Του Φώτη Κόντογλου
Δυστυχῶς ὅπου σταθῆ κανεὶς ἀκούει ἐπικρίσεις καὶ παράπονα γιὰ τοὺς κληρικούς μας γιὰ τὴν ἀδράνεια τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτὸ στενοχωρεῖ καὶ θλίβει κάθε Ὀρθόδοξο Χριστιανὸ καὶ πολὺ περισσότερο ἐκείνους ποὺ ἔχουν πιὸ στενοὺς πνευματικοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐξ αἰτίας κάποιων ἀναξίων κληρικῶν γενικεύεται ἡ δυσφήμιση τῆς Ἐκκλησίας καὶ πὼς ἐξογκώνονται τὰ παραστρατήματα τῶν ἱερωμένων, κι᾿ αὐτὸ εἶναι φυσικό, ἐπειδὴ ὁ λαὸς ἔχει τὴν ἀπαίτηση οἱ κληρικοὶ νὰ εἶναι χωρὶς κηλίδα, ἀλλοιῶς δὲν τοὺς ἀναγνωρίζει γιὰ πνευματικοὺς ὁδηγούς του. Οἱ πολλοὶ δὲν εἶναι σὲ θέσι νὰ ξεχωρίσουν τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὸ πνευματικὸ λειτούργημα ποὺ κάνει καὶ ἐπηρεάζονται τόσο πολὺ ἀπὸ κάποιο σκάνδαλο ποὺ φημολογεῖται γιὰ ἕναν ἱερωμένο, ὥστε γίνονται ἄπιστοι, δὲν πατοῦν πιὰ σὲ ἐκκλησία καὶ εἶναι πολὺ δύσκολο ἕναν τέτοιο ἀγανακτισμένο ἀποστάτη νὰ τὸν συμφιλιώσῃ κανεὶς μὲ τὴν Ἐκκλησία. Μήτε ἕνας Χρυσόστομος μπορεῖ νὰ κάνει ἕνα τέτοιο κατόρθωμα. Ἀφήνω πὼς ὅποιος ἐπιχειρήσῃ νὰ μετατρέψῃ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀπέχθεια ποὺ πῆρε γιὰ τὴν θρησκεία, θὰ βρῇ τὸν μπελᾶ του καὶ μπορεῖ ν᾿ ἀκούσῃ ὅτι «κι᾿ αὐτὸς εἶναι ὑποκριτής, γιατὶ σκεπάζει τὶς ἀθλιότητες τῶν παπάδων». Οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι, ἂν δὲν γίνουν ὁλότελα ἄθεοι, πηγαίνουν καὶ γίνονται χιλιαστὲς ἢ εὐαγγελιστὲς ἢ παπικοὶ ἢ προτεστάντες.
Τὰ σκάνδαλα τῶν ρασοφόρων μας εἶναι ἡ σπουδαιότερη αἰτία ποὺ πληθαίνουν οἱ αἱρετικοί, καὶ μάλιστα, αὐτοὶ οἱ νέοι προσύλητοι γίνονται φανατικώτατοι μέσα στὴν αἵρεση ποὺ προσχωροῦν, ἀηδιασμένοι ἀπὸ τοὺς ἀνάξιους ἱερωμένους μας. Γιὰ τοῦτο πρέπει νὰ τρέμουν οἱ κληρικοὶ μὴν τυχὸν ἀκουσθῇ τὸ παραμικρὸ σὲ βάρος τους, γιατὶ οἱ ψυχὲς ποὺ χάνονται θὰ ζητηθοῦν μιὰ μέρα ἀπ᾿ αὐτούς. Ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητές του ὅτι αὐτοὶ εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου καὶ τὸ ἅλας τῆς Γῆς, καὶ ὅτι πρέπει νὰ λάμψει τὸ φῶς τοὺς ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ ἰδοῦνε τὰ καλὰ ἔργα τους καὶ δοξάσουν τὸν πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Λοιπόν, κι᾿ ὅταν γίνεται τὸ ἀνάποδο, δηλαδὴ ὅταν οἱ ἄνθρωποι βλέπουν τὰ κακὰ ἔργα τους, ἀντὶ νὰ δοξάσουν τὸ Θεό, θὰ τὸν βλασφημήσουν. Καὶ αἰτία θὰ εἶναι ὄχι οἱ ἄθεοι, ὄχι οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς καὶ ἀντιπρόσωποί του στὸν κόσμο, «οἱ κεχρισμένοι».
Πάντα, σὲ κάθε ἐποχή, ὑπῆρχαν οἱ ἀνάξιοι κληρικοί, κοντὰ στοὺς ἁγίους ρασοφόρους. Ἀλλὰ σήμερα τὸ πρᾶγμα ἐχειροτέρεψε κατὰ πολύ. Μία ἀπὸ τὶς πολλὲς αἰτίες αὐτῆς τῆς θλιβερῆς καταστάσεως εἶναι ὅτι γίνονται συχνὰ κληρικοὶ κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν κλίση στὴν θρησκεία καὶ ποὺ γι᾿ αὐτοὺς τὸ ρασοφορεῖν εἶναι ἕνα ἐπάγγελμα. Ὁ ἱερεὺς ὄχι μοναχὰ πρέπει νὰ ἔχει κλίση στὴν θρησκεία, ἀλλὰ νὰ φλέγεται ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὰ θεῖα, νὰ εἶναι «τῷ πνεύματι ζέων», ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Καὶ νὰ τελεῖ τὴν θείαν μυσταγωγία μὲ τέτοια κατάνυξη, ποὺ πολλὲς φορὲς νὰ δακρύζη μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα, ἰερουργώντας μὲ φόβο καὶ τρόμο. Ἐνῶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ρασοφόρους, ἀντὶ ἡ εὐσέβειά τους καὶ ἡ κατάνυξή τους νὰ συνεπάρη τοὺς ἐκκλησιαζομένους, τοὺς παγώνει ἡ ἀτονία, ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ ψυχρότητα μὲ τὴν ὁποία ἐκτελοῦν τὴν ἱεροτελεστίες. Σ᾿ αὐτὸ συνεργεῖ καὶ ἡ ἄθλια θυμελικὴ μουσικὴ ποὺ ἀκούεται σὲ πολλοὺς ναοὺς ἀντὶ γιὰ ψαλμωδίες...
Ἐπειδὴ λοιπὸν λείψανε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἱερωμένοι ποὺ ἔχουν φωτιὰ μέσα τους, ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ βραδυπορῆ, ἀσυγκίνητη κι᾿ ἀδιάφορη γιὰ ὅσα θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν ἐνδιαφέρουν ζωηρά, ἀδιάφορη γιὰ ὅτι τὸ ποίμνιό της σκανδαλίζεται καὶ δοκιμάζεται σκληρὰ ἡ πίστη του ἀπὸ τὰ καμώματα μερικῶν ἱερωμένων, ἀδιάφορων γιὰ τὴν παραμόρφωση τῆς ἱερᾶς παραδόσεως, ἀδιάφορη γιὰ τὰ τέκνα της ποὺ τὴν ἀρνιοῦνται, γιὰ νὰ πυκνώσουν τὶς τάξεις τῶν διαφόρων αἱρετικῶν, μὲ κίνδυνο αὐτὴ ἡ αἱμοραγία της νὰ καταντήση θανάσιμη γι᾿ αὐτήν.
Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον θὰ μποροῦσε νὰ διορθωθῆ τούτη ἡ πολὺ θλιβερὴ κατάστασις, φανερώνεται ἀπὸ τὰ παραπάνω συμπτώματα ὅτι εἶναι πολὺ ἁπλός, εἶναι ὅμως καὶ πολὺ δύσκολη ἡ θεραπεία της. Γιατὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει κανένα φάρμακο, οὔτε καμμιὰ μαγικὴ ράβδος, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἔχει ἔργο της τὴν καθοδήγηση καὶ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ θεραπεία βρίσκεται στὰ χέρια της, καὶ εἶναι ἡ κάθαρσή της ἀπὸ στοιχεῖα κακὰ γιὰ τὴν ὕψιστη ἀποστολή της. Ὅταν γίνῃ, ἀκόμα καὶ σχετικά, μιὰ τέτοια κάθαρση, θὰ μπορέσουν νὰ καταταχθοῦν στὴν ὑπηρεσία της ἁγνοὶ καὶ ἄξιοι κληρικοί, μὲ βαθιὰ πίστη καὶ μὲ ἀνιδιοτέλεια, «τῷ πνεύματι ζέοντες», γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ εἶναι «ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματα τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων». Καὶ ὅταν γίνῃ αὐτὴ ἡ ἐπάνδρωση τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ στοιχεῖα σοβαρά, ἐκλεκτὰ καὶ ἀξιοσέβαστα, τότε τὸ ἱερὸ δέντρο τῆς Ἐκκλησίας θὰ παρουσιασθῆ, μέσα σὲ λίγα χρόνια, κατάφορτο ἀπὸ καρποὺς «ὡς κατάκαρπος ἐλαία» πρὸς χαρὰν τῶν πιστῶν Ὀρθοδόξων, καὶ πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Τότε θὰ λείψη αὐτὸ τὸ θανατερὸ μούδιασμα, ποὺ τὴν κατέχει σήμερα κι᾿ ἡ ἀπίστευτη ἀδιαφορία της γιὰ ὅσα τὴν ἀφοροῦν, ἀκόμα καὶ γιὰ ζητήματα ζωῆς καὶ θανάτου γι᾿ αὐτήν. Οἱ καλοὶ ἐκπρόσωποί της θὰ στέκονται ἀνύστακτοι φρουροί της, ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ τότε θὰ λάμψη τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μέχρι περάτων τῆς Οἰκουμένης, μέσα στὸ σκοτάδι ποὺ πλακώνει σήμερα τὸν κόσμο. «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς Εὐπρόσδεκτος» γιὰ νὰ γίνῃ αὐτό.
Ἀλλὰ «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἔχει ὑπηρέτες ποὺ νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι σ᾿ αὐτὴν καὶ ἕτοιμοι γιὰ θυσίες, κατὰ τὸ ματωμένο ὑπόδειγμα τοῦ σταυρωμένου ἀρχηγοῦ της.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ὑπηρετεῖται καὶ νὰ φυλάγεται ἀπὸ ψυχὲς ἡρωϊκὲς ποὺ νὰ εἶναι ἕτοιμες ὄχι μόνον γιὰ θυσίες ὑλικὲς καὶ σωματικές, ἀλλὰ καὶ γιὰ πνευματικές, ποὺ εἶναι ἴσως πιὸ δύσκολες. Τέτοιες θυσίες εἶναι τὸ νὰ ταπεινώνεται ὁ ἕνας μπροστὰ στὸν ἄλλον, τὸ νὰ μὴ λογαριάζει τὸ συμφέρον του, τὸ νὰ βάζη τὸ καλὸ καὶ τὴν προκοπὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀπάνω ἀπὸ τὴ δική του, τὸ νὰ θυσιάζεται ὡς καλὸς ποιμὴν γιὰ τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ κ.τ.λ.
Ὅλα αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἔχει ἕνα ἱερωμένος, ἂν δὲν ἔχει πίστη φλογερὴ καὶ ἀτράνταχτη καὶ θερμουργὸ κι ἂν δὲν πιστεύη ὅτι «οὐκ ἔχει μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλουσαν ἐπιζητεῖ».
Μιὰ Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία, ποὺ θὰ ἔχει τέτοιους ἄγρυπνους καὶ ἀδέκαστους φρουρούς, θὰ εἶναι ἡ κιβωτὸς τῆς Ἀλήθειας, ποὺ θὰ πλέη ἀπάνω στὰ θολὰ κι᾿ ἀφρισμένα νερὰ τοῦ παγκόσμιου Ὠκεανοῦ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπωλείας.
Πόσο πάσχουμε, πόση θλίψη νοιώθουμε, κάθε φορὰ ποὺ θὰ παρουσιασθῆ κανένα σκάνδαλο σὲ βάρος κάποιου κληρικοῦ! Ἂν ἤτανε τρόπος νὰ πέφτουν σὲ μᾶς οἱ κατηγόριες, ἀντὶ σ᾿ ἐκείνους, σ᾿ ἐμᾶς ποὺ οἱ πράξεις μας δὲν ἀντανακλοῦν τὴν Ἐκκλησία.
Ὁ εὐλαβὴς Λαός μας δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἀκούη βαθυστόχαστες θεολογίες μὲ πανεπιστήμια καὶ μὲ διπλώματα, οὔτε παγκόσμια συμβούλια καὶ «διαλόγους». Ὁ πόθος του εἶναι νὰ ἀκούσῃ ὅτι ὑπάρχει κάποιος ρασοφόρος, ἱερεὺς ἢ καλόγερος, ποὺ ἔχει καθαρὴ ζωή, ἂς εἶναι καὶ ἀγράμματος. Τόση εἶναι ἡ δίψα του γιὰ ἁγιότητα, ποὺ φτάνει νὰ εἶναι ἕνας ἱερωμένος μονάχα ἐνάρετος, καὶ τὸν λένε ἅγιον.
Πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ὁ φύλακας τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, ὁ μόνος φύλακας. Ἂν φανοῦμε ἀνάξιοι νὰ ἔχουμε αὐτὸν τὸν θησαυρό, θὰ χάσουμε, θὰ τὸν πάρη ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ χέρια μας, ὅπως ἀπέτρεψε τὸ πρόσωπό του, τὸν παλαιὸ καιρό, ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους.
Καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας κατέχει τὴν ἀλήθεια αὐτή, τὸ φανερώνουν, χωρὶς νὰ θέλουν, ἀκόμα καὶ οἱ παπικοί, ποὺ κατὰ τὰ τελευταία χρόνια ἐκδηλώνουν τὸ θαυμασμό τους γιὰ τὰ πατερικά μας κείμενα, γιὰ τὴν ὑμνολογία μας καὶ γιὰ τὴν ὑμνογραφία μας, καὶ γενικὰ γιὰ τὴν λατρεία μας. Αὐτὸ εἶναι σὰν νὰ ὁμολογοῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι «ἡ Μία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» κι ὅτι αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω, εἶναι ἡ ἔκφρασις τῆς πνευματικῆς οὐσίας της, ὅτι εἶναι τὸ καθρέφτισμά της στὸν αἰσθητὸ κόσμο. Καὶ δὲν μπορεῖ τὸ καθρέφτισμά της παρὰ νὰ ἔχη ἀνταπόκριση μὲ ἐκεῖνο ποὺ καθρεφτίζεται καὶ μάλιστα νὰ εἶναι μιὰ ἀδύνατη σκιά του.
Ἂς παρακαλοῦμε, λοιπόν, νύχτα-μέρα, καὶ μὲ δάκρυα τὸν Κύριο νὰ μὴ μᾶς στερήσῃ ἀπὸ τὸ ἀθάνατο αὐτὸ στεφάνι ποὺ ἔβαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι μας, καὶ ποὺ τὰ ἄφθορα ἄνθη του ποτισθήκανε ἀπὸ τὸ ἅγιον αἷμα μυριάδων μαρτύρων, ἀπὸ καταβολῆς Χριστιανισμοῦ. Κι᾿ ἂς κράξουμε μὲ κλαυθμό: «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τοῦ λαοῦ σου, ὅτι θλίβεται. Ταχὺ ἐπάκουσον αὐτοῦ, πρόσχες τῇ Ἐκκλησίᾳ Σου καὶ λύτρωσον αὐτῇ».
Δυστυχῶς ὅπου σταθῆ κανεὶς ἀκούει ἐπικρίσεις καὶ παράπονα γιὰ τοὺς κληρικούς μας γιὰ τὴν ἀδράνεια τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτὸ στενοχωρεῖ καὶ θλίβει κάθε Ὀρθόδοξο Χριστιανὸ καὶ πολὺ περισσότερο ἐκείνους ποὺ ἔχουν πιὸ στενοὺς πνευματικοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐξ αἰτίας κάποιων ἀναξίων κληρικῶν γενικεύεται ἡ δυσφήμιση τῆς Ἐκκλησίας καὶ πὼς ἐξογκώνονται τὰ παραστρατήματα τῶν ἱερωμένων, κι᾿ αὐτὸ εἶναι φυσικό, ἐπειδὴ ὁ λαὸς ἔχει τὴν ἀπαίτηση οἱ κληρικοὶ νὰ εἶναι χωρὶς κηλίδα, ἀλλοιῶς δὲν τοὺς ἀναγνωρίζει γιὰ πνευματικοὺς ὁδηγούς του. Οἱ πολλοὶ δὲν εἶναι σὲ θέσι νὰ ξεχωρίσουν τὸ πρόσωπο ἀπὸ τὸ πνευματικὸ λειτούργημα ποὺ κάνει καὶ ἐπηρεάζονται τόσο πολὺ ἀπὸ κάποιο σκάνδαλο ποὺ φημολογεῖται γιὰ ἕναν ἱερωμένο, ὥστε γίνονται ἄπιστοι, δὲν πατοῦν πιὰ σὲ ἐκκλησία καὶ εἶναι πολὺ δύσκολο ἕναν τέτοιο ἀγανακτισμένο ἀποστάτη νὰ τὸν συμφιλιώσῃ κανεὶς μὲ τὴν Ἐκκλησία. Μήτε ἕνας Χρυσόστομος μπορεῖ νὰ κάνει ἕνα τέτοιο κατόρθωμα. Ἀφήνω πὼς ὅποιος ἐπιχειρήσῃ νὰ μετατρέψῃ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀπέχθεια ποὺ πῆρε γιὰ τὴν θρησκεία, θὰ βρῇ τὸν μπελᾶ του καὶ μπορεῖ ν᾿ ἀκούσῃ ὅτι «κι᾿ αὐτὸς εἶναι ὑποκριτής, γιατὶ σκεπάζει τὶς ἀθλιότητες τῶν παπάδων». Οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι, ἂν δὲν γίνουν ὁλότελα ἄθεοι, πηγαίνουν καὶ γίνονται χιλιαστὲς ἢ εὐαγγελιστὲς ἢ παπικοὶ ἢ προτεστάντες.
Τὰ σκάνδαλα τῶν ρασοφόρων μας εἶναι ἡ σπουδαιότερη αἰτία ποὺ πληθαίνουν οἱ αἱρετικοί, καὶ μάλιστα, αὐτοὶ οἱ νέοι προσύλητοι γίνονται φανατικώτατοι μέσα στὴν αἵρεση ποὺ προσχωροῦν, ἀηδιασμένοι ἀπὸ τοὺς ἀνάξιους ἱερωμένους μας. Γιὰ τοῦτο πρέπει νὰ τρέμουν οἱ κληρικοὶ μὴν τυχὸν ἀκουσθῇ τὸ παραμικρὸ σὲ βάρος τους, γιατὶ οἱ ψυχὲς ποὺ χάνονται θὰ ζητηθοῦν μιὰ μέρα ἀπ᾿ αὐτούς. Ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς μαθητές του ὅτι αὐτοὶ εἶναι τὸ φῶς τοῦ κόσμου καὶ τὸ ἅλας τῆς Γῆς, καὶ ὅτι πρέπει νὰ λάμψει τὸ φῶς τοὺς ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ ἰδοῦνε τὰ καλὰ ἔργα τους καὶ δοξάσουν τὸν πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Λοιπόν, κι᾿ ὅταν γίνεται τὸ ἀνάποδο, δηλαδὴ ὅταν οἱ ἄνθρωποι βλέπουν τὰ κακὰ ἔργα τους, ἀντὶ νὰ δοξάσουν τὸ Θεό, θὰ τὸν βλασφημήσουν. Καὶ αἰτία θὰ εἶναι ὄχι οἱ ἄθεοι, ὄχι οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς καὶ ἀντιπρόσωποί του στὸν κόσμο, «οἱ κεχρισμένοι».
Πάντα, σὲ κάθε ἐποχή, ὑπῆρχαν οἱ ἀνάξιοι κληρικοί, κοντὰ στοὺς ἁγίους ρασοφόρους. Ἀλλὰ σήμερα τὸ πρᾶγμα ἐχειροτέρεψε κατὰ πολύ. Μία ἀπὸ τὶς πολλὲς αἰτίες αὐτῆς τῆς θλιβερῆς καταστάσεως εἶναι ὅτι γίνονται συχνὰ κληρικοὶ κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔχουν κλίση στὴν θρησκεία καὶ ποὺ γι᾿ αὐτοὺς τὸ ρασοφορεῖν εἶναι ἕνα ἐπάγγελμα. Ὁ ἱερεὺς ὄχι μοναχὰ πρέπει νὰ ἔχει κλίση στὴν θρησκεία, ἀλλὰ νὰ φλέγεται ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη πρὸς τὰ θεῖα, νὰ εἶναι «τῷ πνεύματι ζέων», ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Καὶ νὰ τελεῖ τὴν θείαν μυσταγωγία μὲ τέτοια κατάνυξη, ποὺ πολλὲς φορὲς νὰ δακρύζη μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα, ἰερουργώντας μὲ φόβο καὶ τρόμο. Ἐνῶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ρασοφόρους, ἀντὶ ἡ εὐσέβειά τους καὶ ἡ κατάνυξή τους νὰ συνεπάρη τοὺς ἐκκλησιαζομένους, τοὺς παγώνει ἡ ἀτονία, ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ ψυχρότητα μὲ τὴν ὁποία ἐκτελοῦν τὴν ἱεροτελεστίες. Σ᾿ αὐτὸ συνεργεῖ καὶ ἡ ἄθλια θυμελικὴ μουσικὴ ποὺ ἀκούεται σὲ πολλοὺς ναοὺς ἀντὶ γιὰ ψαλμωδίες...
Ἐπειδὴ λοιπὸν λείψανε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἱερωμένοι ποὺ ἔχουν φωτιὰ μέσα τους, ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ βραδυπορῆ, ἀσυγκίνητη κι᾿ ἀδιάφορη γιὰ ὅσα θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν ἐνδιαφέρουν ζωηρά, ἀδιάφορη γιὰ ὅτι τὸ ποίμνιό της σκανδαλίζεται καὶ δοκιμάζεται σκληρὰ ἡ πίστη του ἀπὸ τὰ καμώματα μερικῶν ἱερωμένων, ἀδιάφορων γιὰ τὴν παραμόρφωση τῆς ἱερᾶς παραδόσεως, ἀδιάφορη γιὰ τὰ τέκνα της ποὺ τὴν ἀρνιοῦνται, γιὰ νὰ πυκνώσουν τὶς τάξεις τῶν διαφόρων αἱρετικῶν, μὲ κίνδυνο αὐτὴ ἡ αἱμοραγία της νὰ καταντήση θανάσιμη γι᾿ αὐτήν.
Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον θὰ μποροῦσε νὰ διορθωθῆ τούτη ἡ πολὺ θλιβερὴ κατάστασις, φανερώνεται ἀπὸ τὰ παραπάνω συμπτώματα ὅτι εἶναι πολὺ ἁπλός, εἶναι ὅμως καὶ πολὺ δύσκολη ἡ θεραπεία της. Γιατὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει κανένα φάρμακο, οὔτε καμμιὰ μαγικὴ ράβδος, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἔχει ἔργο της τὴν καθοδήγηση καὶ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ θεραπεία βρίσκεται στὰ χέρια της, καὶ εἶναι ἡ κάθαρσή της ἀπὸ στοιχεῖα κακὰ γιὰ τὴν ὕψιστη ἀποστολή της. Ὅταν γίνῃ, ἀκόμα καὶ σχετικά, μιὰ τέτοια κάθαρση, θὰ μπορέσουν νὰ καταταχθοῦν στὴν ὑπηρεσία της ἁγνοὶ καὶ ἄξιοι κληρικοί, μὲ βαθιὰ πίστη καὶ μὲ ἀνιδιοτέλεια, «τῷ πνεύματι ζέοντες», γιὰ τοὺς ὁποίους θὰ εἶναι «ὡς ἀγαπητὰ τὰ σκηνώματα τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων». Καὶ ὅταν γίνῃ αὐτὴ ἡ ἐπάνδρωση τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ στοιχεῖα σοβαρά, ἐκλεκτὰ καὶ ἀξιοσέβαστα, τότε τὸ ἱερὸ δέντρο τῆς Ἐκκλησίας θὰ παρουσιασθῆ, μέσα σὲ λίγα χρόνια, κατάφορτο ἀπὸ καρποὺς «ὡς κατάκαρπος ἐλαία» πρὸς χαρὰν τῶν πιστῶν Ὀρθοδόξων, καὶ πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Τότε θὰ λείψη αὐτὸ τὸ θανατερὸ μούδιασμα, ποὺ τὴν κατέχει σήμερα κι᾿ ἡ ἀπίστευτη ἀδιαφορία της γιὰ ὅσα τὴν ἀφοροῦν, ἀκόμα καὶ γιὰ ζητήματα ζωῆς καὶ θανάτου γι᾿ αὐτήν. Οἱ καλοὶ ἐκπρόσωποί της θὰ στέκονται ἀνύστακτοι φρουροί της, ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ τότε θὰ λάμψη τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μέχρι περάτων τῆς Οἰκουμένης, μέσα στὸ σκοτάδι ποὺ πλακώνει σήμερα τὸν κόσμο. «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς Εὐπρόσδεκτος» γιὰ νὰ γίνῃ αὐτό.
Ἀλλὰ «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἔχει ὑπηρέτες ποὺ νὰ εἶναι ἀφοσιωμένοι σ᾿ αὐτὴν καὶ ἕτοιμοι γιὰ θυσίες, κατὰ τὸ ματωμένο ὑπόδειγμα τοῦ σταυρωμένου ἀρχηγοῦ της.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ὑπηρετεῖται καὶ νὰ φυλάγεται ἀπὸ ψυχὲς ἡρωϊκὲς ποὺ νὰ εἶναι ἕτοιμες ὄχι μόνον γιὰ θυσίες ὑλικὲς καὶ σωματικές, ἀλλὰ καὶ γιὰ πνευματικές, ποὺ εἶναι ἴσως πιὸ δύσκολες. Τέτοιες θυσίες εἶναι τὸ νὰ ταπεινώνεται ὁ ἕνας μπροστὰ στὸν ἄλλον, τὸ νὰ μὴ λογαριάζει τὸ συμφέρον του, τὸ νὰ βάζη τὸ καλὸ καὶ τὴν προκοπὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀπάνω ἀπὸ τὴ δική του, τὸ νὰ θυσιάζεται ὡς καλὸς ποιμὴν γιὰ τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ κ.τ.λ.
Ὅλα αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἔχει ἕνα ἱερωμένος, ἂν δὲν ἔχει πίστη φλογερὴ καὶ ἀτράνταχτη καὶ θερμουργὸ κι ἂν δὲν πιστεύη ὅτι «οὐκ ἔχει μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλουσαν ἐπιζητεῖ».
Μιὰ Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία, ποὺ θὰ ἔχει τέτοιους ἄγρυπνους καὶ ἀδέκαστους φρουρούς, θὰ εἶναι ἡ κιβωτὸς τῆς Ἀλήθειας, ποὺ θὰ πλέη ἀπάνω στὰ θολὰ κι᾿ ἀφρισμένα νερὰ τοῦ παγκόσμιου Ὠκεανοῦ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀπωλείας.
Πόσο πάσχουμε, πόση θλίψη νοιώθουμε, κάθε φορὰ ποὺ θὰ παρουσιασθῆ κανένα σκάνδαλο σὲ βάρος κάποιου κληρικοῦ! Ἂν ἤτανε τρόπος νὰ πέφτουν σὲ μᾶς οἱ κατηγόριες, ἀντὶ σ᾿ ἐκείνους, σ᾿ ἐμᾶς ποὺ οἱ πράξεις μας δὲν ἀντανακλοῦν τὴν Ἐκκλησία.
Ὁ εὐλαβὴς Λαός μας δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἀκούη βαθυστόχαστες θεολογίες μὲ πανεπιστήμια καὶ μὲ διπλώματα, οὔτε παγκόσμια συμβούλια καὶ «διαλόγους». Ὁ πόθος του εἶναι νὰ ἀκούσῃ ὅτι ὑπάρχει κάποιος ρασοφόρος, ἱερεὺς ἢ καλόγερος, ποὺ ἔχει καθαρὴ ζωή, ἂς εἶναι καὶ ἀγράμματος. Τόση εἶναι ἡ δίψα του γιὰ ἁγιότητα, ποὺ φτάνει νὰ εἶναι ἕνας ἱερωμένος μονάχα ἐνάρετος, καὶ τὸν λένε ἅγιον.
Πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ὁ φύλακας τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, ὁ μόνος φύλακας. Ἂν φανοῦμε ἀνάξιοι νὰ ἔχουμε αὐτὸν τὸν θησαυρό, θὰ χάσουμε, θὰ τὸν πάρη ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ χέρια μας, ὅπως ἀπέτρεψε τὸ πρόσωπό του, τὸν παλαιὸ καιρό, ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους.
Καὶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας κατέχει τὴν ἀλήθεια αὐτή, τὸ φανερώνουν, χωρὶς νὰ θέλουν, ἀκόμα καὶ οἱ παπικοί, ποὺ κατὰ τὰ τελευταία χρόνια ἐκδηλώνουν τὸ θαυμασμό τους γιὰ τὰ πατερικά μας κείμενα, γιὰ τὴν ὑμνολογία μας καὶ γιὰ τὴν ὑμνογραφία μας, καὶ γενικὰ γιὰ τὴν λατρεία μας. Αὐτὸ εἶναι σὰν νὰ ὁμολογοῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι «ἡ Μία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» κι ὅτι αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω, εἶναι ἡ ἔκφρασις τῆς πνευματικῆς οὐσίας της, ὅτι εἶναι τὸ καθρέφτισμά της στὸν αἰσθητὸ κόσμο. Καὶ δὲν μπορεῖ τὸ καθρέφτισμά της παρὰ νὰ ἔχη ἀνταπόκριση μὲ ἐκεῖνο ποὺ καθρεφτίζεται καὶ μάλιστα νὰ εἶναι μιὰ ἀδύνατη σκιά του.
Ἂς παρακαλοῦμε, λοιπόν, νύχτα-μέρα, καὶ μὲ δάκρυα τὸν Κύριο νὰ μὴ μᾶς στερήσῃ ἀπὸ τὸ ἀθάνατο αὐτὸ στεφάνι ποὺ ἔβαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι μας, καὶ ποὺ τὰ ἄφθορα ἄνθη του ποτισθήκανε ἀπὸ τὸ ἅγιον αἷμα μυριάδων μαρτύρων, ἀπὸ καταβολῆς Χριστιανισμοῦ. Κι᾿ ἂς κράξουμε μὲ κλαυθμό: «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν Σου ἀπὸ τοῦ λαοῦ σου, ὅτι θλίβεται. Ταχὺ ἐπάκουσον αὐτοῦ, πρόσχες τῇ Ἐκκλησίᾳ Σου καὶ λύτρωσον αὐτῇ».
No comments:
Post a Comment