ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 15 ΜΑΡΤΙΟΥ 1945
Η Αριστερά, που ήταν η ψυχή και η κινητήρια δύναμη του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης στο εσωτερικό, είχε στά χέρια της την πραγματική εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα. Την άνοιξη του 1944 η πραγματική αυτή εξουσία οργανώνεται με τη μορφή της ΠΕΕΑ. Εκφράζεται έτσι και η ανάγκη να πάρει επίσημη μορφή η εξουσία που ασκείται στην ύπαιθρο, μα και η ανάγκη που αισθάνεται το κίνημα ν’ ανταποκριθεί η εξωτερική έκφρασή του περισσότερο προς την εσωτερική σύνθεσή του.
Το ΚΚΕ αντιπροσωπεύει την ισχυρή παράταξη. που απ’ την πρώτη στιγμή έδωκε στο κίνημα αυτό την πείρα, τη μαχητική ικανότητα και την απεριόριστη προσφορά της ατομικής και ομαδικής αυτοθυσίας των μελών του και του συνόλου του μηχανισμού του. Όμως το ΚΚΕ δεν εκφράζει ιδεολογικά τη θέληση της πλειοψηφίας των λαϊκών βάσεων, που συγκροτούν το εαμικό κίνημα. Η πλειοψηφία αυτή είναι δημοκρατική, και κατά ένα δικό της τρόπο, τείνει προς το σοσιαλισμό. Μες το ΕΑΜ, γύρω απ’ την ΕΛΔ, τα σοσιαλιστικά και αγροτικά Κόμματα, υπάρχει το σπέρμα μιας ηγεσίας, που ανταποκρίνεται προς τις ιδεολογικές τάσεις αυτών των βάσεων. Η ηγεσία αυτή όμως είναι τεμαχισμένη, η ίδια διαπλάθεται και δημιουργείται μες τα τραγικά γεγονότα που ζει, είναι στο μέγιστο μέρος της οργανωτικά ανώριμη για ν’ ασκήσει τον έλεγχο και την καθοδήγησή της στο σύνολο του εαμικού μηχανισμού.
Η ΠΕΕΑ δεν είναι μόνο η νομική μορφή που πήρε η ανάγκη νά οργανωθεί σταθερότερα και με σαφέστερο πολιτειακό σχήμα η πραγματική εξουσία που ασκούσε το ΕΑΜ, όπου είχε απομακρύνει τις αρχές κατοχής. Ήταν και η εκδήλωση ταυτόχρονα της πολιτικής ανάγκης να ισορροπηθεί η σύνθεση της ηγεσίας του εαμικού κινήματος και, βαθμιαία, μεσ’ απ’ την οργάνωση των εξουσιών του, να φτάσει έτσι το κίνημα σε μια εξωτερική πολιτική έκφραση, που ν’ ανταποκρίνεται προς την εσωτερική σύνθεσή του.
Εξάλλου ο σχηματισμός της ΠΕΕΑ θα δημιουργούσε στο λαό την πεποίθηση πως μια νεα περίοδος ανοίγεται στη Διοίκηση της Ελεύθερης Ελλάδας. Ο αυτοσχεδιασμός, ο κομματικός παρεμβατισμός που επικράτησε σε μεγάλο βαθμό, και η φοβερή καχυποψία έπρεπε για την κοινή συνείδηση να διορθωθούν. Ήταν βέβαια ως ένα μεγάλο σημείο μοιραία φαινόμενα. Μα όλοι πίστευαν πως η κατάσταση μπορούσε να καλυτερέψει. Η πνοή ήταν πολύ ωραία. Στην εφαρμογή ζητιόταν η καλυτέρεψη. Ο λαός αγάπησε την Αυτοδιοίκηση. Γι’ αυτό και αντιπάθησε τίς κομματικές αναμίξεις σ’ αυτή. Και αγάπησε με πάθος τον αγώνα για τη λευτεριά. Γι’ αυτό η υπερβολή στην «επαγρύπνηση» τού ήταν αποκρουστική. Ό,τι θα μπορούσε να διαπιστώσει κανείς σήμερα είναι πώς η ΠΕΕΑ έγινε πολύ αργά κ’ έζησε πολύ λίγο για να μπορέσει ν’ αποδώσει το μέγιστο της ωφελείας της.
Αν η ΠΕΕΑ είχε γίνει νωρίτερα θα φτάναμε σέ μια πραγματική εθνική ενότητα που, να εκφράζει με πιο πολλή ακρίβεια το συσχετισμό των δυνάμεων, Αντίστασης – Αντίδρασης, με σαφή επικράτηση τουλάχιστο του πνεύματος τής Αντίστασης, όπως έγινε στο μέγιστο τμήμα τής απελευθερωμένης Ευρώπης. Η καθυστέρηση στην ίδρυση τής ΠΕΕΑ έκανε αδύνατο αυτό το έργο…[…]
Δε μπορούν να ιστορηθούν εδώ όλες οι λεπτομέρειες των δραματικών ημερών πού προηγήθηκαν απ’ τις 3 Δεκεμβρίου…[…]
Η πρόσκληση του στρατηγού Σαράφη από τον κ. Σκόμπυ και η αξίωσή του να υπογραφεί αμέσως και μπροστά του η διαταγή για την αποστράτευση, η πρόσκληση των υπουργών Σβώλου καί Ζέβγου και η αξίωσή του να τού υπογράψουν δήλωση πώς αποκηρύσσουν τις πράξεις βίας τού ΕΛΑΣ, τα απίθανα διαγγέλματα τού κ.Σκόμπυ τής 30 —11—44 καί, παράλληλα, η υπαναχώρηση τού κ. Παπανδρέου άπ’ τό σχέδιο συμφωνητικού τής 23—11—44 που είχε υπογράψει (όπου συμφωνείται η γενική αποστράτευση), ό δόλιος διορισμός των 252 αξιωματικών τής εθνοφυλακής, χωρίς προσυνεννόηση, η μυστική πρόσκληση όλων των χωροφυλάκων στην Αθήνα, η διατήρηση ενόπλων των υποδίκων ταγμάτων ασφαλείας και χίλια ακόμη περιστατικά – μές τη γενική ατμόσφαιρα πού δημιουργεί ο αντιδραστικός τύπος, βεβαίως δεν είναι γεγονότα πού κατευνάζουν τις ανησυχίες.
Μές σ’ αυτή την ψυχολογία πρέπει να τοποθετηθεί η τελική άρνηση του Π. Γ. τού Κ.Κ.Ε. να υπογραφεί το συμβιβαστικό σχέδιο για το στρατιωτικό (28-11-44), θέση πού υιοθετείται αργότερα άπ’ την Κ. Ε. του ΕΑΜ. Πραγματικά, όταν ό κ. Παπανδρέου δήλωσε — παρά την υπογραφή του τής 23—11—44 — πώς δεν ήταν δυνατός ό γενικός αφοπλισμός (πράγμα, πού όπως εξήγησε αργότερα, έκανε ύστερ’ από επιστολή του κ. Σκόμπυ, όπου γίνονταν λόγος και για την «προσωπική γνώμη του κ. Τσώρτσιλ» να μη διαλυθεί ή ’Ορεινή Ταξιαρχία!) η Αριστερά δέχτηκε τη συμβιβαστική λύση να διατηρηθεί ίση δύναμη του ΕΛΑΣ, πού ν’ άπαρτίσει ένα μικτό τμήμα Εθνικού Στρατού μαζί με την Ταξιαρχία και τον Ιερό Λόχο. Το σχετικό σχέδιο το ενέκρινε ό κ. Παπανδρέου σέ συνάντησή του με τούς εαμικούς υπουργούς. Μα την άλλη μέρα το έστειλε να υπογράφει αλλαγμένο, κατά τούτο πώς οι μονάδες προβλέπονται ανεξάρτητες, ασύνδετες. Μικρή ή μεγάλη, ύστερ’ από όλα τα προηγούμενα, η άλλαγή αυτή γιγάντωσε τη δυσπιστία.
Και μέσα σ’ όλα—ενώ στις 28, 29, 30 γίνονται προσπάθειες να βρεθεί πάντως μιά λύση—ό κ. Παπανδρέου ΠΡΟΚΑΛΕΙ την κυβερνητική κρίση. Αληθινά, την 1η Δεκεμβρίου στέλνει στους εαμικούς υπουργούς να υπογράψουν διαταγή να παραδώσει η πολιτοφυλακή την υπηρεσία στην εθνοφυλακή, και παραγγέλνει πώς η υπογραφή αυτή αποτελεί θέμα εμπιστοσύνης. Ξέρει πώς η υπογραφή αυτή είναι αδύνατη, αφού εκκρεμεί το γενικό ζήτημα. Τόσο το περιεχόμενο τής παραγγελίας τού κ. Παπανδρέου όσο και ο τρόπος που έγινε αποδείχνουν πώς ΗΘΕΛΕ πιά τη ρήξη. Στό περιβάλλον του είχε αναπτυχθεί ο μύθος των 24 ωρών• η πεποίθηση πώς μέσα σε 24 ώρες θα ξεκαθαρίζονταν η Αθήνα απ’ τούς Ελασίτες. Η ενίσχυση του κ. Σκόμπυ είναι υπεσχημένη. Γιατί να συζητει μέ την Αριστερά, όταν μπορεί να τη συντρίψει;
Τα παραπέρα γεγονότα, το συλλαλητήριο τής 3ης Δεκεμβρίου, η απαγόρευση ύστερ’ από την άδεια, οι φόνοι αόπλων κλπ. πράγματα πού αποτελούν το έναυσμα, είναι πια μοιραία αποτελέσματα τής απόφασης του κ. Παπανδρέου. Η απόφαση υπάρχει. Απόδειξη ότι, όταν την επομένη του συλλαλητηρίου γίνεται φώς φανάρι πώς η κυβέρνηση Παπανδρέου δε μπορεί πιά να σταθεί, και ό κ. Παπανδρέου υποβάλλει επιτέλους την παραίτησή του, σέ λίγες ωρες την αποσύρει, με τη συμφωνία του κ. Λήπερ καί του κ. Σκόμπυ… […]
Δεν είναι μόνο ό κυρίως πολιτικός χειρισμός τού ζητήματος πού είναι άξιος για αυστηρή κριτική. Και από άλλες απόψεις πρέπει να σημειωθούν καίρια σφάλματα. Πρώτα—πρώτα η ομαδική σύλληψη αμάχων—η ομηρία. Κανένας δε μπορεί ν’ αρνηθεί πώς αυτό το μέτρο εφαρμόστηκε αφού πρώτα, όπου έμεναν ή όπου έμπαιναν οι κυβερνητικοί, έκαναν αθρόες συλλήψεις αμάχων και αφού ανακοινώθηκε άπ’ το ραδιόφωνο η αποστολή των πρώτων τριών χιλιάδων στην Αφρική. Τα επίσημα ανακοινωθέντα τού στρατηγού Σκόμπυ ονόμασαν βέβαια αυτούς τούς αμάχους «αιχμαλώτους», ενώ βούιξε ό τόπος για τούς «ομήρους» τού ΕΛΑΣ…. Μα οι λέξεις δεν αλλάζουν την αλήθεια. Κι η αλήθεια είναι πώς οί κυβερνητικοί συνέλαβαν πρώτοι αμάχους, ομήρους.
Μα τούτο δεν είναι αρκετό για να δικαιολογήσει το μέτρο αυτό από μέρους τού ΕΛΑΣ. Πρώτον γιατί εφαρμόστηκε με τρόπο τόσο γενικό χωρίς την ελάχιστη διάκριση ώστε ένα άδικο μέτρο καθ’ εαυτό να γίνει ακόμη πιο άδικο στην πράξη. Δεύτερο γιατί με την έλλειψη μεταφορικών μέσων και ειδών διατροφής, οργανώθηκαν αυτά τα καραβάνια των πεζών πού περπατούσαν εκατοντάδες χιλιόμετρα, κι απόκτησαν την όψη του κάτεργου και το Φωτοστέφανο του μαρτυρίου. Τέλος γιατί δεν πάρθηκαν αρκετά μέτρα ώστε τουλάχιστον να προφυλαχτεί η ζωή τους. Οχι μόνο υπάρχουν θάνατοι (λίγοι ή πολλοί αδιάφορο) άπ’ την κακουχία, μα και εκτελέσεις ομήρων υπάρχουν για άγνωστες ή απίθανες αιτίες. Και τούτο πρόσθεσε στα άλλα. Είναι βέβαιο πώς οι πλείστες απ’ αυτές τις υπερβασίες είναι αποτέλεσμα οικτρών πρωτοβουλιών κατώτερων οργάνων. Μα είναι επίσης βέβαιο πώς και η λήψη του μέτρου γενικά και η μεγάλη εγκατάλειψη στην πρωτοβουλία των κατωτέρων είναι λάθη ηγεσίας.
Κι’ έπειτα είναι οι εκτελέσεις. Πόσες είναι ακριβώς; Πώς έγιναν; Η «καπηλεία των πτωμάτων» πού έγινε μετά την αποχώρηση του ΕΛΑΣ άπ’ την Αθήνα προκαλεί την αγανάκτηση κάθε τίμιου ανθρώπου. Η αστυνομική σκηνοθεσία τής εκταφής ακρωτηριασμένων πτωμάτων ανθρώπων πού είχαν πεθάνει πολύ φυσιολογικά και είχαν ταφεί απολύτως αρτιμελείς αλλού από εκεί όπου έγινε η «εκταφή» τους μαζί με ό,τι άλλο δημιούργησε η σαδιστική φαντασία των κουρασμένων μεγαλοαστών, είναι πράγματα πασίγνωστα κι αποτελούν σήμερα κοινή συνείδηση. Δειλά δειλά στην αρχή και τώρα πολύ θαρρετά, ό καθένας εκφράζει μεγαλόφωνα την απορία του πώς επιτέλους κανενός ο θάνατος δεν αναγγέλλεται από όλμο, από πυροβόλο τάνκς, από τίς χιλιάδες βλήματα πού τα πολεμικά ανακοινωθέντα τού κ. Σκόμπυ ανέφεραν ότι έπεσαν στην Αθήνα «από ξηράς, θαλάσσης και αέρος».
Ολοι οι νεκροί των 33 ημερών έχουν «αγρίως σφαγιασθεί…». Μα όλ’ αυτά δεν εξαφανίζουν το θέμα των εκτελέσεων. Υπάρχουν εκτελέσεις, και εκτελέσεις άδικες ή άτοπες. Αλήθεια είναι πώς ένα ποσοστό είναι, μοιραίο επακόλουθο τής ένοπλης λαϊκής εξέγερσης. Το πάθος του εμφυλίου πολέμου εξηγεί ένα μέγα μέρος αυτών των εκτελέσεων. Κανείς άλλωστε δε λησμονεί πώς τα Δεκεμβριανά γίνονται ύστερ’ από την 4αυγουστιανή δικτατορία, μα και ύστερ’ από τέσσερα χρόνια πρωτοφανούς ωμότητας των καταχτητών και απίθανης σκληρότητας των οργάνων του, πού έκαναν να συμπυκνωθεί μές την ψυχή του αγωνιζόμενου λαού δικαιολογημένο μίσος.
Έπειτα, για άλλους, είναι η ένοπλη εξέγερση η ευκαιρία για να ξοφλήσουν έναν παλιό λογαριασμό. Προσποιούμενοι πώς κατέχονται από επαναστατικό μένος, ικανοποιούν προσωπικά πάθη. Τέλος, μές σ’ αυτή τη γενική εξέγερση, άνθρωποι ανακατεύονται πού έχουν ένστιχτα εγκληματικά καί «κάνουν τήν τύχη τους», σκοτώνοντας όσο μπορούν. Όλοι αυτοί ξένοι προς το Λαϊκό Κίνημα, ξένοι προς τον υψηλό παλμό των αληθινών αγωνιστών. Ποιο είναι το ποσοστό του αναπόφευκτου στην περίπτωση αυτή και που αρχίζει η ευθύνη τής ηγεσίας είναι αδύνατο να διακριθεί. Είναι βέβαιο πώς σ’ αυτή τη μάχη δεν υπάρχει ένα μέτωπο πού να ελέγχεται απόλυτα. Η καθολικότητα είναι χαρακτηριστικό της. Μα ούτε το πάθος ούτε ή εκδίκηση ούτε η εγκληματικότητα αρκούν για να εξαλείψουν το γενικό αίσθημα πώς δεν υπήρξε αρκετή φροντίδα για ν’ αποφευχθούν η υπερβολή, το πλήθος των εκτελέσεων. Μέ διαταγές αυστηρότερες, μέ μεγαλύτερη επαγρύπνηση, πιστεύουν όλοι πώς το κακό θα ήταν μικρότερο, όπως κ’ οι αδικίες πού βαραίνουν σήμερα το κίνημα. Το ίδιο ισχύει και για τις λεηλασίες. Τα όσα έκαναν οι εθνοφύλακες και οι ξένοι στρατιώτες δεν πρέπει να μας κάνουν να καλύψουμε τις υπερβασίες πού έγιναν, όχι απ’ τον τακτικό ΕΛΑΣ, μ από άλλους σχηματισμούς. Ας έκαναν ό,τι ήθελαν οι εθνοφύλακες και οι ξένοι. Τις δικές του δυνάμεις ο λαός τις ήθελε άμεμπτες…[…]
Ένα κόμμα σαν την ΕΛΔ δε μπορεί να έχει κατ’ αρχήν αντίθεση προς την έννοια τις λαϊκής εξέγερσης, γιατί αυτό θα ήταν αντιστορική, αντεπαναστατική, αντισοσιαλιστική στάση. Ανεξάρτητα άπ’ το σοσιαλισμό, η ιστορία είναι γεμάτη από μικρές ή μεγάλες εξεγέρσεις που εξυπηρέτησαν βαθύτατα την ανθρώπινη πρόοδο, ή, σέ συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, έσπρωξαν σέ προοδευτικές λύσεις. Μα, τη συγκεκριμένη ώρα πού η Ελλάδα κατέχεται, με την έγκριση του ΕΑΜ, από συμμαχικά στρατεύματα και ό πόλεμος εξακολουθεί, ή ένοπλη εξέγερση δε μπορούσε να καταλήξει στο ξερίζωμα του φασισμού, θα κατέληγε σέ κάποιο συμβιβασμό.
Μεγάλο μέσο για μικρό αποτέλεσμα. Μεγάλο μέσο, πού κινδύνευε—όπως κ’ έγινε—να φέρει αντίθετο αποτέλεσμα. Να δώσει μια όψη νομιμότητας στην Αντίδραση. Να τής δώσει και λαϊκή βάση ακόμη, πού στηρίχθηκε σέ όσους τρόμαξαν άπ’ την εξέγερση και κυρίως άπ’ τις υπερβασίες της. Να δώσει ακόμη χρώμα «δικαιοσύνης» στο διωγμό τής Αντίστασης.
Αυτοί ήταν οι λόγοι πού μας έκαναν να καταπολεμήσουμε κάθε εξτρεμιστική διάθεση και να συμφωνήσουμε προς κάθε συμβιβαστική λύση. Ανάμεσα στην ψύχωση τής 10ης Δεκεμβρίου και το φόβο τής 11ης Δεκεμβρίου, κρατηθήκαμε στη θέληση τής συνδιαλλαγής. Από κει πηγάζει ή αποδοχή μας (πού είναι άλλωστε ταυτόχρονη με την άποδοχή και του συναγ. Ζέβγου) τού συμβιβαστικού σχεδίου απόφασης τού Υπουργικού Συμβουλίου για τη λύση τού στρατιωτικού.
Βέβαια ή λύση αυτή σήμαινε μια υποχώρηση από μέρους τού ΕΑΜ. Αλλά είναι επίσης βέβαιο πώς το σχέδιο τής Απόφασης περιείχε μια σειρά από προϋποθέσεις πού, αν δεν είχαν πραγματοποιηθεί ώς τις 10 Δεκεμβρίου, θα δικαιολογούσαν την άρνηση, τότε, να παραδοθούν τα όπλα ενώ αν επρόκειτο να πραγματοποιηθούν, θ’ αποτελούσαν κάποια εξασφάλιση.
Όταν το Π.Γ. του Κ.Κ.Ε. αρνήθηκε την τελική υπογραφή αυτού του σχεδίου, ό Γενικός Γραμματέας ζήτησε από την Ολομέλεια της Κ.Ε. (27-12-44) την άδεια να παραιτηθεί από το Υπουργείο τής Εθνικής Οικονομίας, πρώτον γιατί ήταν προσωπικά εκτεθειμένος αφού είχε υποβάλει το σχέδιο, και δε μπορούσε να ζητήσει παρά μόνο να διορθωθεί η διατύπωση και να γίνει δεχτή η δική του (ενιαία διοίκηση μικτού τμήματος Ορεινής Ταξιαρχίας-Ιερού Λόχου και Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ)• δεύτερον γιατί ό χειρισμός πού γινόταν δεν θα οδηγούσε σέ συμφωνία. Τρίτον γιατί, αφού δεν είχε διατυπωθεί έστω έκ των υστέρων διαφωνία στη χρονολογία τής 10ης Δεκεμβρίου, αφού δεν αντιτάξαμε δίκαιη άρνηση στην υπαναχώρηση του κ.Παπανδρέου και δεχτήκαμε τη συμβιβαστική λύση, ήταν, από πολιτική άποψη, φανερό πώς μόνο την υπογραφή τού δικού μας σχεδίου μπορούσαμε ν’ αξιώσουμε πια γιατί, αλλιώς, σέ μάς θα έπεφτε η μομφή τής υπαναχώρησης. Η Κ.Ε. έδωκε αυτή την άδεια τής παραίτησης, μαζί με την εντολή να επιδιωχτεί η συνδιαλλαγή με κάθε θυσία και με προσπάθεια να μη διασπαστεί το ΕΑΜ.
Ευθύς αμέσως επικράτησε η γνώμη, τόσο στην ηγεσία τής ΕΛΔ όσο και στους εξωεαμικούς υπουργούς, πού είχαν την ίδια άποψη με την ΕΛΔ, και πού κατέβαλαν έντονες προσπάθειες για τη συνδιαλλαγή, πώς η τυχόν μονομερής παραίτηση κινδύνευε να οδηγήσει στην επιτάχυνση τής κρίσης και στη διάσπαση του ΕΑΜ. Απ’ την άλλη μεριά ό κ. Παπανδρέου έμενε αδιάλλακτα στην άποψή του. Η παραίτηση θα ενίσχυε την αδιαλλαξία του και επομένως δεν θα ωφελούσε την συνδιαλλαγή. Γι’ αυτό εξακολούθησαν -χωρίς παραίτηση—οι προσπάθειες για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης ως τη στιγμή πού, όπως ειπώθηκε παραπάνω, ο κ. Παπανδρέου προκάλεσε την κυβερνητική κρίση.
Στη συνεδρίαση της Κ.Ε. του ΕΑΜ πού ακολούθησε, η ΕΛΔ δέχεται το γενικό αφοπλισμό σάν πολιτικό σύνθημα — αφού ο ίδιος ο κ. Παπανδρέου ξεφεύγει απ’ το συμβιβασμό. Μα είναι απόφαση της Κεντρικής πώς η κυβερνητική κρίση δεν σημαίνει ένοπλη ρήξη—πώς, αντίθετα, πρέπει να αποφύγουμε κάθε πρόκληση από μέρους τής Αντίδρασης και να επιδιώξουμε πολιτικά την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου και το σχηματισμό νέας κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, με το γνωστό πρόγραμμα. (Με το ίδιο πνεύμα αποφασίζονται και νέα μέτρα από την Κ.Ε. του ΕΑΜ στις 2 Δεκεμβρίου).
Ήταν αδύνατο αυτό; Αποδείχτηκε πώς όχι. Πραγματικά, ύστερ’ απ’ το Συλλαλητήριο τής 3ης Δεκεμβρίου ό Παπανδρέου παραιτείται. Προς την κατεύθυνση αυτή έγινε διάβημα απ’ την ΕΛΔ στον κ. Καφαντάρη. Ταυτόχρονα ό συναγ. Ζέβγος δήλωνε στον Θ. Σοφούλη πώς το Κ.Κ.Ε. δέχεται σχηματισμό νέας κυβέρνησης από τον ίδιο τον κ. Σοφούλη. Γιατί ανακαλείται η παραίτηση; Το πρόσχημα είναι πώς αρχίσαν να καταλαμβάνονται (Τρίτη 4 Δεκεμβρίου) αστυνομικά τμήματα. Είναι φανερό, πώς η Αντίδραση αφού είχε πετύχει να σπρώξει προς ορισμένες ενέργειες τον ΕΛΑΣ, δέ μπορούσε ν’ αφήσει την «ευκαιρία» να τον χτυπήσει βίαια. Και ό εμφύλιος πόλεμος αρχίζει.
Η ηγεσία τής ΕΛΔ καθορίζει τη θέση της : Είμαστε εναντίον του εμφυλίου πολέμου και εναντίον των ενεργειών πού έδωσαν προσχήματα στην Αντίδραση. Μένουμε στο στρατόπεδό μας, αλλά θα επιδιώξουμε τον άμεσο τερματισμό των εχθροπραξιών.
Μόλις κατορθώθηκε να επιδοθούν επιτέλους οι όροι του κ. Σκόμπυ εκδηλώνουμε, μαζί με το συναν. Σβώλο, τη γνώμη μας πώς πρέπει να γίνουν δεχτοί. Όταν αρχίζει ή εφαρμογή του μέτρου τής ομηρίας διαμαρτυρόμαστε, μαζί με άλλα μέλη τής Κ.Ε. του ΕΑΜ. Στη συνεδρίαση τής Κ.Ε. του ΕΑΜ τής 6-12-44 υποστηρίζουμε πάλι την άμεση αποδοχή των όρων του στρατηγού Σκόμπυ και μειοψηφούμε ρητά. Όταν έρχεται ό κ. Τσώρτσιλ, υποστηρίζουμε και πάλι την ανάγκη του τερματισμού του αγώνα. Στις 27-12-44 συνέρχεται η Κ. Ε. του Κόμματος πού εγκρίνει τη γραμμή πού ακολουθήθηκε ως τότε και δίνει την εντολή στο Γεν. Γραμματέα να συναντηθεί με το Π.Γ. του Κ.Κ.Ε. και, αν διαπιστώσει αδιαλλαξία, να συγκαλέσει την Κ.Ε. τής ΕΛΔ για να παρθούν νέες αποφάσεις.
Η νέα συνάντηση πραγματοποιείται μετά την αναχώρηση του κ. Τσώρτσιλ. Το Π.Γ. του Κ.Κ.Ε. και η Κ.Ε. του ΕΑΜ έχουν οριστικά πάρει απόφαση να υποχωρήσουν. Ο συναγ. Σβώλος παίρνει την εντολή να συναντήσει μ’ αυτό το πνεύμα τον Αρχιεπίσκοπο. Και η Κ.Ε. του ΕΛΑΣ στέλνει απεσταλμένους στον κ. Σκόμπυ. Έν τω μεταξύ ή άμυνα τής Αθήνας αποδείχνεται πώς δε μπορεί να εξακολουθήσει. Η Κ.Ε. του ΕΑΜ, τό Π.Γ. του Κ.Κ.Ε. και ο Γ. Γραμματέας και μέλη τής Κ.Ε. τής ΕΛΔ απομακρύνονται απ’ την Αθήνα, περιμένοντας την απάντηση του Αρχιεπισκόπου-πού δεν ήρθε-και τούς όρους τής συνθηκολόγησης, πού ήρθαν όταν έκρινε κατάλληλη τη στιγμή ό στρατηγός Σκόμπυ. Στις 10-1-45 υπογράφεται η Ανακωχή απ’ τούς συν. Ζέβγο καί Παρτσαλίδη. Στις 12-2-45 υπογράφεται η Βάρκιζα απ’ την Αντιπροσωπεία του ΕΑΜ, όπου μετέχει ό Γενικός Γραμματέας τής ΕΛΔ.
Η Ολομέλεια τής Κ.Ε. της ΕΛΔ εγκρίνει τη γραμμή που ακολουθήθηκε απ το Γεν. Γραμματέα και του εκφράζει την εμπιστοσύνη της.
No comments:
Post a Comment