Του Γιώργου Ρακκά
Στην δημόσια συζήτηση, σε όσα λέει η κυβέρνηση, αλλά και σε εκείνα που συζητούν οι ψηφοφόροι της, καθώς και ο ευρύτερος ‘αντιμνημονιακός χώρος’ κυριαρχούν οι αναλογίες και οι συγκρίσεις της χώρας μας με την… Γερμανία του 1950, την Ισλανδία ή την… Αργεντινή. Κι όμως, αν συγκρίνουμε αυτά τα παραδείγματα δεν θα βρούμε παρά ελάχιστες αναλογίες, και αυτές «εξωτερικές».
Αντίθετα, η σύγκριση που μπορεί να μας διδάξει περισσότερα πάνω στην κατάσταση της χώρας μας, δυστυχώς, είναι με τις χώρες του ανατολικού μπλοκ και τον τρόπο που κατέρρευσαν μέσα στην δεκαετία του 1990. Ας δούμε μερικές από αυτές:
Α) Κατ’ αρχάς, τόσο το καθεστώς που ανέλαβε την ‘μετάβαση’ της ΕΣΣΔ στην Ρωσία του 1990 υπό τον Γιέλτσιν, όσο και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (με τους ΑΝΕΛ) έχουν την ίδια κοινωνική συγκρότηση και ταξική φυσιογνωμία. Ο Γιελτσινισμός των αρχών της δεκαετίας του 1990, ήταν μια ‘εξέγερση’ της σοβιετικής γραφειοκρατίας ενάντια στον στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες, για την απόσπαση της εξουσίας του ρωσικού κράτους. Σε δεύτερο χρόνο πυροδότησε έναν κύκλο ‘γκανκστερικής συσσώρευσης δια της αρπαγής’ φορέας του οποίου ήταν σε μεγάλο βαθμό πρώην γραφειοκράτες –ιδιαίτερα στην ρώσικη περιφέρεια. Αυτοί, εξ άλλου ήταν που εξελίχθηκαν στους διαβόητους ‘ολιγάρχες’ του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1990.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει την «στάση» των γραφειοκρατικών μεσοστρωμάτων ενάντια στο παλαιό πολιτικό σύστημα, το οποίο μέχρι πρότινος υπηρετούσαν. Ιδιαιτέρως βέβαια, την κεντροαριστερά του ΠΑΣΟΚ, που αποτέλεσε κατά στην μεταπολίτευση την οργανωτική δύναμη και τον εμπνευστή του καθεστώτος της.
Αυτός ο ιδιότυπος «σοσιαλφιλελευθερισμός των διανοουμένων» έχει επιλέξει να συμμαχήσει τόσο με κομμάτια του ξένου κεφαλαίου, όσο και με την πτέρυγα των οικονομικών ελίτ που κατά τα τελευταία χρόνιαέχασε την προνομιακή της πρόσβαση στην εξουσία προκειμένου να χτυπήσει τα συμφέροντα που ταυτίζονται με το παλαιό πολιτικό σύστημα ή να τα εξαναγκάσει σε κάποιου είδους modus vivendi.
Προς το παρόν είναι άγνωστο, αν αυτές οι συμμαχίες θα συγκροτήσουν νέα, ‘τριγωνικά’ σχήματα διαπλοκής (κράτος, ΜΜΕ, επιχειρήσεις), αν σε αυτά θα συμμετέχουν και το ‘παλιό’ οικονομικό κατεστημένο. Εκείνο που είναι σαφές, και εν πολλοίς προδιαγεγραμμένο, είναι ότι η καταστροφή που ολοκλήρωσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον ώστε από εδώ και πέρα να εξελιχθεί ένα καθεστώς άγριας συσσώρευσης διά της αρπαγής. Η φυσιογνωμία του θα κριθεί από το εάν εν τέλει θα παραμείνουμε στο ευρώ ή θα περάσουμε σ’ ένα νέο νόμισμα: Προφανώς, το πέρασμα σ’ ένα νέο νόμισμα θα μεταβάλειθεαματικά τα δεδομένα. Η λεηλασία της χώρας μας θα παροξυνθεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα θα συμπληρωθεί από την συγκρότηση ενός νέου αυταρχικού καθεστώτος (του τύπου των μετασοβιετικών δικτατοριών που γνώρισαν διάφορες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ).
β) Αμφότερα τα καθεστώτα χρησιμοποίησαν κατ εξοχήν τον Αμερικανικό παράγοντα. Μάλιστα, πολύ συχνά, με τους ίδιους ανθρώπους, αν θυμηθούμε τι ρόλο έπαιξε ο Γιόζεφ Στίγκλιτς στην ‘φιλελευθεροποίηση’ της Ρωσίας, για να προχωρήσει μετά σε δημόσια αυτοκριτική –την οποία δυστυχώς έχει λησμονήσει κατά την ανάμειξή του στην κρίση της χώρας μας, καθώς εισηγείται μια πολιτική που πάνω-κάτω κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με εκείνη που κατέστρεψε την μετασοβιετική Ρωσία.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκαν την ‘πρόσκληση’ που τους απηύθηνε μια φατρία ώστε να διευκολυνθεί στην φραξιονιστική πάλη δίχως αρχές για την κατάκτηση της εξουσίας, και την ρευστοποίησαν γεωπολιτικά. Στην περίπτωση της Ρωσίας, όπως είναι γνωστό, αξίωσαν την διάλυσή της, και την ‘προτεκτορατοποίηση’ ενός μεγάλου κομματιού της ρωσικής περιφέρειας. Κεντρικό ρόλο σε αυτήν την εκστρατεία έπαιξε ο Τζόρτζ Σόρος, όπως φιλοδοξεί να παίξει και στην Ελλάδα, εξασφαλίζοντας δίκτυα επιρροής τόσο μέσα στην κεντρική εξουσία, όσο και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Η δε εμπλοκή στις περιφερειακές δομές της εξουσίας, είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να προχωρήσει ένα μακρόπνοο σχέδιο ‘βαλκανοποίησης’ της Ελλάδας.
Αν συνυπολογίσουμε, μάλιστα, σε αυτές τις διαδικασίες τον παράγοντα «Τουρκία» και το πόσο ταχεία βγήκε από τον πάγο η συμμαχία της με της ΗΠΑ τους τελευταίους μήνες –γεγονός που ήδη συνοδεύεται με «δώρα» των Αμερικάνων προς τους Τούρκους ως προς το κουρδικό μέτωπο, αλλά και ως προς το Κυπριακό, θα αντιληφθούμε ποιός είναι ο κεντρικός κίνδυνος που κυοφορεί το αμερικάνικο σχέδιο για την χώρα: Σταδιακή αποδιοργάνωση και απορρύθμιση της χώρας, με κύρια εργαλεία την διαχείριση του μεταναστευτικού (Ο Σόρος ήδη έχει εκδηλώσει τις προθέσεις του, να παίξει κεντρικό ρόλο σε αυτό το πεδίο), την αναζωπύρωση μειονοτικών ζητημάτων στον Βορρά κ.ο.κ. Και παράλληλα, μια διαδικασία νεο-οθωμανικής αναδιοργάνωσης των ίδιων περιοχών. Όχι κεντρικά, αλλά από τα κάτω μέσω της εξασφάλισης δικτύων οικονομικής εξάρτησης, πολιτισμικής επιρροής κ.ο.κ.
γ) Μια τρίτη αναλογία υφίσταται σε ορισμένες πτυχές του υπό κατάρρευση σοβιετικού μοντέλου με αυτό της Ελλάδας κατά την ύστερη μεταπολίτευση. Κυρίως, στο γεγονός ότι και στην Ελλάδα η οργάνωση του κράτους ήταν λίγο ως πολύ σοσιαλιστική ή τουλάχιστον εμφανίζει τα ίδια κύρια χαρακτηριστικά με τον «υπαρκτό και ιστορικό σοσιαλισμό» –δηλαδή με το καθεστώς ως τέτοιο που ήταν και όχι με το περίβλημα αξιών που λειτουργούσε ως πηγή της ιδεολογικής του νομιμοποίησης: Ένας «σοσιαλισμός των διανοουμένων»[1], όχημα δηλαδή για την κατίσχυση των ‘διανοούμενων στρωμάτων’ με την ευρύτερή τους έννοια στην εξουσία. Ο οποίος εξασφάλιζε κοινωνική συναίνεση παρέχοντας σ’ ένα μεγάλο κομμάτι του λαού συνθήκες απόλυτης εξασφαλισμένης εργασίας, που συνδυάζεται με πολύ χαλαρούς ρυθμούς δουλειάς, απουσία κινήτρων –συνθήκες που λίγο ως πολύ συγκροτούν ένα άτυπο καθεστώς άρνησης της παραγωγικότητας. Στην περίπτωση της περεστρόικα, ο διογκωμένος αυτός τομέας δημιουργούσε και ένα τεράστιο δίκτυο άτυπης, μαύρης ιδιωτικής οικονομίας που τελούσε σε παρασιτική σχέση με το κράτος. Εδώ, έχουμε να κάνουμε με μια τυπική ιδιωτική οικονομία, η οποία μάλιστα λειτουργεί πλέον σε καθεστώς ακραίας απορρύθμισης. Ωστόσο, εκείνοι που παραμένουν «μαύροι» και «άτυποι» είναι όλοι οι μηχανισμοί απόσπασης του δημόσιου/κρατικού πλούτου (μέσα από υπερτιμολογήσεις, μίζες προμηθειών, κακοτεχνίες) κ.ο.κ.
H κατάσταση στην Ελλάδα είναι πιο πολύπλοκη, καθώς το σύστημα είναι «μεικτό» –συνιστά μια βαλκανική και μεσογειακή ιδιαιτερότητα: Από την μία ο δημόσιος τομέας έχει «σοσιαλισμό», και από την άλλη ο ιδιωτικός τομέας και κυρίως οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν υιοθετήσει ένα εργασιακό καθεστώς εντατικοποίησης της εργασίας, προώθησης μορφών ελαστικότητας, εν τέλει υπονόμευσης της οργανωμένης εργασίας. Εξ ου και η άτακτη υποχώρηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης στον ιδιωτικό τομέα, όπου οι εργαζόμενοι μένουν σχεδόν ανυπεράσπιστοι έναντι των εργοδοτών τους.
Την ίδια στιγμή, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ιδιωτικού τομέα –τόσο μικρές όσο και μεγάλες επιχειρήσεις– έχει αναπτύξει ένα ιδιότυπο όπλο ώστε να απαντήσει στην ιδιοποίηση του δημόσιου πλούτου από τις κρατικές γραφειοκρατίες: Την φοροδιαφυγή. Σ’ ένα ιδιότυπο μπρα ντε φερ, όπου ο δημόσιος τομέας κάνει ότι δουλεύει, και ο ιδιωτικός κάνει ότι πληρώνει τους φόρους προς το κράτος.
Αυτή η διελκυστίνδα εγκλωβίζει την ελληνική οικονομία σε μια «παγίδα εξισορρόπησης στο χαμηλότερο σημείο», καθώς επιβάλει φαύλες οικονομικές πρακτικές στο μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας που εξελίσσεται στον τόπο μας. Και καταδικάζει τις ενάρετες πρακτικές και συμπεριφορές τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα σε περιθωριοποίηση.
Έτσι, μορφές εργασιακής αποτελεσματικότητας που μπορεί να αναπτυχθούν στον δημόσιο τομέα, από την ατομική πρωτοβουλία μέχρι αποκεντρωμένες ή οριζόντιες μορφές οργάνωσης της εργασίας, σχήματα εσωτερικής αξιολόγησης κ.ο.κ. είναι σχεδόν «ποινικοποιημένες» γιατί πολύ απλά ‘χαλούν την πιάτσα’. Και το ίδιο συμβαίνει με επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που εστιάζουν στην παραγωγή, σέβονται τους εργαζόμενους και το περιβάλλον. Αμφότερες, επιβιώνουν με πολύ κόπο και αγώνα, με το να αντιστέκονται καθημερινά στην τυραννία του «μέσου όρου» που επιβάλει το ελληνικό σύστημα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
δ) Μια τέταρτη αναλογία υφίσταται στην αρτηριοσκληρωτική υφή της πολιτικής αντίδρασης, τόσο απέναντι στην περεστρόικα, όσο και στον Τσίπρα: Υπάρχουν, όντως, μεγάλες αναλογίες του ρόλου που παίζει ο Λαφαζάνης ή η Ζωή Κωνσταντοπούλου, με εκείνο που έπαιξαν οι «πραξικοπηματίες του Αυγούστου 1991» κατά τις τελευταίες μέρες της ΕΣΣΔ. Κυρίως στο ό,τι αντί να προλάβουν την αποσύνθεση, την επιταχύνουν με το να προκρίνουν καταστροφικές επιλογές.
ε) Η πέμπτη και τελευταία αναλογία έχει να κάνει με τις πραγματικές συνέπειες που παράγουν τέτοια καθεστώτα πάνω στις χώρες τους. Και εδώ, δυστυχώς, το πρόσφατο παρελθόν όλων των πρώην σοβιετικών Δημοκρατιών, φωτίζει το μέλλον της χώρας μας –εφόσον παραμείνει στην τροχιά του «σοσιαλφιλελευθερισμού των διανοουμένων»…
Σημειώσεις
[1] Για τον μπολσεβικισμό ως «σοσιαλισμό των διανοουμένων» βλέπε Γιαν Βάκλαβ Μακάισκυ, Ο Σοσιαλισμός των Διανοουμένων, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2002. Ένα εξαιρετικό βιβλίο, το οποίο αποκτάει, λόγω ΣΥΡΙΖΑ, μια επικαιρότητα ξεχωριστή. Για τον πραγματικό χαρακτήρα του σοβιετικού μοντέλου, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια του ιστορικού του βίου βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς, Πέρα από τον Σοσιαλισμό μια νέα ουτοπία, Εκδόσεις Κομμούνα, Αθήνα 1984.
Στην δημόσια συζήτηση, σε όσα λέει η κυβέρνηση, αλλά και σε εκείνα που συζητούν οι ψηφοφόροι της, καθώς και ο ευρύτερος ‘αντιμνημονιακός χώρος’ κυριαρχούν οι αναλογίες και οι συγκρίσεις της χώρας μας με την… Γερμανία του 1950, την Ισλανδία ή την… Αργεντινή. Κι όμως, αν συγκρίνουμε αυτά τα παραδείγματα δεν θα βρούμε παρά ελάχιστες αναλογίες, και αυτές «εξωτερικές».
Αντίθετα, η σύγκριση που μπορεί να μας διδάξει περισσότερα πάνω στην κατάσταση της χώρας μας, δυστυχώς, είναι με τις χώρες του ανατολικού μπλοκ και τον τρόπο που κατέρρευσαν μέσα στην δεκαετία του 1990. Ας δούμε μερικές από αυτές:
Α) Κατ’ αρχάς, τόσο το καθεστώς που ανέλαβε την ‘μετάβαση’ της ΕΣΣΔ στην Ρωσία του 1990 υπό τον Γιέλτσιν, όσο και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (με τους ΑΝΕΛ) έχουν την ίδια κοινωνική συγκρότηση και ταξική φυσιογνωμία. Ο Γιελτσινισμός των αρχών της δεκαετίας του 1990, ήταν μια ‘εξέγερση’ της σοβιετικής γραφειοκρατίας ενάντια στον στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες, για την απόσπαση της εξουσίας του ρωσικού κράτους. Σε δεύτερο χρόνο πυροδότησε έναν κύκλο ‘γκανκστερικής συσσώρευσης δια της αρπαγής’ φορέας του οποίου ήταν σε μεγάλο βαθμό πρώην γραφειοκράτες –ιδιαίτερα στην ρώσικη περιφέρεια. Αυτοί, εξ άλλου ήταν που εξελίχθηκαν στους διαβόητους ‘ολιγάρχες’ του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1990.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει την «στάση» των γραφειοκρατικών μεσοστρωμάτων ενάντια στο παλαιό πολιτικό σύστημα, το οποίο μέχρι πρότινος υπηρετούσαν. Ιδιαιτέρως βέβαια, την κεντροαριστερά του ΠΑΣΟΚ, που αποτέλεσε κατά στην μεταπολίτευση την οργανωτική δύναμη και τον εμπνευστή του καθεστώτος της.
Αυτός ο ιδιότυπος «σοσιαλφιλελευθερισμός των διανοουμένων» έχει επιλέξει να συμμαχήσει τόσο με κομμάτια του ξένου κεφαλαίου, όσο και με την πτέρυγα των οικονομικών ελίτ που κατά τα τελευταία χρόνιαέχασε την προνομιακή της πρόσβαση στην εξουσία προκειμένου να χτυπήσει τα συμφέροντα που ταυτίζονται με το παλαιό πολιτικό σύστημα ή να τα εξαναγκάσει σε κάποιου είδους modus vivendi.
Προς το παρόν είναι άγνωστο, αν αυτές οι συμμαχίες θα συγκροτήσουν νέα, ‘τριγωνικά’ σχήματα διαπλοκής (κράτος, ΜΜΕ, επιχειρήσεις), αν σε αυτά θα συμμετέχουν και το ‘παλιό’ οικονομικό κατεστημένο. Εκείνο που είναι σαφές, και εν πολλοίς προδιαγεγραμμένο, είναι ότι η καταστροφή που ολοκλήρωσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον ώστε από εδώ και πέρα να εξελιχθεί ένα καθεστώς άγριας συσσώρευσης διά της αρπαγής. Η φυσιογνωμία του θα κριθεί από το εάν εν τέλει θα παραμείνουμε στο ευρώ ή θα περάσουμε σ’ ένα νέο νόμισμα: Προφανώς, το πέρασμα σ’ ένα νέο νόμισμα θα μεταβάλειθεαματικά τα δεδομένα. Η λεηλασία της χώρας μας θα παροξυνθεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα θα συμπληρωθεί από την συγκρότηση ενός νέου αυταρχικού καθεστώτος (του τύπου των μετασοβιετικών δικτατοριών που γνώρισαν διάφορες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ).
β) Αμφότερα τα καθεστώτα χρησιμοποίησαν κατ εξοχήν τον Αμερικανικό παράγοντα. Μάλιστα, πολύ συχνά, με τους ίδιους ανθρώπους, αν θυμηθούμε τι ρόλο έπαιξε ο Γιόζεφ Στίγκλιτς στην ‘φιλελευθεροποίηση’ της Ρωσίας, για να προχωρήσει μετά σε δημόσια αυτοκριτική –την οποία δυστυχώς έχει λησμονήσει κατά την ανάμειξή του στην κρίση της χώρας μας, καθώς εισηγείται μια πολιτική που πάνω-κάτω κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με εκείνη που κατέστρεψε την μετασοβιετική Ρωσία.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι ΗΠΑ εκμεταλλεύτηκαν την ‘πρόσκληση’ που τους απηύθηνε μια φατρία ώστε να διευκολυνθεί στην φραξιονιστική πάλη δίχως αρχές για την κατάκτηση της εξουσίας, και την ρευστοποίησαν γεωπολιτικά. Στην περίπτωση της Ρωσίας, όπως είναι γνωστό, αξίωσαν την διάλυσή της, και την ‘προτεκτορατοποίηση’ ενός μεγάλου κομματιού της ρωσικής περιφέρειας. Κεντρικό ρόλο σε αυτήν την εκστρατεία έπαιξε ο Τζόρτζ Σόρος, όπως φιλοδοξεί να παίξει και στην Ελλάδα, εξασφαλίζοντας δίκτυα επιρροής τόσο μέσα στην κεντρική εξουσία, όσο και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Η δε εμπλοκή στις περιφερειακές δομές της εξουσίας, είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να προχωρήσει ένα μακρόπνοο σχέδιο ‘βαλκανοποίησης’ της Ελλάδας.
Αν συνυπολογίσουμε, μάλιστα, σε αυτές τις διαδικασίες τον παράγοντα «Τουρκία» και το πόσο ταχεία βγήκε από τον πάγο η συμμαχία της με της ΗΠΑ τους τελευταίους μήνες –γεγονός που ήδη συνοδεύεται με «δώρα» των Αμερικάνων προς τους Τούρκους ως προς το κουρδικό μέτωπο, αλλά και ως προς το Κυπριακό, θα αντιληφθούμε ποιός είναι ο κεντρικός κίνδυνος που κυοφορεί το αμερικάνικο σχέδιο για την χώρα: Σταδιακή αποδιοργάνωση και απορρύθμιση της χώρας, με κύρια εργαλεία την διαχείριση του μεταναστευτικού (Ο Σόρος ήδη έχει εκδηλώσει τις προθέσεις του, να παίξει κεντρικό ρόλο σε αυτό το πεδίο), την αναζωπύρωση μειονοτικών ζητημάτων στον Βορρά κ.ο.κ. Και παράλληλα, μια διαδικασία νεο-οθωμανικής αναδιοργάνωσης των ίδιων περιοχών. Όχι κεντρικά, αλλά από τα κάτω μέσω της εξασφάλισης δικτύων οικονομικής εξάρτησης, πολιτισμικής επιρροής κ.ο.κ.
γ) Μια τρίτη αναλογία υφίσταται σε ορισμένες πτυχές του υπό κατάρρευση σοβιετικού μοντέλου με αυτό της Ελλάδας κατά την ύστερη μεταπολίτευση. Κυρίως, στο γεγονός ότι και στην Ελλάδα η οργάνωση του κράτους ήταν λίγο ως πολύ σοσιαλιστική ή τουλάχιστον εμφανίζει τα ίδια κύρια χαρακτηριστικά με τον «υπαρκτό και ιστορικό σοσιαλισμό» –δηλαδή με το καθεστώς ως τέτοιο που ήταν και όχι με το περίβλημα αξιών που λειτουργούσε ως πηγή της ιδεολογικής του νομιμοποίησης: Ένας «σοσιαλισμός των διανοουμένων»[1], όχημα δηλαδή για την κατίσχυση των ‘διανοούμενων στρωμάτων’ με την ευρύτερή τους έννοια στην εξουσία. Ο οποίος εξασφάλιζε κοινωνική συναίνεση παρέχοντας σ’ ένα μεγάλο κομμάτι του λαού συνθήκες απόλυτης εξασφαλισμένης εργασίας, που συνδυάζεται με πολύ χαλαρούς ρυθμούς δουλειάς, απουσία κινήτρων –συνθήκες που λίγο ως πολύ συγκροτούν ένα άτυπο καθεστώς άρνησης της παραγωγικότητας. Στην περίπτωση της περεστρόικα, ο διογκωμένος αυτός τομέας δημιουργούσε και ένα τεράστιο δίκτυο άτυπης, μαύρης ιδιωτικής οικονομίας που τελούσε σε παρασιτική σχέση με το κράτος. Εδώ, έχουμε να κάνουμε με μια τυπική ιδιωτική οικονομία, η οποία μάλιστα λειτουργεί πλέον σε καθεστώς ακραίας απορρύθμισης. Ωστόσο, εκείνοι που παραμένουν «μαύροι» και «άτυποι» είναι όλοι οι μηχανισμοί απόσπασης του δημόσιου/κρατικού πλούτου (μέσα από υπερτιμολογήσεις, μίζες προμηθειών, κακοτεχνίες) κ.ο.κ.
H κατάσταση στην Ελλάδα είναι πιο πολύπλοκη, καθώς το σύστημα είναι «μεικτό» –συνιστά μια βαλκανική και μεσογειακή ιδιαιτερότητα: Από την μία ο δημόσιος τομέας έχει «σοσιαλισμό», και από την άλλη ο ιδιωτικός τομέας και κυρίως οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν υιοθετήσει ένα εργασιακό καθεστώς εντατικοποίησης της εργασίας, προώθησης μορφών ελαστικότητας, εν τέλει υπονόμευσης της οργανωμένης εργασίας. Εξ ου και η άτακτη υποχώρηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης στον ιδιωτικό τομέα, όπου οι εργαζόμενοι μένουν σχεδόν ανυπεράσπιστοι έναντι των εργοδοτών τους.
Την ίδια στιγμή, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του ιδιωτικού τομέα –τόσο μικρές όσο και μεγάλες επιχειρήσεις– έχει αναπτύξει ένα ιδιότυπο όπλο ώστε να απαντήσει στην ιδιοποίηση του δημόσιου πλούτου από τις κρατικές γραφειοκρατίες: Την φοροδιαφυγή. Σ’ ένα ιδιότυπο μπρα ντε φερ, όπου ο δημόσιος τομέας κάνει ότι δουλεύει, και ο ιδιωτικός κάνει ότι πληρώνει τους φόρους προς το κράτος.
Αυτή η διελκυστίνδα εγκλωβίζει την ελληνική οικονομία σε μια «παγίδα εξισορρόπησης στο χαμηλότερο σημείο», καθώς επιβάλει φαύλες οικονομικές πρακτικές στο μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας που εξελίσσεται στον τόπο μας. Και καταδικάζει τις ενάρετες πρακτικές και συμπεριφορές τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα σε περιθωριοποίηση.
Έτσι, μορφές εργασιακής αποτελεσματικότητας που μπορεί να αναπτυχθούν στον δημόσιο τομέα, από την ατομική πρωτοβουλία μέχρι αποκεντρωμένες ή οριζόντιες μορφές οργάνωσης της εργασίας, σχήματα εσωτερικής αξιολόγησης κ.ο.κ. είναι σχεδόν «ποινικοποιημένες» γιατί πολύ απλά ‘χαλούν την πιάτσα’. Και το ίδιο συμβαίνει με επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που εστιάζουν στην παραγωγή, σέβονται τους εργαζόμενους και το περιβάλλον. Αμφότερες, επιβιώνουν με πολύ κόπο και αγώνα, με το να αντιστέκονται καθημερινά στην τυραννία του «μέσου όρου» που επιβάλει το ελληνικό σύστημα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
δ) Μια τέταρτη αναλογία υφίσταται στην αρτηριοσκληρωτική υφή της πολιτικής αντίδρασης, τόσο απέναντι στην περεστρόικα, όσο και στον Τσίπρα: Υπάρχουν, όντως, μεγάλες αναλογίες του ρόλου που παίζει ο Λαφαζάνης ή η Ζωή Κωνσταντοπούλου, με εκείνο που έπαιξαν οι «πραξικοπηματίες του Αυγούστου 1991» κατά τις τελευταίες μέρες της ΕΣΣΔ. Κυρίως στο ό,τι αντί να προλάβουν την αποσύνθεση, την επιταχύνουν με το να προκρίνουν καταστροφικές επιλογές.
ε) Η πέμπτη και τελευταία αναλογία έχει να κάνει με τις πραγματικές συνέπειες που παράγουν τέτοια καθεστώτα πάνω στις χώρες τους. Και εδώ, δυστυχώς, το πρόσφατο παρελθόν όλων των πρώην σοβιετικών Δημοκρατιών, φωτίζει το μέλλον της χώρας μας –εφόσον παραμείνει στην τροχιά του «σοσιαλφιλελευθερισμού των διανοουμένων»…
Σημειώσεις
[1] Για τον μπολσεβικισμό ως «σοσιαλισμό των διανοουμένων» βλέπε Γιαν Βάκλαβ Μακάισκυ, Ο Σοσιαλισμός των Διανοουμένων, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2002. Ένα εξαιρετικό βιβλίο, το οποίο αποκτάει, λόγω ΣΥΡΙΖΑ, μια επικαιρότητα ξεχωριστή. Για τον πραγματικό χαρακτήρα του σοβιετικού μοντέλου, ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια του ιστορικού του βίου βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς, Πέρα από τον Σοσιαλισμό μια νέα ουτοπία, Εκδόσεις Κομμούνα, Αθήνα 1984.
No comments:
Post a Comment