Ας οξύνει ο καθένας –έκαστος εφ ω ετάχθη- την κριτική του εκεί που βρίσκεται. Θα ενωθούν, πιστεύω, στο τέλος εκείνοι που θα ξεπεράσουν τη σημερινή ήττα των δυνάμεων του σοσιαλισμού, εκείνοι που αποτελεσματικά θα καταπολεμήσουν τους πάσης φύσεως καρεκλορήτορες του «Λαϊκού κινήματος». Άγγελος Ελεφάντης, 1983
Του Αγγελου Ελεφάντη
Του Αγγελου Ελεφάντη
Η περίοδος είναι μεταβατική. Οι ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα της χώρας δεν έχουν βρει ακόμα τις αποκρυσταλλωμένες τους μορφές, εκείνες που θα επικρατήσουν στη νέα δάση, ενόψει του 1992. Οι τάσεις ωστόσο είναι ευδιάκριτες. Ουσιαστικά τείνουμε σε ένα νέο δικομματικό σύστημα όπου από τη μια μεριά θα υπάρχει το υπό σοσιαλδημοκρατικοποίηση ΠΑΣΟΚ και η υπό σοσιαλδημοκρατικοποίηση Αριστερά σε αντιστοιχία με τις ευρωπαϊκές, ανατολικές και δυτικές, σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Από την άλλη η φιλελεύθερη συντηρητική παράταξη της ΝΔ με τους συμμάχους της.
[…]Η προγραμματική ομοιότητα των δυο μπλοκ θα αποτρέπει την πόλωση, θα επιτρέπει την εναλλαγή, θα διευκολύνει τη συνεργασία, θα καλλιεργεί τη συναίνεση. Αν η αντιπροσωπευτική δημοκρατία προϋποθέτει και συνεπάγεται κόμματα που είναι σε θέση να εκφράζουν όλη τη διαφορετικότητα και την πολυφωνία των κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων, αλλά και τη θεσμοποιημένη σύγκρουση μεταξύ τους, η συναινετική δημοκρατία προς την οποία τείνουμε, ακριβώς επειδή απορρέει από τη συναίνεση, την ενσωμάτωση και την κοινωνική ειρήνευση και την υποβάθμιση των αντιπροσωπευτικών στρωμάτων (Βουλή, τοπική αυτοδιοίκηση, συνδικάτα κλπ) προϋποθέτει κόμματα και διαμορφώνει τα κόμματα της συναίνεσης, της ενσωμάτωσης, της κοινωνικής ειρήνευσης. Κόμματα «διαλόγου», δηλαδή, ενός διαλόγου όχι με την κοινωνία, γιατί από κει μπορεί να προκύψουν και κακοφωνίες∙ διαλόγου μεταξύ τους βέβαια, που αναγορεύει σε θεμελιώδη αν και άτυπο θεσμό, τα κομματικά και διακομματικά διευθυντήρια. Διευθυντήρια στηριγμένα σε ισχυρές κομματικές γραφειοκρατίες που προεκτείνονται μέσα στην κρατική γραφειοκρατία εγκαθιδρύοντας μια οργανική σχέση συμπληρωματικότητας και επιβάλλοντας μιαν υψηλού βαθμού πολιτική αδιαφάνεια. Κόμματα χωρίς λειτουργούσα βάση εξάλλου, αλλά με πειθήνια συναινούσα βάση. Αν η βάση δεν συναινεί και ενίοτε επιδεικνύει σημάδια απείθειας ή ρέπει προς υπερβολικές αξιώσεις που τις υπαγορεύουν το συντεχνιακό πνεύμα, η κοινωνική ανασφάλεια ή η συσσώρευση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, ο αυταρχισμός της δημοκρατίας αυτής είναι εδώ για να προλαβαίνει, να καταστέλλει και, προπάντων, να ενσωματώνει. Η εικόνα και η καλωδιωμένη ζωή θα διδάσκουν την ουσία του εκσυγχρονισμού. Από κάτω, ο από κάτω κόσμος, θα σιγοβράζει όπως πάντα. Θα χρειαστούν πολλές αντιφάσεις και αντιστάσεις ώστε το σιγοβράσιμο να γίνει βρασμός. Τίποτα δεν έρχεται μόνο του, τίποτε δεν είναι νομοτελειακό.
Χρειάστηκε μια ολόκληρη δεκαπενταετία για να φτάσουμε στο σημείο αυτό. Από την ηγεσία της Δεξιάς ως την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ και τη σημερινή αβέβαιη μεταξύ τους ισορροπία ο δρόμος ήταν μακρύς. Δρόμος γεμάτος προβλήματα που έμειναν άλυτα μεσοστρατίς και νέα που περιέπλεξαν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Η Ελλάδα έζησε εφτά χρόνια διδκτατορίας, άλλα επτά κάτω από μιαν αφερέγγυα ΝΔ κι άλλα οκτώ χρόνια με οργανώτρια δύναμη τον πασοκικό λαϊκισμό. Ξεστρατισμένη μια ολόκληρη ζωή. Τέτοιο πλήγμα θα μπορούσε να τσακίσει ακόμη και τον διαυγέστερο και τον ανθεκτικότερο λαό∙ πολύ περισσότερο που αυτό το παρατεταμένο ξεστράτισμα γινόνταν σε μια εποχή που η κοινωνία μας άλλαζε ριζικά. Από φτωχή γίνεται πλούσια, από καθυστερημένη σύγχρονη, από απομονωμένη χώρα της καπιταλιστικής περιφέρειας κομπάζει κι αυτή στη χορεία της ευρωπαϊκής μητρόπολης.
Ωστόσο, την επιφάνεια της ευμάρειας συνόδευε η ιδεολογική ευτέλεια και η πολιτιστική αποπτώχευση, που χαράχτηκαν βαθιά στα κύτταρα της κοινωνία, τόσο ώστε να ξεχάσει τις καταβολές της, το δικό της τέλος πάντων τρόπο να υπάρχει, που, όσο κι αν αντιμετώπιζε τα προβλήματα με τα μέσα των κατ’οικονομία λύσεων, με μπαλώματα δηλαδή, δεν είχε παρά ταύτα την αίσθηση της ιδιαιτερότητας και της ιστορικότητάς της. Πριν από τη στρατιωτική δικτατορία, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο τόπος έβγαινε βασανιστικά από την μετεμφυλιοπολεμική τραγωδία και τη μετεμφυλιοπολεμική λευκή τρομοκρατία, ανίχνευε τους δρόμους μιας νέας πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής προοπτικής. Τα σημάδια της νέας ανθοφορίας ήταν πολλά. Η εθνικοφροσύνη, ως κυρίαρχη τότε ιδεολογία με αποπνικτικές πρακτικές, που καθοδηγούσε τα βήματα των νικητών του Εμφυλίου, χρεωκοπούσε σε όλα τα επίπεδα στη συνείδηση του κόσμου. Αυτή ήταν η μεγάλη νίκη της αριστεροδημοκρατικής παράταξης, όπου το βαθύ αίτημα του πολιτικού εκδημοκρατισμού συνόδευε και ενδυνάμωνε ένα βαθύ αίτημα του πολιτιστικής αναγέννησης. Το μαρτυράν η μουσική, το μυθιστόρημα, το θέατρο, ο κινηματογράφος, λόγιες και λαϊκές εκφράσεις που προδικτατορικά θα γνωρίζουν μια ελπιδοφόρα άνθιση. Ήρθαν ύστερα η σιωπή και οι βαθιές στρεβλώσεις της δικτατορίας.
Μεταδιδακτορικά ζήσαμε με κραυγές και συνθήματα. Επείσακτες ιδεολογίες καταχώνιασαν για τα καλά τα αυτόχθονα στοιχεία. Αν τα δεύτερα αντιπροσώπευαν το πνεύμα της αντίστασης που έλεγε ο Νίκος Σβορώνος, τα πρώτα είναι το πνεύμα της ευκολίας, του πανικού, που βιώνεται ως βασική νεοελληνική αρετή. «Να τη βρούμε», να η ιαχή. Ο δημοκρατικός κόσμος, καίγοντας τα φανάρια, πήρε το δρόμο για «το σοσιαλισμό στις 18» που του υπεδείκνυαν τα ανδρεοπαπανδρεϊκά λαϊκιστικά ιδεολογήματα πριν ακόμα κατοχυρώσει το δημοκρατικό θεσμό. Άρκεσαν τα πλαστικά σημαιάκια προς τούτο. Ο αριστερός κόσμος ακολουθούσε προσφέροντας αφυδατωμένες αναμνήσεις, αντάρτικα τραγούδια, απομνημονεύματα, λαϊκότροπες κατασκευές καθώς και τις τεχνικές του ιστορικού του σταλινισμού που τροφοδότησαν τον πασοκικό λαϊκισμό. Δεν πρόσφερε η Αριστερά σ’αυτή τη φάση την ιδεολογία της, τη σοσιαλιστική προοπτική. Ίσως γιατί δεν την είχε, ίσως γιατί είχε βαθιά αλλοιωθεί. Κάτω από τη λαϊκιστική ιδεολογία εκφυλίστηκε και αυτή. Χάθηκε έτσι το νόημα της αιματοκυλισμένης περιόδου 1940-’50, το νόημα μιας επανάστασης που χάθηκε, όπως έλεγε ο Θανάσης Χατζής. Οι κεντρώοι που την καταπολέμησαν, σε αγαστή συνεργασία με τους βασιλοδεξιούς, όταν επέστρεψαν στην εξουσία το 1981, οικειοποιήθηκαν και την εαμική και την αντιδικτατορική δράση. Αντάλλαξαν την απουσία και την ενοχή με τις συντάξεις στους αντιστασιακούς, οργανώνοντας εθνικές γιορτές στο Γοργοπόταμο και μετονομάζοντας τους δρόμους που έφεραν το όνομα «Ιωάννου Μεταξά» σε «Άρη Βελουχιώτη», «Εθνικής Αντίστασης» και «Ηρώων Πολυτεχνείου». Η Αντίσταση μεταβαπτιστηκε σε εθνική. Ήταν εύκολο το πέρασμα αυτό αφού εκμηδενίστηκε το αντιστασιακό πνεύμα της Αριστεράς, άλλης κοινωνικής και πολιτικής φοράς αυτό.
[…] Στα πρόθυρα του 1992 και του 1996, μέσα στην καρδιά της Ευρώπης και μεις, ζούμε χωρίς την αίσθηση της ταυτότητας και την επίγνωση της διαφοράς. […] Πολύ πριν από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» καταστράφηκε στον τόπο μας η πίστη στο σοσιαλισμό, ό,τι πολυτιμότερο δηλαδή είχε φτιάξει η ιστορική Αριστερά για και με το λαϊκό κόσμο, παρά τις ήττες, τις στρεβλώσεις της και τους αναχρονισμούς της. Δεν ήταν το τείχος που γκρεμίστηκε στο Βερολίνο που γκρέμισε και την πίστη των αριστερών στο σοσιαλισμό. Οι κατεδαφίσεις είχαν προηγηθεί καθώς τα ανδρεοπαπανδρεϊκά ιδεολογήματα κατακτούσαν τον τόπο και τον κόσμο. Το ΠΑΣΟΚ παρέλαβε κόσμο δημοκρατικό και αριστερό, δεν τον έκανε ούτε πιο αριστερό ούτε πιο δημοκρατικό. Τον έκανε κυνικό. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη υπηρεσία του λαϊκισμού στο μεγάλο του αφέντη, τον αστισμό.
Στο πλαίσιο των πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων που κάλυψαν τη μακρά μεταπολιτευτική περίοδο η διεκδίκηση μεριδίου του λέοντος στην εθνοσωτήριο εξόντωση της δικτατορίας από επώνυμους και ανώνυμους, η ορμητική είσοδος των νεομικροαστών στο πολιτικό προσκήνιο που, αφού έδωσαν το παρτώον ακίνητο σε αντιπαροχή, τους έλαχε ο κλήρος στη συνέχεια να βάλουν τάξη σ’αυτόν τον τόπο χτίζοντας το ένα πάνω στο άλλο τα πανωσηκώματα, η παρατεταμένη κρίση της Αριστεράς που υποτονθόριζε για το «παραπέρα βάθεμα και πλάτεμα της δημοκρατίας», το ανεχόρταγο τέρας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η αχόρταγη βουλιμία για εξουσία μιας Δεξιάς που φύλαγε τις νέες ιδέες σε θαστερικά σαμσονάιτ, έκοψαν τις γέφυρες με όλες εκείνες τις ζωηφόρες ιστορικές αναφορές που έρχονταν από παλιότερες δοκιμασίες, πολτοποίησαν προθέσεις, διαθέσεις και διαθεσιμότητες. Τη λαχτάρα για μιαν αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας ροκάνισαν λαϊκότροπα είδωλα και νεοπαγείς φαντασιώσεις. Κι έτσι φτιάχτηκε το γενικό μπέρδεμα. Μπαίνοντας στη δημοκρατική φάση βρεθήκαμε από τη μια στιγμή στην άλλη φορτωμένοι του κόσμου τις αλλαγές και την αλλαγή του κόσμου, χωρίς μέτρα και κριτήρια, κι αρχίσαμε το ποδοβολητό μέσα στην περιδίνηση ενός αχαλίνωτου ακτιβισμού προς το πουθενά.
Τώρα, φυραίνουν όχι μόνο οι στατιστικές των οικονομικών μεγεθών αλλά, κυρίως, μέσα στη γενική αρρυθμία, παραδέρνει καθετί που εννοηματώνει τη συλλογική ζωή, καθετί που καθιστά την πολιτική συμμετοχή απόλαυση, πάθος, κίνδυνο, επικοινωνία δημιουργία. Καταναλώνουμε το απείκασμα του εαυτού μας, χορταίνουμε τις συνέπειες των ερήμην μας πολιτικών δρώμενων. Οι αιτίες είναι καλά κρυμμένες και τις σκεπάζουμε ακόμα περισσότερο γιατί η αυτογνωσία συνήθως αποκαλύπτεται σαν το τρομερό πρόσωπο της Μέδουσας.
Η μακρά μεταπολιτευτική περίοδος είχε τελικό αποτέλεσμα να χαθεί η πίστη των ανθρώπων στο σοσιαλισμό. Σε ετούτη τη νέα φάση οι αλλαγές θα πραγματοποιούνται κάτω από την ηγεμονία του νεοσυντηριτισμού. Γινόμαστε και μεις Ευρώπη. Άοπλος ο δημοκρατικός και αριστερός κόσμος βγήκε από τη δικτατορία, άοπλο το ρωμέικο «αποχουντοποιήθηκε» για να εξαχρειωθεί μέσα στον πασοκικό λαϊκισμό. Άοπλο μουλιάζει τώρα μέσα στο νέο συντηρητισμό.
Δεν ήταν νομοτέλεια αυτή η εξέλιξη∙ έτσι παίχθηκαν τα πράγματα.
Αποσπάσματα από το Επίμετρο του Άγγελος Ελεφάντης (1991), Στον αστερισμο του λαϊκισμού, Αθήνα: ο Πολίτης, σελ. 331-352.
[…]Η προγραμματική ομοιότητα των δυο μπλοκ θα αποτρέπει την πόλωση, θα επιτρέπει την εναλλαγή, θα διευκολύνει τη συνεργασία, θα καλλιεργεί τη συναίνεση. Αν η αντιπροσωπευτική δημοκρατία προϋποθέτει και συνεπάγεται κόμματα που είναι σε θέση να εκφράζουν όλη τη διαφορετικότητα και την πολυφωνία των κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων, αλλά και τη θεσμοποιημένη σύγκρουση μεταξύ τους, η συναινετική δημοκρατία προς την οποία τείνουμε, ακριβώς επειδή απορρέει από τη συναίνεση, την ενσωμάτωση και την κοινωνική ειρήνευση και την υποβάθμιση των αντιπροσωπευτικών στρωμάτων (Βουλή, τοπική αυτοδιοίκηση, συνδικάτα κλπ) προϋποθέτει κόμματα και διαμορφώνει τα κόμματα της συναίνεσης, της ενσωμάτωσης, της κοινωνικής ειρήνευσης. Κόμματα «διαλόγου», δηλαδή, ενός διαλόγου όχι με την κοινωνία, γιατί από κει μπορεί να προκύψουν και κακοφωνίες∙ διαλόγου μεταξύ τους βέβαια, που αναγορεύει σε θεμελιώδη αν και άτυπο θεσμό, τα κομματικά και διακομματικά διευθυντήρια. Διευθυντήρια στηριγμένα σε ισχυρές κομματικές γραφειοκρατίες που προεκτείνονται μέσα στην κρατική γραφειοκρατία εγκαθιδρύοντας μια οργανική σχέση συμπληρωματικότητας και επιβάλλοντας μιαν υψηλού βαθμού πολιτική αδιαφάνεια. Κόμματα χωρίς λειτουργούσα βάση εξάλλου, αλλά με πειθήνια συναινούσα βάση. Αν η βάση δεν συναινεί και ενίοτε επιδεικνύει σημάδια απείθειας ή ρέπει προς υπερβολικές αξιώσεις που τις υπαγορεύουν το συντεχνιακό πνεύμα, η κοινωνική ανασφάλεια ή η συσσώρευση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, ο αυταρχισμός της δημοκρατίας αυτής είναι εδώ για να προλαβαίνει, να καταστέλλει και, προπάντων, να ενσωματώνει. Η εικόνα και η καλωδιωμένη ζωή θα διδάσκουν την ουσία του εκσυγχρονισμού. Από κάτω, ο από κάτω κόσμος, θα σιγοβράζει όπως πάντα. Θα χρειαστούν πολλές αντιφάσεις και αντιστάσεις ώστε το σιγοβράσιμο να γίνει βρασμός. Τίποτα δεν έρχεται μόνο του, τίποτε δεν είναι νομοτελειακό.
Χρειάστηκε μια ολόκληρη δεκαπενταετία για να φτάσουμε στο σημείο αυτό. Από την ηγεσία της Δεξιάς ως την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ και τη σημερινή αβέβαιη μεταξύ τους ισορροπία ο δρόμος ήταν μακρύς. Δρόμος γεμάτος προβλήματα που έμειναν άλυτα μεσοστρατίς και νέα που περιέπλεξαν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Η Ελλάδα έζησε εφτά χρόνια διδκτατορίας, άλλα επτά κάτω από μιαν αφερέγγυα ΝΔ κι άλλα οκτώ χρόνια με οργανώτρια δύναμη τον πασοκικό λαϊκισμό. Ξεστρατισμένη μια ολόκληρη ζωή. Τέτοιο πλήγμα θα μπορούσε να τσακίσει ακόμη και τον διαυγέστερο και τον ανθεκτικότερο λαό∙ πολύ περισσότερο που αυτό το παρατεταμένο ξεστράτισμα γινόνταν σε μια εποχή που η κοινωνία μας άλλαζε ριζικά. Από φτωχή γίνεται πλούσια, από καθυστερημένη σύγχρονη, από απομονωμένη χώρα της καπιταλιστικής περιφέρειας κομπάζει κι αυτή στη χορεία της ευρωπαϊκής μητρόπολης.
Ωστόσο, την επιφάνεια της ευμάρειας συνόδευε η ιδεολογική ευτέλεια και η πολιτιστική αποπτώχευση, που χαράχτηκαν βαθιά στα κύτταρα της κοινωνία, τόσο ώστε να ξεχάσει τις καταβολές της, το δικό της τέλος πάντων τρόπο να υπάρχει, που, όσο κι αν αντιμετώπιζε τα προβλήματα με τα μέσα των κατ’οικονομία λύσεων, με μπαλώματα δηλαδή, δεν είχε παρά ταύτα την αίσθηση της ιδιαιτερότητας και της ιστορικότητάς της. Πριν από τη στρατιωτική δικτατορία, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο τόπος έβγαινε βασανιστικά από την μετεμφυλιοπολεμική τραγωδία και τη μετεμφυλιοπολεμική λευκή τρομοκρατία, ανίχνευε τους δρόμους μιας νέας πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής προοπτικής. Τα σημάδια της νέας ανθοφορίας ήταν πολλά. Η εθνικοφροσύνη, ως κυρίαρχη τότε ιδεολογία με αποπνικτικές πρακτικές, που καθοδηγούσε τα βήματα των νικητών του Εμφυλίου, χρεωκοπούσε σε όλα τα επίπεδα στη συνείδηση του κόσμου. Αυτή ήταν η μεγάλη νίκη της αριστεροδημοκρατικής παράταξης, όπου το βαθύ αίτημα του πολιτικού εκδημοκρατισμού συνόδευε και ενδυνάμωνε ένα βαθύ αίτημα του πολιτιστικής αναγέννησης. Το μαρτυράν η μουσική, το μυθιστόρημα, το θέατρο, ο κινηματογράφος, λόγιες και λαϊκές εκφράσεις που προδικτατορικά θα γνωρίζουν μια ελπιδοφόρα άνθιση. Ήρθαν ύστερα η σιωπή και οι βαθιές στρεβλώσεις της δικτατορίας.
Μεταδιδακτορικά ζήσαμε με κραυγές και συνθήματα. Επείσακτες ιδεολογίες καταχώνιασαν για τα καλά τα αυτόχθονα στοιχεία. Αν τα δεύτερα αντιπροσώπευαν το πνεύμα της αντίστασης που έλεγε ο Νίκος Σβορώνος, τα πρώτα είναι το πνεύμα της ευκολίας, του πανικού, που βιώνεται ως βασική νεοελληνική αρετή. «Να τη βρούμε», να η ιαχή. Ο δημοκρατικός κόσμος, καίγοντας τα φανάρια, πήρε το δρόμο για «το σοσιαλισμό στις 18» που του υπεδείκνυαν τα ανδρεοπαπανδρεϊκά λαϊκιστικά ιδεολογήματα πριν ακόμα κατοχυρώσει το δημοκρατικό θεσμό. Άρκεσαν τα πλαστικά σημαιάκια προς τούτο. Ο αριστερός κόσμος ακολουθούσε προσφέροντας αφυδατωμένες αναμνήσεις, αντάρτικα τραγούδια, απομνημονεύματα, λαϊκότροπες κατασκευές καθώς και τις τεχνικές του ιστορικού του σταλινισμού που τροφοδότησαν τον πασοκικό λαϊκισμό. Δεν πρόσφερε η Αριστερά σ’αυτή τη φάση την ιδεολογία της, τη σοσιαλιστική προοπτική. Ίσως γιατί δεν την είχε, ίσως γιατί είχε βαθιά αλλοιωθεί. Κάτω από τη λαϊκιστική ιδεολογία εκφυλίστηκε και αυτή. Χάθηκε έτσι το νόημα της αιματοκυλισμένης περιόδου 1940-’50, το νόημα μιας επανάστασης που χάθηκε, όπως έλεγε ο Θανάσης Χατζής. Οι κεντρώοι που την καταπολέμησαν, σε αγαστή συνεργασία με τους βασιλοδεξιούς, όταν επέστρεψαν στην εξουσία το 1981, οικειοποιήθηκαν και την εαμική και την αντιδικτατορική δράση. Αντάλλαξαν την απουσία και την ενοχή με τις συντάξεις στους αντιστασιακούς, οργανώνοντας εθνικές γιορτές στο Γοργοπόταμο και μετονομάζοντας τους δρόμους που έφεραν το όνομα «Ιωάννου Μεταξά» σε «Άρη Βελουχιώτη», «Εθνικής Αντίστασης» και «Ηρώων Πολυτεχνείου». Η Αντίσταση μεταβαπτιστηκε σε εθνική. Ήταν εύκολο το πέρασμα αυτό αφού εκμηδενίστηκε το αντιστασιακό πνεύμα της Αριστεράς, άλλης κοινωνικής και πολιτικής φοράς αυτό.
[…] Στα πρόθυρα του 1992 και του 1996, μέσα στην καρδιά της Ευρώπης και μεις, ζούμε χωρίς την αίσθηση της ταυτότητας και την επίγνωση της διαφοράς. […] Πολύ πριν από την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» καταστράφηκε στον τόπο μας η πίστη στο σοσιαλισμό, ό,τι πολυτιμότερο δηλαδή είχε φτιάξει η ιστορική Αριστερά για και με το λαϊκό κόσμο, παρά τις ήττες, τις στρεβλώσεις της και τους αναχρονισμούς της. Δεν ήταν το τείχος που γκρεμίστηκε στο Βερολίνο που γκρέμισε και την πίστη των αριστερών στο σοσιαλισμό. Οι κατεδαφίσεις είχαν προηγηθεί καθώς τα ανδρεοπαπανδρεϊκά ιδεολογήματα κατακτούσαν τον τόπο και τον κόσμο. Το ΠΑΣΟΚ παρέλαβε κόσμο δημοκρατικό και αριστερό, δεν τον έκανε ούτε πιο αριστερό ούτε πιο δημοκρατικό. Τον έκανε κυνικό. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη υπηρεσία του λαϊκισμού στο μεγάλο του αφέντη, τον αστισμό.
Στο πλαίσιο των πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων που κάλυψαν τη μακρά μεταπολιτευτική περίοδο η διεκδίκηση μεριδίου του λέοντος στην εθνοσωτήριο εξόντωση της δικτατορίας από επώνυμους και ανώνυμους, η ορμητική είσοδος των νεομικροαστών στο πολιτικό προσκήνιο που, αφού έδωσαν το παρτώον ακίνητο σε αντιπαροχή, τους έλαχε ο κλήρος στη συνέχεια να βάλουν τάξη σ’αυτόν τον τόπο χτίζοντας το ένα πάνω στο άλλο τα πανωσηκώματα, η παρατεταμένη κρίση της Αριστεράς που υποτονθόριζε για το «παραπέρα βάθεμα και πλάτεμα της δημοκρατίας», το ανεχόρταγο τέρας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, η αχόρταγη βουλιμία για εξουσία μιας Δεξιάς που φύλαγε τις νέες ιδέες σε θαστερικά σαμσονάιτ, έκοψαν τις γέφυρες με όλες εκείνες τις ζωηφόρες ιστορικές αναφορές που έρχονταν από παλιότερες δοκιμασίες, πολτοποίησαν προθέσεις, διαθέσεις και διαθεσιμότητες. Τη λαχτάρα για μιαν αναγέννηση της ελληνικής κοινωνίας ροκάνισαν λαϊκότροπα είδωλα και νεοπαγείς φαντασιώσεις. Κι έτσι φτιάχτηκε το γενικό μπέρδεμα. Μπαίνοντας στη δημοκρατική φάση βρεθήκαμε από τη μια στιγμή στην άλλη φορτωμένοι του κόσμου τις αλλαγές και την αλλαγή του κόσμου, χωρίς μέτρα και κριτήρια, κι αρχίσαμε το ποδοβολητό μέσα στην περιδίνηση ενός αχαλίνωτου ακτιβισμού προς το πουθενά.
Τώρα, φυραίνουν όχι μόνο οι στατιστικές των οικονομικών μεγεθών αλλά, κυρίως, μέσα στη γενική αρρυθμία, παραδέρνει καθετί που εννοηματώνει τη συλλογική ζωή, καθετί που καθιστά την πολιτική συμμετοχή απόλαυση, πάθος, κίνδυνο, επικοινωνία δημιουργία. Καταναλώνουμε το απείκασμα του εαυτού μας, χορταίνουμε τις συνέπειες των ερήμην μας πολιτικών δρώμενων. Οι αιτίες είναι καλά κρυμμένες και τις σκεπάζουμε ακόμα περισσότερο γιατί η αυτογνωσία συνήθως αποκαλύπτεται σαν το τρομερό πρόσωπο της Μέδουσας.
Η μακρά μεταπολιτευτική περίοδος είχε τελικό αποτέλεσμα να χαθεί η πίστη των ανθρώπων στο σοσιαλισμό. Σε ετούτη τη νέα φάση οι αλλαγές θα πραγματοποιούνται κάτω από την ηγεμονία του νεοσυντηριτισμού. Γινόμαστε και μεις Ευρώπη. Άοπλος ο δημοκρατικός και αριστερός κόσμος βγήκε από τη δικτατορία, άοπλο το ρωμέικο «αποχουντοποιήθηκε» για να εξαχρειωθεί μέσα στον πασοκικό λαϊκισμό. Άοπλο μουλιάζει τώρα μέσα στο νέο συντηρητισμό.
Δεν ήταν νομοτέλεια αυτή η εξέλιξη∙ έτσι παίχθηκαν τα πράγματα.
No comments:
Post a Comment