«Αν η ελευθερία σημαίνει κάτι, σημαίνει το δικαίωμα να λες στους ανθρώπους αυτό που δεν θέλουν να ακούσουν» George Orwell
Sunday, February 16, 2025
Από τον Χίτλερ στον Πούτιν – Κατευνασμός στο Μόναχο
Tου TIMOTHY SNYDER *
Το άρθρο του σημαντικού ιστορικού έχει δημοσιευτεί πριν ο Τζ.Τ. Βανς εκφωνήσει την περιβόητη ομιλία του στο Μόναχο. Αλλά ίσως γι’ αυτό είναι ακόμα περισσότερο προφητικό.
Καθώς Αμερικανοί και Ρώσοι διαπραγματευτές συγκλίνουν σήμερα στο Μόναχο για μια μεγάλη διάσκεψη ασφαλείας, κουβαλώντας στις βαλίτσες τους διάφορα σχέδια για την Ουκρανία, χωρίς την Ουκρανία, ο πειρασμός είναι μεγάλος να θυμηθούμε μια άλλη συνάντηση στην πόλη αυτή. Ο κατευνασμός του επιτιθέμενου φαίνεται να σχεδιάζεται τώρα, όπως έγινε με τη Γερμανία το 1938.
Αλλά οι ομοιότητες μεταξύ εκείνης της στιγμής και της σημερινής είναι βαθύτερες, και αξίζει να σταθούμε για να τις εξετάσουμε. Η συμμετρία μεταξύ Γερμανίας-Τσεχοσλοβακίας το 1938 και Ρωσίας-Ουκρανίας το 2022 είναι αλλόκοτη, και η το να σταθούμε για μια στιγμή στις ομοιότητες μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε ευρύτερα το σήμερα. Είμαστε αιχμάλωτοι, τώρα περισσότερο από ποτέ, των φημών, της παραπληροφόρησης και των συναισθημάτων της στιγμής. Η ιστορία μπορεί να μας δώσει τουλάχιστον μια πιο ήρεμη προοπτική. Και έτσι ας το σκεφτούμε:
Ο Χίτλερ αρνήθηκε τη νομιμότητα του τσεχοσλοβακικού κράτους. Ως Γερμανός καγκελάριος, αρνήθηκε συστηματικά ότι αυτό είχε δικαίωμα ύπαρξης. Αν και οι ηγέτες του είχαν εκλεγεί δημοκρατικά, ισχυρίστηκε ότι δεν είχαν δικαίωμα να κυβερνούν. Επειδή ο λαός του μιλούσε διάφορες γλώσσες, ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα όπως ένα ενιαίο σώμα Tσεχοσλοβάκων πολιτών. Ο Χίτλερ υποστήριξε ότι η ίδια η Τσεχοσλοβακία ήταν τεχνητή, αποτέλεσμα μιας ιστορικής καμπής που δεν έπρεπε ποτέ να συμβεί, του διακανονισμού μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ισχυρίστηκε ότι η ύπαρξη εθνικής μειονότητας του έδινε το δικαίωμα να παρεμβαίνει στην πολιτική της Τσεχοσλοβακίας. Τον Μάιο του 1938 διέταξε τον στρατό του να προετοιμαστεί για ένα αιφνίδιο χτύπημα στην Τσεχοσλοβακία. Ενεργοποίησε επίσης τους πράκτορές του στο εσωτερικό της χώρας. Στις 12 Σεπτεμβρίου ο Χίτλερ εκφώνησε έναν καταιγιστικό λόγο στους Γερμανούς μιλώντας για την εντελώς φανταστική εξόντωση της γερμανικής μειονότητας στην Τσεχοσλοβακία. Ξέρουμε τι θα ακολουθήσει: Η Βρετανία και η Γαλλία, μαζί με τη Γερμανία και την Ιταλία, αποφάσισαν, στο Μόναχο, στις 30 Σεπτεμβρίου, ότι η Τσεχοσλοβακία θα πρέπει να παραχωρήσει κρίσιμα συνοριακά εδάφη στη Γερμανία. Αυτά ήταν τα πιο υπερασπίσιμα τμήματα της χώρας. Οι ηγέτες της Τσεχοσλοβακίας, αν και δεν ερωτήθηκαν, επέλεξαν να αποδεχτούν τον διαμελισμό της χώρας τους.
Για να δούμε πού βρισκόμαστε τώρα, θα βοηθούσε, ωστόσο, να φανταστούμε πώς θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά τα πράγματα. Και έτσι, παραθέτω μια παράγραφο αντίθετη στα γεγονότα, με πλάγια γράμματα:
Οι ηγέτες της Τσεχοσλοβακίας επέλεξαν να αντισταθούν. Αν και γενικά αναμενόταν ότι ο πρόεδρος Μπένες θα διέφευγε σε μια ξένη πρωτεύουσα και θα σχημάτιζε κυβέρνηση στην εξορία, εκείνος παρέμεινε στην Πράγα. Η θέση του ήταν ισχυρότερη απ’ ό,τι φαινόταν. Αν και ήταν ένα νέο κράτος και ελάχιστα γνωστό στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, η Τσεχοσλοβακία ήταν μια επιτυχημένη δημοκρατία και μια βιομηχανική δύναμη. Είχε την καλύτερη βιομηχανία όπλων στην Ευρώπη και μια σειρά από οχυρώσεις βελτίωναν τη φυσική άμυνα που της πρόσφερε η οροσειρά στα σύνορά της με τη Γερμανία. Αν και στις πρωτεύουσες της Ευρώπης, οι σοφοί ηγέτες περίμεναν ότι οι Γερμανοί θα έφταναν στην Πράγα μέσα σε τρεις ημέρες, στην πραγματικότητα η Βέρμαχτ παραπαίει στα βουνά. Ο πόλεμος των Σουδητών ήταν σε εξέλιξη. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη στράφηκε εναντίον των επιτιθέμενων. Η Γερμανία αναγκάστηκε να μεταφέρει στρατεύματα από άλλες περιοχές και στη συνέχεια να επιστρατεύσει περισσότερους στρατιώτες. Εν μέσω ενός πολέμου με αβέβαιη έκβαση, αυτό ήταν αντιδημοφιλές. Βλέποντας την επιτυχία της τσεχοσλοβακικής αντίστασης, οι Βρετανοί και οι Γάλλοι άρχισαν να προσφέρουν βοήθεια, οικονομική και στη συνέχεια στρατιωτική. Οι Αμερικανοί βοήθησαν τους Βρετανούς να βοηθήσουν τους Τσεχοσλοβάκους. Η Γαλλία ανακατέλαβε τα εδάφη που είχε επιτρέψει στη Γερμανία να καταλάβει λίγα χρόνια νωρίτερα. Ένα χρόνο μετά τον λεγόμενο πόλεμο των Σουδητών, ο Χίτλερ αποφάσισε ότι χρειαζόταν μια γρήγορη νίκη για να εξασφαλίσει την θέση του στο εσωτερικό και να εκφοβίσει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Υπό την κάλυψη μιας άλλης επιστράτευσης, διέταξε την εισβολή στα εδάφη της Πολωνίας, στη Βαλτική. Δεν μπόρεσε όμως να κρατήσει την επιχείρηση μυστική. Οι Γερμανοί άρχισαν να διαμαρτύρονται. Οι Πολωνοί πρόλαβαν να μετακινήσουν στρατεύματα από τα ανατολικά τους σύνορα. Ο Χίτλερ αναγκάστηκε να ματαιώσει την επιχείρηση. Εν τω μεταξύ, οι Τσεχοσλοβάκοι εκμεταλλεύτηκαν το χάος για να εξαπολύσουν μια σειρά από ρίψεις αλεξιπτωτιστών πίσω από τις γερμανικές γραμμές. Οι Γερμανοί βγήκαν στους δρόμους απαιτώντας ειρήνη. Ο πόλεμος των Σουδητών είχε τελειώσει.
Σίγουρα, δεν μπορούμε να πούμε λεπτομερώς τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Ωστόσο, αν η Τσεχοσλοβακία είχε αντισταθεί, μπορούμε να είμαστε αρκετά σίγουροι ότι δεν θα είχε υπάρξει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τουλάχιστον όχι του είδους που βίωσε η Ευρώπη από τον Σεπτέμβριο του 1939.
Ένας πόλεμος κατά της Τσεχοσλοβακίας το 1938 θα ήταν πραγματικά δύσκολος για τους Γερμανούς. Ο Χίτλερ δεν μπλόφαρε, αλλά ο στρατός του δεν ήταν έτοιμος. Η διχοτόμηση της Τσεχοσλοβακίας αμαχητί έκανε τα πράγματα πολύ πιο εύκολα γι’ αυτόν. Όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939, χρησιμοποίησε τα άθικτα τάνκς της Τσεχοσλοβακίας και άλλα τσεχοσλοβακικά όπλα. Έλεγχε επίσης τους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους της Τσεχοσλοβακίας. Αν η Τσεχοσλοβακία είχε αντισταθεί, αυτό δεν θα συνέβαινε. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η Τσεχοσλοβακία τελικά θα ηττούνταν από τη Γερμανία, δεν υπάρχει περίπτωση η Γερμανία να ήταν σε θέση να κινηθεί τόσο γρήγορα εναντίον της Πολωνίας. Επίσης: όταν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939, εξαρτιόταν από τη συμμαχία της με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε σφραγιστεί εκείνον τον Αύγουστο με συμφωνίες που έμειναν στην ιστορία ως Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ. Αν η Τσεχοσλοβακία είχε αντισταθεί, θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για τους Σοβιετικούς να επιλέξουν αυτή την πιο ενεργή μορφή κατευνασμού των Ναζί. Δεν είναι σαφές ότι η Γερμανία θα είχε τολμήσει να εισβάλει καθόλου στην Πολωνία χωρίς τη σοβιετική υποστήριξη.
Φαίνεται λοιπόν λογικό να υποθέσουμε, το λιγότερο, ότι η Γερμανία θα είχε, τουλάχιστον, επιβραδυνθεί και θα είχε στερηθεί το κύρος και την αυτοπεποίθηση που προέκυψε από τις διαδοχικές νίκες επί της Πολωνίας το 1939 και στη συνέχεια επί της Γαλλίας το 1940. Η αντίσταση της Τσεχοσλοβακίας θα είχε καταστήσει σχεδόν αδύνατο τον κατευνασμό του Χίτλερ, που μέχρι τότε αποτελούσε τη βασική τάση της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Ας εξετάσουμε τώρα μερικές από τις βαθύτερες ομοιότητες μεταξύ του 1938 και του 2022. Η σύμπτωση των δύο συναντήσεων στο Μόναχο είναι μέρος δύο μεγαλύτερων ιστοριών, που μοιάζουν ανατριχιαστικά.
Ο Πούτιν αρνήθηκε τη νομιμότητα του ουκρανικού κράτους. Αν και οι ηγέτες του είχαν εκλεγεί δημοκρατικά, ισχυρίστηκε ότι δεν είχαν δικαίωμα να κυβερνούν. Επειδή ο λαός του μιλούσε διάφορες γλώσσες, ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα όπως ένα ενιαίο σώμα Ουκρανών πολιτών. Ο Πούτιν υποστήριξε ότι η ίδια η Ουκρανία ήταν τεχνητή, αποτέλεσμα μιας ιστορικής καμπής που δεν έπρεπε ποτέ να είχε συμβεί, της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης. Ισχυρίστηκε ότι η ύπαρξη εθνικής μειονότητας του έδινε το δικαίωμα να παρεμβαίνει στην πολιτική της Ουκρανίας. Κάποια στιγμή, το 2021, διέταξε τον στρατό του να προετοιμαστεί για ένα αιφνίδιο χτύπημα στην Ουκρανία. Ενεργοποίησε επίσης τους πράκτορές του στο εσωτερικό της χώρας. Σε μια σειρά από ομιλίες εκείνου του Δεκεμβρίου, ο Πούτιν εύρισκε προσχήματα για μια επερχόμενη εισβολή στην Ουκρανία.
Και εδώ η αλληλουχία γεγονότων αλλάζει. Στις αρχές του 2022 συνέβη κάτι που λίγοι άνθρωποι πέρα από την Ουκρανία περίμεναν να συμβεί.
Οι ηγέτες της Ουκρανίας επέλεξαν να αντισταθούν. Αν και γενικά αναμενόταν ότι ο πρόεδρος Ζελένσκι θα διέφευγε σε μια ξένη πρωτεύουσα και θα σχημάτιζε κυβέρνηση στην εξορία, αυτός παρέμεινε στο Κίεβο. Η θέση του ήταν ισχυρότερη από ό,τι φαινόταν. Αν και ήταν ένα νέο κράτος και ελάχιστα γνωστό στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, η Ουκρανία ήταν δημοκρατία και βιομηχανική δύναμη. Είχε μια από τις καλύτερες βιομηχανίες όπλων στην Ευρώπη και οι ηγέτες της είχαν ένα σχέδιο για να επιτρέψουν στις ρωσικές δυνάμεις να διεισδύσουν και στη συνέχεια να τις περικυκλώσουν και να τις καταστρέψουν. Αν και τα σοφά κεφάλια στη Μόσχα και την Ουάσιγκτον περίμεναν ότι οι Ρώσοι θα έφταναν στο Κίεβο μέσα σε τρεις ημέρες, στην πραγματικότητα οι Ρώσοι ηττήθηκαν στο Χάρκοβο και στο Κίεβο, παρότι σημείωσαν σημαντικά κέρδη στα νοτιοανατολικά. Μέχρι το τέλος του 2022, η Ουκρανία είχε πάρει πίσω περίπου τα μισά εδάφη που είχε καταλάβει η Ρωσία τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη στράφηκε εναντίον των επιτιθέμενων. Ο κατευνασμός της Ρωσίας έγινε δύσκολος. Η Ρωσία αναγκάστηκε να φέρει στρατεύματα από άλλες περιοχές και στη συνέχεια να ζητήσει βοήθεια από την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα.
Χωρίς πλάγιους χαρακτήρες αυτή τη φορά: έτσι ακριβώς συνέβη. Και αυτά τα γεγονότα μας δίνουν μια αίσθηση του τι έχουμε να χάσουμε.
Τρία χρόνια μετά, η έκβαση του πολέμου παραμένει αβέβαιη. Το βέβαιο είναι ότι δεν ξεκίνησε ένας ευρύτερος πόλεμος. Η Ουκρανία κατέστρεψε μεγάλο μέρος των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων και απομάκρυνε τα ρωσικά στρατεύματα από τα σύνορα του ΝΑΤΟ. Με κάποια βοήθεια από τους συμμάχους, στην πραγματικότητα εκπληρώνει ολόκληρη την αποστολή του ΝΑΤΟ με τις δικές της ένοπλες δυνάμεις και χωρίς να είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Έμμεσα αλλά ουσιαστικά, η Ουκρανία συνέβαλε στην πτώση του Άσαντ στη Συρία, απομακρύνοντας τις ρωσικές αεροπορικές και άλλες δυνάμεις.
Η Ουκρανία επίσης, αντιστεκόμενη, έκανε λιγότερο πιθανούς άλλους επιθετικούς πολέμους. Αν και αυτό πέρασε σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητο, οι Ουκρανοί συγκράτησαν επίσης τη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Η Ρωσία χρησιμοποίησε πυρηνικές μπλόφες καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Αγνοώντας τις και αντιστεκόμενη σε μια συμβατική εισβολή με συμβατική ισχύ, η Ουκρανία διαμήνυσε στον κόσμο ότι τα πυρηνικά όπλα δεν ήταν απαραίτητα για να αντισταθεί κανείς σε μια πυρηνική δύναμη. Αυτό, όπως και τόσα άλλα, εξαρτιόταν από τη συνεχή ικανότητα της Ουκρανίας να πολεμά.
Παρόλο που ποτέ δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για το πού ακριβώς οδηγεί ένα παράδειγμα αντίθετο με τα γεγονότα, τα γεγονότα στην Τσεχοσλοβακία, το 1938, βοηθούν να αποσαφηνιστεί το διακύβευμα του πολέμου στην Ουκρανία. Στην πρώτη περίπτωση, μια αλληλουχία γεγονότων οδήγησε σε παγκόσμιο πόλεμο, επειδή οι αχρείαστες παραχωρήσεις προς τον Χίτλερ δημιούργησαν ευκαιρίες που διαφορετικά δεν θα είχε. Οι Τσεχοσλοβάκοι, βέβαια, δεν ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι. Αν η Βρετανία και η Γαλλία δεν είχαν συμπράξει με την Ιταλία και τη Γερμανία στη συμφωνία του Μονάχου, θα ήταν πολύ πιο εύκολο για την Τσεχοσλοβακία να αντισταθεί. Κατά την άποψή μου, η Τσεχοσλοβακία θα μπορούσε να το είχε κάνει, και με τον τρόπο αυτό θα είχε αποτρέψει έναν παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά είναι σημαντικό να δούμε ότι και οι μεγάλες δυνάμεις φέρουν ευθύνη.
Αν η Τσεχοσλοβακία είχε ενεργήσει για να αποτρέψει έναν παγκόσμιο πόλεμο, είναι πολύ απίθανο η φαντασία οποιουδήποτε να είχε φτάσει τόσο μακριά. Είναι πολύ απίθανο ότι κάποιος θα είχε ευχαριστήσει τους Τσεχοσλοβάκους για την αποτροπή αυτού που δεν συνέβη. Η ιστορία θα είχε καταγράψει αντ’ αυτού έναν πόλεμο στη Σουδητία, ή έναν πόλεμο της Κεντρικής Ευρώπης, ή κάτι παρόμοιο. Αυτό αξίζει να το έχουμε κατά νου. Δεν εκτιμούμε αυτό που απέτρεψαν οι Ουκρανοί. Μας λείπει η φαντασία, ή ίσως η γενναιοδωρία, που χρειάζεται για να δούμε τα δικά μας συμφέροντα.
Υποθέτω πως κανείς, από το ύψος του μεγαλείου των Μασκ-Τραμπ, δεν σκέφτεται τι θα είχε συμβεί αν η Ουκρανία δεν είχε αντισταθεί, ή τι θα συμβεί αν η αμερικανική πολιτική καταστήσει αδύνατη αυτή την αντίσταση. Για κάποιον λόγο, οι περισσότεροι από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους της κυβέρνησης Τραμπ έχουν υιοθετήσει κάτι που μοιάζει με την άποψη της Ρωσίας για τον πόλεμο. Αλλά η Ρωσία μπορεί να κερδίσει μόνο αν κατευναστεί, δηλαδή αν βοηθηθεί. Τρία χρόνια μετά, οι Αμερικανοί φαίνεται να σπεύδουν να κατευνάσουν στο Μόναχο τον επιτιθέμενο. (Εκτός από τον υπουργό Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, το αεροπλάνο του οποίου, όπως αναφέρεται, είχε μηχανικό πρόβλημα).
Ένας τρόπος για να εξετάσει κανείς την τρέχουσα κατάσταση είναι ο εξής: οι Ουκρανοί μας έχουν κρατήσει σε ένα είδος 1938 σε αναστολή, ένα 1938 που διαρκεί τρία χρόνια. Το 1938 δεν ήταν καθόλου ιδανικό, αλλά ήταν πολύ καλύτερο από το 1939 και τον παγκόσμιο πόλεμο. Αντιστεκόμενοι, μόνοι ουσιαστικά, οι Ουκρανοί δημιούργησαν μια αλληλουχία γεγονότων που διαφορετικά δεν θα υπήρχε. Εμείς οι υπόλοιποι, αν και ζούμε σε αυτήν τη αλληλουχία, δεν έχουμε κάνει πολλά για να την αξίζουμε.
Όποια κι αν είναι τα υπόλοιπα κίνητρα της κυβέρνησης Τραμπ για τον κατευνασμό της Ρωσίας, η έλλειψη σωστής εκτίμησης είναι ένα από αυτά. Ο ίδιος ο Τραμπ, ο αντιπρόεδρός του, ο άνθρωπος που κατέχει την εξουσία (ο Μασκ) και γενικότερα το περιβάλλον τους τείνουν να αντιμετωπίζουν την Ουκρανία ως ένα είδος ερεθισμού, ως πρόβλημα και όχι ως λύση. Απέχουν πολύ από το να κατανοήσουν ότι η Ουκρανία έχει συγκρατήσει το χάος και τον πόλεμο πολύ πέρα από τα σύνορά της. Ή, ίσως, σε ορισμένες περιπτώσεις, να κατηγορούν την Ουκρανία γι’ αυτό ακριβώς το επίτευγμα, επειδή αυτό που θέλουν είναι πόλεμος και χάος.
Όπως και να έχει, η πολιτική του Τραμπ, τουλάχιστον τις τελευταίες ημέρες, είναι ένας αγώνας δρόμου προς τον κατευνασμό. Προσπάθησε να παρουσιάσει ως κάτι φυσιολογικό το να μιλάει με τον Πούτιν. Η κυβέρνησή του έχει πει δημοσίως τι πρέπει να κάνει η Ουκρανία. Και, πάλι, ανεξάρτητα από τα κίνητρα, η επιχειρησιακή λογική είναι αυτή του κατευνασμού: παραχώρηση γης στον επιτιθέμενο, μείωση της κυριαρχίας της χώρας που δέχεται επίθεση.
Η ιστορία μπορεί να μας βοηθήσει να θυμόμαστε ορισμένα υποδείγματα αιτιακών αλληλουχιών. Μπορεί επίσης, ίσως πιο σημαντικό, να μας υπενθυμίσει ότι πολλά πράγματα είναι πιθανά, συμπεριλαμβανομένων πραγμάτων που, καλώς ή κακώς, δεν συνέβησαν στην πραγματικότητα. Από τις αποφάσεις μερικών ανθρώπων σε μια κρίσιμη στιγμή μπορεί να εξαρτάται το πέρασμα από μια αλυσίδα γεγονότων σε μια άλλη.
Οποιαδήποτε ειρωνεία θα χαθεί από τους Αμερικανούς και Ρώσους διαπραγματευτές στο Μόναχο. Οι Ρώσοι διπλωμάτες έχουν εκπαιδευτεί να πιστεύουν ότι το 1938 στρεφόταν κατά της Σοβιετικής Ένωσης και, συνεπώς, αυτοί ήταν τα πραγματικά θύματα – κάτι που αποτελεί λίγο πολύ την πουτινική ερμηνεία της ιστορίας γενικά. Λυπάμαι που το λέω, αλλά οι άνθρωποι που καθοδηγούν την αμερικανική ομάδα είναι απίθανο να γνωρίζουν τι συνέβη στο Μόναχο τον Σεπτέμβριο του 1938.
Αλλά δεν χρειάζεται κανείς την ειρωνεία, ούτε καν την ιστορία, για να δει το ουσιαστικά λογικό πρόβλημα του κατευνασμού του Πούτιν τώρα.
Η Ρωσία είναι ο επιτιθέμενος. Η Ρωσία λέει ανοιχτά ότι οι πολεμικοί της στόχοι επεκτείνονται πολύ πέρα από αυτό που έχει επιτύχει μέχρι τώρα. Η Ρωσία έχει συμφέρον από μια ανάπαυλα του πολέμου επειδή τα πάει άσχημα και επειδή οι ηγέτες της πιστεύουν, εύλογα, ότι μια κατάπαυση του πυρός θα θέσει τέλος στην υποστήριξη των ΗΠΑ προς την Ουκρανία, θα αποσπάσει την προσοχή των Ευρωπαίων και θα δυσκολέψει την Ουκρανία να κινητοποιήσει για δεύτερη φορά τον πληθυσμό και τους πόρους της για ένα επόμενο ρωσικό χτύπημα. Η Ρωσία έχει επίσης φυσικά συμφέρον από τους Αμερικανούς ηγέτες να της παραχωρήσουν ουκρανικά εδάφη, συμπεριλαμβανομένων εδαφών τα οποία δεν κατέχει καν. Αυτό δημιουργεί ένα προηγούμενο ότι το διεθνές δίκαιο δεν έχει καμιά σημασία και/ή ότι η Ουκρανία δεν είναι ένα νόμιμο κράτος που προστατεύεται από το δίκαιο αυτό.
Ο κατευνασμός της Ρωσίας, αν οδηγήσει σε ρωσική νίκη τώρα ή αργότερα, θα μπορούσε κάλλιστα να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για έναν παγκόσμιο πόλεμο. Μια Ρωσία που θα καταστρέψει την Ουκρανία, εκ των πραγμάτων με την αμερικανική βοήθεια, θα γίνει μια πολύ διαφορετική χώρα. Οι ουκρανικοί πόροι, όπως οι πόροι της Τσεχοσλοβακίας το 1938, θα έκαναν τον επιτιθέμενο μια πολύ ισχυρότερη δύναμη. Αυτό είναι ένα ενοχλητικό στοιχείο, το οποίο όμως πρέπει να ληφθεί υπόψη. Η Ουκρανία διαθέτει τον καλύτερο στρατό στην Ευρώπη και τον πιο σκληροτράχηλο. Είναι η μόνη χώρα της Δύσης που έχει διεξαγάγει έναν μείζονα πόλεμο σε αυτή τη δεκαετία. Καινοτομεί ταχύτερα από ό,τι μπορούν να αντιγράψουν οι άλλοι. Όλα αυτά, και η γεωργία, και ο ορυκτός πλούτος, και τα λιμάνια, μπορεί να τα καρπωθεί η Ρωσία. Και τότε, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα βέβαια, η Ευρώπη θα βρεθεί μπροστά σε μια πολύ πιο ισχυρή χώρα, μια χώρα φτιαγμένη για πόλεμο, μια χώρα της οποίας οι ηγέτες πιστεύουν ότι ο πόλεμος έχει αποτέλεσμα.
Μια ρωσική νίκη, ειδικά μια νίκη που θα καταστεί δυνατή από την αμερικανική διπλωματία, ανοίγει τον κόσμο όχι μόνο σε περαιτέρω ρωσική επιθετικότητα στην Ευρώπη, αλλά και σε επιθετικούς πολέμους παντού. Σημαίνει επίσης, σχεδόν βέβαια, την διάδοση των πυρηνικών όπλων, αφού οι μελλοντικοί επιτιθέμενοι και εκείνοι που τους φοβούνται θα διδαχθούν αμφότεροι ότι τα πυρηνικά όπλα είναι απαραίτητα.
Ο Τίμοθυ Σνάιντερ είναι ιστορικός με αντικείμενο τη σύγχρονη ιστορία. Πολλά βιβλία του κυκλοφορούν και στα ελληνικά. Ανάμεσά τους τα: "ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΤΥΡΑΝΝΙΑ- 20 ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ", "ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ- Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΕΤΑΞΥ ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΙ ΣΤΑΛΙΝ", "Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΙΑ- ΡΩΣΙΑ - ΕΥΡΩΠΗ - ΑΜΕΡΙΚΗ"
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
1 comment:
Post a Comment