Η μάνα μου έχει μια εικόνα σπίτι μας, ανάμεσα στις άλλες η οποία είναι πολύ διαφορετική. Από πιτσιρικάς ακούω τη διήγηση. Η προγιαγιά της η Μαριάνθη την έκρυψε στη φούστα της, ως το μοναδικό ενθύμιο από το σπίτι της στη Σμύρνη, γιατί την είχε πάρει καινούρια λίγο καιρό πριν το χαλασμό. Στο πήγαινε για το λιμάνι έχασε άντρα και τρία παιδιά. Έζησε αυτή και η κόρη. Μαζί τους είχαν κάτι χρυσά κοσμήματα και λίγες λίρες. Όλα τα άλλα που είχαν (είχαν μεγάλη περιουσία λέει η αφήγηση), τα έθαψαν βαθιά στην αυλή, γιατί ήταν σίγουροι ότι θα ξαναγυρίσουν.
Στην Αθήνα -συνεχίζουν οι διηγήσεις της οικογένειας- δεν υπήρξαν εύκολα τα πράγματα αλλά αυτά είναι χιλιοειπωμένα: τις έβριζαν τις Σμυρνιές γιατί πλενόντουσαν κάθε μέρα και γιατί ασβέστωναν τα σπίτια συχνά. Κρατούσαν αλλιώτικη προφορά και είχαν άλλα αντέτια.Μερικά χρόνια μετά η προγιαγιά, δυνατή και γενναία, βρήκε δεύτερο άντρα, έκανε κι άλλα παιδιά. Έζησε, λοιπόν, Κατοχή και πόλεμο και αντίσταση και μετεμφυλιακό κράτος. Έζησε και το ’55 και τα Ιουλιανά. Έζησε όσο να δει τη μάνα μου, μεγάλο κορίτσι στο σχολείο και να καμαρώσει την πρώτη της οικογένειας που θα μορφωνόταν, γιατί το θεωρούσε σημαντικό. Μόνο που -όσο λέει η ιστορία μας- δεν χαμογέλασε ποτέ, δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα και δεν πήγε σε γάμους των παιδιών της. Το μεγάλο της πένθος ήταν ότι δεν ξαναγύρισε πίσω. Στην δισεγγόνα που πήγε στο σχολείο έμεινε η εικόνα της Αγίας Μαργαρίτας με το σπαθί, μια εικόνα ρωμαιοκαθολικής τεχνοτροπίας. Η Αγία Μαργαρίτα η “θαλασσοβρεγμένη” που πέρασε το Αιγαίο…
Ιστορίες σαν την παραπάνω δεν υπάρχουν μόνο στο δικό μου σόϊ. Υπάρχουν σε χιλίαδες σόγια. Στα σχολικά βιβλία αναφέρεται ως αριθμός προσφύγων το 1.221.849, με βάση τα στοιχεία της απογραφής του 1928. Μάλιστα ως μέρη από όπου ήρθαν διαβάζουμε: Μικρά Ασία, Ανατ. Θράκη, Πόντος, Κων/πολη, Καύκασος, Ρωσία, Βουλγαρία, Σερβία, Αλβανία, Άλλες περιοχές (Δωδεκάνησα, Ρουμανία, Κύπρος, Αίγυπτος). Αν κάτσουμε και το καλοσκεφτούμε, όλοι αυτοί οι άνθρωποι ούτε μεταξύ τους, ούτε με τους “παλαιοελλαδίτες” μπορούσαν να συνεννοηθούν ακόμα και στα πιο απλά πράγματα. Λοιπόν, το γλωσσικό ή το ζήτημα των εθίμων έμπαινε στην ημερήσια διάταξη, όπως πάντα μπαίνει το ζήτημα της συνύπαρξης. Κι όμως η ζωή τα έφερε έτσι που όλα λύθηκαν και κανείς δεν θυμάται σήμερα, αν οι Σμυρνιές ασβέστωναν τα σπίτια ή έκαναν μπάνιο κάθε μέρα και πόσο σκάνδαλο μπορεί αυτό να προκαλούσε στους παλαιοελλαδίτες.
Επίσης η ρημάδα η ταξική πάλη πήρε τα πάνω της. Όσο κι αν δεν το ομολογούν τα σχολικά βιβλία και η “κρατική ιστορία”, οι πρώτοι που πολέμησαν στην Αλβανία ήταν πρόσφυγες που είχαν, μέσα σ’ όλα, και την ανάγκη να υπερασπιστούν τη νέα πατρίδα ή να δείξουν ότι κι αυτοί είναι Έλληνες, ίσως και να ξεπληρώσουν ένα χρέος που ένιωθαν δικό τους ενώ δεν υπήρξε ποτέ. Ακόμα, αν δεν υπήρχαν οι πρόσφυγες, κυρίως τα παιδιά τα γεννημένα στην Ελλάδα μετά το 1922, το ΕΑΜ κι ο ΕΛΑΣ, δεν θα είχε τόσους μάχιμους στις πόλεις και την ύπαιθρο. Όπως τα γράφει πολύ ωραία και συγκεντρωμένα ο φίλος μου ο Ιάσονας Χανδρινός (Το τιμωρό χέρι του λαού, 2012): “είναι αυταπόδεικτο πως σε ορισµένες προσφυγικές συνοικίες, το ΕΑΜ απολάµβανε της µαζικής αποδοχής του κόσµου ή, στην χειρότερη περίπτωση, της ανοχής του. Συνοικίες όπως η Καισαριανή, η Καλλιθέα, ή η Κοκκινιά έτρεφαν και έδιναν άσυλο για έναν ολόκληρο χρόνο σε πολιτικές οργανώσεις, στελέχη, τυπογραφεία και τουλάχιστον 200 ένοπλους µαχητές που οπλοφορούσαν ανοιχτά στους δρόµους, έμεναν σε σπίτια ή κοιμόντουσαν άφοβα σε ταράτσες”. Και στο ίδιο σημείο μας θυμίζει αποσπάσματα από τη Μέλπω Αξιώτη που ανέφερε πως: “Εµείς στο ∆ουργούτι είµαστε οι Αρµένηδες […] Εµείς πρωτοφτιάσαµε τον ΕΛΑΣ της πόλης […] Μονοκούκι το ∆ουργούτι ήτανε µαζί µας” αλλά και “Τα Αρµενάκια τα σκοτώνανε µες στα κρατητήρια µόνο και µόνο επειδή ήταν Αρµενάκια”…
Οι πρόσφυγες λοιπόν, πέρα από άνθρωποι που έχουν την άναγκη μας τώρα, άμεσα, είναι και ένα κομμάτι ζωντανό που δεν είναι μόνο περατάρικο. Φυσικά και θα φύγει η πλειοψηφία και το αίτημά μας είναι να ανοίξουν τώρα τα σύνορα για να περάσουν οι άνθρωποι. Να το πω αλλιώς, δεν θέλω να στα σύνορα της χώρας μου που δεν είναι σε πόλεμο, να γίνουν εκατόμβες αθώων νεκρών για συμφέροντα άλλων. Πέρα από αυτό όμως καλό θα είναι να ξέρουμε ότι θα μείνει και κόσμος αρκετός. Κι αυτός ο κόσμος δεν πρέπει να μείνει ούτε σε γκέτο, ούτε σε φυλακές, ούτε σε στρατόπεδα.
Ξεφυλλίζοντας το Δευτερονόμιο θα πέσει κανείς πάνω σε μια πολύ όμορφη φράση (Δευτ. 23: 16-17): “Οὐ παραδώσεις παῖδα τῷ κυρίῳ αὐτοῦ, ὃς προστέθειταί σοι παρὰ τοῦ κυρίου αὐτοῦ· μετὰ σοῦ κατοικήσει, ἐν ὑμῖν κατοικήσει οὗ ἂν ἀρέσῃ αὐτῷ, οὐ θλίψεις αὐτόν.”δηλαδή: “Μην παραδώσεις παραπαίδι (ή δούλο αλλιώς) στον κύριό του, ο οποίος ήρθε να μείνει με σένα παρά τη θέληση του κυρίου του. Με σένα θα μείνει, θα μείνει ανάμεσά σας όπου θέλει αυτός, δεν θα τον στεναχωρήσεις”. Άρα, στα χωριά μας, που τα ερήμωσε η καπιταλιστική ανάπτυξη του προηγούμενου αιώνα, στις πόλεις μας, στις γειτονιές μας, στα άδεια σπίτια μας. Εκεί θα μείνουν. Μαζί μας. Στην αρχή ίσως είναι περίεργα και το “καλημέρα” δεν το ξέρουμε και στα συριακά, στα φαρσί ή στα ούρντου ή δεν ξέρω σε ποια άλλη γλώσσα. Αλλά η ζωή έχει τον τρόπο της και εμείς που έχουμε ματώσει στον οικονομικό πόλεμο που τόσα χρόνια μας συμβαίνει, έχουμε κι εμείς τον δικό μας τρόπο. Θα μοιραστούμε ό,τι φτώχια έχουμε τώρα, για να πάρουμε δύναμη για το αύριο. Να δυναμώσουμε την αλληλεγγύη, να την κάνουμε πολιτική πράξη, να πλατύνουμε τις τάξεις μας, να φέρουμε κόσμο που θα αγωνιστεί μαζί μας και όχι εναντίον μας. Για να ξανακάνουμε αυτόν τον τόπο, μια όμορφη γωνιά να τη λέει κανείς πατρίδα, από όπου κι αν ξεκίνησε κάποτε κι ας κουβαλάει μαζί του τα δικά του ενθύμια για να δώσει στα δικά του δισέγγονα…
ΥΓ: Κι επειδή η προσφυγιά είναι το τραγούδι της….
No comments:
Post a Comment