Του Αλέκου Μιχαηλίδη
«Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα εμείς ήμασταν αποικία της Βρετανίας κι αυτό συνέβαλε σημαντικά στη διαφοροποίηση της νοοτροπίας μας από την Ελλάδα», δήλωσε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, μια βδομάδα μετά τον απείρου κάλλους λόγο του στο μνημόσυνο του Αυξεντίου στον Μαχαιρά, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τη μετριότητά του. Μια μετριότητα, που αν και υπήρχε πάντοτε σε αυτόν τον τόπο (από τους κοτζαμπάσηδες μέχρι τους «χειροκροτητές» του 1878), εξαφανίστηκε από το 1955 μέχρι το 1959, όταν οι ασύγκριτοι μάγκες της ΕΟΚΑ αποφάσισαν να τελειώσουν με την αποικιοκρατία και να μας ενώσουν με την Ελλάδα.
Μια μετριότητα που δεν τόλμησε να εισβάλει στις τότε Κεντρικές Φυλακές, όταν τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14η Μαρτίου 1957 ένας πιτσιρικάς, 19 χρονών, Παφίτης από την Τσάδα, αποφάσιζε (κανείς δεν τον ανάγκασε) να κρεμαστεί για την Ελλάδα και την ελευθερία του. Μια μετριότητα, που αν και συναντάται πολλάκις σήμερα, σε όλες τις κινήσεις των κάθε λογής ηγετίσκων, σε όλες τις ομιλίες των Αναστασιάδηδων και των Κυπριανού, είχε εξαφανιστεί τότε, όταν ο Καραολής, ο Δημητρίου, ο Δράκος, ο Αυξεντίου, ο Ευαγόρας, ο Μάτσης, νέοι άλλης εποχής, κατάφεραν να κάνουν σκόνη τα όνειρα για αιώνια υποδούλωση των Ελλήνων του νησιού.
Νέοι άλλης εποχής, όχι μονάχα επειδή μεγάλωναν με άλλες αξίες, αλλά επειδή ήθελε μαγκιά και ψυχή βαθιά για να γράψει ένας 17χρονος «παλιοί συμμαθηταί, αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό μονάχα». Κι ακόμη, ήθελε μαγκιά για να πει ένας 18χρονος ενώπιον τρανών αποικιοκρατών «γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό, τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο».
Μαγκιά, που δυστυχώς μετατράπηκε σε μια αβάστακτη και ατέλειωτη μετριότητα ή ελαφρότητα στις μέρες μας. Δεν γνώριζε, προφανώς, ο Παλληκαρίδης, ότι οι τωρινοί συνομίληκοί του θα αποκαλούσαν επανάσταση τους πολλαπλούς συμβιβασμούς τους. Πως ακόμη και πάνω από το μνήμα του θα μιλούσαν για «ρεαλισμούς», οι αθεόφοβοι, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Πως, νέοι, θα «επαναστατούσαν» για να κάνουν τον κόσμο χειρότερο, για να εξαντλήσουν την «ελπίδα», για να «θάψουν» την Κερύνεια (και τη Μόρφου;), για να εξαφανίσουν δια παντός εκείνες τις πέντε συλλαβές που τόσο αγάπησε. Ε-λευ-θε-ρί-α.
Ο Παλληκαρίδης είναι ένας από εμάς. Είναι (όχι «ήταν») από έναν άλλον κόσμο. Τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου, τα χαράματα της 14ης Μαρτίου, κρέμασε ολόκληρη τη βρετανική αυτοκρατορία κι ας την επικροτούν ακόμα οι «λόρδοι» του νησιού, δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί. Ο Παλληκαρίδης από τότε, από την ώρα που ακούστηκε η καταπακτή στα ιερά Φυλακισμένα Μνήματα, «κρεμά» όσους θέλουν να κρεμάσουν αυτόν τον τόπο. Τους «κρεμά», τους αφήνει με ανοιχτά στόματα, όταν γράφει ξανά και ξανά το ανεπανάληπτο «είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί». «Κρεμά» τους γέρους που, σαν νέοι αποικιοκράτες, εγγυώνται την «πρόοδο», «κρεμά» τους νέους που σαν ζωντανοί-νεκροί ακολουθούν ηγέτες κομμάτων και προέδρους κατοχικών και μη καθεστώτων,επαναλαμβάνοντας «θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία». Ο Βαγορής είναι ένας από εμάς. Ο Ευαγόρας δεν φαντάστηκε πως εκείνη η «ανηφοριά» του θα γινόταν η ζωή και ο δρόμος μας. Δεν φαντάστηκε ότι στο όνομά του θα ερωτευόμασταν, με τη σκέψη στον Καραβά και στο Δίκωμο. Δεν φαντάστηκε ότι μαζί μας θα ανταμώσει, μαζί μας θα πάρει την άλλη (ή την ίδια) «ανηφοριά» που διασχίζει και θα διασχίσει κάθε γωνιά του τόπου, τη Λευκωσία, τη Μόρφου, την Κερύνεια, την Καρπασία, την Αμμόχωστο. Ο Ευαγόρας είναι δικός μας. Ξεροκατάπιαμε επανειλημμένα μπροστά στην αγχόνη του, προσκυνήσαμε τη μεγάλη μορφή του. Ο Ευαγόρας είναι οι «ελιές» του Μόντη (πάνω στον ρότσον τους), το «δειν» του Πασιαρδή (έρεσσεν τζιει που τα βουνά τζι έστεκεν μες τις ώρες), η «γη» του Μιχαηλίδη (το ’νιν αντάν να τρώει την γην τρώει την γην θαρκέται), ο «σπόρος» του Λίπέρτη (το ίδιον χωράφι), το «τραντάφυλλον» του Βασιλείου (ανοίξαν το τραντάφυλλον τζι εβκάλαν τους που μέσα). Ο Βαγορής είναι η Ελλάδα που αντιστέκεται. Ο Ευαγόρας είναι η ανηφοριά που πάει στη λευτεριά. Ο Παλληκαρίδης είναι το γέλιο των παιδιών μας.
«Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα εμείς ήμασταν αποικία της Βρετανίας κι αυτό συνέβαλε σημαντικά στη διαφοροποίηση της νοοτροπίας μας από την Ελλάδα», δήλωσε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, μια βδομάδα μετά τον απείρου κάλλους λόγο του στο μνημόσυνο του Αυξεντίου στον Μαχαιρά, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά τη μετριότητά του. Μια μετριότητα, που αν και υπήρχε πάντοτε σε αυτόν τον τόπο (από τους κοτζαμπάσηδες μέχρι τους «χειροκροτητές» του 1878), εξαφανίστηκε από το 1955 μέχρι το 1959, όταν οι ασύγκριτοι μάγκες της ΕΟΚΑ αποφάσισαν να τελειώσουν με την αποικιοκρατία και να μας ενώσουν με την Ελλάδα.
Μια μετριότητα που δεν τόλμησε να εισβάλει στις τότε Κεντρικές Φυλακές, όταν τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14η Μαρτίου 1957 ένας πιτσιρικάς, 19 χρονών, Παφίτης από την Τσάδα, αποφάσιζε (κανείς δεν τον ανάγκασε) να κρεμαστεί για την Ελλάδα και την ελευθερία του. Μια μετριότητα, που αν και συναντάται πολλάκις σήμερα, σε όλες τις κινήσεις των κάθε λογής ηγετίσκων, σε όλες τις ομιλίες των Αναστασιάδηδων και των Κυπριανού, είχε εξαφανιστεί τότε, όταν ο Καραολής, ο Δημητρίου, ο Δράκος, ο Αυξεντίου, ο Ευαγόρας, ο Μάτσης, νέοι άλλης εποχής, κατάφεραν να κάνουν σκόνη τα όνειρα για αιώνια υποδούλωση των Ελλήνων του νησιού.
Νέοι άλλης εποχής, όχι μονάχα επειδή μεγάλωναν με άλλες αξίες, αλλά επειδή ήθελε μαγκιά και ψυχή βαθιά για να γράψει ένας 17χρονος «παλιοί συμμαθηταί, αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό μονάχα». Κι ακόμη, ήθελε μαγκιά για να πει ένας 18χρονος ενώπιον τρανών αποικιοκρατών «γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό, τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο».
Μαγκιά, που δυστυχώς μετατράπηκε σε μια αβάστακτη και ατέλειωτη μετριότητα ή ελαφρότητα στις μέρες μας. Δεν γνώριζε, προφανώς, ο Παλληκαρίδης, ότι οι τωρινοί συνομίληκοί του θα αποκαλούσαν επανάσταση τους πολλαπλούς συμβιβασμούς τους. Πως ακόμη και πάνω από το μνήμα του θα μιλούσαν για «ρεαλισμούς», οι αθεόφοβοι, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Πως, νέοι, θα «επαναστατούσαν» για να κάνουν τον κόσμο χειρότερο, για να εξαντλήσουν την «ελπίδα», για να «θάψουν» την Κερύνεια (και τη Μόρφου;), για να εξαφανίσουν δια παντός εκείνες τις πέντε συλλαβές που τόσο αγάπησε. Ε-λευ-θε-ρί-α.
Ο Παλληκαρίδης είναι ένας από εμάς. Είναι (όχι «ήταν») από έναν άλλον κόσμο. Τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου, τα χαράματα της 14ης Μαρτίου, κρέμασε ολόκληρη τη βρετανική αυτοκρατορία κι ας την επικροτούν ακόμα οι «λόρδοι» του νησιού, δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί. Ο Παλληκαρίδης από τότε, από την ώρα που ακούστηκε η καταπακτή στα ιερά Φυλακισμένα Μνήματα, «κρεμά» όσους θέλουν να κρεμάσουν αυτόν τον τόπο. Τους «κρεμά», τους αφήνει με ανοιχτά στόματα, όταν γράφει ξανά και ξανά το ανεπανάληπτο «είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί». «Κρεμά» τους γέρους που, σαν νέοι αποικιοκράτες, εγγυώνται την «πρόοδο», «κρεμά» τους νέους που σαν ζωντανοί-νεκροί ακολουθούν ηγέτες κομμάτων και προέδρους κατοχικών και μη καθεστώτων,επαναλαμβάνοντας «θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία». Ο Βαγορής είναι ένας από εμάς. Ο Ευαγόρας δεν φαντάστηκε πως εκείνη η «ανηφοριά» του θα γινόταν η ζωή και ο δρόμος μας. Δεν φαντάστηκε ότι στο όνομά του θα ερωτευόμασταν, με τη σκέψη στον Καραβά και στο Δίκωμο. Δεν φαντάστηκε ότι μαζί μας θα ανταμώσει, μαζί μας θα πάρει την άλλη (ή την ίδια) «ανηφοριά» που διασχίζει και θα διασχίσει κάθε γωνιά του τόπου, τη Λευκωσία, τη Μόρφου, την Κερύνεια, την Καρπασία, την Αμμόχωστο. Ο Ευαγόρας είναι δικός μας. Ξεροκατάπιαμε επανειλημμένα μπροστά στην αγχόνη του, προσκυνήσαμε τη μεγάλη μορφή του. Ο Ευαγόρας είναι οι «ελιές» του Μόντη (πάνω στον ρότσον τους), το «δειν» του Πασιαρδή (έρεσσεν τζιει που τα βουνά τζι έστεκεν μες τις ώρες), η «γη» του Μιχαηλίδη (το ’νιν αντάν να τρώει την γην τρώει την γην θαρκέται), ο «σπόρος» του Λίπέρτη (το ίδιον χωράφι), το «τραντάφυλλον» του Βασιλείου (ανοίξαν το τραντάφυλλον τζι εβκάλαν τους που μέσα). Ο Βαγορής είναι η Ελλάδα που αντιστέκεται. Ο Ευαγόρας είναι η ανηφοριά που πάει στη λευτεριά. Ο Παλληκαρίδης είναι το γέλιο των παιδιών μας.
Πηγή: Blog ...Είναι η Κύπρος που οι εμπόροι τη μισούνε
No comments:
Post a Comment