Του Αλέκου Μιχαηλίδη
Αν οι παππούδες μας επιχειρούσαν να μετρήσουν τις «συγκυρίες» και με «ρεαλισμό» να «επιβιώσουν» υπό το αποικιακό καθεστώς της Μ. Βρετανίας, προφανώς μακριά από τη μάνα μας, δεν θα είχαν εκραγεί οι πρώτοι μηχανισμοί τα ξημερώματα της 1ης Απριλίου 1955. Ο Μόδεστος Παντελή δεν θα ήταν ο πρώτος ήρωάς μας και το πανέμορφο εκείνο αντάρτικο, που απογείωσε τη βαθιά ψυχή των Κυπρίων, θα καρτερούσε υπομονετικά να «ωριμάσουν» οι καιροί.
Η ΕΟΚΑ ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο από ότι μπορούν να συλλάβουν εκείνοι που, κρυμμένοι στα κασμίρια τους, καταθέτουν στεφάνια στα αιώνια Φυλακισμένα Μνήματα, εκείνοι που τολμούν να εκφέρουν λόγους σε εκδηλώσεις μνήμης. Η ΕΟΚΑ ζει. Η ΕΟΚΑ είναι ζώσα πραγματικότητα του τόπου, η ΕΟΚΑ είναι η Κύπρος που αντιστέκεται, η ΕΟΚΑ είναι η Ελλάδα που αντιστέκεται. Η ΕΟΚΑ δεν είναι προϊόν βρώσης ούτε των ιστορικών, ούτε των μελετητών, ούτε βέβαια των πολιτικών ή των εν δυνάμει πολιτικών. Η ΕΟΚΑ καθορίζει την ημερήσια διάταξη, η ΕΟΚΑ μανιφεστοποιεί τη λευτεριά και την εθνική μας ολοκλήρωση.
Χωρίς την ΕΟΚΑ θα ήμασταν όντως «χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος». Χωρίς το χαμόγελο του Αυξεντίου, το «καλό βόλι» του Παπασταύρου, χωρίς το μάγκικο βάδισμα και τον έρωτα του Παλληκαρίδη θα ήμασταν αγροίκοι ήδη ηττημένοι και χαμένοι στον μαρασμό μας. Χωρίς την ΕΟΚΑ δεν θα χτυπούσαμε ποτέ το χέρι στο τραπέζι απαιτώντας το Κάρμι, την Τύμπου, το Πυρόι, τη Γιαλούσα, τον Λάρνακα Λαπήθου, τον Άγιο Αμβρόσιο, την Κώμα του Γιαλού, την Ακανθού, τη Λύση, το Δίκωμο, τον Καραβά.
Η ΕΟΚΑ είναι η φλεγόμενη καρδιά μας, είναι το όρθιο βλέμμα μας, είναι το μάτι που γυαλίζει κοιτώντας τον βορρά, είναι το εικοσιένα, το τριανταένα, το σαράντα. Η ΕΟΚΑ είναι η αρχή και το τέλος μας. Κι όποιος δεν καταλαβαίνει, να ρωτήσει τον ποιητή, αν δεν τον πείθουν τα κόκκινα μάτια μας:
«Η θάλασσ’ άλλαξεν ποττέ τον τόπον της, αλλάσσει;
Σιίλιοι ανέμοι τζι αν φυσούν τζι αν την ανακατώσουν
που τζειαχαμαί που πλάστηκεν ποττέ της εν ταράσσει.
Έτσι τζι εμείς το ίδιον τζι ακόμ’ αν μας σκοτώσουν,
το γαίμαν ποννά σιονωστεί τζι η γη να το ρουφήσει
εννά διψά την Μάναν του τζι ακόμ’ αν ποστραντζιίσει».
Τζι ας γίνει το γαίμαν μας αυλάτζιιν...
Ο πίνακας είναι των Γιάννη Γίγα και Πέγκυς Κούβαρη
Αν οι παππούδες μας επιχειρούσαν να μετρήσουν τις «συγκυρίες» και με «ρεαλισμό» να «επιβιώσουν» υπό το αποικιακό καθεστώς της Μ. Βρετανίας, προφανώς μακριά από τη μάνα μας, δεν θα είχαν εκραγεί οι πρώτοι μηχανισμοί τα ξημερώματα της 1ης Απριλίου 1955. Ο Μόδεστος Παντελή δεν θα ήταν ο πρώτος ήρωάς μας και το πανέμορφο εκείνο αντάρτικο, που απογείωσε τη βαθιά ψυχή των Κυπρίων, θα καρτερούσε υπομονετικά να «ωριμάσουν» οι καιροί.
Η ΕΟΚΑ ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο από ότι μπορούν να συλλάβουν εκείνοι που, κρυμμένοι στα κασμίρια τους, καταθέτουν στεφάνια στα αιώνια Φυλακισμένα Μνήματα, εκείνοι που τολμούν να εκφέρουν λόγους σε εκδηλώσεις μνήμης. Η ΕΟΚΑ ζει. Η ΕΟΚΑ είναι ζώσα πραγματικότητα του τόπου, η ΕΟΚΑ είναι η Κύπρος που αντιστέκεται, η ΕΟΚΑ είναι η Ελλάδα που αντιστέκεται. Η ΕΟΚΑ δεν είναι προϊόν βρώσης ούτε των ιστορικών, ούτε των μελετητών, ούτε βέβαια των πολιτικών ή των εν δυνάμει πολιτικών. Η ΕΟΚΑ καθορίζει την ημερήσια διάταξη, η ΕΟΚΑ μανιφεστοποιεί τη λευτεριά και την εθνική μας ολοκλήρωση.
Χωρίς την ΕΟΚΑ θα ήμασταν όντως «χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος». Χωρίς το χαμόγελο του Αυξεντίου, το «καλό βόλι» του Παπασταύρου, χωρίς το μάγκικο βάδισμα και τον έρωτα του Παλληκαρίδη θα ήμασταν αγροίκοι ήδη ηττημένοι και χαμένοι στον μαρασμό μας. Χωρίς την ΕΟΚΑ δεν θα χτυπούσαμε ποτέ το χέρι στο τραπέζι απαιτώντας το Κάρμι, την Τύμπου, το Πυρόι, τη Γιαλούσα, τον Λάρνακα Λαπήθου, τον Άγιο Αμβρόσιο, την Κώμα του Γιαλού, την Ακανθού, τη Λύση, το Δίκωμο, τον Καραβά.
Η ΕΟΚΑ είναι η φλεγόμενη καρδιά μας, είναι το όρθιο βλέμμα μας, είναι το μάτι που γυαλίζει κοιτώντας τον βορρά, είναι το εικοσιένα, το τριανταένα, το σαράντα. Η ΕΟΚΑ είναι η αρχή και το τέλος μας. Κι όποιος δεν καταλαβαίνει, να ρωτήσει τον ποιητή, αν δεν τον πείθουν τα κόκκινα μάτια μας:
«Η θάλασσ’ άλλαξεν ποττέ τον τόπον της, αλλάσσει;
Σιίλιοι ανέμοι τζι αν φυσούν τζι αν την ανακατώσουν
που τζειαχαμαί που πλάστηκεν ποττέ της εν ταράσσει.
Έτσι τζι εμείς το ίδιον τζι ακόμ’ αν μας σκοτώσουν,
το γαίμαν ποννά σιονωστεί τζι η γη να το ρουφήσει
εννά διψά την Μάναν του τζι ακόμ’ αν ποστραντζιίσει».
Τζι ας γίνει το γαίμαν μας αυλάτζιιν...
Ο πίνακας είναι των Γιάννη Γίγα και Πέγκυς Κούβαρη
No comments:
Post a Comment