Συνέντευξη Τόμας Πικέτι
Κληρονομιά για όλους, υψηλή φορολόγηση των μεγαλοεισοδηματιών και των μεγαλοϊδιοκτητών, συνδιαχείριση των επιχειρήσεων: στο νέο του βιβλίο «Κεφάλαιο και ιδεολογία», που κυκλοφόρησε πριν τρεις μέρες στη Γαλλία, ο γνωστότερος διεθνώς, χάρη στο έργο του «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα», γάλλος οικονομολόγος επιτίθεται στο δόγμα της ιδιοκτησίας προκειμένου να αντιστρέψει την εκρηκτική άνοδο των ανισοτήτων. Μια άποψη ανατρεπτική.
Πώς να γράψει κανείς τη συνέχεια ενός μπεστ-σέλερ με θέμα την έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων που πούλησε 2,5 εκατομμύρια αντίτυπα σ’ ολόκληρο τον κόσμο; Μετά την επιτυχία του βιβλίου του «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα», που κυκλοφόρησε το 2013 (εκδόσεις Le Seuil) και τις διαλέξεις που έδωσε στα τέσσερα σημεία της γης, ο Τομά Πικετί επέστρεψε στο λιλιπούτειο γραφείο του της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Παρισιού για να γράψει, από τον Μάιο του 2018 ως τον Μάιο του 2019, 1200 σελίδες για τον τρόπο με τον οποίο οι ιδεολογίες αιτιολογούν από παλαιοτάτων ετών αυτές τις ανισότητες.
Ο Τομά Πικετί είναι ένας άνθρωπος των αριθμών που πιστεύω ακράδαντα στον αντίκτυπο τον οποίο έχουν οι ιδέες. Ένας οικονομολόγος που δουλεύει με όχημα την ιστορία. Με το «Κεφάλαιο και Ιδεολογία» (εκδόσεις Le Seuil) που έκανε την εμφάνισή του στις προθήκες των βιβλιοπωλείων την περασμένη Πέμπτη, επιχειρεί να καταδείξει πως τα καθεστώτα που υποθάλπουν τις κοινωνικές ανισότητες, όπως αυτό που διέπει σήμερα τις ζωές μας, δεν είναι μη αναστρέψιμα, και ότι οι κοινωνικές ανισότητες όχι μόνο δεν είναι φυσιολογικές, αλλά κατά τον 21ο αιώνα οικοδομούνται με γνώμονα ένα «αφήγημα που υμνεί την ιδιοκτησία, την επιχειρηματικότητα και την αξιοκρατία». Γιατί, λοιπόν, να μην αλλάξουμε αφήγημα, να μην ανατρέψουμε τις συγκεκριμένες αξίες; Αυτό ακριβώς προτείνει ο οικονομολόγος στο τελευταίο, προγραμματικού χαρακτήρα, τμήμα του έργου του. Να μην στεκόμαστε στον Τραμπ ή στους οπαδούς του Brexit, να μην αναλισκόμαστε σε καταγγελίες των παραγώγων του λαϊκισμού που αποτελούν απειλή για τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά να αναλάβουμε την οικοδόμηση εκ θεμελίων μιας κοινωνίας δικαιότερης απορρίπτοντας την «θρησκευτική σχεδόν αγιοποίηση της ιδιοκτησίας» που διαπνέει τις σημερινές κοινωνίες. Καλεί όλους όσους τον διαβάζουν να πιστέψουν και πάλι στην σοσιαλιστική ουτοπία. Υπάρχει τέτοια πιθανότητα; Ο ίδιος πιστεύει πως ναι και, οπλισμένος με αθεράπευτη αισιοδοξία, παραδίδει στη διορατικότητα των πολιτών το κολοσσιαίο έργο της ιδεολογικής αναθεμελίωσης των ανισοτήτων.
Τη συνέντευξη πήρε η Σονιά Φορ
Οι 1200 σελίδες του βιβλίου σας –μιας έρευνας, ουσιαστικά, για τις κοινωνικές ανισότητες– συνοψίζονται σε μια φράση στην πρόλογό σας: η ανισότητα δεν είναι οικονομική ή τεχνολογική, αλλά ιδεολογική και πολιτική. Τι ακριβώς εννοείτε;
Αυτό που επιχειρώ να καταδείξω στο βιβλίο είναι ότι η ανισότητα είναι πάντοτε ένα αρχιτεκτόνημα πολιτικό και ιδεολογικό, και ότι τα οικοδομήματα του παρόντος είναι εξίσου σαθρά μ’ εκείνα του παρελθόντος. Ζούμε σήμερα με την εντύπωση ότι οι ανισότητες του παρελθόντος είχαν τις ρίζες τους στον δεσποτισμό, την αυθαιρεσία, και ότι η κινητικότητα, οι δημοκρατικές αξίες του παρόντος τις έχουν καταστήσει δίκαιες και αιτιολογημένες. Ωστόσο, η οπτική αυτή δεν ευσταθεί, είναι κατασκεύασμα των ελίτ που πρεσβεύουν ότι οι ανισότητες είναι φυσιολογικές, δεν μπορούν να αλλάξουν και, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα είχε ως επακόλουθο ανυπολόγιστες καταστροφές. Στην πραγματικότητα, κάθε κοινωνία ανθρώπων πρέπει να επινοήσει ένα ιδεολογικό αφήγημα για να αιτιολογήσει τις ανισότητές της, οι οποίες ουδέποτε είναι φυσιολογικές. Η αιτιολόγησή τους στις μέρες μας έχει να κάνει με την ιδιοκτησία, την επιχειρηματικότητα και την αξιοκρατία. Η σύγχρονη ανισότητα, όπως υποστηρίζουν, είναι αιτιολογημένη, αφού θεωρητικά καθένας από μας έχει τις ίδιες ευκαιρίες πρόσβασης στην αγορά και στην ιδιοκτησία. Το πρόβλημα είναι ότι, με την άνοδο των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων σχεδόν σε κάθε γωνιά της γης από τη δεκαετία ’80-’90, η αιτιολόγηση αυτή γίνεται ολοένα και πιο σαθρή.
Αγιοποίηση της ιδιοκτησίας
Ένας από τους θεμέλιους λίθους του αφηγήματος που εκτινάσσει στα ύψη τις κοινωνικές ανισότητας είναι, κατά τη γνώμη σας, η αγιοποίηση της ιδιοκτησίας…
Παρατηρούμε πλέον απόπειρες αγιοποίησης της ιδιοκτησίας που, πολλές φορές, θυμίζουν τις ακραίες ανισότητες άλλων αιώνων. Κατά τον 19ο αιώνα, για παράδειγμα, μετά την κατάργηση της δουλείας, θεωρητικοί όπως ο Τοκβίλ υποστήριξαν ότι έπρεπε να αποζημιωθούν οι γαιοκτήμονες, αλλά όχι οι σκλάβοι που δούλευαν επί αιώνες χωρίς να αμείβονται! Το επιχείρημά τους ήταν αδιάβλητο: αν δεν δινόταν αποζημίωση, πώς θα εξηγούσαν στους ανθρώπους ότι έπρεπε να απαρνηθούν την πατρογονική κληρονομία που απέκτησαν εκείνη την εποχή με νόμιμο τρόπο; Πώς έπρεπε να αντιμετωπιστεί εκείνος που, έχοντας πουλήσει προ ετών τους σκλάβους του, είχε πλέον στην κατοχή του ακίνητα ή χρηματική περιουσία; Αυτός ο σχεδόν θρησκευτικός καθαγιασμός της ιδιοκτησίας, αυτός ο φόβος του κενού, τη στιγμή που τίθενται εν αμφιβόλω οι αρχές της ιδιοκτησίας, έκανε τους ανθρώπους να υιοθετούν οιονδήποτε κανόνα δικαίου ρύθμιζε στο παρελθόν την ιδιοκτησία ως θεμελιωδώς δίκαιο και αδύνατο να αμφισβητηθεί. Το ίδιο ισχύει στις μέρες με τους πολυδισεκατομμυριούχους, όποιος κι αν είναι ο αριθμός των μηδενικών που σέρνουν πίσω τους. Πριν δεκαπέντε χρόνια, η ατομική περιουσία δικαιολογείτο ως το πόσον των δέκα δισεκατομμυρίων, σήμερα όμως μπορεί να φθάνει και τα εκατό δισεκατομμύρια…
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε καθεστώς αγιοποίησης της ιδιοκτησίας…
Ο φόβος αυτός μπορεί να μας αποτρέψει από την αντιμετώπιση εξαιρετικά σημαντικών προβλημάτων, όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη, κι ακόμη περισσότερο να μας απομακρύνει από την υιοθέτηση ενός οικονομικού συστήματος που θα είναι αποδεκτό από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Αυτή η προσήλωση στην αγιοποίηση της ιδιοκτησίας σαν κάτι που είναι αδύνατον να ξεπεραστεί αποτελεί κίνδυνο για τις κοινωνίες των ανθρώπων. Στη δεκαετία του ’80, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία αντάλλαξαν εν μια νυκτί το σύστημα που πριμοδοτούσε τις ιδιωτικοποιήσεις και την αύξηση της κρατικής περιουσίας ως μοναδικό τρόπο υπέρβασης του καπιταλισμού με… το τίποτα! Η ξαφνική μεταστροφή προς την απόλυτη φιλελευθεροποίηση της κίνησης κεφαλαίων, σε συνδυασμό με την πτώση του τείχους του Βερολίνου και το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού έβαλε μια για πάντα στο περιθώριο τις απόπειρες επανεξέτασης του θεσμού της ιδιοκτησίας.
Πέρα από την ιδέα του συλλογικού βασικού εισοδήματος
Η ιστορία των ανισοτήτων, όπως την ιχνηλατείτε στο βιβλίο σας, δείχνει ωστόσο πως, σε κάποιες περιόδους, οι άνθρωποι τόλμησαν να θέσουν σε αμφισβήτηση τις αρχές της ιδιοκτησίας…
Η ιστορία καταδεικνύει πως οι κρατούσες ιδεολογίες τίθενται κάποτε σε αμφισβήτηση, προκειμένου να αντικατασταθούν με κάτι καινούργιο. Στο παρελθόν, ο καθαγιασμός της ιδιοκτησίας ξεπεράστηκε πολλές φορές. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χρειάστηκε να γίνουν επενδύσεις σε έργα υποδομής. Χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία υιοθέτησαν συστήματα κλιμακωτής φορολόγησης της ιδιοκτησίας, συντελώντας έτσι στη μείωση με πολύ γοργό ρυθμό του δημόσιου χρέους και στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Αυτά τα επιτυχημένα παραδείγματα, χάρη στα οποία επιτεύχθηκε η μεταπολεμική ανάπτυξη, αποδεικνύουν πως η ισότητα και η επένδυση στην εκπαίδευση είναι πολύ πιο πρόσφορα μέσα για την κατάκτηση της συλλογικής ευημερίας απ’ ότι ο καθαγιασμός της ιδιοκτησίας και της ανισότητας. Δυστυχώς, οι περιπτώσεις αυτές λησμονήθηκαν. Στα καθεστώτα που πρεσβεύουν την ανισότητα, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Θέλω να πιστεύω πως η απόπειρα ανατροπής της ιδιοκτησίας και του καπιταλισμού έχει ξεκινήσει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Στο διάστημα αυτό, γνώρισε περιόδους επιτάχυνσης, παύσης, αν όχι και ύφεσης κατά τη δεκαετία ’80-’90. Είναι όμως στο χέρι μας να ξαναπιάσουμε το νήμα της ιστορίας. Τίποτα δεν είναι προκαθορισμένο, καθένας μπορεί να βάλει σήμερα τα δικά του στοιχήματα. Η υπέρβαση της ατομικής ιδιοκτησίας δεν εμπεριέχει κανενός είδους ουτοπία και εγγράφεται ως λογική συνέχεια για την οικοδόμηση μιας πιο δίκαιης κοινωνίας.
Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι το κεφάλαιο δεν θα παραμείνει για πάντα στα ίδια χέρια;
Πέρα από την ιδέα του συλλογικού βασικού εισοδήματος
Η ιστορία των ανισοτήτων, όπως την ιχνηλατείτε στο βιβλίο σας, δείχνει ωστόσο πως, σε κάποιες περιόδους, οι άνθρωποι τόλμησαν να θέσουν σε αμφισβήτηση τις αρχές της ιδιοκτησίας…
Η ιστορία καταδεικνύει πως οι κρατούσες ιδεολογίες τίθενται κάποτε σε αμφισβήτηση, προκειμένου να αντικατασταθούν με κάτι καινούργιο. Στο παρελθόν, ο καθαγιασμός της ιδιοκτησίας ξεπεράστηκε πολλές φορές. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χρειάστηκε να γίνουν επενδύσεις σε έργα υποδομής. Χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία υιοθέτησαν συστήματα κλιμακωτής φορολόγησης της ιδιοκτησίας, συντελώντας έτσι στη μείωση με πολύ γοργό ρυθμό του δημόσιου χρέους και στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Αυτά τα επιτυχημένα παραδείγματα, χάρη στα οποία επιτεύχθηκε η μεταπολεμική ανάπτυξη, αποδεικνύουν πως η ισότητα και η επένδυση στην εκπαίδευση είναι πολύ πιο πρόσφορα μέσα για την κατάκτηση της συλλογικής ευημερίας απ’ ότι ο καθαγιασμός της ιδιοκτησίας και της ανισότητας. Δυστυχώς, οι περιπτώσεις αυτές λησμονήθηκαν. Στα καθεστώτα που πρεσβεύουν την ανισότητα, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Θέλω να πιστεύω πως η απόπειρα ανατροπής της ιδιοκτησίας και του καπιταλισμού έχει ξεκινήσει ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Στο διάστημα αυτό, γνώρισε περιόδους επιτάχυνσης, παύσης, αν όχι και ύφεσης κατά τη δεκαετία ’80-’90. Είναι όμως στο χέρι μας να ξαναπιάσουμε το νήμα της ιστορίας. Τίποτα δεν είναι προκαθορισμένο, καθένας μπορεί να βάλει σήμερα τα δικά του στοιχήματα. Η υπέρβαση της ατομικής ιδιοκτησίας δεν εμπεριέχει κανενός είδους ουτοπία και εγγράφεται ως λογική συνέχεια για την οικοδόμηση μιας πιο δίκαιης κοινωνίας.
Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι το κεφάλαιο δεν θα παραμείνει για πάντα στα ίδια χέρια;
Η απάντηση είναι η θεσμοθέτηση προσωρινής ιδιοκτησίας: δεν είναι δυνατόν το κεφάλαιο να συσσωρεύεται στα θησαυροφυλάκια των ίδιων προσώπων εις τους αιώνας των αιώνων. Αυτό που προτείνω είναι ότι, από ένα σημείο και πέρα, καθένας από μας πρέπει να αποδίδει στους πολλούς ένα μέρος των κεκτημένων του. Έχω κατά νου μια φορολόγηση της ιδιοκτησίας με βάση μια μεγάλη κλίμακα: ο φόρος θα είναι μηδαμινός (ας πούμε, 0,1%) για όσους διαθέτουν 100 000 ή 200 000 ευρώ (τρεις φορές μικρότερος από τον ισχύοντα φόρο ιδιοκτησίας), αλλά θα ανέρχεται ως το 90 % για όσους ξεπερνούν κατά 10.000 φορές τη μέση περιουσία, δηλαδή πάνω από δύο δισεκατομμύρια ευρώ. Σ’ ένα τέτοιο σύστημα, οι δισεκατομμυριούχοι θα εξαφανίζονταν εκ των πραγμάτων. Αλλά η μικρή ατομική ιδιοκτησία θα διατηρείτο αλώβητη, όπως άλλωστε και η επιχειρηματικότητα. Γιατί η εντύπωση ότι οι επιχειρηματίες πρέπει οπωσδήποτε να είναι δισεκατομμυριούχοι είναι ένας μύθος που στερείται κάθε λογικής, αλλά στον οποίο στηρίζεται εν μέρει το δόγμα μας για την ατομική ιδιοκτησία. Στην πραγματικότητα, οι επιχειρηματίες που διαθέτουν καινοτόμες ιδέες δεν αποκτούν σχεδόν ποτέ περιουσία, και η δυναμική της οικονομίας συντηρείται απ’ αυτές ακριβώς της μικρές επιτυχίες των μικρών επιχειρήσεων. Το μοντέλο συγκέντρωσης κεφαλαίου στα χέρια λίγων ατόμων ούτε αποτελεσματικό είναι ούτε, βεβαίως, αναντικατάστατο.
Εγκαταλείπουμε, λοιπόν, την ιδέα του συλλογικού βασικού εισοδήματος;
Εγκαταλείπουμε, λοιπόν, την ιδέα του συλλογικού βασικού εισοδήματος;
Όχι, αλλά προχωρούμε πέρα απ’ αυτήν. Το συλλογικό ή βασικό εισόδημα είναι πολύ χρήσιμη έννοια, την οποία υποστηρίζω. Αλλά αν θέλουμε να ξεπεράσουμε το θέμα της ιδιοκτησίας και του καπιταλισμού, πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από το θέμα του εισοδήματος. Η ιδιοκτησία είναι συνώνυμη της οικονομικής ισχύος. Σημαίνει να μπορείς να συμμετάσχεις στην διοίκηση των επιχειρήσεων, να επενδύεις στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας για κάποιους, σημαίνει να μην είσαι υποχρεωμένος να πληρώνεις μια ζωή νοίκι στα παιδιά των ιδιοκτητών επειδή οι δικοί σου γονείς ήταν νοικάρηδες… Το εισόδημα είναι σημαντικό, βέβαια, αλλά, αν μέναμε μόνο σ’ αυτό, το όραμά μας για κοινωνική δικαιοσύνη θα ήταν πολύ φτηνό. Άλλωστε, η ιδέα να δωρίζεται μέρος του κεφαλαίου είναι πολύ παλιά υπόθεση. Δεν επινοώ κάτι καινούργιο, απλώς προσπαθώ να ξαναφέρω στο προσκήνιο ιδέες που μπορούν να ιδωθούν με ευρύτερη οπτική. Την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, ο Τόμας Πέιν πρότεινε την επιβολή φόρου κληρονομίας, που θα υποχρέωνε τους διαδόχους στη δωρεά εκτάσεων. Ο Άγγλος οικονομολόγος Άντονι Μπ. Άτκινσον πρέσβευε κι αυτός, πριν μερικά χρόνια, τη θέσπιση ενός παγκόσμιου κληροδοτήματος για όλους στα 25 τους χρόνια. Εγώ προτείνω κάτι πιο φιλόδοξο το οποίο, εκτός από τον φόρο κληρονομίας, περιλαμβάνει έναν ετήσιο φόρο επί της ατομικής περιουσίας, πράγμα που θα μας επέτρεπε να φτάσουμε σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Συγκεκριμένα, ενώ ο Άτκινσον έκανε λόγο για μια πριμοδότηση της νεαρών ενηλίκων με δέκα χιλιάδες ευρώ, μ’ αυτό το σύστημα κάθε νέος θα λάμβανε έως και 120.00ο ευρώ. Στην πραγματικότητα, η πρότασή μου θα μπορούσε να ονομαστεί “κληρονομιά για όλους”.
“Κληρονομιά για όλους”
“Κληρονομιά για όλους”
“Κληρονομιά για όλους”: κάπως δημαγωγικό δεν ακούγεται;
Η ισότητα στην κληρονομιά δεν έχει τίποτα το δημαγωγικό, όπως δεν έχει η ισότητα στην εκπαίδευση. Ζούμε σε μια κοινωνία όπου περίπου το 50% δεν κληρονομεί απολύτως τίποτα – το ήμισυ των φτωχότερων συμπολιτών μας κληρονομεί 5000 ή 10000 ευρώ, κι αυτά πολύ αργά στη ζωή τους. Αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη τροχοπέδη των σοσιαλδημοκρατιών μέχρι σήμερα: στο ισχύον σύστημα, το 50% των φτωχότερων δεν έχει απολύτως καμιά περιουσία, κι αυτό αφορά όλες τις ηλικιακές ομάδες και συμβαίνει ανέκαθεν. Ουδέποτε στην ιστορία το 50% των λιγότερο προνομιούχων δεν κατείχε ποσοστό πάνω από 10 % του κεφαλαίου. Προτείνω την κοινωνικοποίηση της κληρονομίας, ώστε όλοι να απολαμβάνουν τα προνόμιά της στα 25 αντί για τα 50 τους χρόνια. Μια διαδικασία κατά την οποία η κατανομή της περιουσίας θα αναδιαρθρωθεί, καθώς και η οικονομική δύναμη που τη συνοδεύει. Σήμερα, το ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι απαρχαιωμένο κι έτσι, όταν μια κυβέρνηση μειώνει τη φορολογία, στην ουσία κάνει ένα φορολογικό δωράκι στους εύπορους εβδομηντάρηδες… Όπως και να το κάνουμε, αποτελεί μια πολιτική επιλογή απίστευτη. Η θέσπιση κοινωνικής και προσωρινής περιουσίας θα μας επέτρεπε να ξεπεράσουμε το ισχύον καθεστώς των μεγαλοϊδιοκτητών. Δεν αφορά την κατάργηση κάθε μορφής ιδιοκτησίας – η μικρή ατομική ιδιοκτησία θα παρέμενε αλώβητη, θα υπήρχαν μάλιστα και μερικοί πλούσιοι με περιουσίες κάποιων εκατομμυρίων ευρώ – αλλά η ιδιοκτησία θα παρέμενε σε λογικό πλαίσιο, στα όρια σεβασμού του δημοσίου συμφέροντος.
Παρόμοια αναδιάρθρωση της ιδιοκτησίας, όπως αυτή που προτείνετε, δεν έχει γίνει ποτέ στο παρελθόν…
Δεν συμφωνώ. Κατά τον 20ο αιώνα, πολλές χώρες υιοθέτησαν σύστημα κλιμακωτής φορολόγησης, που ξεπερνούσε το 70%, για τα εισοδήματα και την κληρονομιά. Στις ΗΠΑ, επί παραδείγματι, οι φόροι στα υψηλότερα εισοδήματα έφθαναν ως το 80%, ακόμη και 90%, χωρίς αυτό να αποτελεί τροχοπέδη στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας. Πρέπει να βαδίσουμε ξανά σ’ αυτόν τον δρόμο, στον οποίο πολλές χώρες έστρεψαν τα νώτα τους από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, και ιδιαίτερα μετά την πτώση του κομμουνισμού. Κανείς δεν γνώριζε τι έπρεπε να γίνει για να περάσουμε στο επόμενο στάδιο, με τις νέες προκλήσεις όπως, για παράδειγμα, η ενίσχυση του τριτογενούς τομέα της οικονομίας στην εκπαίδευση. Ένα ακόμη νέο στοιχείο είναι πως, για πρώτη φορά εδώ και λίγο καιρό, υπάρχουν στις πολιτικές μας κοινότητες ομάδες ανθρώπων που, ακολουθώντας διαφορετικές από μας θρησκευτικές παραδόσεις, βασίζονται στις αρχές της ισότιμης συνύπαρξης. Κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ ως τις δεκαετίες του ’60 κα του ’70. Πρωτύτερα, οι μόνες σχέσεις που είχαν με τον υπόλοιπο κόσμο ήταν στη βάση της αποικιοκρατίας. Στην Αλγερία της δεκαετίας του ’50, το 90% των κονδυλίων για την εκπαίδευση αφορούσε μόνο τους αποικιοκράτες, οι οποίοι δεν αντιπροσώπευαν παρά το 10% του πληθυσμού. Άλλωστε, η Αλγερία μαζί με την Νότιο Αφρική κατέχουν παγκοσμίως τα σκήπτρα των κοινωνικών ανισοτήτων.
Σοσιαλδημοκρατία και καπιταλισμός
Σ’ αυτόν τον μετακομμουνιστικό, υπερκαπιταλιστικό κόσμο, διακρίνετε όμως και την αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας να προτείνει ένα νέο αφήγημα για την ισότητα…
Παρόμοια αναδιάρθρωση της ιδιοκτησίας, όπως αυτή που προτείνετε, δεν έχει γίνει ποτέ στο παρελθόν…
Δεν συμφωνώ. Κατά τον 20ο αιώνα, πολλές χώρες υιοθέτησαν σύστημα κλιμακωτής φορολόγησης, που ξεπερνούσε το 70%, για τα εισοδήματα και την κληρονομιά. Στις ΗΠΑ, επί παραδείγματι, οι φόροι στα υψηλότερα εισοδήματα έφθαναν ως το 80%, ακόμη και 90%, χωρίς αυτό να αποτελεί τροχοπέδη στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας. Πρέπει να βαδίσουμε ξανά σ’ αυτόν τον δρόμο, στον οποίο πολλές χώρες έστρεψαν τα νώτα τους από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, και ιδιαίτερα μετά την πτώση του κομμουνισμού. Κανείς δεν γνώριζε τι έπρεπε να γίνει για να περάσουμε στο επόμενο στάδιο, με τις νέες προκλήσεις όπως, για παράδειγμα, η ενίσχυση του τριτογενούς τομέα της οικονομίας στην εκπαίδευση. Ένα ακόμη νέο στοιχείο είναι πως, για πρώτη φορά εδώ και λίγο καιρό, υπάρχουν στις πολιτικές μας κοινότητες ομάδες ανθρώπων που, ακολουθώντας διαφορετικές από μας θρησκευτικές παραδόσεις, βασίζονται στις αρχές της ισότιμης συνύπαρξης. Κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ ως τις δεκαετίες του ’60 κα του ’70. Πρωτύτερα, οι μόνες σχέσεις που είχαν με τον υπόλοιπο κόσμο ήταν στη βάση της αποικιοκρατίας. Στην Αλγερία της δεκαετίας του ’50, το 90% των κονδυλίων για την εκπαίδευση αφορούσε μόνο τους αποικιοκράτες, οι οποίοι δεν αντιπροσώπευαν παρά το 10% του πληθυσμού. Άλλωστε, η Αλγερία μαζί με την Νότιο Αφρική κατέχουν παγκοσμίως τα σκήπτρα των κοινωνικών ανισοτήτων.
Σοσιαλδημοκρατία και καπιταλισμός
Σ’ αυτόν τον μετακομμουνιστικό, υπερκαπιταλιστικό κόσμο, διακρίνετε όμως και την αποτυχία της σοσιαλδημοκρατίας να προτείνει ένα νέο αφήγημα για την ισότητα…
Κατά την τριακονταετία 1950-1980, πιστέψαμε ότι το όραμα της σοσιαλδημοκρατίας είχε σωθεί χάρη στον περιορισμό στην κίνηση κεφαλαίων και στο Κοινωνικό Κράτος, που είχε οικοδομηθεί κατά το πρότυπο του Εθνικού Κράτους. Ωστόσο, από τη στιγμή που άρθηκε κάθε περιορισμός στην κίνηση κεφαλαίων κατά τη δεκαετία του ’90, δίχως να γνωρίζουμε ποιος κατείχε τι, βρεθήκαμε σε μια κατάσταση παρόμοια μ’ εκείνη που αντιμετώπισαν οι σοσιαλδημοκράτες του Μεσοπολέμου: δεν διαθέταμε πλέον μέσα για τη ρύθμιση του παγκόσμιου καπιταλισμού γιατί κανείς δεν μας τα είχε δώσει. Στις Πηγές του Ολοκληρωτισμού, η Χάνα Άρεντ υποστηρίζει ότι τη μεγαλύτερη αδυναμία των Γερμανών, Γάλλων, Βρετανών σοσιαλδημοκρατών του Μεσοπολέμου αποτελούσε το γεγονός πως ήταν μόνο κατ’ επίφαση διεθνιστές. Δεν είχαν καταλάβει ότι, προκειμένου να ελέγξουν την οικονομία ενός Διεθνούς (παγκοσμιοποιημένου) Κράτους και την έκρηξη του παγκόσμιου καπιταλισμού, τα κράτη είχαν ανάγκη από νέους υπερεθνικούς πολιτικούς σχηματισμούς. Δεν είχαν κανένα ρεαλιστικό σχέδιο για να ξεπεράσουν τα “σύνορα” του Εθνικού Κράτους, τη στιγμή που, απέναντί τους, η Σοβιετική Ένωση σφυρηλατούσε το σχέδιο ενός παγκόσμιου ή, τουλάχιστον, ευρασιατικού κομμουνισμού, η ναζιστική ιδεολογία οραματιζόταν να περάσει τα σύνορα της Γερμανίας, δίχως να λογαριάζουμε τα αποικιοκρατικά ή νεοαποικιοκρατικά σχέδια της Ευρώπης και των ΗΠΑ, που είχαν αποκτήσει και αυτά παγκόσμια διάσταση. Οι σοσιαλδημοκράτες ήταν οι μόνοι που δεν πήραν στα σοβαρά το γεγονός ότι ένας καπιταλισμός διεθνής μόνο με μια πολιτική διεθνή μπορεί να αντιμετωπιστεί. Η συγκεκριμένη μομφή της Χάνα Άρεντ για τους σοσιαλδημοκράτες μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί το 2019. Για τις προκλήσεις που πηγάζουν από την ιστορική επανεμφάνιση των κοινωνικών ανισοτήτων, για το μεγάλο ‘όχι’ στην παγκοσμιοποίηση, την περιχαράκωση στην εθνική μας ταυτότητα… Το σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο δεν προνόησε για την υπέρβαση του Εθνικού Κράτους με τρόπο υπερεθνικό. Δεν μπόρεσε να συλλάβει ένα νέο μοντέλο για το καθεστώς ιδιοκτησίας, ατομικής περιουσίας και εταιρικής συμμετοχής – η κομμουνιστική εμπειρία πάγωσε τη συλλογιστική του στον χρόνο. Στάθηκε ανίκανο να συλλάβει και να οργανώσει την αναδιανομή του πλούτου και την κλιμακωτή φορολόγηση των αγαθών σε κλίμακα υπερεθνική.
Μετάφραση από τη Λιμπερασιόν (11/9.2019): Βίκυ Δέμου
Μετάφραση από τη Λιμπερασιόν (11/9.2019): Βίκυ Δέμου
No comments:
Post a Comment