Monday, December 16, 2019

Οι βρετανικές εκλογές και το "No Society"

13 Δεκεμβρίου 2019 West Bromwich - Βρετανία - Δύο άνδρες περνούν μπροστά από μια αφισα όπου απεικονίζεται ένας εργάτης εργοστασίου και δίπλα αναγράφεται η φράση"Work conquers all" και όμως ο η νέα ελίτ ιδεολογικής απορρίπτει τον καθημερινό άνθρωπο’, ως φορέα πολιτισμικής οπισθοδρόμηση
Του Γιώργου Ρακκά

Τον Σεπτέμβριο του 2015, ο Τζέρεμι Κόρμπιν εκλέγεται πρόεδρος του Εργατικού Κόμματος έπειτα από την παραίτηση του μπλαιρικού Έντ Μίλιμπαντ, υποσχόμενος εγκατάλειψη του «τρίτου δρόμου» και στροφή του κόμματος προς τα αριστερά,για την ανάκτηση των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης, που το ψήφιζαν παραδοσιακά και που το έχουν πλέον εγκαταλείψει. Δυο μήνες μετά, ο ίδιος θα πανηγυρίζει στα βρετανικά ΜΜΕ ότι η εκλογή του στο κόμμα, διπλασίασε τον αριθμό των μελών του δημιουργώντας έτσι μια νέα κοινωνική δυναμική προς την αριστερά. Μια τάσης κοινής σε όλον τον δυτικό κόσμο, από το κίνημα ‘καταλάβετε την Γουόλ Στρητ’ και την δυναμική της υποψηφιότητας Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, μέχρι τους ανερχόμενους –τότε– Ποδέμος στην Ισπανία.

Τέσσερα χρόνια μετά, και αφού η δυναμική αυτή του Κόρμπιν θα προσκρούσει στον σκόπελο του Μπρέξιτ –στο οποίο θα αντιταχθεί ο ίδιος και το κόμμα του, παρ όλο τον ευρωσκεπτικισμό τους για τις κοινωνικές συνέπειες μιας Ευρώπης νεοφιλελεύθερης–, η εκλογική αναμέτρηση στην οποία θα οδηγήσει τους Εργατικούς ο Κόρμπιν θα είναι μια απόλυτη καταστροφή.

Η επικράτηση του Μπόρις Τζόνσον θα είναι σαρωτική: Οι Συντηρητικοί θα πετύχουν το μεγαλύτερο ποσοστό (43,9%) από το… 1979 (τότε που εξελέγη η Μάργκαρετ Θάτσερ), ενώ θα αποσπάσουν τις περισσότερες έδρες από το 1987. Όλα αυτά θα γίνουν σε βάρος του Εργατικού Κόμματος, που θα σημειώσει κατακόρυφη πτώση σε έδρες (πάνω από 40) και ποσοστά (7,9%) χάνοντας μάλιστα προπύργια τα οποία διατηρούσε από το… 1935 (!).

Περισσότερο, όμως, ενδιαφέρον για την εκλογική γεωγραφία του Εργατικού Κόμματος είναι το που κέρδισε, και όχι το που έχασε: Σε όλες αυτές τις περιοχές των νέων εύπορων στρωμάτων της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες βρίσκονται στο κέντρο των μητροπόλεων –κατ εξοχήν το Λονδίνο–, η σε κόμβους της παγκοσμιοποιημένης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως είναι η Οξφόρδη.

Οι ελίτ πραγματοποιούν μια ‘φυγή προς τα μπρος’. Ζουν ήδη σε μια μεταεθνική πραγματικότητα ... Μια ιδεολογία που καταλήγει να εκφράζει αποσχιστικές διαθέσεις έναντι του κοινωνικού σώματος, με την επιπρόσθετη ροπή της στην πολιτική ορθότητα, την δυσανεξία της απέναντι σε ό,τι διαφοροποιείται από αυτήν.

Μιλάμε για ακροατήρια, αρκετά ευκατάστατα, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, που βρίσκονται συχνά κοντά στα κέντρα ισχύος της νέας οικονομίας και πολιτικής –είτε μιλάμε για την δημιουργική βιομηχανία και τα ΜΜΕ, είτε για τις ΜΚΟ και τους υπερεθνικούς οργανισμούς. Κι αυτή του η επιτυχία, στα πιο πλούσια κομμάτια της αγγλικής κοινωνίας, ήρθε παρ όλη την ριζοσπαστική φρασεολογία, τον ‘ταξικισμό’, τις διαρκείς αναφορές στην ‘κοινωνική αλληλεγγύη’, που συνοδεύονται από την υπεράσπιση του πολυπολιτισμού και της ‘ανοιχτής Ευρώπης’. Ή μήπως εξαιτίας της; Γιατί μιλάμε για κοινωνικά στρώματα που αν και βρίσκονται κοντά στους σύγχρονους πόλους πολιτικής και οικονομικής ισχύος, εμφανίζονται διαπρύσιοι κήρυκες μιας ιδεολογίας εξόχως ελευθεριακής –τέτοιας που κατ εξοχήν ταίριαζε στο προφίλ που ήθελε να δώσει ο Κόρμπιν στους Εργατικούς.

Άρα; Ή ο κόσμος έχει ‘τρελαθεί’ με την ριζοσπαστική αριστερά να κερδίζει τα ‘προπύργια της αντίδρασης’ την ίδια στιγμή που η επιχειρηματική δεξιά διαπρέπει στις πιο φτωχές, αποβιομηχανοποιημένες περιοχές της Μέσης και Βόρειας Αγγλίας, ή πλέον κάτι άλλο συμβαίνει, το οποίο δεν μπορούμε να το δούμε και να το ερμηνεύσουμε έχοντας στο νου μας τις παλιές πολιτικές διαιρέσεις μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, μαζί με όλο το αξιακό και ιστορικό φορτίο που κουβαλούσαν μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα.

Αυτήν ακριβώς την διερώτηση απαντάει σοβαρά, διεξοδικά, πειστικότατα το νέο βιβλίο του Κριστόφ Γκιλουΐ, No Society: Το τέλος της μεσαίας τάξης της Δύσης, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις σε μετάφραση Χριστίνας Σταματοπούλου.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Γκιλουΐ, οι ανατροπές που επιφύλαξαν οι βρετανικές εκλογές αποτελούν πλέον ‘κανονικότητα’. Έρχονται σε συνέχεια της επικράτησης του ίδιου του Μπρέξιτ στο δημοψήφισμα, την άνοδο του Τραμπ στην εξουσία των ΗΠΑ, την ισχυροποίηση ενός πανευρωπαϊκού λαϊκιστικού κινήματος απόρριψης της παγκοσμιοποίησης και της «συναίνεσης του Βερολίνου».

Τα κατεστημένα ΜΜΕ θα αποδώσουν και πάλι την νίκη του Τζόνσον στην δημαγωγία του που σχετίζεται με την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε., σε μια προεκλογική εκστρατεία που δίνει περισσότερη βαρύτητα στην εντύπωση και το συναίσθημα, ακόμα στην «πολιτική μηχανική» των φέηκ νιούζ, ενδεχομένως σε κάποια «ρώσικη συνωμοσία» που κρύβεται πίσω από την ισχυροποίηση του λαϊκιστικού απορριπτισμού.

Ο κόσμος των οικονομικών, πολιτικών και μορφωτικών ελίτ...Εμφανίζεται με διεθνοποιημένη συνείδηση και εκφράζει έναν πολιτισμικό φιλελευθερισμό· είναι οι κατ εξοχήν τάξεις που αντιλαμβάνονται την παγκοσμιοποίηση ως ‘ευκαιρία απαγκίστρωσης’ από την υπόλοιπη κοινωνία, και οι οποίες εσχάτως εκφράζουν αυτήν τους την διάθεση μέσω της ιδεολογικής απόρριψης του ‘καθημερινού ανθρώπου’, ως φορέα πολιτισμικής οπισθοδρόμησης. 

Απέναντι σε αυτά τα επιχειρήματα, ο Κριστόφ Γκιλουΐ με το βιβλίο του μας καλεί να… σοβαρευτούμε. Όντας κοινωνικός γεωγράφος ο ίδιος, με μια εικοσαετή διαδρομή αναμέτρησης με τα εμπειρικά δεδομένα των ανισοτήτων που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση, στο εσωτερικό της Γαλλίας κατ αρχάς, κι έπειτα στο εσωτερικό όλων των δυτικών κοινωνιών, θα καταφέρει να περιγράψει σε μεγάλο αναλυτικό βάθος την ανάδυση μιας νέας κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής πραγματικότητας που βρίσκεται πίσω από την σωρεία των πολιτικών ανατροπών που βιώνει η πολιτική τάξη της Δύσης τα τελευταία χρόνια.

Το καινοφανές στοιχείο που κρύβεται πίσω από την ένταση αυτών των τελευταίων φαινομένων, λέει λοιπόν ο Γκιλουΐ, οφείλεται στο γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση έχει προκαλέσει ένα ρήγμα στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, τόσο βαθύ, που τις διασπά σε δυο ασυνάρτητους μεταξύ τους κόσμους:

Ο κόσμος των οικονομικών, πολιτικών και μορφωτικών ελίτ που ζουν στις μεγάλες πόλεις-κόμβους των διεθνών ροών, με λίγα λόγια, όλων των κοινωνικών στρωμάτων που διαχειρίζονται την παγκοσμιοποίηση: Εμφανίζονται με διεθνοποιημένη συνείδηση και εκφράζουν έναν πολιτισμικό φιλελευθερισμό· είναι οι κατ εξοχήν τάξεις που αντιλαμβάνονται την παγκοσμιοποίηση ως ‘ευκαιρία απαγκίστρωσης’ από την υπόλοιπη κοινωνία, και οι οποίες εσχάτως εκφράζουν αυτήν τους την διάθεση μέσω της ιδεολογικής απόρριψης του ‘καθημερινού ανθρώπου’, ως φορέα πολιτισμικής οπισθοδρόμησης.

Απέναντι τους, στέκεται η ‘ενδοχώρα’ των αγκιστρωμένων τάξεων, της ‘λαϊκής κοινωνίας’ οι οποίες ζουν σε περιοχές απαξιωμένες εντελώς από αυτόν τον νέο διεθνή καταμερισμό...με λίγα λόγια τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας που άλλοτε λειτουργούσαν ως σημείο αναφοράς για την συνοχή, και την κινητικότητά της, και που σήμερα αντιμετωπίζουν το φάσμα της έκλειψης.

Απέναντι τους, στέκεται η ‘ενδοχώρα’ των αγκιστρωμένων τάξεων, της ‘λαϊκής κοινωνίας’ οι οποίες ζουν σε περιοχές απαξιωμένες εντελώς από αυτόν τον νέο διεθνή καταμερισμό: Οι τόποι της αποβιομηχάνισης, η μικρομεσαία τοπική αγορά ή ο αγροτικός κόσμος που συρρικνώνεται, ένα ολόκληρο κομμάτι της φτωχής νεολαίας των δυτικών χωρών που προσκρούει στο αμείλικτο τείχος της σχολικής αποτυχίας, οι εκπτωχευμένοι χαμηλοσυνταξιούχοι –με λίγα λόγια τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας που άλλοτε λειτουργούσαν ως σημείο αναφοράς για την συνοχή, και την κινητικότητά της, και που σήμερα αντιμετωπίζουν το φάσμα της έκλειψης.

Σήμερα δεν υπάρχει κανένα σημείο σύγκλισης μεταξύ του κόσμου των ελίτ, και εκείνου της λαϊκής κοινωνίας. Το χάσμα είναι ασυμφιλίωτο. 

Η σύγκρουση αυτών των δυο κόσμων είναι που ‘αποφασίζει’ για την ισχυροποίηση των ‘λαϊκιστών’ και την επικράτησή τους σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Από το να στεκόμαστε στις ίδιες της φιγούρες του Σαλβίνι, του Τραμπ ή του Μπόρις Τζόνσον, μας λέει ο Γκιλουΐ, θα ήταν καλύτερα να εστιάσουμε την προσοχή μας σε όλον αυτόν τον κόσμο που τους ψηφίζει και που τους αναδεικνύει σε πολιτικούς «που αναποδογυρίζουν την μπάνκα». 

Αυτά τα φαινόμενα προκύπτουν στην πολιτική ζωή, εξηγεί ο Γκιλουΐ, γιατί σήμερα δεν υπάρχει κανένα σημείο σύγκλισης μεταξύ του κόσμου των ελίτ, και εκείνου της λαϊκής κοινωνίας. Το χάσμα είναι ασυμφιλίωτο. Δεν είναι μόνο χάσμα οικονομικό, εισοδημάτων και κατανάλωσης, είναι ταυτοχρόνως χάσμα ιδεολογικό, και βαθύτερα, χάσμα αξιών, τρόπων ζωής, πολιτισμικών προτεραιοτήτων, και προπάντων χάσμα προοπτικών.

Οι ελίτ πραγματοποιούν μια ‘φυγή προς τα μπρος’. Ζουν ήδη σε μια μεταεθνική πραγματικότητα που αντανακλάται στο κοσμοπολίτικό πνεύμα, καθώς και την ελευθεριακή ιδεολογία τους περί ατομικών δικαιωμάτων και πολυπολιτισμού. Μια ιδεολογία που καταλήγει να εκφράζει αποσχιστικές διαθέσεις έναντι του κοινωνικού σώματος, με την επιπρόσθετη ροπή της στην πολιτική ορθότητα, την δυσανεξία της απέναντι σε ό,τι διαφοροποιείται από αυτήν, την σφοδρή κριτική, επίσης, που απευθύνει εναντίον του ίδιου του καθημερινού ανθρώπου, στον οποίον βλέπει ‘βαρίδια’ προσκόλλησης στο έδαφος, την παράδοση, τις κλασικές εθνοθρησκευτικές ταυτότητες, και απορρίπτοντας έτσι την ίδια του την ύπαρξη ως οπισθοδρομική και ανεπίδεκτη… διεθνοποίησης.

Απέναντι σε αυτές τις νέες ελίτ, η λαϊκή κοινωνία συσπειρώνεται απαιτώντας εκ νέου την εδαφικοποίηση της εξουσίας 

Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου, που με το σύνθημα της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, οι νέες ελίτ προασπίζουν την εναλλαξιμότητα των κατώτερων τάξεων, το ότι αυτές πλέον συγκροτούνται ευκαιριακά και εφήμερα, από ένα παγκόσμιο κινητικό πλήθος ανθρώπων που σπεύδουν σε αυτές τις παγκόσμιες μητροπόλεις για να διεκδικήσουν την δική τους θέση στις τελευταίες, «θέσεις ορθίων» της παγκοσμιοποιητικής υπερταχείας.

Απέναντι σε αυτές τις νέες ελίτ, η λαϊκή κοινωνία συσπειρώνεται απαιτώντας εκ νέου την εδαφικοποίηση της εξουσίας: Βλέπει την εθνική κοινότητα ως το μόνο μέσο προστασίας του κοινωνικού και πολιτισμικού κεφαλαίου, θέλει να αξιοποιήσει τον δημοκρατικό της χαρακτήρα για να επιβάλει την επαναφορά του προστατευτικού ρόλου του κράτους που οφείλει να διαφυλάξει την συνοχή και την συνέχεια της κοινωνίας έναντι της σαρωτικής διεθνοποίησης.

«Υπάρχουμε κι εμείς», λένε, «διαθέτουμε ιστορία, ταυτότητα, έδαφος», «δεν είμαστε προϊόν ευκαιριακών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών και χαοτικών διεθνών ροών όπως προπαγανδίζουν οι ίδιες οι μεταμοντέρνες ελίτ». 

Οι δυο όροι αυτοί, συνοχή και συνέχεια, είναι κεντρικοί στην πολιτική ατζέντα που αγωνίζεται να θέσει η λαϊκή κοινωνία στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης: Για την διατήρηση αυτών, αναβιώνουν αιτήματα υπεράσπισης των εθνικών ταυτοτήτων και τρόπων ζωής, επανελέγχου των συνόρων, αλλά και κρατικού προστατευτισμού. Οι μεσαίες τάξεις και οι κατώτερες τάξεις που πετάχτηκαν έξω από την παγκοσμιοποίηση, αντιτάσσουν στο κλειστό κλαμπ των προνομιούχων της, την δημοκρατία της εθνικής κοινότητας, μέσα στην οποία πλειοψηφούν, προκειμένου να αποκαταστήσουν το πρόσωπό τους μέσα στην πολιτική διαδικασία: «Υπάρχουμε κι εμείς», λένε, «διαθέτουμε ιστορία, ταυτότητα, έδαφος», «δεν είμαστε προϊόν ευκαιριακών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών και χαοτικών διεθνών ροών όπως προπαγανδίζουν οι ίδιες οι μεταμοντέρνες ελίτ».

Η σύγκρουση αυτών των δυο κόσμων, κατά τον Γκιλουΐ, επιβεβαιώνεται κοινωνικά, οικονομικά και χωροταξικά, σε χάρτες που συσχετίζουν το εισόδημα, το μορφωτικό επίπεδο, και την διασπορά ή/και την συγκέντρωση των διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων στο χώρο: Έτσι, η ύπαρξη μιας διαίρεσης του τύπου (επι)κέντρο της παγκοσμιοποίησης / αποσυνδεμένης ενδοχώρας επιβεβαιώνεται σε πολλές από τις κοινωνίες της Δύσης, τις ΗΠΑ, με τα flyover states (πολιτείες τις οποίες οι ελίτ περνούν πάντοτε από πάνω, με το αεροπλάνο στην γραμμή ανατολικής και δυτικής ακτής), στην Γαλλία με την ανάδυση της περιφερειακής Γαλλίας, στην Αγγλία με την ‘Μέση Αγγλία’, ακόμα, στην γερμανική ατμομηχανή της Ε.Ε., με την Ανατολική Γερμανία.

Οι αλλεπάλληλες πολιτικές ήττες του κατεστημένου αυτού, οδηγούν αυτές τις ελίτ σε μια ακόμα πιο έντονη αναδίπλωση στο εσωτερικό τους, και σε μια πιο μεγαλύτερη απαίτηση για ιδεολογική, πολιτισμική και πολιτική ομοιομορφία μέσα σε αυτό. Εξ ου και η όξυνση της ρητορικής περί ‘φασισμού’, ‘ρατσισμού’ και ‘οπισθοδρόμησης’, λέει ο Γκιλουΐ, που σκοπό έχει να ποινικοποιήσει κάθε φωνή αντιπολίτευσης στο εσωτερικό των ελίτ γι’ αυτήν τους την αποσχιστική στρατηγική. 

Η ιδεολογική, πολιτική, ακόμα και κοινωνική ορισμένες φορές ‘ανταρσία’ (αν περιλάβουμε στην οπτική μας και το κίνημα των κίτρινων γιλέκων) της ‘λαϊκής κοινωνίας’ έναντι των νέων ελίτ, αποκαλύπτει πλήρως την μειοψηφική πραγματικότητα των τελευταίων. Μπορεί η άποψή τους να υπεραντιπροσωπεύεται στα ΜΜΕ, το πολιτικό σύστημα, τα πανεπιστήμια – ωστόσο στην πραγματικότητα πρόκειται για μειοψηφίες, η πραγματική βαρύτητα των οποίων αρχίζει και φαίνεται με την κινητοποίηση της υπόλοιπης κοινωνίας.

Εξ ου και οι αλλεπάλληλες πολιτικές ήττες του κατεστημένου αυτού, που δεν μπορεί ούτε να τις προβλέψει, ούτε να τις αξιολογήσει και να τις χωνέψει καταλλήλως γιατί καθώς συμβαίνουν ολοένα και συχνότερα οδηγούν αυτές τις ελίτ σε μια ακόμα πιο έντονη αναδίπλωση στο εσωτερικό τους, και σε μια πιο μεγαλύτερη απαίτηση για ιδεολογική, πολιτισμική και πολιτική ομοιομορφία μέσα σε αυτό. Εξ ου και η όξυνση της ρητορικής περί ‘φασισμού’, ‘ρατσισμού’ και ‘οπισθοδρόμησης’, λέει ο Γκιλουΐ, που σκοπό έχει να ποινικοποιήσει κάθε φωνή αντιπολίτευσης στο εσωτερικό των ελίτ γι’ αυτήν τους την αποσχιστική στρατηγική.

Η νέα αυτή αντίθεση δεν γνωρίζει «αριστερά» και «δεξιά» 

Ωστόσο, αυτή ακριβώς η αρτηριοσκληρωτική αντίδραση των κατά τα άλλα οπαδών της «ανοιχτής κοινωνίας» δημιουργεί ένα καθοδικό σπιράλ, που εντείνει ακόμα περισσότερο την απομόνωσή τους. Ως προς αυτό, κάτι θα ξέρουν οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες της Αγγλίας: Κατέβηκαν στις εκλογές με το σύνθημα «Μπρέξιτ Σκάσε!» είχαν ως ατζέντα τους την ακύρωση της λαϊκής εντολής του δημοψηφίσματος και εκφράζονταν εναντίον της λαϊκής κοινωνίας στα όρια του κοινωνικού και πολιτισμικόυ ρατσισμού, για να αποτύχουν οικτρά, και να δουν ακόμα και αυτήν την επικεφαλής τους Τζο Σουΐνσον (που μερικούς μήνες πριν διατείνονταν ότι ετοιμάζεται να μπει στην κυβέρνηση) να μην καταφέρνει καν να εισέλθει στο κοινοβούλιο.

Η νέα αυτή αντίθεση δεν γνωρίζει «αριστερά» και «δεξιά», αν και αναφέρεται σε ένα περιβάλλον κοινωνικών διαχωρισμών πολύ πιο απόλυτων απ’ ό,τι ήταν πριν από σαράντα χρόνια, που έχουν φτάσει να αποκτούν πολιτισμικές διαστάσεις (και απειλούν να προσλάβουν ακόμα και βιολογικές αν η τεχνική πρόοδος δώσει την δυνατότητα στις εύπορες τάξεις να παρέμβουν στην ίδια τους την ύπαρξη). Ήρθε, δε, εδώ για να μείνει, και θα αποτελεί κύριο παράγοντα διαμόρφωσης των πολιτικών εξελίξεων στα χρόνια που έρχονται, μέχρι η πολιτική τάξη να αναγκαστεί από αυτήν την πολιτισμική, ιδεολογική, εκλογική και πολλές φορές και κοινωνική κινητοποίηση των μεσαίων και των κατώτερων στρωμάτων, να εκπροσωπήσει και πάλι τα αιτήματα και τις ανάγκες τους.

Μέχρι τότε, όμως, το βιβλίο του Κριστόφ Γκιλουΐ , No Society: To τέλος της μεσαίας τάξης της Δύσης, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις σε μια εξαιρετική μετάφραση και πρόλογο της Χριστίνας Σταματοπούλου, θα είναι ένας από τους βασικούς οδοδείκτες για την κατανόηση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας που μας περιβάλλει.

Πηγή: Huffingtonpost

1 comment:

Crisis and Critique said...

Κια μια άλλη οτική γωνία:
Η παλιά εργατική τάξη όπως την ξέραμε, είναι τώρα πρώην εργατική τάξη. Και η «νέα», εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει, υπάρχει μόνον στις cities, στους χαμηλόμισθους του τριτογενούς τομέα. Όχι στις towns. Βλ. και
Polly Toynbee (The Guardian): Ο παμπόνηρος τυχοδιώκτης και ο αργόστροφος, πολιτικά ανεπαρκής έντιμος. Η Βρετανία βουλιάζει στην παρακμή και στην κοινωνική βαρβαρότητα
https://aftercrisisblog.blogspot.com/2019/12/blog-post_14.html