταλήγουν στο νοσοκομείο και επιβεβαιώνονται εκεί. Δεν περιλαμβάνει τις περιπτώσεις όπου εμπλέκονται περισσότερα υποκείμενα νοσήματα, ούτε εκείνες που καταλήγουν στα γηροκομεία ή στα σπίτια τους. Ωστόσο, η πόλη της Νέας Υόρκης, πιο κοντά στο πνεύμα της Γαλλίας και του Βελγίου, καταγράφει επίσης και τους πιθανούς θανάτους από κορωνοϊό – τους ασθενείς δηλαδή που καταλήγουν από υποκείμενο νόσημα και έχουν εκδηλώσει συμπτώματα κορωνοϊού. Εξάλλου, έντυπα όπως οι New York Times και ο Economist πραγματοποιούν μια στατιστική επαλήθευση αντιπαραβάλλοντας τα επίσημα στατιστικά στοιχεία θανάτων από κορωνοϊό με εκείνα που δημοσιοποιούν τα κράτη και οι περιφέρειές τους για τον συνολικό αριθμό θανάτων κατά τους μήνες επίδρασης της πανδημίας. Το ποσοστό των συνολικών θανάτων συγκρίνεται με τον αντίστοιχο μέσο όρο των τελευταίων 5 ετών, και η υπερβάλλουσα αύξηση των φετινών θανάτων, που επαληθεύεται σε πολλές περιπτώσεις, δίνει μια καλύτερη εικόνα του αντίκτυπου που είχε ο κορωνοϊός στον εκάστοτε πληθυσμό αναφοράς. Με αυτόν τον τρόπο, γίνεται η προσπάθεια να καλυφθούν στατιστικά οι θάνατοι εκείνων που δεν καταφέρνουν να καταλήξουν στο σύστημα υγείας, και να καταγραφούν ως τέτοιοι, ή πιθανώς και αποκρύβονται. Έτσι, η Αγγλία ή η Ολλανδία έχουν σχεδόν διπλάσιο αριθμό θανάτων από εκείνον που δηλώθηκε (πηγή)Τι σημαίνουν όλα αυτά; Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να ακολουθήσουν χαλαρές πολιτικές, τουλάχιστον μέχρι τις 16 Μαρτίου, όταν υπήρξε το πρώτο μέτρο κοινωνικού περιορισμού. Ήδη όμως, η αμερικανική κυβέρνηση είχε προειδοποιηθεί εγκαίρως για την φονικότητα της πανδημίας: Στους Τάιμς της Νέας Υόρκης έχουν δημοσιοποιηθεί ολόκληρα μηνύματα από την αλληλογραφία μεταξύ αξιωματούχων των αρμόδιων αμερικανικών υπηρεσιών, του Πενταγώνου, και του επιστημονικού προσωπικού της δημόσιας υγείας, όπου, από τα τέλη Ιανουαρίου, τονίζεται η σοβαρότητα της κατάστασης.
Ωστόσο, η κυβέρνηση άφησε άπραγη να περάσουν και οι δυο υπερπολύτιμες εβδομάδες του Μαρτίου, αν και τα κρούσματα και οι θάνατοι αυξάνονταν διαρκώς. Εκείνες οι εβδομάδες, σύμφωνα με τους επιδημιολόγους Britta L. Jewell και Nicholas P. Jewell, έκριναν και τη σφοδρότητα του ξεσπάσματος της πανδημίας που ακολούθησε. Σύμφωνα με τις στατιστικές τους προβλέψεις, αν τα περιοριστικά μέτρα εφαρμόζονταν 2 εβδομάδες νωρίτερα, οι θάνατοι στις ΗΠΑ θα ήταν μόνο 6.000 περίπου, αντί για πάνω από 80.000 που είναι σήμερα (πράγμα που, τηρουμένων των αναλογιών, έγινε στην Ελλάδα). (πηγή). Η περίοδος πριν τις 16 Μαρτίου στις ΗΠΑ σφραγίζεται από χαλαρές πολιτικές, και οι συνέπειές τους, που προέκυψαν δυο εβδομάδες μετά, συνιστούν ένα αρκετά αξιόπιστο πείραμα για να καταλάβουμε τι θα συνέβαινε αν ακολουθούσαμε τη θεωρία περί «ανοσίας αγέλης». Μπορούμε να προβάλουμε το τι θα σήμαινε αυτή κοινωνικά, αν σκεφτούμε ότι, για την επίτευξη της επίσημης ανοσίας, θα απαιτούνταν η μετάδοση του ιού στον γενικό πληθυσμό σε ποσοστά 60%-70%.
Αυτή η απεχθής για τον κοινωνικό δαρβινισμό της πολιτική, που αμέλησε να προστατεύσει τις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, προωθείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως τάχα «εναλλακτική πολιτική». Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν ανάλγητο επιδημιολογικό νεοφιλελευθερισμό. Και δεν είναι τυχαίο ότι αποπειράθηκε να εφαρμοστεί στις ΗΠΑ, την Αγγλία και την Ολλανδία, τις χώρες που υπήρξαν πρωταγωνιστές στην ιστορική απογείωση του επιθετικού, χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Ούτε είναι τυχαίο, βέβαια, ότι, ως κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο, έχουν τον προτεσταντισμό της ατομικής ευθύνης. Εξ άλλου, το σκεπτικό που κρύβεται πίσω από τη θεωρία για την «ανοσία αγέλης» απηχεί μια εικόνα για την κοινωνία που μοιάζει πολύ με το περίφημο απόφθεγμα της Θάτσερ «δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν άνδρες, γυναίκες, και οι οικογένειές τους».
Επιλεκτικός κοινωνικός περιορισμός: η περίπτωση της Σουηδίας Αν η επιδίωξη «ανοσίας αγέλης» όντως δεν ενδείκνυται ως επιλογή, μήπως θα μπορούσε να υλοποιηθεί μια πολιτική προαιρετικού και επιλεκτικού κοινωνικού περιορισμού όπως συνέβη στη Σουηδία; Ο τρόπος αντίδρασης της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Stefan Löfven θεωρείται από πολλούς ως εξαιρετικό υπόδειγμα εναλλακτικής πολιτικής απέναντι στα οριζόντια μέτρα που εφάρμοσε το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη.
H πολιτική της Σουηδίας θεωρήθηκε μια πολιτική εξαιρετικά φιλική ως προς τις κοινωνικές ελευθερίες. Ωστόσο, η οικονομική αναγκαιότητα ήταν εκείνη που υπαγόρευσε την υλοποίησή της και όχι ο χαρακτηριστικός «ανθρωπισμός» της σουηδικής σοσιαλδημοκρατίας. Ένας από τους υπέρμαχους της κυβερνητικής πολιτικής, ο οποίος πήρε από πολύ νωρίς θέση ενάντια σε αυστηρότερα μέτρα κοινωνικού περιορισμού, ήταν ο Jacob Wallenberg: ο Σουηδός «πρίγκηπας των χρηματαγορών», όπως τον έχει αποκαλέσει ο Guardian, επικεφαλής ενός οικογενειακού χαρτοφυλακίου στο οποίο περιλαμβάνονται κολοσσοί των τηλεπικοινωνιών, όπως η Ericsson, και μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες στον σκανδιναβικό κόσμο, η SEB. (πηγή)
Νοσηλείες ανά χώρα στην Σκανδιναβία. Μόνο το υψηλά χρηματοδοτούμενο σουηδικό σύστημα υγείας θα μπορούσε να διαχειριστεί μια τέτοια πίεση (πηγή)Η εφαρμογή της σουηδικής πολιτικής στηρίζεται σε μια σειρά παραδοχών που αφορούν στις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης χώρας, κάτι που ακόμα και οι ιθύνοντές της παραδέχονται εκφράζοντας σκεπτικισμό για το εάν θα μπορούσε να λειτουργήσει αλλού, ακόμα και στον βαθμό που λειτούργησε: στη Σουηδία, περισσότερος από τον μισό πληθυσμό (52%) αποτελείται από μονοπρόσωπα νοικοκυριά (πηγή), ενώ η πυκνότητα του πληθυσμού της είναι οκτώ φορές μικρότερη απ’ ό,τι στην Ιταλία και τρεις φορές μικρότερη από την Ελλάδα. Υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης απολαμβάνει ο κρατικός μηχανισμός ενώ το σύστημα υγείας χρηματοδοτείται αδρά, με 11% του ΑΕΠ, την ίδια στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 9%. (πηγή).
Όλα αυτά βέβαια δεν απέτρεψαν την εκτόξευση του αριθμού των θυμάτων, καθώς η πανδημία χτύπησε, ιδιαίτερα σφοδρά μάλιστα, τα γηροκομεία της χώρας. Μέχρι τις 13 Μαΐου 2020, η Σουηδία μετρούσε 27.909 κρούσματα και 3.460 θανάτους, τριπλάσιους απ’ όσους είχαν η Δανία, η Φινλανδία, και η Νορβηγία μαζί (1.046).
Αυτό που συνέβη στη Σουηδία ήταν ότι, ελλείψει ισχυρής κρατικής παρέμβασης, δημιουργήθηκαν πολλές ταχύτητες και πραγματικότητες εντός της χώρας. Οι πιο ηλικιωμένοι και οι ευπαθείς ομάδες κλείστηκαν μέσα οικειοθελώς, ενώ οι νεότεροι συνέχισαν στην καθημερινότητά τους: «Δεν με νοιάζει καθόλου, εάν αρρωστήσω, αρρώστησα», λέει στην Wall Street Journal o Elliott Bergqvist, 21χρονος μηχανικός αυτοκίνητων· την ίδια στιγμή λέει ότι η γιαγιά του έχει να βγει έναν μήνα από το σπίτι. Όπως και έκαναν οι περισσότεροι της γενιάς των «μπέιμπι μπούμερς», ακολουθώντας τις συστάσεις της κυβέρνησης. (πηγή)
Σαν συνέπεια αυτής της αντιφατικής συμπεριφοράς, οι μεγάλες πόλεις της Σουηδίας δεν ήταν ούτε «κλειστές» ούτε «ανοιχτές». Η αγορά μπορεί να λειτουργούσε, τα μεγάλα πολυκαταστήματα, τα μπαρ και τα καφέ, αλλά, από εκεί και πέρα, η πτώση στην καταναλωτική ζήτηση και τις μετακινήσεις υπήρξε και εκεί αισθητή. Επίσης, η οικονομία, επειδή στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές, θα δοκιμαστεί ούτως ή άλλως εξαιτίας της παγκόσμιας κατάστασης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει σε 6,1% την πτώση του ΑΕΠ στη Σουηδία, έναντι 7%-8% στην υπόλοιπη Ευρώπη (πηγή).
Η Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας είναι πιο απαισιόδοξη, υπολογίζοντας την πτώση να κυμαίνεται μεταξύ 6,9%-9,1%. Αξίζει μια συγκριτική αναφορά και με τις εκτιμήσεις των άλλων σκανδιναβικών χωρών που τα έχουν πάει πολύ καλύτερα σε σχέση με την αντιμετώπιση της πανδημίας: Νορβηγία 5,5%, Φινλανδία 6% και Δανία 6,5%. [πηγή] Ενδιαφέρον έχει, επίσης, και το γράφημα που συγκρίνει την κινητικότητα του κόσμου στα καταστήματα αναψυχής και λιανικής πώλησης, στη Σουηδία, τη Δανία και τη Νορβηγία. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δεδομένα ανήκουν στην Google, η οποία καταγράφει τα δρομολόγια μέσα από το λογισμικό πλοήγησης, που είναι εγκατεστημένο σε όλα τα έξυπνα τηλέφωνα: Με τη χρήση της εφαρμογής των «χαρτών» της Google, ενεργοποιείται και η καταγραφή του κάθε δρομολογίου που κάνει ο χρήστης. (πηγή)Τι μένει στο πηλίκον, λοιπόν, από τη σουηδική εμπειρία; Η αίσθηση της κανονικότητας μπορεί να μην διαταράχτηκε τόσο πολύ εκεί, όσο διαταράχτηκε στις υπόλοιπες χώρες, όπου ο κοινωνικός περιορισμός αποτυπώθηκε μεταξύ άλλων και ως συλλογικό τραύμα. Στην πραγματικότητα, όμως, ένα μεγάλο κομμάτι ενός σχετικά γερασμένου πληθυσμού (μέσος όρος 41,5 χρόνια) εφάρμοσε από μόνο του τον κοινωνικό περιορισμό, την ίδια στιγμή που οι πόλεις παρέμεναν ανοιχτές για τους μιλένιαλς (μεταξύ 20-40), οι οποίοι συνέχισαν να ζουν στην πρότερη καθημερινότητά της.
Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική της κυβέρνησης έδωσε προτεραιότητα σε αυτές τις κατηγορίες του πληθυσμού, τους λιγότερο ή περισσότερο ευκατάστατους νέους, και αυτοί με τη σειρά τους συντήρησαν κυρίως τη διασκέδαση και την εστίαση μέσα στις μεγάλες πόλεις. Το οικονομικό αποτύπωμα, ωστόσο, αυτής της δραστηριότητας δεν στάθηκε δυνατό να ισοσταθμίσει την απώλεια από τις παγκόσμιες λειτουργίες της σουηδικής οικονομίας.
Η περίπτωση της Σουηδίας έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο. Η δημοφιλία της, ωστόσο, δεν οφείλεται μόνο στις «αιρετικές» προσεγγίσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που την θεωρούν ως το μεγάλο αντιπαράδειγμα της συνομωσίας υπέρ του κοινωνικού περιορισμού. Υπέρ της έχουν αποφανθεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και το Foreign Affairs, που εξαίρουν την πολιτική της, κατά βάθος διότι αρνήθηκε να παγώσει την οικονομία της.
Ποιο είναι το παράδοξο της υπόθεσης; Ότι, στο πλαίσιο των «αιρετικών» θεωριών που κυκλοφορούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η πολιτική της Σουηδίας χαιρετίζεται ως «απάντηση-ράπισμα» στη συνομωσία υπέρ του κοινωνικού περιορισμού και των αυστηρών μέτρων που υποτίθεται ότι έχουν εξυφάνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ο Μπιλ Γκέιτς και η διεθνής του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Πού να ήξεραν οι εκφραστές αυτών των απόψεων ότι το «σουηδικό μοντέλο» είναι το πλέον αγαπημένο του κατεστημένου που καταγγέλλουν, για τους αντίθετους ακριβώς λόγους που το προτιμούν οι ίδιοι.
Όσο για το γενικό πηλίκον της πολιτικής, το 1896, ένας από τους πρώτους κοινωνιολόγους, ο Εμίλ Ντυρκέμ, δημοσιοποίησε μια πραγματεία περί των κοινωνικών αιτιών της αυτοκτονίας. Κατά τη μελέτη του αυτή, έδωσε μια ιδιαίτερη χροιά στην έννοια της «ανομίας» που προσδιόρισε και χρησιμοποίησε κατ’ εξοχήν για να ερμηνεύσει κοινωνικά φαινόμενα, όπως η υψηλή τάση των αυτοκτονιών στις σκανδιναβικές κοινωνίες. Με την «ανομία» δεν αναφερόταν στη συνήθη ερμηνεία του όρου, την απουσία κανόνων δηλαδή, αλλά εννοούσε την απώλεια συλλογικού νοήματος, την αδυναμία των εκεί κοινωνιών να ενσταλάξουν στα μέλη τους την αντίληψη μιας κοινής μοίρας. Εκατόν είκοσι πέντε χρόνια μετά, η ανομία του Ντυρκέμ ταιριάζει γάντι στην εικόνα που δείχνει η Σουηδία εν μέσω της πανδημίας, όπου ο καθείς ζει μέσα στην ιδιωτική του πραγματικότητα και λίγο νοιάζεται για την κατάσταση της κοινωνίας ως σύνολο.
Επίμετρο: Από τον πολίτη στον υπήκοο και από την πολιτική στη συνομωσιολογία Η παγκοσμιοποίηση σηματοδότησε μια εποχή εξαιρετικά αδιαφανή και πολύπλοκη. Παρ’ όλο που εμφανίστηκε με μια επιθετική γλώσσα υπέρ των ατομικών δικαιωμάτων και του πολιτισμικού φιλελευθερισμού, στο πεδίο των συλλογικών δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, σηματοδότησε μια σημαντική οπισθοχώρηση. Η υποβάθμιση των εθνικών κρατών σήμανε ταυτόχρονα και τη σχετικοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας. Οι κοινωνικές πλειοψηφίες σταδιακά αποκλείστηκαν από την πολιτική σφαίρα, τα παραδοσιακά κόμματα που εξέφραζαν τις εργαζόμενες μάζες, όπως η Σοσιαλδημοκρατία ή η ριζοσπαστικότερη Αριστερά, μετασχηματίστηκαν για να εκφράσουν πια μεγαλοαστικές μειοψηφίες υψηλού μορφωτικού επιπέδου.
Το γεγονός αυτό δεν σηματοδότησε μόνο τη μεταμόρφωση των ίδιων των παρατάξεων και των πολιτικών ρευμάτων τις οποίες εξέφραζαν (την ενσωμάτωση, δηλαδή, της Αριστεράς)· σήμανε και την υποχώρηση των κεκτημένων της εθνικής δημοκρατίας και την τροποποίηση της πολιτικής επί το αυτοκρατορικότερον. Είναι η εποχή που η συνωμοσιολογία κερδίζει έδαφος, και τείνει επί της ουσίας να υποκαταστήσει την πολιτική συνείδηση μέσα στην λαϊκή κοινωνία.
Η εξέλιξη αυτή είναι συνεπής με το πέρασμα από το έθνος-κράτος στην αυτοκρατορία, και τη συνακόλουθη μετάβαση από τον πολίτη στον υπήκοο. Η πολιτική υποβάθμιση της κοινωνικής πλειοψηφίας, που πλέον κινείται στο περιθώριο,ή τίθεται ακόμα και εκτός της «συναίνεσης της παγκοσμιοποίησης», που τώρα γίνεται ελιτίστικου και μειοψηφικού τύπου, αντανακλάται και στο πνευματικό πεδίο, με τη συνωμοσιολογία.
Αν την προσεγγίσουμε από αυτή τη σκοπιά, η συνωμοσιολογία μας λέει πολλά περισσότερα για τους ίδιους τους εκφραστές της, σίγουρα περισσότερα απ’ όσα λέει για την κατάσταση που καλείται να περιγράψει. Το σενάριό της είναι απλό: Έχουμε μια σκοτεινή εξουσία που ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, ιδίως τις αμφισβητήσεις και τις κρίσεις που αντιμετωπίζει, οι οποίες πάντοτε καταλήγουν σε νίκη και περαιτέρω ενίσχυσή της. Οι πολίτες είναι άβουλοι, πέφτουν μόνιμα θύματα παραπλάνησης, διατηρούν την ψευδαίσθηση της συμμετοχής σε ένα σύστημα που τους εξαπατά απροκάλυπτα. Οποιαδήποτε αντίσταση είναι μάταιη και η διαφυγή είναι αδύνατη.
Η συνομωσιολογική συνείδηση προσπαθεί να αντισταθμίσει την απελπισία που εκπέμπει με τη δημιουργία, στον εκφραστή της, ενός αισθήματος ανωτερότητας. Η ανωτερότητα προκύπτει από την κατάκτηση της «πραγματικής γνώσης», που είναι πάντοτε απόκρυφη. Η δημοκρατία είναι ένα παιχνίδι που χρησιμεύει για να θέσει σε ομηρία την κοινωνική πλειοψηφία, ενώ εκείνη ακολουθεί έχοντας καταληφθεί από το «σύνδρομο της Στοκχόλμης». Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, οι πολίτες που ακολουθούν ακόμα τις διαδικασίες κινηματικής ή κομματικής πολιτικής, δεν είναι παρά αφελείς («σανοφάγοι», να μια έκφραση που έχει γίνει του συρμού στη συνωμοσιολογική ρητορική) υπήκοοι, πιστά προσκολλημένοι στους ηγεμόνες τους, που πάντοτε τους εξαπατούν.
Δεν χρειάζεται και πολλή ανάλυση για να αντιληφθούμε ότι αυτού του τύπου η στάση αποτελεί έκφραση της περιθωριοποίησης των κοινωνικών πλειοψηφιών (πάντα οι «άλλοι» αποφασίζουν, και πάντα σε βάρος μας) και την ίδια στιγμή λειτουργεί ως βάλσαμο για την ψυχική δυσφορία που αυτή η περιθωριοποίηση παράγει. Η συνωμοσιολογία είναι το όπιο της παραγκωνισμένης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Αυτή η λειτουργία της την καθιερώνει σαν ένα πολύ αποδοτικό εργαλείο κοινωνικού ελέγχου. Κατ’ αρχάς, «η εικόνα που θέλει ο κυρίαρχος να δείξει για τον εαυτό του», που έλεγε και ο Π. Κονδύλης, αναπαράγεται μέσα από τις ίδιες της θεωρίες που υποτίθεται ότι έρχονται να τον αμφισβητήσουν: Η συνωμοσιολογία τρέφει υπερβολική σιγουριά για την αποτελεσματικότητα, τη συνοχή και το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης – περισσότερο ίσως και από τους θερμότερους υποστηρικτές της. Βρίσκεται παντού και μπορεί να κάνει τα πάντα.
Αφού δε τα πάντα μπορούν να απλοποιηθούν/αναχθούν σε μια (προδιαγεγραμμένη) σύγκρουση του καλού με το κακό, τότε ποια είναι η ανάγκη να αναβαθμίζεται το κριτήριο του πολύ κόσμου; Περικυκλωμένη από τις συνωμοσιολογικές θεωρίες, η κοινή γνώμη βάλλεται στο πιο αδύναμο σημείο της, την ορθοκρισία της. Υπάρχει και μια διάσταση, εκδίκησης, αυτοκαταστροφικού τύπου, σε αυτές τις συμπεριφορές. Και αυτό γιατί η επίσημη διανόηση, κοινωνικοί και πολιτικοί στοχαστές, καθηγητές πανεπιστημίου, άνθρωποι του πνεύματος και των τεχνών, στην πλειοψηφία τους, έχουν πάρει διαζύγιο από τη λαϊκή κοινωνία έχοντας προσχωρήσει στον αστερισμό των ελίτ.
Εκείνοι που αυτοδιαφημίζονται ως οι κατ’ εξοχήν φορείς και εκφραστές του ορθού λόγου κακίζουν τους πολλούς επειδή ζητούν μια ατζέντα γενικού προστατευτισμού, πολιτικού, οικονομικού πολιτιστικού. Με λίγα λόγια, απαιτούν από το κράτος τους να τους υπερασπιστεί απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, και όμως το αίτημα αυτό αρκεί για να τους αφορίσει επί εθνικισμώ η νομενκλατούρα της παγκοσμιοποίησης. Στο πλαίσιο της προοδευτικής ρητορικής της, η κατηγορία της «οπισθοδρόμησης» παραπέμπει σε όντα κατώτερων αντιληπτικών ικανοτήτων. Με λίγα λόγια, η εχθροπάθεια των μορφωμένων ελίτ έναντι της κοινωνικής πλειοψηφίας αγγίζει τα όρια του κοινωνικού ρατσισμού.
Με τη συνωμοσιολογία, δίνεται η δυνατότητα στα θύματα αυτής της προπαγάνδας να επιστρέψουν στους κατηγόρους τους κάτι από τη συκοφαντία και την υποτίμηση με την οποία τους αντιμετωπίζουν: Η επιστημονικότητα με την οποία μας βομβαρδίζουν είναι ψεύτικη. Κάθε συστηματική γνώση είναι όχι μόνον άχρηστη αλλά και ύποπτη, για τα μηνύματα της προπαγάνδας που κρύβει μέσα της.
Έτσι, όμως, μαζί με τη σκάφη και τα βρώμικα νερά της, πετιέται και το βρέφος: Αν το επίπεδο συνειδητοποίησης των «από κάτω» σπανίως ξεπερνάει το επίπεδο της συνωμοσιολογίας, και αν οι «από πάνω» διατηρούν το μονοπώλιο της διανόησης, τότε, η ανισότητα μεταξύ τους διαιωνίζεται, με την ψαλίδα της να μεγαλώνει. Στο τέλος, όλοι είναι ευχαριστημένοι: οι περιθωριοποιημένες πλειοψηφίες εκτονώνονται με τις απορριπτικές τους ιδεολογίες, ενώ οι αποπάνω μπορούν μια χαρά να συνεχίσουν να κρατούν αποκλειστικά τα κλειδιά της συστηματικής γνώσης για τον εαυτό τους. Η κυριαρχία τους, εξ άλλου, δεν πρόκειται να κλονιστεί από ένα πλήθος βυθισμένο μέσα σε αυτοϋπονομευτικές ιδεολογίες.
Χαρακτηριστικό ως προς όλα αυτά ήταν το πάθημα του αντιμνημονιακού κινήματος, στη δεκαετία που κλείνει. Η πιο δημοφιλής άποψη στους κόλπους του ήταν αναμφίβολα συνωμοσιολογικού τύπου, η ελληνική κρίση αντιμετωπίζονταν ως «τεχνητό κατασκεύασμα» μιας συνωμοσίας των διεθνών τραπεζιτών. Ένας ολόκληρος χώρος σε κινητοποίηση εθιζόταν εξ αρχής σε εύκολα δίπολα, και προκατεψυγμένα απλοποιητικά σχήματα. Εξ άλλου, αν τα πράγματα ήταν τόσο απλά και «φως φανάρι», δεν υπήρχε κανένας λόγος να ψάξει κανείς τι συμβαίνει πραγματικά με την Ελλάδα, την οικονομία της, την Ευρώπη κ.ο.κ. Αρκούσε, έναντι όλων αυτών, η ισχυροποίηση μιας πολιτικής δύναμης που θα έλεγε ότι όλοι αυτοί πρέπει να πάψουν να ορίζουν τη μοίρα της Ελλάδας και να πάνε σπίτι τους. Από πολύ νωρίς, οι πλατείες λειτουργούσαν ως καλλιστεία ριζοσπαστικής ρητορικής, ενώ το πραγματικό επίπεδο διαλόγου, ανταλλαγής απόψεων, αναλύσεων, και συνειδητοποίησης ήταν πολύ χαμηλό. Ο δρόμος για τα νταούλια του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ήταν ήδη έτοιμος και στρωμένος με ροδοπέταλα…
*Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις το βιβλίο του, Η βιομηχανία της Αλληλεγγύης, Ο Τζωρτζ Σόρος & η νέα ανθρωπιστική αυτοκρατορία
Οι μακέτες για την μετατροπή του κέντρου της Αθήνας σε ένα τουριστικο “παράδεισο”
Tου Νίκου Ντάσιου*
Εκμεταλλευόμενες την ακινησία της περιόδου των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, πολλές πόλεις προωθούν αυτό τον καιρό αστικές παρεμβάσεις και αναπλάσεις αλλάζοντας τα δεδομένα της ζωής των κατοίκων τους από την επόμενη μέρα.
Ο Δήμαρχος της Αθήνας, με την στήριξη σχεδόν του συνόλου των παρατάξεων που εκπροσωπούνται στο Δημοτικό Συμβούλιο, ενέκρινε το μεγαλόπνοο έργο του «Μεγάλου περιπάτου της Αθήνας», συνολικού μήκους 6,8 χλμ. To σχέδιο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων: νέες λεωφορειο-λωρίδες μήκους 1,9 χλμ, χάραξη ποδηλατόδρομου στην οδό Παν/μιου, απόδοση περί των 50 χιλ. τμ δημόσιου χώρου με αναπλάσεις καθώς και διαπλατύνσεις και διαμορφώσεις πεζοδρομίων συνολικού μήκους 6,3 χλμ. Το σχέδιο καθιστά το εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας όπως και την ευρύτερη περιοχή της Πλάκας, ελεύθερα από ΙΧ. Εντός των περιοχών αυτών θα επιτρέπονται μόνο δημόσια οχήματα, απορριμματοφόρα και οχήματα τροφοδοσίας ξενοδοχείων και οργανισμών κοινής ωφέλειας καθώς και ταξί κατόπιν κλήσης. Το έργο έχει τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος και θα ξεκινήσει με μια πιλοτική φάση ήπιων διαμορφώσεων οδών, διαγραμμίσεων, φυτεύσεων κ.λπ. -κατά την οποία ο δήμος προσβλέπει στην ενεργοποίηση των πολιτών και στην συναίνεση τους-, για να ακολουθήσει η έναρξη των έργων τον Ιούνιο, συνολικής διάρκειας τεσσάρων χρόνων. Το συνολικό κόστος θα ανέλθει στα 50 εκατ. €.
Την ίδια ακριβώς περίοδο στην πόλη της Μποκοτά μετατρέπονται 100 χλμ κεντρικών δρόμων σε γραμμές ποδηλάτου, στο Βερολίνο επεκτείνονται οι διάδρομοι που κινούνται τα ποδήλατα έναντι των αυτοκινήτων ενώ η πόλη του Μεξικού σχεδιάζει τον τετραπλασιασμό των ποδηλατοδρόμων για το αμέσως επόμενο διάστημα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια τέτοιας κλίμακας παρέμβαση στην πόλη της Αθήνας όπου η αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο είναι μόλις 0,96m2 –την ώρα που ο ΠΟΥ θεωρεί ως ελάχιστη αναλογία τα 9m2/κάτοικο-, θα αποτελέσει μια ιστορική τομή. Είναι όμως η οικολογική σκέψη και ο πολιτισμός τα κίνητρα του Δημάρχου και των συμβούλων της πλειοψηφίας για την εφαρμογή αυτής της παρέμβασης;
Ένα πρώτο ερωτηματικό θέτει η περίοδος που επιλέχθηκε για την προώθηση του, το γεγονός ότι δεν προηγήθηκε δημόσιος διάλογος με τους πολίτες και τους επαγγελματίες της πόλης, ενώ ανενημέρωτες ήταν και οι δημοτικές παρατάξεις. Αντίθετα η περίοδος των μέτρων της πανδημίας, του περιορισμού των μετακινήσεων και των κλειστών καταστημάτων αποτέλεσε «παράθυρο ευκαιρίας» για τον Δήμαρχο στην προώθηση του μεγαλόπνοου σχεδίου του.
Σύμφωνα με την διεθνή πρακτική, ο βασικός σκοπός των αστικών αναπλάσεων της περιόδου έγκειται στην ανάγκη περιορισμού της κίνησης των πολιτών στα αστικά κέντρα ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο ενός νέου κύματος της πανδημίας καθ’ υπόδειξη του ΠΟΥ.
Στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς της Αθήνας η υποχρέωση τήρησης των αποστάσεων εντός των οχημάτων και της πληρότητας μέχρι του 50% των θέσεων κάθε οχήματος, δημιουργεί ερωτηματικά σχετικά με την δυνατότητα εξυπηρέτησης του επιβατικού κοινού, εάν χρειαστεί το μέτρο να παραταθεί πέραν της 31η Μαΐου.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το σενάριο της ύφεσης σε επίπεδα άνω του 10%, θα επιχειρηθεί η με κάθε τρόπο στήριξη των πλέον δυναμικών κλάδων της οικονομίας –ήδη από την περίοδο του εκσυγχρονισμού- η εστίαση, τα καφέ και η ψυχαγωγία. Η μείωση του ΦΠΑ σε συνδυασμό με την επιδότηση των θέσεων εργασίας θα συνδυαστεί με την παραχώρηση περισσότερων τετραγωνικών από τους Δήμους για τραπεζο-καθίσματα, προκειμένου να τηρηθεί το μέτρο των αποστάσεων. Οι διαπλατύνσεις των πεζοδρομίων προσφέρουν λοιπόν μια δυνατότητα προς αυτή την κατεύθυνση. Με ποια πελατεία όμως θα επιβιώσουν αυτά τα μαγαζιά δεδομένου του περιορισμού της κίνησης των πολιτών αλλά και της σημαντικής μείωσης των εισοδημάτων τους; Προφανώς οι τουρίστες, δεδομένης και της επιτυχούς έκβασης των μέτρων έναντι των υπολοίπων ανταγωνιστριών χωρών στην περιοχή (Τουρκία, Ιταλία, Ισπανία) και της σχετικής καμπάνιας που προβάλει την χώρα μας ως ασφαλή τουριστικό προορισμό.
Το έργο λοιπόν του Δημάρχου εντάσσεται στο πλαίσιο ενός οράματος της ελίτ για μετατροπή του κέντρου της πόλης σε έναν διεθνή τουριστικό πόλο, ξενοδοχειακών μονάδων, συνεδριακών κέντρων, χώρο τέλεσης μεγάλων αθλητικών γεγονότων -όπως φαίνεται και από τους σε τακτά χρονικά διαστήματα Μαραθώνιους των τελευταίων χρόνων. Ενός κέντρου δηλαδή που αποκόβεται σταδιακά από τους πολίτες της και από την υπόλοιπη χώρα λαμβάνοντας τα χαρακτηριστικά μιας «δυτικής κοσμόπολης», όασης σε μια τριτοκοσμική πραγματικότητα που στοιβάζεται στα προάστια και στην περιφέρεια της.
Αν λοιπόν οδηγηθούμε σε έναν ριζικό περιορισμό της πρόσβασης στο κέντρο της πόλης τι θα απογίνει το υπόλοιπο των Μικρομεσαίων επιχειρήσεων: τα μικρά εμπορικά στην Αθηνάς, τα είδη ρουχισμού, τα βιβλιοπωλεία, η Βαρβάκειος; Είναι οι επιχειρήσεις που κατά την άποψη του κου Τόμσεν του ΔΝΤ θα πρέπει να κλείσουν –όσες απέμειναν μετά την εφαρμογή των Μνημονίων-, αν θέλει η Ελλάδα να αποφύγει την μεγάλη ύφεση της μετα-κορωνοϊού εποχής!
Ποια είναι επίσης η πρόβλεψη για την αντιμετώπιση της αυξημένης ζήτησης για πάρκινγκ στα υπόλοιπα διαμερίσματα της πόλης στα οποία θα μεταφερθεί το φορτίο των μετακινήσεων; Γιατί είναι προφανές ότι δεν θα μπορεί να καλυφθεί με την χρήση ποδηλάτου των σύνολο των αναγκών μετακίνησης της μητροπολιτικής περιοχής, τεσσάρων εκατ. ανθρώπων σε μια έκταση τριών χιλ. τετ. χιλιομέτρων, όταν στο κέντρο παραμένει ακόμα το μεγαλύτερο μέρος του Δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα της χώρας.
Πριν λοιπόν προχωρήσει στην έγκριση του μεγαλεπήβολου σχεδίου του «Μεγάλου περιπάτου της Αθήνας» ο Δήμαρχος θα όφειλε, σε συνεννόηση με την Κυβέρνηση και με ανοιχτές διαδικασίες συμμετοχής των δημοτικών παρατάξεων και των κοινωνικών εταίρων, μια συζήτηση μεταφοράς –αποκέντρωσης δημόσιων υπηρεσιών, σε συνδυασμό με την πλήρη ψηφιοποίηση των υπηρεσιών τους. Σε συνεργασία με τις ΜΜΕ θα κατάρτιζε ένα σχέδιο ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης -καθιστώντας τον Ελαιώνα το νέο παραγωγικό εργαστήρι της Αθήνας- για την αντιμετώπιση της ανεργίας της επόμενης μέρας της πανδημίας. Τέλος, δείχνοντας στην πράξη την αλληλεγγύη και τον ανθρωπισμό του θα προχωρούσε σε μεταφορά προσφυγικών πληθυσμών από τα υποβαθμισμένα διαμερίσματα της πόλης στα πιο προνομιούχα, όπως αυτά των Βορείων Προαστίων.
*Γεννήθηκε στην Πρέβεζα και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Μηχανολόγος Μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Πάτρας με εξειδίκευση στο περιβάλλον και στην ενέργεια, με μεταπτυχιακές σπουδέςστην Αστική & Περιφερειακή Ανάπτυξη του Παντείου Παν/μιου, και διδακτορικό στην Τοπική Ανάπτυξη & την Απασχόληση. Εργάζεται Υπηρεσία Διαχείρισης και ελέγχου συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων για την Πρωτοβάθμια και ΔευτεροβάθμιαΕκπαίδευση στο Υπουργείο Ανάπτυξης.
Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται μια προσπάθεια κατανόησης του φαινόμενου της αδιαφορίας για το κοινό καλό με την προσέλευση νέων σε πλατεία όπου οργανώνουν «πάρτι για την μετακορωνοϊική εποχή». Πάρτι που ενέχουν τον κίνδυνο μετάδοσης της νόσου στους ίδιους αλλά και σε άλλους. Εξετάζεται επιγραμματικά το ζήτημα από την άποψη της ηθικής, του ερωτήματος δηλαδή: ποιες ανθρώπινες πράξεις είναι αποδεκτές και ορθές και ποιες ανάρμοστες και λανθασμένες.
Η αποδεκτή ηθική στάση συνοψίζεται στην κατηγορηματική προστακτική του Καντ: «Πράττε με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορείς να θέλεις το αξίωμα βάσει του οποίου πράττεις να ισχύσει επίσης ως αρχή ενός καθολικού νόμου». Υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις αλλά αυτή η αρχή είναι κοινά αποδεκτή.
Η στάση τους ανθρώπου αναπτύσσεται και διαμορφώνεται από όταν είναι παιδί σε διαφορετικά στάδια. Ο ώριμος άνθρωπος φτάνει στο τελικό στάδιο έχοντας διαμορφώσει μια ηθική συνείδησης ή αρχών. Η ηθική ανάπτυξη σύμφωνα με τον Kohlberg περιλαμβάνει τρία στάδια που μπορούν αν διακριθούν σε επιμέρους:
1. Προσυμβατικό στάδιο: η ηθική διάσταση μίας πράξης καθορίζεται κυρίως από τις επιπτώσεις που επιφέρει η πράξη αυτή στον «δράστη», την τιμωρία και την επιβράβευση.
1.α. Συμμόρφωση για αποφυγή της τιμωρίας 1.β. Συμμόρφωση για επιβράβευση και ανταλλαγή χαρών 2. Συμβατικό στάδιο: η ηθική διάσταση μίας πράξης καθορίζεται πρωτίστως από το πόσο συμφωνεί με τους κοινωνικούς κανόνες και τις προσδοκίες των άλλων. 2.α. Ηθική του καλού παιδιού: Συμμόρφωση για αποφυγή δυσαρέσκιας και απόρριψης από τους κοντινούς του ανθρώπους. 2.β. Ηθική του καθήκοντος: Συμμόρφωση για να εκπληρώσει υποχρεώσεις στις οποίες έχει συμφωνήσει για να αποφύγει επικρίσεις και ενοχή. 3. Μετασυμβατικό στάδιο: η ηθική διάσταση μίας πράξης καθορίζεται από ένα σύνολο γενικών αρχών που αντιπροσωπεύουν θεμελιώδεις αξίες. 3.α. Ηθική του κοινωνικού συμβολαίου: Ακολουθεί τους νομικούς κανόνες χάριν αμεροληψίας και αναγνωρίζοντας την γενική ωφέλεια, παρά την αίσθηση ότι πιθανά να υπάρχει κάποια αυθαιρεσία. 3.β. Ηθική συνείδησης ή αρχών: Ακολουθεί αρχές ή αξίες που έχει επιλέξει ο ίδιος, που τις θεωρεί ανώτερες από τον νόμο, αν αυτός κρίνεται ότι κάνει περισσότερο κακό από καλό.
Τι όμως συμβαίνει σήμερα στην ελληνική κοινωνία; Δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ηθικής συνείδησης;
Φαίνεται πως όχι. Η λατρεία της νεότητας οδηγεί σε μια παρατεταμένη εφηβεία. Ενώ παλιότερα ένας νέος είκοσι ακόμη ετών θεωρούταν ώριμος και υπεύθυνος και ο ίδιος είχε αυτήν την αίσθηση ευθύνης και διεκδικούσε την συμμετοχή του ως ώριμου στα δρώμενα σήμερα η παρατεταμένη εφηβεία, είναι καθεστώς. Είχε δηλαδή αναπτύξει πλήρως την ηθική συνείδησης ή αρχών. Αυτό όμως δεν είναι το επιδιωκόμενο ούτε από τους γονείς, ούτε από το σχολείο. Η επιδίωξη είναι η γρήγορη επιτυχία και μόνο. Καθώς αυτή η επιδίωξη διαψεύδεται στην χώρα μας, λόγω της παρατεταμένης δεκαετούς κρίσης, οι νέοι αισθάνονται ότι δεν υπάρχει διέξοδος. Η μόνη λύση για πολλούς είναι: «να περνάμε τουλάχιστον καλά».
Αυτή η διάθεση έρχεται να συμπληρωθεί με την γενικότερη τάση για φεστιβισμό, μια διαρκή κατάσταση πανηγυριού και καταναλωτικής ευτυχίας, ένα συνεχές λούνα πάρκ, όπως το διατυπώνει ο Γάλλος συγγραφέας Φιλίπ Μυρέ[1]. Ο φεστιβισμός είναι ένα φαινόμενο στην Ευρώπη και στην δύση που δείχνει την παρακμή της.
Τα πάρτι στις πλατείες τις τελευταίες ημέρες έχουν αυτό το χαρακτηριστικό του φεστιβισμού τον οποίο στερηθήκαμε. Οι συγκεντρωμένοι στις πλατείες είναι ένα «πλήθος» αδιαφοροποίητο, που το ενώνει η διάθεση να περνάει καλά. Είναι μια μόνιμη επωδός που ακούμε στις ανταποκρίσεις από τα μαζικά μπαρ και κλαμπ: «είμαστε μια παρέα – περνάμε καλά». Το πλήθος θέλει μόνο να καταναλώνει, αλκοόλ, θόρυβο και θέαμα. Η αναγκαστική περίοδος απομόνωσης φαίνεται ότι στέρησε, όχι τις ποιοτικές σχέσεις αλλά αυτήν την διάθεση της ανώνυμης, ανέμελης διασκέδασης, της μόνης διεξόδου όταν δεν υπάρχει όραμα.
Δεν είναι εγγενές χαρακτηριστικό της νεολαίας αυτή η αναγωγή της, πάση θυσία, διασκέδασης ως κύριο ζητούμενο. Είναι ένα πρότυπο που έχει επιβληθεί, καθώς υπάρχει απουσία πολιτιστικής πρότασης, στο οποίο έχει ενδώσει ένα μεγάλο τμήμα της. Είναι η απουσία οποιασδήποτε ευθύνης που μεταφέρεται στο «πλήθος» από έναν πολιτισμό που έχει ως μόνη πρόταση τον καταναλωτισμό. Αλλά ευθύνη σημαίνει και κριτική σκέψη και κινητοποίηση για αξίες που θεωρούνται ανώτερες και ικανές να σε κάνουν να αγωνιστείς γι αυτές. Είναι να απορεί κανείς πως διάφοροι που ισχυρίζονται ότι είναι υπέρ της απελευθέρωσης του ανθρώπου συμμετέχουν και παροτρύνουν τέτοια φαινόμενα.
Υποσημείωση: [1] Κυκλοφορεί στα ελληνικά το βιβλίο του Φιλίπ Μυρέ: Αγαπητοί τζιχαντιστές…, εκδόσεις Μάγμα, σελ. 128. Οι τζιχαντιστές είναι μόνο η αφορμή για να περιγράψει την κατάρρευση του δυτικού πολιτισμού. Ο Μυρέ γράφει στο βιβλίο αυτό ότι ο πολιτισμός της δύσης αυτοκαταστρέφεται μέσα σε κλίμα γενικευμένης γιορτής: «οι επιθέσεις εναντίον της Δύσης, πέραν από επαίσχυντες, καθίστανται και κωμικοτραγικές από τη στιγμή που οι ίδιοι οι Δυτικοί καταστρέφουν συστηματικά από μόνοι τους τον στόχο των τρομοκρατών». *Ο Δημήτρης Μπούσμπουρας είναι Βιολόγος με ενασχόληση στην καταγραφή, μελέτη και διατήρηση της πανίδας και στην διαχείριση προστατευόμενων περιοχών. Έχει συντονίσει προγράμματα οριοθέτησης και διαχείρισης περιοχών NATURA. Έχει διατελέσει για πολλά χρόνια πρόεδρος της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας και επιστημονικός σύμβουλος του Αρκτούρου. Γεννήθηκε στο Λευκοχώρι Αρκαδίας και ζει στην Θεσσαλονίκη. Συμμετέχει σε δράσεις για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας και στην Δημοτική παράταξη Μένουμε Θεσσαλονίκη. Πηγή: Κουτσομύλι
Η κρίση από την πανδημία τώρα μπαίνει σε μια φάση που θα αρχίσουν να εκδηλώνονται οι συστημικότερες συνέπειές της. Το πλανητικό μοντέλο ήδη κλονίζεται από ένα σοκ αποπαγκοσμιοποίησης, που σημαίνει, ότι οι υπερβολικά διεθνοποιημένοι τομείς της οικονομίας αντιμετωπίζουν κρίση βιωσιμότητας. Την προκαλεί η έκρηξη του «κόστους εξασφάλισης» και ταυτόχρονα η μεγιστοποίηση του ρίσκου που προκαλεί η έκρηξη της πανδημίας. Ότι δηλαδή αυτή απέδειξε πόσο εύθραυστο είναι το παρόν μοντέλο (που θέλει 'απόλυτη κανονικότητα' ώστε να λειτουργήσει), και επίσης το πόσο η ίδια του η δραστηριότητα (π.χ. στο Βουχάν της Κίνας) αυξάνει τον κίνδυνο ποικίλων βιολογικών, οικολογικών ατυχημάτων (γιατί στην λογική του είναι η εντατική εκμετάλλευση και καταστροφή της φύσης).
Στην Ελλάδα, δοκιμάζονται όπως όλοι γνωρίζουμε η 'οικονομία της εξωστρέφειας' --ο διεθνοποιημένος τουρισμός, η βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου και της διασκέδασης, η μαζική στηριγμένη στις εισαγωγές κατανάλωση. Είναι δύσκολο από τα τώρα να προδιαγράψει κανείς την συμπεριφορά του κάθε κλάδου. Αλλού θα έχουμε βίαιες αλλαγές και ανατροπές αλλού μεταβάσεις.(είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι μαζικοί κλάδοι όπως η εστίαση ή τα καφέ θα επανακάμψουν κάποια στιγμή όπως πριν, γιατί η κρίση και η ανασφάλεια αλλάζει όχι μόνο το οικονομικό περιβάλλον αλλά και τις ίδιες τις επιλογές του καταναλωτικού κοινού και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων).
Η βαμβακοπαραγωγή, για παράδειγμα, πλήττεται γιατί η πρώτη ύλη εξάγονταν μέχρι τώρα προς απορρόφηση από την τουρκική νηματουργία, κάτι που φέτος δεν δείχνει να μπορεί να συμβεί (ναι, η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει πάρει μεγάλο μερίδιο από την γεωργική παραγωγή, την οποία μεταποιεί κερδίζοντας εκείνη την προστιθέμενη αξία, ενώ παράλληλα πετυχαίνει να εξαρτήσει μεγάλους τομείς της ελληνικής οικονομίας στο δικό της άρμα). Αυτό όμως ανοίγει περιθώριο, αν υπάρχει ο σωστός σχεδιασμός και η κατάλληλη καθοδήγηση επενδύσεων, με τα έκτακτα μέτρα για την έκτακτη περίσταση να οδηγηθούμε σε ανάκαμψη της ελληνικής νηματουργίας, κάτι που μπορεί να μας ωφελήσει πολλαπλώς. Πόσο μάλλον όταν το κόστος της πλανητικής μεταφοράς προϊόντων τα αμέσως επόμενα χρόνια αναμένεται να ανέβει (λόγω των ελέγχων, των απολυμάνσεων κ.ο.κ.), κάτι που θα επιτρέψει και στην επανατοπικοποίηση άλλων κλάδων.
Η ανεξέλεγκτη μετανάστευση, είναι και αυτή ένα από τα κομμάτια της παγκοσμιοποίησης που εν τέλει θα περιοριστεί σημαντικά. Από εδώ και πέρα θα γίνεται ολοένα και λιγότερο ανεκτή στις κοινωνίες εγκατάστασης (το κριτήριο της από κάθε άποψη ασφάλειας θα καταρρίψει και το τελευταίο επιχείρημα υπέρ των ανοιχτών συνόρων). Αυτό θα βελτιώσει τον βαθμό κοινωνικής και πολιτιστικής συνοχής κοινωνιών όπως η Ελλάδα, ωστόσο, θα θέσει το αμείλικτο ζήτημα στην κοινωνία μας για την χειρωνακτική εργασία και το κόστος της.
Η τοπικοποίηση, δηλαδή, και μιαν ορισμένη επιστροφή στην παραγωγή θα γίνει εφικτή για πρώτη φορά τόσο έντονα μέσα στις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Το ζήτημα είναι η μετάβαση. Εκεί θα παιχτεί όλη η υπόθεση της κοινωνικής δικαιοσύνης (για να θυμηθούμε και την σημερινή επέτειο της Πρωτομαγιάς). Αν θα αφεθεί να γίνει βιαίως και άναρχα, με το κόστος της να πηγαίνει κυρίως στις πλάτες των πιο ευάλωτων οικονομικά ή αν θα υπάρξει παρέμβαση και ισχυροποίηση του κρατικού ρυθμιστικού ρόλου για να εγγυηθεί μια κάποια ομαλότητα στην μετάβαση.
Αυτό είναι ζήτημα κοινωνικής κινητοποίησης και άσκησης σωστής πίεσης «από τα κάτω» προς την εκάστοτε εξουσία --κάτι που θα κρίνει το περιεχόμενο της πολιτικής ατζέντας στα επόμενα χρόνια. Στην Ελλάδα ζητείται φορέας να το κάνει, μιας και η απολύτως ταυτισμένη με την παγκοσμιοποίηση αντιπολίτευση έχει πάθει καθίζηση, ενώ η κυβέρνηση αγγίζει διπλάσια από τον 2ο ποσοστά διαμορφώνοντας έστω και προσωρινά, ένα μονοπολικό σύστημα.