Του Πάολο Φίντζι
Η 12η Δεκεμβρίου είναι η επέτειος από την έκρηξη βόμβας στην πλατεία Φοντάνα, που διοργανώθηκε από νέο-φασίστες σε συνεργασία με τις Ιταλικές μυστικές υπηρεσίες. Δεκαέξι άνθρωποι δολοφονήθηκαν. Το δέκατο έβδομο θύμα ήταν ο αναρχικός σιδηροδρομικόες, Τζιουζέπε Πινέλι, που κατηγορήθηκε και μετά δολοφονήθηκε από την αστυνομία. Ο θάνατός του – και η διένεξη και οι δίκες που ακολούθησαν – αποκάλυψαν τη στρατηγική της έντασης: ο Πινέλι ήταν αθώος, η Πιάτσα Φοντάνα ήταν ένα μακελειό που έγινε από το κράτος.
Ο Τζιουζέπε Πινέλι γεννήθηκε στο Μιλάνο στις 21 Οκτωβρίου 1928 από τον Αλφρέντο Πινέλι και τη Ρόζα Μαλακάρνε. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο πατρικό προάστιο της πόλης Πόρτα Τιτσινέζε. Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο έπρεπε ν’ αρχίσει να δουλεύει, αρχικά σα σερβιτόρος και μετά σαν αποθηκάριος. Συνέχισε να διαβάζει: αυτή ήταν μια αγαπημένη του συνήθεια.
Το 1944 όταν ήταν 16 ετών πήρε μέρος στην αντιφασιστική αντίσταση σαν αγγελιοφόρος της Ταξιαρχίας «Φράνκο», δουλεύοντας με μια ομάδα αναρχικών παρτιζάνων. Ήταν η πρώτη του επαφή με την ελευθεριακή σκέψη. Το 1954 έπιασε δουλειά στους σιδηρόδρομους.
Το 1955 παντρεύτηκε τη Λίτσια Ρονιόνι που τη γνώρισε ένα βράδυ σε μάθημα Εσπεράντο∙ σύντομα απέκτησαν δύο κόρες, τη Σίλβια και την Κλαούντια. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μια αναρχική νεολαιΐστικη ομάδα σχηματίστηκε στο Μιλάνο (η Gioventu Libertaria) με λίγο παραπάνω από είκοσι μέλη, ανάμεσα στους οποίους ο Αμεντέο Μπερτόλι, που το 1962 βρέθηκε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, σαν μέλος της ομάδας που απήγαγε τον Ισπανό υπο-πρόξενο στο Μιλάνο με σκοπό να πιέσει (και να πετύχει τελικά) τη μετατροπή της θανατικής ποινής ενός αναρχικού σε ποινή κάθειρξης στην Ισπανία του Φράνκο. Ο Πινέλι – σκέτο «Πίνο» για τους φίλους και συναδέλφους του – στα 35 του ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία στην ομάδα, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα: η εξωστρεφής και πρόσχαρη προσωπικότητά του τον έκανε «καλή παρέα». Και όταν το 1965, μετά από 10 χρόνια χωρίς χώρο, άνοιξε ένα στην οδό Μουρίλο, ο Πίνο ήταν ανάμεσα στους ιδρυτές του «Κύκλου Σάκκο και Βαντσέτι». Σ’ αυτό το χώρο δημιουργήθηκε μια συσπείρωση αναρχικών απ’ όλη την Ευρώπη το 1965.
Μετά την έξωση, αναρχικοί του Μιλάνο μετακόμισαν και στις 1 Μαΐου του 1968 άνοιξε ο Αναρχικός Όμιλος «Πόντε ντελα Γκισόλφα» στην Πιατζάλε Λουγκάνο στις παρυφές του εργατικού προαστίου Λα Μποβίζα. Πήρε το όνομά του από την πρώην γέφυρα, οι κολόνες της οποίας φαίνονται από το σταθμό Πόρτα Γκαριμπάλντι, όπου δούλευε ο Πινέλι.
Το 1968 το ρεύμα της αμφισβήτησης από το Παρίσι έφτασε και στο Μιλάνο. Ο Πινέλι ήταν ενεργός σε πολλά μέτωπα: σαν αναρχικός, ήταν ένας απ’ αυτούς που κρατούσαν τον όμιλο ζωντανό, οργανώνοντας πολύβουες βραδινές διαλέξεις και επεξεργασία βιβλίων. Έχοντας το πλεονέκτημα του ότι μπορούσε να ταξιδεύει ελεύθερα (σα σιδηροδρομικός), είχε άμεση επαφή με «έξω» συντρόφους, όπως ο Λουτσιάνο Φαρινέλι στην Ανκόνα, ο Αουρέλιο Τσέζα στην Πιστόγια και ο Ουμπέρτο Μαρζότσι στη Σαβόνα.
Ήταν επίσης σε συχνή επαφή με τον Αλφόνσο Φαΐγια στη Μαρίνα ντι Καράρα, όπου έκανε και διακοπές με την οικογένειά του. Σαν εργάτης ο Πινέλι ασχολούνταν επίσης με ζητήματα συνδικαλιστικά, βοηθώντας να αναβιώσει το USI, παράρτημα που άνοιξε στις εγκαταστάσεις του ομίλου. Και το συνδικάτο βάσης CUB των μεταφορών διάλεξε τον όμιλο σα βάση του, φεύγοντας μόνο μετά τη βομβιστική επίθεση της 12ης Δεκεμβρίου 1969: αυτή η κίνηση επισπεύφθηκε από την καταστολή των αναρχικών.
Οι αναρχικοί κύκλοι στο Μιλάνο ήταν σε αναβρασμό, ελευθεριακές ομάδες ξεπηδούσαν σε πολλά σχολεία και στα εργοστάσια υπήρχαν αναρχικοί εργάτες και συχνό πρωινό μοίρασμα φυλαδίων.
Βιβλία, μπροσούρες, εκδίδονταν και κάποιες παλιές εφημερίδες αναβίωσαν. Οι αναρχικοί του Μιλάνο ένιωθαν την ανάγκη να ανοίξουν και δεύτερο όμιλο, αυτή τη φορά στη νότια πλευρά της πόλης. Ανάμεσα σ’ αυτούς που αφοσιώθηκαν στην προετοιμασία και το άνοιγκα του Ομίλου της Βία Σκαλντασόλε (στο προάστιο Τιτσινέζε) ήταν ο Πινέλι. Στις 25 Απριλίου 1969 δύο βόμβες έσκασαν στον Κεντρικό Σταθμό και σε μια Έκθεση. Οι έρευνες στράφηκαν προς τους ελευθεριακούς κύκλους και ένας αριθμός αναρχικών συνελήφθησαν1: αυτή ήταν η εκκίνηση μιας καμπάνιας ποινικοποίησης που πήρε περαιτέρω ώθηση τον Αύγουστο όταν κάποιες εκρήξεις σε τρένα χρεώθηκαν επίσης σε αναρχικούς. Υπήρχε επίσης μια φήμη ότι ο Πινέλι, αναρχικός εργάτης σιδηροδρόμων, μπορεί να εμπλέκεται. Ο Πινέλι και η ομάδα του «Μαύρη Σημαία» (Bandiera Nera) καταδίκασαν αυτή τη μαύρη προπαγάνδα, ανασκουμπώθηκαν και δημιούργησαν – με το πρότυπο του Βρετανικού «Μαύρου Σταυρού» της εποχής και του Ρωσικού Μαύρου Σταυρού της δεκαετίας του ’20 – τον Αναρχικό Μαύρο Σταυρό, αφοσιωμένο ειδικά στη συμπαγή αλληλεγγύη σε φυλακισμένους συντρόφους, αλλά και στην έκδοση ενός δελτίου αντι-πληροφόρησης.
Ο Πινέλι ήταν αναρχικός υψηλού προφίλ στο Μιλάνο και συχνά καλούνταν στο αρχηγείο της αστυνομίας με αφορμή αιτήσεις για άδειες, συναντήσεις κτλ. Το άτομο που ασχολούνταν μαζί του πιο συχνά ήταν ένας νέος επιθεωρητής της αστυνομίας, συζητήσιμος με τον τρόπο του, κομψός και φιλικός: ο Λουίτζι Καλαμπρέζι2. Έτσι, όταν το απόγευμα στις 12 Δεκεμβρίου 19693, αμέσως μετά τη φρικιαστική έκρηξη βόμβας στην Πιάτσα Φοντάνα, ο Καλαμπρέζι έφτασε στον Όμιλο της Βία Σκαλντασόλε και ζήτησε από τον Πινέλι να έρθει στο τμήμα, ο Πινέλι συμφώνησε αμέσως, ανέβηκε στο μηχανάκι του και ακολούθησε το αμάξι του αστυνόμου. Στο αρχηγείο, ο Πινέλι συνάντησε πολλούς αναρχικούς του Μιλάνο σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Όπως κι αυτός, είχαν κληθεί για ανάκριση για τα άλλοθί τους. Μέσα σε 48 ώρες, που ήταν και ο μέγιστος χρόνος κράτησης σε τμήμα για την εποχή, αυτοί που συνελήφθησαν αφέθηκαν και λίγοι μεταφέρθηκαν στις φυλακές Σαν Βιτόρε. Ο Πινέλι κρατήθηκε στο αρχηγείο περισσότερο απ’ ότι επέτρεπε ο νόμος. Ανακρίνονταν. Τότε, γύρω στα μεσάνυχτα της 15-16 Δεκεμβρίου το σώμα του «πέταξε» από ένα δωμάτιο που ανήκε στο Πολιτικό Γραφείο του τέταρτου ορόφου και έπεσε στο έδαφος. Οι αρχικές αντικρουόμενες εκδοχές της αστυνομικής ιστορίας έλεγαν ότι η αλήθεια δεν ήταν η επίσημη εκδοχή περί «αυτοκτονίας». Ο Πινέλι πέθανε στο νοσοκομείο Φαντεμπενεφρατέλι τη νύχτα της 15ης προς 16ης Δεκεμβρίου 1969.
Το πολιτικό-νομικό σκηνικό που ακολούθησε το φόνο του, μπλέχτηκε με όλη την ιστορία της σφαγής της Πιάτσα Φοντάνα, ειδικά με την «υπόθεση Βαλπρέντα», που με τα χρόνια γύρισε εναντίον αυτών που ήταν στην εξουσία. Άγαρμπες προσπάθειες να επιβληθεί σιωπή, με αποκορύφωμα την θέση περί «ενεργής θλίψης» που προέταξε ο δικαστής Γκεράρντο Ντ’ Αμπρόζιο, απλά τόνισαν μια αλήθεια που δεν έχει βρει ακόμα την ολοκλήρωσή της στα επίσημα αρχεία. Δεκάδες βιβλία, ταινίες, θεατρικά έργα, τραγούδια αφιερώθηκαν στον Πινέλι και τη δολοφονία του και όχι μόνο στην Ιταλία. Αναφέρουμε εδώ μόνο δύο: τον «Τυχαίο Θάνατο ενός Αναρχικού» του νομπελίστα Ντάριο Φο και τον πίνακα «Η Κηδεία του Αναρχικού Πινέλι» του Ενρίκο Μπάι.
Η 12η Δεκεμβρίου είναι η επέτειος από την έκρηξη βόμβας στην πλατεία Φοντάνα, που διοργανώθηκε από νέο-φασίστες σε συνεργασία με τις Ιταλικές μυστικές υπηρεσίες. Δεκαέξι άνθρωποι δολοφονήθηκαν. Το δέκατο έβδομο θύμα ήταν ο αναρχικός σιδηροδρομικόες, Τζιουζέπε Πινέλι, που κατηγορήθηκε και μετά δολοφονήθηκε από την αστυνομία. Ο θάνατός του – και η διένεξη και οι δίκες που ακολούθησαν – αποκάλυψαν τη στρατηγική της έντασης: ο Πινέλι ήταν αθώος, η Πιάτσα Φοντάνα ήταν ένα μακελειό που έγινε από το κράτος.
Ο Τζιουζέπε Πινέλι γεννήθηκε στο Μιλάνο στις 21 Οκτωβρίου 1928 από τον Αλφρέντο Πινέλι και τη Ρόζα Μαλακάρνε. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο πατρικό προάστιο της πόλης Πόρτα Τιτσινέζε. Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο έπρεπε ν’ αρχίσει να δουλεύει, αρχικά σα σερβιτόρος και μετά σαν αποθηκάριος. Συνέχισε να διαβάζει: αυτή ήταν μια αγαπημένη του συνήθεια.
Το 1944 όταν ήταν 16 ετών πήρε μέρος στην αντιφασιστική αντίσταση σαν αγγελιοφόρος της Ταξιαρχίας «Φράνκο», δουλεύοντας με μια ομάδα αναρχικών παρτιζάνων. Ήταν η πρώτη του επαφή με την ελευθεριακή σκέψη. Το 1954 έπιασε δουλειά στους σιδηρόδρομους.
Το 1955 παντρεύτηκε τη Λίτσια Ρονιόνι που τη γνώρισε ένα βράδυ σε μάθημα Εσπεράντο∙ σύντομα απέκτησαν δύο κόρες, τη Σίλβια και την Κλαούντια. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μια αναρχική νεολαιΐστικη ομάδα σχηματίστηκε στο Μιλάνο (η Gioventu Libertaria) με λίγο παραπάνω από είκοσι μέλη, ανάμεσα στους οποίους ο Αμεντέο Μπερτόλι, που το 1962 βρέθηκε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, σαν μέλος της ομάδας που απήγαγε τον Ισπανό υπο-πρόξενο στο Μιλάνο με σκοπό να πιέσει (και να πετύχει τελικά) τη μετατροπή της θανατικής ποινής ενός αναρχικού σε ποινή κάθειρξης στην Ισπανία του Φράνκο. Ο Πινέλι – σκέτο «Πίνο» για τους φίλους και συναδέλφους του – στα 35 του ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία στην ομάδα, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα: η εξωστρεφής και πρόσχαρη προσωπικότητά του τον έκανε «καλή παρέα». Και όταν το 1965, μετά από 10 χρόνια χωρίς χώρο, άνοιξε ένα στην οδό Μουρίλο, ο Πίνο ήταν ανάμεσα στους ιδρυτές του «Κύκλου Σάκκο και Βαντσέτι». Σ’ αυτό το χώρο δημιουργήθηκε μια συσπείρωση αναρχικών απ’ όλη την Ευρώπη το 1965.
Μετά την έξωση, αναρχικοί του Μιλάνο μετακόμισαν και στις 1 Μαΐου του 1968 άνοιξε ο Αναρχικός Όμιλος «Πόντε ντελα Γκισόλφα» στην Πιατζάλε Λουγκάνο στις παρυφές του εργατικού προαστίου Λα Μποβίζα. Πήρε το όνομά του από την πρώην γέφυρα, οι κολόνες της οποίας φαίνονται από το σταθμό Πόρτα Γκαριμπάλντι, όπου δούλευε ο Πινέλι.
Το 1968 το ρεύμα της αμφισβήτησης από το Παρίσι έφτασε και στο Μιλάνο. Ο Πινέλι ήταν ενεργός σε πολλά μέτωπα: σαν αναρχικός, ήταν ένας απ’ αυτούς που κρατούσαν τον όμιλο ζωντανό, οργανώνοντας πολύβουες βραδινές διαλέξεις και επεξεργασία βιβλίων. Έχοντας το πλεονέκτημα του ότι μπορούσε να ταξιδεύει ελεύθερα (σα σιδηροδρομικός), είχε άμεση επαφή με «έξω» συντρόφους, όπως ο Λουτσιάνο Φαρινέλι στην Ανκόνα, ο Αουρέλιο Τσέζα στην Πιστόγια και ο Ουμπέρτο Μαρζότσι στη Σαβόνα.
Ήταν επίσης σε συχνή επαφή με τον Αλφόνσο Φαΐγια στη Μαρίνα ντι Καράρα, όπου έκανε και διακοπές με την οικογένειά του. Σαν εργάτης ο Πινέλι ασχολούνταν επίσης με ζητήματα συνδικαλιστικά, βοηθώντας να αναβιώσει το USI, παράρτημα που άνοιξε στις εγκαταστάσεις του ομίλου. Και το συνδικάτο βάσης CUB των μεταφορών διάλεξε τον όμιλο σα βάση του, φεύγοντας μόνο μετά τη βομβιστική επίθεση της 12ης Δεκεμβρίου 1969: αυτή η κίνηση επισπεύφθηκε από την καταστολή των αναρχικών.
Οι αναρχικοί κύκλοι στο Μιλάνο ήταν σε αναβρασμό, ελευθεριακές ομάδες ξεπηδούσαν σε πολλά σχολεία και στα εργοστάσια υπήρχαν αναρχικοί εργάτες και συχνό πρωινό μοίρασμα φυλαδίων.
Βιβλία, μπροσούρες, εκδίδονταν και κάποιες παλιές εφημερίδες αναβίωσαν. Οι αναρχικοί του Μιλάνο ένιωθαν την ανάγκη να ανοίξουν και δεύτερο όμιλο, αυτή τη φορά στη νότια πλευρά της πόλης. Ανάμεσα σ’ αυτούς που αφοσιώθηκαν στην προετοιμασία και το άνοιγκα του Ομίλου της Βία Σκαλντασόλε (στο προάστιο Τιτσινέζε) ήταν ο Πινέλι. Στις 25 Απριλίου 1969 δύο βόμβες έσκασαν στον Κεντρικό Σταθμό και σε μια Έκθεση. Οι έρευνες στράφηκαν προς τους ελευθεριακούς κύκλους και ένας αριθμός αναρχικών συνελήφθησαν1: αυτή ήταν η εκκίνηση μιας καμπάνιας ποινικοποίησης που πήρε περαιτέρω ώθηση τον Αύγουστο όταν κάποιες εκρήξεις σε τρένα χρεώθηκαν επίσης σε αναρχικούς. Υπήρχε επίσης μια φήμη ότι ο Πινέλι, αναρχικός εργάτης σιδηροδρόμων, μπορεί να εμπλέκεται. Ο Πινέλι και η ομάδα του «Μαύρη Σημαία» (Bandiera Nera) καταδίκασαν αυτή τη μαύρη προπαγάνδα, ανασκουμπώθηκαν και δημιούργησαν – με το πρότυπο του Βρετανικού «Μαύρου Σταυρού» της εποχής και του Ρωσικού Μαύρου Σταυρού της δεκαετίας του ’20 – τον Αναρχικό Μαύρο Σταυρό, αφοσιωμένο ειδικά στη συμπαγή αλληλεγγύη σε φυλακισμένους συντρόφους, αλλά και στην έκδοση ενός δελτίου αντι-πληροφόρησης.
Ο Πινέλι ήταν αναρχικός υψηλού προφίλ στο Μιλάνο και συχνά καλούνταν στο αρχηγείο της αστυνομίας με αφορμή αιτήσεις για άδειες, συναντήσεις κτλ. Το άτομο που ασχολούνταν μαζί του πιο συχνά ήταν ένας νέος επιθεωρητής της αστυνομίας, συζητήσιμος με τον τρόπο του, κομψός και φιλικός: ο Λουίτζι Καλαμπρέζι2. Έτσι, όταν το απόγευμα στις 12 Δεκεμβρίου 19693, αμέσως μετά τη φρικιαστική έκρηξη βόμβας στην Πιάτσα Φοντάνα, ο Καλαμπρέζι έφτασε στον Όμιλο της Βία Σκαλντασόλε και ζήτησε από τον Πινέλι να έρθει στο τμήμα, ο Πινέλι συμφώνησε αμέσως, ανέβηκε στο μηχανάκι του και ακολούθησε το αμάξι του αστυνόμου. Στο αρχηγείο, ο Πινέλι συνάντησε πολλούς αναρχικούς του Μιλάνο σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Όπως κι αυτός, είχαν κληθεί για ανάκριση για τα άλλοθί τους. Μέσα σε 48 ώρες, που ήταν και ο μέγιστος χρόνος κράτησης σε τμήμα για την εποχή, αυτοί που συνελήφθησαν αφέθηκαν και λίγοι μεταφέρθηκαν στις φυλακές Σαν Βιτόρε. Ο Πινέλι κρατήθηκε στο αρχηγείο περισσότερο απ’ ότι επέτρεπε ο νόμος. Ανακρίνονταν. Τότε, γύρω στα μεσάνυχτα της 15-16 Δεκεμβρίου το σώμα του «πέταξε» από ένα δωμάτιο που ανήκε στο Πολιτικό Γραφείο του τέταρτου ορόφου και έπεσε στο έδαφος. Οι αρχικές αντικρουόμενες εκδοχές της αστυνομικής ιστορίας έλεγαν ότι η αλήθεια δεν ήταν η επίσημη εκδοχή περί «αυτοκτονίας». Ο Πινέλι πέθανε στο νοσοκομείο Φαντεμπενεφρατέλι τη νύχτα της 15ης προς 16ης Δεκεμβρίου 1969.
Το πολιτικό-νομικό σκηνικό που ακολούθησε το φόνο του, μπλέχτηκε με όλη την ιστορία της σφαγής της Πιάτσα Φοντάνα, ειδικά με την «υπόθεση Βαλπρέντα», που με τα χρόνια γύρισε εναντίον αυτών που ήταν στην εξουσία. Άγαρμπες προσπάθειες να επιβληθεί σιωπή, με αποκορύφωμα την θέση περί «ενεργής θλίψης» που προέταξε ο δικαστής Γκεράρντο Ντ’ Αμπρόζιο, απλά τόνισαν μια αλήθεια που δεν έχει βρει ακόμα την ολοκλήρωσή της στα επίσημα αρχεία. Δεκάδες βιβλία, ταινίες, θεατρικά έργα, τραγούδια αφιερώθηκαν στον Πινέλι και τη δολοφονία του και όχι μόνο στην Ιταλία. Αναφέρουμε εδώ μόνο δύο: τον «Τυχαίο Θάνατο ενός Αναρχικού» του νομπελίστα Ντάριο Φο και τον πίνακα «Η Κηδεία του Αναρχικού Πινέλι» του Ενρίκο Μπάι.
Sicilia Libertaria, Δεκέμβριος 2005
(Η μετάφραση έγινε από την αγγλική έκδοση του Paul Sharkey – Kate Sharpley Library)
Μια μικρή βιογραφία του αναρχικού μαχητή, χορευτή Πιέτρο Βαλπρέντα που μπλέχτηκε στη Στρατηγική της Έντασης
Ο Πιέτρο Βαλπρέντα γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1933. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 άρχισε να συγχρωτίζεται με αναρχικούς κύκλους στο Μιλάνο και τη Ρώμη. Δούλεψε σα χορευτής σε θεατρικά έργα.
Το 1968 μαζί με νεότερους συντρόφους δημιούργησε μια αναρχική ομάδα που πήρε το όνομά της από το Γαλλικό κίνημα 22 Μαρτίου. Η ομάδα υιοθέτησε εμπρηστικό και προκλητικό λόγο, απομακρυνόμενη από το οργανωμένο αναρχικό κίνημα. Κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης το 1969 φώναζε «Βόμβες, Αίμα, Αναρχία». Ο Βαλπρέντα και άλλοι αναδημοσίευσαν το περιοδικό Terra e Liberta που υμνούσε την «προπαγάνδα με τη δράση» του αναρχικού Ραβασόλ.
Η αναρχική ομάδα Πόντε ντελά Γκιζόλφε στο Μιλάνο πήρε αποστάσεις απ’ αυτόν, όπως και η Ιταλική Αναρχική Ομοσπονδία (FAI) στη Ρώμη που θεωρούσε την ομάδα 22 Μάρτη ως θερμοκέφαλους.
Σ’ αυτή την περίοδο της αντι-εξεγερτικής Στρατηγικής της Έντασης, η αστυνομία κατάφερε να «φυτέψει» τον πράκτορα Σαλβατόρε Ιπολίτο στο γκρουπούσκουλο, όπως και νεο-ναζί σαν τον Μάριο Μερλίνο.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1969 ο Βαλπρέντα επισκεπτόταν τη θεία του. Εκείνη τη μέρα μια βόμβα εξεράγη στην Αγροτική τράπεζα της Πιάτσα Φοντάνα, σκοτώνοντας 16 άτομα και τραυματίζοντας 88. Τρεις άλλες βόμβες έσκασαν στη Ρώμη την ίδια ώρα τραυματίζοντας 14 άτομα.
Στις 15, ο Βαλπρέντα, εμφανίστηκε στο δικαστήριο για προσβολή του Πάπα, και τότε συνελήφθη γι’ αυτές τις εκρήξεις. Την ίδια νύχτα, ο αναρχικός σιδηροδρομικός Τζιουζέπε Πινέλι, συνελήφθη επίσης γι’ αυτές τις βόμβες και «έπεσε» από τον 4οόροφο του αστυνομικού τμήματος του Μιλάνο.
Αυτές οι βόμβες μπήκαν από φασίστες, με την ανάμειξη των μυστικών υπηρεσιών, σαν κίνηση της Στρατηγικής της Έντασης – μια συνωμοσία για να δυσφημίσει τους αναρχικούς και τις εργατικές οργανώσεις, πραγματοποιώντας τρομοκρατικές ενέργειες και αποδίδοντάς τες σ’ αυτούς. Οι αναρχικοί και ιδιαίτερα ο Βαλπρέντα και το γκρουπούσκουλό του ήταν βασικοί στόχοι για μια σκευωρία.
Ο Ιταλικός τύπος αφιέρωσε μια μέρα για να παρουσιάσει τον εντελώς αθώο Βαλπρέντα σαν τέρας4. Το Μιλανέζικο αναρχικό κίνημα αντέδρασε θαρραλέα δίνοντας μια συνέντευξη τύπου την επόμενη μέρα και διακηρύττοντας την αθωώτητά του. Αυτό άρχισε μια τεράστια καμπάνια στην Ιταλία και διεθνώς για την απελευθέρωσή του. Έγιναν χιλιάδες δράσεις και μια καμπάνια αντι-πληροφόρησης που ήταν γενικευμένη και αποτελεσματική. Ο Βαλπρέντα έγινε ένα σύμβολο σαν τους Σάκο και Βαντσέτι πριν πολλά χρόνια.
Το 1972 ο Βαλπρέντα βγήκε από τη φυλακή. Για πολύ καιρό, οι ψευδείς κατηγορίες και η φυλάκιση είχαν καταστρεπτικό αποτέλεσμα στη ζωή του. Τότε γνώρισε τη Λαουρέτα και απέκτησαν ένα γιο, τον Τουπάκ. Οι ακροάσεις συνεχίστηκαν στη Ρώμη, στο Καταντζάρο και ξανά στη Ρώμη. Ο Πιέτρο έλαβε στήριξη από τη νέα του σύντροφο, Πία. Τότε το 1979 αθωώθηκε από το δικαστήριο και πήρε μέρος σε εκατοντάδες συνεντεύξεις, δημόσιες συζητήσεις και τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Η φυλάκιση επιδείνωσε την ασθένεια Buerger που είχε από καιρό, και δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει την καριέρα του σα χορευτής. Για λίγο δούλεψε σα βιβλιοπώλης και μετά άνοιξε το καφέ Barricata στην εργατική συνοικία Γκαριμπάλντι στο Μιλάνο. Συνέχισε να κυκλοφορεί στο αναρχικό κίνημα, να συμμετέχει σε διαδηλώσεις – ειδικά σ’ αυτή που διοργάνωνε κάθε 15η Δεκεμβρίου ο Αναρχικός Κύκλος Ponte della Ghisolfa για την επέτειο του θανάτου του Πινέλι.
Στα 4 τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε 4 νουβέλες, νωρίτερα είχε γράψει ένα ποιητικό βιβλίο τα χρόνια της κράτησής του. Το πρώτο «Tri di a luii» δημοσιεύτηκε από την ομάδα Ponte della Ghisolfa. Τα άλλα 3, που έγραψε μαζί με τον Pietro Colaprico κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Tropea. Η υγεία του άρχισε να χειροτερεύει και πέθανε μετά από μακροχρόνιο καρκίνο στις 6 Ιουλίου 2002.
Η κηδεία του Πιέτρο οργανώθηκε από την ομάδα Ponte della Ghisolfa group που στις 8 Ιουλίου ξεκίνησε από το αναρχικό στέκι μαζί με 3.000 άτομα με αναρχικές σημαίες. Κλασική μουσική και τζαζ παίχτηκε, σύμφωνα με τη θέληση του Πιέτρο, καθώς και αναρχικά τραγούδια, πριν το σώμα του αποτεφρωθεί.
Ο Πιέτρο αρνήθηκε να είναι παθητικό θύμα της Κρατικής καταστολής και σ’ όλη του τη δοκιμασία ανακάλυψε στον εαυτό του απομεινάρια μιας δύναμης που του έδωσε μια περήφανη και αξιοπρεπή εμφάνιση και συμπεριφορά. Η επιβεβαίωση του να είναι ένα αυθεντικό ανθρώπινο πλάσμα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις άθλιες δολοπλοκίες του Ιταλικού κράτους και των μυστικών υπηρεσιών.
1. Ένας απ’ αυτούς ο Μπρέσι ενθαρρύνονταν από τον Καλαμπρέζι να πηδήξει από το παράθυρο!
2. Ο επιθεωρητής Καλαμπρέζι που θεωρούνταν ύποπτος για τη δολοφονία του Πινέλι, σκοτώθηκε από πυρά αγνώστων στις 17/5/1972. Το 1988, το πρώην μέλος της Lotta continua Αντριάνο Σόφρι συνελήφθη μαζί με τους Οβίντιο Μπομπρέζι και Τζιόρτζιο Πιετροστέφανι για το θάνατο του Καλαμπρέζι. Οι κατηγορίες εναντίον τους βασίστηκαν σε μια κατάθεση που έδωσε, 16 χρόνια αργότερα, ο Λεονάρντο Μαρίνο, ένας πρώην μαχητής-νυν ρουφιάνος που ομολόγησε ότι συμμετείχε στη δολοφονία του Καλαμπρέζι, με διαταγές του Αντριάνο Σόφρι. Ο Σόφρι καταδικάστηκε οριστικά το 2000 σε 22 χρόνια φυλάκισης, μετά από πολλές δίκες, δίνοντας το έναυσμα στον συγγραφέα Carlo Ginzburg να γράψει το βιβλίο: The Judge and the Historian:Marginal Notes on a Late Twentieth–Century Miscarriage of Justice.
3. To 2001, δικαστήριο του Μιλάνο καταδίκασε τους Carlo Maria Maggi, το νέο-φασίστα ακτιβιστή Delfo Zorzi και το Giancarlo Rognoni για τη βόμβα στην Πιάτσα Φοντάνα. Ένας τέταρτος κατηγορούμενος, ο Carlo Di Giglio, που φέρεται ότι ήταν πληροφοριοδότης της CIA τον καιρό εκείνο, έγινε μάρτυρας για το κράτος και πήρε ασυλία.
4. «Ο Βαλπρέντα δέχτηκε μεγάλη κακοήθεια ακόμα κι από αποκαλούμενους ελευθεριακούς που έκαναν ότι μπορούσαν για να ξεπλύνουν τα χέρια τους απ’ αυτόν, μόλις έμαθαν για τα προβλήματά του – η υπόθεση ότι δεν ήταν πραγματικά αναρχικός (που προώθησε η αστυνομία όταν ανακάλυψε ότι οι Αναρχικοί δεν μπορούσαν να κατηγορηθούν για τη βόμβα στο Μιλάνο, και μια ιδανική λύση γι’ αυτούς θα ήταν «η φασιστική συνωμοσία» – το «αναρχικό κορόιδο» ή ακόμα κι «ένας τρελός» που «νόμιζε ότι ήταν αναρχικός, συκοφαντημένος από τους αναρχικούς»). Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει τον αναρχισμό του αν διαβάσει το βιβλίο του – και δεν είναι λάθος του – ίσα ίσα είναι ατυχία του – που ο τύπος τον παρουσίασε σαν «αναρχικό ηγέτη» απλά επειδή ξέρουν το όνομά του. Κάποιοι στο κίνημα ακόμα και τώρα, θέλουν να αποσυνδεθούν από τον Βαλπρέντα επειδή διαφωνεί μαζί τους σε 1 ή 2 θέματα – για παράδειγμα. Πόσο αρέσκονται στο να αποκηρύττουν οι συντηρητικές οργανώσεις»! (από σημείωμα του Άλμπερτ Μέλτζερ)
Ο Πιέτρο Βαλπρέντα γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1933. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 άρχισε να συγχρωτίζεται με αναρχικούς κύκλους στο Μιλάνο και τη Ρώμη. Δούλεψε σα χορευτής σε θεατρικά έργα.
Το 1968 μαζί με νεότερους συντρόφους δημιούργησε μια αναρχική ομάδα που πήρε το όνομά της από το Γαλλικό κίνημα 22 Μαρτίου. Η ομάδα υιοθέτησε εμπρηστικό και προκλητικό λόγο, απομακρυνόμενη από το οργανωμένο αναρχικό κίνημα. Κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης το 1969 φώναζε «Βόμβες, Αίμα, Αναρχία». Ο Βαλπρέντα και άλλοι αναδημοσίευσαν το περιοδικό Terra e Liberta που υμνούσε την «προπαγάνδα με τη δράση» του αναρχικού Ραβασόλ.
Η αναρχική ομάδα Πόντε ντελά Γκιζόλφε στο Μιλάνο πήρε αποστάσεις απ’ αυτόν, όπως και η Ιταλική Αναρχική Ομοσπονδία (FAI) στη Ρώμη που θεωρούσε την ομάδα 22 Μάρτη ως θερμοκέφαλους.
Σ’ αυτή την περίοδο της αντι-εξεγερτικής Στρατηγικής της Έντασης, η αστυνομία κατάφερε να «φυτέψει» τον πράκτορα Σαλβατόρε Ιπολίτο στο γκρουπούσκουλο, όπως και νεο-ναζί σαν τον Μάριο Μερλίνο.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1969 ο Βαλπρέντα επισκεπτόταν τη θεία του. Εκείνη τη μέρα μια βόμβα εξεράγη στην Αγροτική τράπεζα της Πιάτσα Φοντάνα, σκοτώνοντας 16 άτομα και τραυματίζοντας 88. Τρεις άλλες βόμβες έσκασαν στη Ρώμη την ίδια ώρα τραυματίζοντας 14 άτομα.
Στις 15, ο Βαλπρέντα, εμφανίστηκε στο δικαστήριο για προσβολή του Πάπα, και τότε συνελήφθη γι’ αυτές τις εκρήξεις. Την ίδια νύχτα, ο αναρχικός σιδηροδρομικός Τζιουζέπε Πινέλι, συνελήφθη επίσης γι’ αυτές τις βόμβες και «έπεσε» από τον 4οόροφο του αστυνομικού τμήματος του Μιλάνο.
Αυτές οι βόμβες μπήκαν από φασίστες, με την ανάμειξη των μυστικών υπηρεσιών, σαν κίνηση της Στρατηγικής της Έντασης – μια συνωμοσία για να δυσφημίσει τους αναρχικούς και τις εργατικές οργανώσεις, πραγματοποιώντας τρομοκρατικές ενέργειες και αποδίδοντάς τες σ’ αυτούς. Οι αναρχικοί και ιδιαίτερα ο Βαλπρέντα και το γκρουπούσκουλό του ήταν βασικοί στόχοι για μια σκευωρία.
Ο Ιταλικός τύπος αφιέρωσε μια μέρα για να παρουσιάσει τον εντελώς αθώο Βαλπρέντα σαν τέρας4. Το Μιλανέζικο αναρχικό κίνημα αντέδρασε θαρραλέα δίνοντας μια συνέντευξη τύπου την επόμενη μέρα και διακηρύττοντας την αθωώτητά του. Αυτό άρχισε μια τεράστια καμπάνια στην Ιταλία και διεθνώς για την απελευθέρωσή του. Έγιναν χιλιάδες δράσεις και μια καμπάνια αντι-πληροφόρησης που ήταν γενικευμένη και αποτελεσματική. Ο Βαλπρέντα έγινε ένα σύμβολο σαν τους Σάκο και Βαντσέτι πριν πολλά χρόνια.
Το 1972 ο Βαλπρέντα βγήκε από τη φυλακή. Για πολύ καιρό, οι ψευδείς κατηγορίες και η φυλάκιση είχαν καταστρεπτικό αποτέλεσμα στη ζωή του. Τότε γνώρισε τη Λαουρέτα και απέκτησαν ένα γιο, τον Τουπάκ. Οι ακροάσεις συνεχίστηκαν στη Ρώμη, στο Καταντζάρο και ξανά στη Ρώμη. Ο Πιέτρο έλαβε στήριξη από τη νέα του σύντροφο, Πία. Τότε το 1979 αθωώθηκε από το δικαστήριο και πήρε μέρος σε εκατοντάδες συνεντεύξεις, δημόσιες συζητήσεις και τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Η φυλάκιση επιδείνωσε την ασθένεια Buerger που είχε από καιρό, και δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει την καριέρα του σα χορευτής. Για λίγο δούλεψε σα βιβλιοπώλης και μετά άνοιξε το καφέ Barricata στην εργατική συνοικία Γκαριμπάλντι στο Μιλάνο. Συνέχισε να κυκλοφορεί στο αναρχικό κίνημα, να συμμετέχει σε διαδηλώσεις – ειδικά σ’ αυτή που διοργάνωνε κάθε 15η Δεκεμβρίου ο Αναρχικός Κύκλος Ponte della Ghisolfa για την επέτειο του θανάτου του Πινέλι.
Στα 4 τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε 4 νουβέλες, νωρίτερα είχε γράψει ένα ποιητικό βιβλίο τα χρόνια της κράτησής του. Το πρώτο «Tri di a luii» δημοσιεύτηκε από την ομάδα Ponte della Ghisolfa. Τα άλλα 3, που έγραψε μαζί με τον Pietro Colaprico κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Tropea. Η υγεία του άρχισε να χειροτερεύει και πέθανε μετά από μακροχρόνιο καρκίνο στις 6 Ιουλίου 2002.
Η κηδεία του Πιέτρο οργανώθηκε από την ομάδα Ponte della Ghisolfa group που στις 8 Ιουλίου ξεκίνησε από το αναρχικό στέκι μαζί με 3.000 άτομα με αναρχικές σημαίες. Κλασική μουσική και τζαζ παίχτηκε, σύμφωνα με τη θέληση του Πιέτρο, καθώς και αναρχικά τραγούδια, πριν το σώμα του αποτεφρωθεί.
Ο Πιέτρο αρνήθηκε να είναι παθητικό θύμα της Κρατικής καταστολής και σ’ όλη του τη δοκιμασία ανακάλυψε στον εαυτό του απομεινάρια μιας δύναμης που του έδωσε μια περήφανη και αξιοπρεπή εμφάνιση και συμπεριφορά. Η επιβεβαίωση του να είναι ένα αυθεντικό ανθρώπινο πλάσμα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις άθλιες δολοπλοκίες του Ιταλικού κράτους και των μυστικών υπηρεσιών.
Nick Heath
Δημοσιεύτηκε από Αναρχικό Πυρήνα ΞΑΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
1. Ένας απ’ αυτούς ο Μπρέσι ενθαρρύνονταν από τον Καλαμπρέζι να πηδήξει από το παράθυρο!
2. Ο επιθεωρητής Καλαμπρέζι που θεωρούνταν ύποπτος για τη δολοφονία του Πινέλι, σκοτώθηκε από πυρά αγνώστων στις 17/5/1972. Το 1988, το πρώην μέλος της Lotta continua Αντριάνο Σόφρι συνελήφθη μαζί με τους Οβίντιο Μπομπρέζι και Τζιόρτζιο Πιετροστέφανι για το θάνατο του Καλαμπρέζι. Οι κατηγορίες εναντίον τους βασίστηκαν σε μια κατάθεση που έδωσε, 16 χρόνια αργότερα, ο Λεονάρντο Μαρίνο, ένας πρώην μαχητής-νυν ρουφιάνος που ομολόγησε ότι συμμετείχε στη δολοφονία του Καλαμπρέζι, με διαταγές του Αντριάνο Σόφρι. Ο Σόφρι καταδικάστηκε οριστικά το 2000 σε 22 χρόνια φυλάκισης, μετά από πολλές δίκες, δίνοντας το έναυσμα στον συγγραφέα Carlo Ginzburg να γράψει το βιβλίο: The Judge and the Historian:Marginal Notes on a Late Twentieth–Century Miscarriage of Justice.
3. To 2001, δικαστήριο του Μιλάνο καταδίκασε τους Carlo Maria Maggi, το νέο-φασίστα ακτιβιστή Delfo Zorzi και το Giancarlo Rognoni για τη βόμβα στην Πιάτσα Φοντάνα. Ένας τέταρτος κατηγορούμενος, ο Carlo Di Giglio, που φέρεται ότι ήταν πληροφοριοδότης της CIA τον καιρό εκείνο, έγινε μάρτυρας για το κράτος και πήρε ασυλία.
4. «Ο Βαλπρέντα δέχτηκε μεγάλη κακοήθεια ακόμα κι από αποκαλούμενους ελευθεριακούς που έκαναν ότι μπορούσαν για να ξεπλύνουν τα χέρια τους απ’ αυτόν, μόλις έμαθαν για τα προβλήματά του – η υπόθεση ότι δεν ήταν πραγματικά αναρχικός (που προώθησε η αστυνομία όταν ανακάλυψε ότι οι Αναρχικοί δεν μπορούσαν να κατηγορηθούν για τη βόμβα στο Μιλάνο, και μια ιδανική λύση γι’ αυτούς θα ήταν «η φασιστική συνωμοσία» – το «αναρχικό κορόιδο» ή ακόμα κι «ένας τρελός» που «νόμιζε ότι ήταν αναρχικός, συκοφαντημένος από τους αναρχικούς»). Κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει τον αναρχισμό του αν διαβάσει το βιβλίο του – και δεν είναι λάθος του – ίσα ίσα είναι ατυχία του – που ο τύπος τον παρουσίασε σαν «αναρχικό ηγέτη» απλά επειδή ξέρουν το όνομά του. Κάποιοι στο κίνημα ακόμα και τώρα, θέλουν να αποσυνδεθούν από τον Βαλπρέντα επειδή διαφωνεί μαζί τους σε 1 ή 2 θέματα – για παράδειγμα. Πόσο αρέσκονται στο να αποκηρύττουν οι συντηρητικές οργανώσεις»! (από σημείωμα του Άλμπερτ Μέλτζερ)
No comments:
Post a Comment