Friday, December 24, 2021

Τα κάλαντα της παραμονής των Χριστουγέννων – Μικρασιάτικες αναμνήσεις του Φώτη Κόντογλου


Γράφει ο Κόντογλου για μια παραμονή Χριστουγέννων στην παλιά πατρίδα, που έκανε «κρύο τάντανο κι ο αγέρας σαν να ’τανε κρύα φωτιά κι έκαιγε. Μα ο κόσμος ήταν χαρούμενος και γεμάτος κέφι». Τα παιδιά λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά και στα καφενεία της αγοράς κι όταν σουρούπωνε γύριζαν στις γειτονιές κρατώντας φανάρια και τα έλεγαν στα σπίτια. «Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα και κείνα παράφωνα».

«Από δω κι από κει ακουγόντανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά. Η ώρα περνούσε κι ανάργευε σιγά-σιγά ο κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν ένα ένα, μοναχά μέσα στα μπαρμπεριά ξυριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι. Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους όλοι ήτανε χαρούμενοι κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες κι εκείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν χοτζάδες:

Καλήν εσπέραν, άρχοντες,
αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία Γέννησιν
να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρετ’ η κτίσις όλη…


Κι αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, το σφάξιμο των νηπίων και τη Ραχήλ που έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε με τούτα τα λόγια:

Ιδού όπου σας είπαμεν
όλη την ιστορίαν,
του Ιησού μας του Χριστού
Γέννησιν την αγίαν,
και σας καληνυκτίζομεν,
πέσετε, κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε
κι έπειτα σηκωθείτε
και βάλετε τα ρούχα,
όμορφα ενδυθείτε,
στην εκκλησία τρέξετε,
με προθυμία μπείτε,
ν’ ακούσετε με προσοχή
όλην την υμνωδία
και με πολλήν ευλάβεια
τη θεία λειτουργία.
Κι ευθύς όταν γυρίσετε
εις το αρχοντικό σας,
ευθύς τραπέζι στρώσετε,
βάλτε το φαγητό σας
και τον σταυρό σας κάνετε,
γευθείτε, ευφρανθείτε,
δώστε και κανενός φτωχού
όστις να υστερείται,
δώστε κι εμάς τον κόπο μας
ό,τι είναι ορισμός σας
και ο Χριστός μας πάντοτε
να είναι βοηθός σας.
Και εις έτη πολλά!


Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη κι από τη νοικοκυρά λογιών λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγανε, γιατί ακόμα δεν είχε γίνει η λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε σε μια καλαθιέρα. Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι ανθρώποι και γινήκανε σαν ξερίχια από τον πολιτισμό. Πάνε τα καλά χρόνια!

Όλα γινόντανε όπως τα ’λεγε το τραγούδι: Πέφτανε στα ζεστά τους και παίρνανε έναν ύπνο, ώσπου αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησιές της χώρας. (Τι γλυκόφωνες καμπάνες, όχι σαν τις κρύες τις ευρωπαϊκές που θαρρείς πως είναι τενεκεδένιες!) Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους και πηγαίνανε στην εκκλησιά. Σαν τελείωνε η λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ’ άσπρα τραπεζομάντιλα κι είχανε απάνω ό,τι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε απ’ όλα στους φτωχούς. Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε», «Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει», «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον». Αφού ευφραινόντανε απ’ όλα, πλαγιάζανε αξέγνοιστοι σαν τα αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας».

Απόσπασμα από το κείμενο του Φώτη Κόντογλου «Εορτάσιμα θέματα –Παραμονή Χριστουγέννων», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελευθερία στις 24 Δεκεμβρίου 1950.

No comments: